Μόλις είχα βγει απ' το παλιό κτήριο με τα κόκκινα τούβλα σ' ένα σκοτεινό δρόμο του Χάρλεμ. Κοίταξα ψηλά. Λευκές κουρτίνες κι αναφιλητά ψεύτικων οργασμών δραπέτευαν απ' τα ανοιχτά παράθυρα στην καλοκαιρινή νύχτα. Έζεχνε το σπέρμα του γάτου, κι οι καριόλες με τις σκουριασμένες σούστες, έτριζαν από έρωτα, κρατώντας σεκόντο στον ξέφρενο ρυθμό της αφρο-κουβάνικης τζάζ, που ξεγλιστρούσε απ' το θρυλικό «Appolo Theatre», μερικά τετράγωνα πιο κάτω. Πήρα το βλοσυρό βλέμμα του αθεόφοβου, σήκωσα τους γιακάδες, και πλησίασα τον ντίλερ στη γωνία, που καθόταν κάτω απ' την παλιά μαρκίζα.
«Τι ψάχνεις;» μου λέει.
«Εκείνη την ιερή ινδιάνα», αποκρίθηκα.
«Θέλω να το ζήσω», είπα δίνοντάς του εκατό δολάρια.
«Μα είναι όνειρο», συμπλήρωσε μια ημίγυμνη πορτορικάνα δίπλα του, με έντονο κραγιόν στα χείλη κι έναν χαλκά στη μύτη, καθώς με πλησίασε χαμογελώντας.
«Δεν το βλέπεις πως είναι όνειρο;» επανέλαβε και με κοίταξε στα μάτια περιπαιχτικά. Ύστερα με φίλησε στο πηγούνι, γλιστρώντας έναν φακελάκι λήθης στην τσέπη του λινού πουκαμίσου μου, που ήταν μούσκεμα απ' την πηχτή υγρασία, κι άρχισε να τραγουδάει: «Αν περπατήσεις κάποτε την έρημη πόλη / μια υγρή νύχτα του φθινοπώρου / κάτω απ' το φως του φεγγαριού / Τι σου 'πε θυμήσου / εκείνο το μελαχρινό κορίτσι / πως οι ιστορίες δεν έχουν πάντα αίσιο τέλος...»
Ένα ψάθινο καπέλο, από την πρόσφατη προεκλογική καμπάνια, του υποψήφιου δημάρχου της πόλης, επέπλεε στα λασπόνερα. «Ψήφισέ με», έγραφε -με το δείχτη του υποψήφιου παρατεταμένο- στην σκισμένη αφίσα, σε μια προσπάθεια ψηφοθηρίας ηλιθίων.
Ο δρόμος ήταν έρημος, στη γωνία, κρατούσε τσίλιες ένας ανήλικος νέγρος, ντυμένος στ' άσπρα καπνίζοντας μαριχουάνα, μ' ένα εννιάρι πιστόλι στη μέση.
Στην λεωφόρο παρακάτω, κάλπαζε ένα άσπρο άλογο που 'σερνε ένα παλιό κάρο με ξύλινες ρόδες, όπως εκείνα των Ινδιάνων ή των Αχαιών.
Στο απέναντι κτήριο, έξω απ' το παράθυρο, στη σχάρα με την σηκωμένη σκάλα, καθόταν ένας μεσήλικας ποιητής, με αμάνικη μπλούζα και μουσκεμένο σβέρκο, που έγραφε στίχους για αρχαίους βασιλιάδες και ξεπεσμένους πρίγκιπες.
Προχώρησα δύο τετράγωνα παρακάτω, σνιφάροντας την πολύτιμη λήθη και μπήκα σ' ένα παροπλισμένο λεωφορείο, που στέγαζε μια φθηνή καντίνα πρόχειρου φαγητού, με ριγέ τέντα και λαμπιόνια που αναβόσβηναν στην επιγραφή. «Moonlight Scramble Diner», έγραφε με saloon κόκκινα γράμματα σε μαύρο φόντο.
Μπήκα μέσα και κάθισα σε μια λόζα. Το αιρκοντίσιον έσταζε απ' έξω σ' έναν κουβά, κι η σχάρα του υπόγειου σιδηρόδρομου από δίπλα, ξέβραζε τα χνώτα της ανήθικης πολιτείας και μια άχνα, που έφτανε στον ουρανό.
