Περιμένοντας την αναγγελία της πτήσης του για Αθήνα, ο Ζοζέφ κάθισε στο μπαρ έξω από την πύλη και παρήγγειλε καπουτσίνο. Κοίταξε την ώρα στο κινητό του, και είδε επτά αναπάντητες κλήσεις από το σπίτι κι ένα γραπτό μήνυμα της Βίκυς στο viber:
«Τι ώρα πετάς από Σαγκάη;»
Γύρισε το τηλέφωνο στο αθόρυβο, χωρίς να της απαντήσει και άνοιξε τη σακούλα με τις κολόνιες, που αγόρασε νωρίτερα για τις δίδυμες, από τα μαγαζάκια του αεροδρομίου. Κοίταξε σχολαστικά την απόδειξη, υπολογίζοντας το ποσό που είχε ξοδέψει όλες αυτές τις μέρες σε δώρα, κι έβγαλε έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό.
«Δεν γαμιέστε», μουρμούρισε, χαλαρώνοντας τον κόμπο της γραβάτας του. Έβγαλε τη συσκευασία με τις σοκολάτες που προόριζε για τη Βίκυ και ξετύλιξε το εξωτερικό προστατευτικό νάιλον. Σιγά μην της αρέσουν οι Toblerone μου, σκέφτηκε, κι έκοψε δυο μεγάλα κομμάτια. Το ένα το έφαγε κατευθείαν και το δεύτερο το ακούμπησε πάνω στον πάγκο του μπαρ, για να το απολαύσει μαζί με τον καφέ του. Έκοψε και τρίτο, και το παράχωσε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού. Δεν βαριέσαι, σκέφτηκε. Δεν θα εκτοξευόταν στο θεό το σάκχαρό του, με λίγη σοκολάτα· ολόκληρο ταξίδι είχε μπροστά του. Πώς θα άντεχε κλεισμένος τόσες ώρες σ’ ένα αεροπλάνο γεμάτο Κινέζους, χωρίς να μπορεί να καπνίσει; Ένα τόσο μακρινό ταξίδι μες στον Χειμώνα, σκέφτηκε, για κάποιον που έβγαινε σπάνια πια από το σπίτι του, μόνο με κυνήγι για λιοντάρια θα μπορούσε να συγκριθεί ή με διανυκτέρευση στην έρημο με αμμοθύελλα.
Ανακάτεψε την κρέμα από τον καφέ που του έφερε ο σερβιτόρος, κι έβγαλε την κάρτα του να πληρώσει. «Merci» είπε, με εκείνη την αντιδραστική άρνηση που είχε από έφηβος να μιλάει στα αγγλικά ακόμα κι όταν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να συνεννοηθεί με κάποιον, και πέρασε την κάρτα από το μηχάνημα. Ύστερα τοποθέτησε το πολύτιμο σοκολατένιο του τρίγωνο, πάνω στο κουταλάκι του καφέ και το βούτηξε δυο φορές στο φλιτζάνι.
«Ένας γιατρός, παρακαλώ» ακούστηκε να λέει κάποιος, πίσω από την πλάτη του. «Ένας γιατρός, γρήγορα».
Ο Ζοζέφ έβαλε το κομμάτι της σοκολάτας στο στόμα του και γύρισε να δει τι συμβαίνει. Ένα ζευγάρι μεσήλικων ασιατικής καταγωγής, προσπαθούσε να δώσει νερό σε μια γυναίκα, η οποία κρατούσε το κεφάλι της από τα μάγουλα, σκυφτό, πάνω σ’ ένα από τα τραπεζάκια του καφέ. Γύρω από τον λαιμό της ήταν τυλιγμένη μια πολύχρωμη μάλλινη εσάρπα, ενώ τα πόδια της που κρέμονταν από την καρέκλα, μόλις που έφταναν να ακουμπήσουν στο έδαφος. Ο Ζοζέφ γλίστρησε χωρίς δεύτερη σκέψη από το σκαμπό του, έβγαλε το πράσινο τουίντ σακάκι του και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους.
«Οδοντίατρος είμαι», φώναξε σπρώχνοντας με τον αγκώνα, τους δύο ασιάτες που στέκονταν όρθιοι πάνω από το κεφάλι της γυναίκας. «Τι συμβαίνει;» τους ρώτησε στα γαλλικά.
«To σαγόνι της» απάντησε ο άντρας δείχνοντας με το δάχτυλο κάπου ανάμεσα στο προγούλι και στο λακκάκι του Ζοζέφ, για να σιγουρευτεί ότι τον καταλαβαίνει.
«Έχει βγει το σαγόνι της», επιβεβαίωσε η σύζυγός του, κάνοντας αέρα μ’ ένα περιοδικό πάνω από το κεφάλι της γυναίκας.