Μια ινδιάνα φορώντας ένα χαϊμαλί με τιρκουάζ πέτρες, με πλησίασε και στάθηκε μπροστά μου. Μύθοι, θρύλοι, κακοτυχίες, μαγικά μαντζούνια κι ιερά βότανα, πέταγαν γύρω απ' το κεφάλι της. Κοιταχτήκαμε κάμποσο, στο όριο της αμηχανίας, κι ύστερα, μόλις άναψε το ιριδίζον νέον φλιτζάνι καφέ στο τζάμι, είπε: «Σε ξέρω εσένα, είσαι απ' τις παλιές ψυχές του κόσμου τούτου. Μόνοι μας είμαστε νυχτερινέ μου επισκέπτη... κάτσε, κάτσε να φέρω το ‹Φαρμάκι του Πύθωνα›, είπε, κι ύστερα απομακρύνθηκε πίσω απ' την μπάρα στα ενδότερα.
Ένας αρουραίος έπινε νερό από έναν πυροσβεστικό κρουνό που έσταζε και το κινέζικο εστιατόριο απέναντι ήταν κλειστό. Τα ρολά του κατεβασμένα και μια ονειροπαγίδα κρεμόταν στην μαρκίζα, κάτω από την επιγραφή «Great Wall of China». Θυμήθηκα πως πάντα μια πόλη κρύβεται μέσα στην πόλη και μια χώρα μέσα στη χώρα.
Μετά από λίγο, γύρισε μ' ένα μπουκάλι παλιωμένο μπέρμπον και τ' ακούμπησε πάνω στο τραπέζι που 'χε τρεις σκοτωμένες μύγες.
«Καλαμπόκι χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοι της φυλής μου, όχι στάρι», είπε περήφανη γεμίζοντας δυο ποτήρια. Τα στήθη μικρά κι οι θηλές στητές, πρόβαλαν προκλητικά κάτω από το λινό της φόρεμα, με πολύχρωμα σχέδια από την κουλτούρα της φυλής Ναβάχο, καθώς την κοίταζα, όπως ο καουμπόης του μεσονυχτίου, μαγεμένος.
Κατέβασε δυο γουλιές, και με τα μάτια της Σοφίας, σαν πρωθιέρεια σε αρχαίο μαντείο, ύψωσε το βλέμμα στον ουρανό λέγοντας: «Ο πύθωνας έφαγε την ουρά της σαύρας κι εκείνη τρέχει αιώνες ματωμένη, άφησέ την ήσυχη, και θα δεις! Με τα χρόνια θα γίνει βότανο των σαμάνων.» Έβαλε ένα αργυρό νόμισμα στο χέρι μου, που 'χε το κεφάλι ενός τάρανδου και συνέχισε: «Να μάχεσαι μ' αργυρές λόγχες και θα κερδίσεις όλες τις μάχες, λέει ο χρησμός, μην το ξεχνάς.» Τα λόγια της μεθυστικά. Ύστερα μ' αγκάλιασε κι άρχισε να λικνίζεται πάνω μου λέγοντας: «Αδέσποτα αγρίμια γινήκαν οι άνθρωποι στις πόλεις, αλλά εμείς εδώ, κόντρα στην αναίδεια των ανθρώπων αντιστεκόμαστε.»
Χαϊδολογιόμασταν για κάμποση ώρα και χορεύαμε σιωπηλοί χωρίς μουσική στο έρημο ταβερνείο. Που και πού, σιγοτραγουδούσε, ψιθυρίζοντας λόγια από ένα νανούρισμα της φυλής της, ώσπου κάποια στιγμή, κοιτάζοντάς με στα μάτια, είπε: «Να προσέχεις, γιατί κι η όμορφη Ελένη της Σπάρτης, είχε πολλούς εραστές.»
Ακούστηκε σαν ευχή και σαν κατάρα, όμως θυμήθηκα, πως πολυμήχανοι είναι πάντα οι πρωταγωνιστές που φυλάνε τις επάλξεις της αρχέγονης κληρονομιάς, κι ύστερα, σαν να μάντεψε τη σκέψη μου μου πρόσθεσε: «Έτσι είναι τα μεγάλα ποιήματα, σαν το μυστικό δύο εραστών, που δεν έχουν συναντηθεί ποτέ.»