Ο Ζοζέφ τους ζήτησε να μετακινηθούν. Έσκυψε πάνω από το αυτί της άτυχης γυναίκας και τη ρώτησε:
«Είστε καλά;»
«Σου τη λένε», πετάχτηκε ο άντρας.
«Είσαι καλά, Σου;»,
Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της με δυσκολία από το τραπέζι, και με το χέρι να βαστάει το σαγόνι της στο πλάι, προσπάθησε κάτι να του πει. Η φωνή της ήταν ψιλή, κοφτή και κουρασμένη. Οι φλέβες στους κροτάφους της είχαν φουσκώσει και από το στόμα της έβγαινε λευκός αφρός. O Ζοζέφ της έκανε νόημα να σωπάσει. Ξετύλιξε την εσάρπα της, τράβηξε το χέρι της, μαλακά, από τον καρπό στην άκρη κι αφού ήρθε και στάθηκε μπροστά της, σήκωσε το πόδι του και το έβαλε να πατήσει πάνω στην καρέκλα της.
«Έτοιμη;», τη ρώτησε σπρώχνοντας με τη γλώσσα ένα κομματάκι καραμελωμένου αμύγδαλου, που είχε σφηνώσει στον γομφίο του και του έγδερνε το ούλο.
Η γυναίκα κοίταξε τον Ζοζέφ με την προσήλωση που θα ταίριαζε σ’ ένα τάμα κι έγνεψε με το κεφάλι της καταφατικά.
«Πιάσου από ένα σταθερό σημείο, καλύτερα», είπε εκείνος. «Από ’δω για παράδειγμα», έδειξε με την εξωτερική μεριά της γάμπας του, το μπράτσο της καρέκλας.
Με μάτια αεικίνητα σαν του αδύναμου ζώου που δεν έχει άλλη επιλογή, η γυναίκα έκανε ακριβώς αυτό που της είπε. Εκείνος σήκωσε τα μανίκια του. Έπιασε το σαγόνι της που είχε κρεμάσει μέχρι τον λαιμό σαν κουφάρι, από την άρθρωση δεξιά και αριστερά, και με μια ξαφνική λαβή το έφερε και το κούμπωσε στη θέση του. Η γυναίκα έβγαλε μια δυνατή κραυγή, που γρήγορα μετατράπηκε σε αναστεναγμό ανακούφισης.
«Ευχαριστώ», ψέλλισε, σκουπίζοντας τον ιδρώτα στο μέτωπό της με την ανάποδη του χεριού. Το μεσήλικο ζευγάρι ξέσπασε σ’ ένα ξέφρενο χειροκρότημα κι έπειτα άρχισε να μιλάει με τη γυναίκα στα κινέζικα. Ο Ζοζέφ γύρισε από την άλλη κι έφτυσε το αμύγδαλο που ξεκόλλησε επιτέλους από το δόντι του. Τίναξε το πόδι του για να ισιώσει το μπατζάκι που είχε πιαστεί στο λάστιχο της κάλτσας του, και κατέβασε τα μανίκια.
«Αu revoir, Σου», είπε κουνώντας τα χέρια του στον αέρα και γύρισε κορδωτός στη θέση του. Ο καφές του είχε παγώσει. Κοίταξε την ώρα ξανά στο κινητό και ζήτησε τον κατάλογο από τον σερβιτόρο πίσω από το μπαρ. Είχε πάει μία. Παρήγγειλε ένα σάντουιτς με καπνιστό σολομό κι ένα ποτήρι λευκό κρασί. Η οθόνη από το τηλέφωνο αναβόσβησε. «Βίκυ» διάβασε στην αναγνώριση. Σήκωσε το αριστερό του χέρι στην ευθεία των ματιών του, σφίγγοντας τη γροθιά του σαν να ήθελε να πιάσει κάποιο μυγάκι στον αέρα κι ύστερα έριξε μια μπουνιά πάνω στον πάγκο. «Όχι», γρύλισε. Άφησε το τηλέφωνο να χτυπήσει μερικές φορές μέχρι να απορροφηθεί η κλήση από τον τηλεφωνητή και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πίσω από το μπαρ. «Όχι και πάλι όχι». Σάλιωσε τα δάχτυλά του κι έστρωσε τις λιγοστές τρίχες που είχαν απομείνει στο κεφάλι του, προς τη μεριά της χωρίστρας. Μέσα από τον καθρέφτη είδε τη Σου να σηκώνεται από το τραπέζι της και να κατευθύνεται στην έξοδο της πύλης για Αθήνα. Έσφιξε τα χείλη του για να μη γελάσει. Μερικά πράγματα είναι για γέλια, σκέφτηκε, ξεκουμπώνοντας το πάνω κουμπί του πουκαμίσου του. Ακόμα κι αν σε κάνουν να υποφέρεις.