Με πήρε από το χέρι, κι οδηγώντας με στην πόρτα είπε: «Τις ήττες σου θα γράψεις μια μέρα σε μεγάλο βιβλίο, στο λέω εγώ που ξέρω πολλά για το χρυσάφι, για τα χρυσά κοσμήματα κι ότι απ' έξω του γυαλίζει.»
Πήγα να πω κάτι αλλά με σταμάτησε, χαϊδεύοντας με το δάχτυλό της τα χείλη μου. «Σσσστ! Μη χαλιέσαι. Όλα είναι προβλέψιμα. Όλα έχουν ήδη προβλεφθεί.»
Μείναμε αρκετή ώρα αμίλητοι στο κατώφλι.
«Είναι αργά πρέπει να κλείσω, για να μην κλείσουμε σπίτια!» είπε και με φίλησε. Ύστερα έκλεισε την πόρτα και κατέβασε τα ρολά. Καθώς απομακρυνόμουν, γύρισα και κοίταξα πίσω μου, αλλά η επιγραφή είχε σβήσει.
Μαζί της κατάλαβα πολλά για κείνα τ' αρχαία αινίγματα, τους αθάνατους θνητούς και το φεγγάρι, που κατακόκκινο, φώτιζε τη στράτα μου όλη νύχτα, με το νανούρισμά της να ηχεί στ' αυτιά μου.
Είχα περπατήσει πολύ, κάπου σαράντα τετράγωνα μέχρι τη γέφυρα του Κουίνσμπορο. Ανέβηκα στο διαμέρισμά μου. Εκεί στο Λένοξ Χιλ, 68 δρόμους και Γιορκ.
Απ' το μικρό παράθυρο του δεκάτου ορόφου, έβλεπα το ποτάμι, τη γέφυρα και μακρυά την Αστόρια. Κάτι σαλτιμπάγκοι καλλιτέχνες, ζωγράφιζαν γκράφιτι με τα σπρέι ανά χείρας, στον τοίχο μιας αποθήκης στην προβλήτα του ποταμού.
«Σου 'χει μείνει λίγο ακόμα από κείνη τη σκόνη;» άκουσα τη φωνή της να με ρωτά, κι ύστερα, πάλι έναν ψίθυρο. «Μη φοβάσαι, νυχτερινέ επισκέπτη, το ελιξήριο δεν είναι δηλητήριο.» Άνοιξα τον φάκελο και χωρίς δεύτερη σκέψη, ακολούθησα μια διπλή γραμμή. Ξαφνικά ο δρόμος φωτίστηκε και στο τέρμα του, με περίμενε σιωπηλή, με μια λάμψη στα χείλη. Φαινόταν έτοιμη, ερωτική, μεθυστική κι αέρινη, σαν το θρόισμα των φύλλων, κόντρα στο λιγοστό φως της αυγής που έμπαινε απ' το παράθυρο.
«Θέλω να το ζήσω», είπε κοιτώντας με λάγνα κι αποφασιστικά. «Μα δεν είναι όνειρο;» ρώτησα. «Όχι», αποκρίθηκε και γδύθηκε μπροστά μου. Ξάπλωσε στο κρεββάτι ολόγυμνη, ανοίγοντας τα σκέλια και την αγκαλιά της. Το δέρμα της μύριζε ιερό λιβάνι από κέδρο, κι όλη τη νύχτα μέχρι που άρχιζε να χαράζει ρούφαγε, ρούφαγε με την ψυχή της.
Το μεσημέρι με ξύπνησαν οι σειρήνες. Σηκώθηκα και κοίταξα απ' το παράθυρο του μπάνιου. Ένα σύννεφο καπνού και σκόνης είχε σκεπάσει την πόλη. «Όχι, πρέπει να βγω απ' αυτό το όνειρο», φώναξα. Κοίταξα γύρω μου αλλά η ινδιάνα είχε φύγει. Άναψα την τηλεόραση. Χωρίς ήχο. Ο άνκορμαν του τηλεοπτικού δικτύου CBS, ήταν τρομοκρατημένος. Οι δίδυμοι πύργοι είχαν πέσει.