Η θάλασσα θα τα ξεπλύνει όλα

Nils Jakob Olsson Blommοr (1816-1853): «Θαλασσινή καταιγίδα»
Nils Jakob Olsson Blommοr (1816-1853): «Θαλασσινή καταιγίδα»

Σου είπαν δεν κάνει να πίνεις, δεν κάνει να καπνίζεις. Για ναρκωτικά δεν ρώτησες καν. Στον διάολο να πάνε, κι αυτοί κι αυτό. Δεν το ζήτησα, λες μέσα σου και τραβάς μια γερή γουλιά.
Αυτά βέβαια μόνη σου. Ή όσο μόνη μπορείς να είσαι πια, τέλος πάντων. Όχι μπροστά τους. Μπροστά σε κανέναν. Εκεί είσαι το καλό κορίτσι. Πρέπει να προσέχεις, σου λένε. Κι έπειτα χαμογελούν και γυρίζουν τα μάτια τους κατά πάνω και δώσ’ του, Αχ, τι ευτυχία! και Αχ, επιτέλους λίγη χαρά στο σπιτικό μας! Σου ’ρχεται να ξεράσεις – ή ίσως να τους σπάσεις στο ξύλο. Αν θέλετε χαρά και ευτυχία, να τη βρείτε μόνοι σας, λες. Μα κι αυτά είναι δικά σου. Δεν τα ’χεις πει ποτέ δυνατά.
Και βέβαια, κανείς δεν μιλάει για κείνον. Ή, μάλλον, πιο σωστά: Όταν αναφέρονται σ’ αυτόν, το κάνουν μέσα από σένα. Και μάλιστα, λες και σε συγχωρούν –αυτοί, αυτοί σε συγχωρούν!– για τα σκατά του άλλου. Ας έρθει, και δεν πειράζει πώς έγινε, λένε. Κι έπειτα σε κοιτάνε στα μάτια και σου χαμογελούν. Μαζί θα το ’χουμε, δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς για τίποτα. Χαμηλώνουν λίγο το βλέμμα, κοιτάνε τη μύτη του παπουτσιού τους, σαν να σκέφτονται, σαν να πέρασε μα ξαφνική πίκρα από το μυαλό τους κι έφτασε ως το στόμα. Ύστερα σε χτυπάνε στον ώμο. Δεν πειράζει. Αρκεί που υπάρχει αυτό.
Πίνεις άλλη μια γουλιά, στρίβεις τσιγάρο, ανάβεις. Είναι η ιδέα σου ή στ’ αλήθεια κουνιέται μέσα σου, σηκώνει το κεφάλι του, ανοίγει το στόμα του για να πιει απ’ αυτό που πίνεις, να καπνίσει αυτό που καπνίζεις; Δικά μου είναι, γρυλίζεις, μα ξέρεις ότι δεν έχει νόημα.
Κι εκείνος, βέβαια… Ίδιοι είσαστε, λες μέσα σου. Ωραία ήταν, ναι· πηδιόσασταν τρία μερόνυχτα. Κι έπειτα τίποτα. Ούτε το τηλέφωνό του δεν σου άφησε. Έψαξες από γνωστούς και φίλους να τον βρεις. Πουθενά. Δεν απάντησε ποτέ. Δεν ξέρεις καν πού μένει, σε ποια πόλη, σε ποια χώρα. Ένα μικρό όνομα έχεις μόνο, που θα μπορούσε να ανήκει σε μερικά εκατομμύρια άτομα. Μα δεν πειράζει. Ίσως είναι πιο εύκολο έτσι.
Κουμάντο κάνεις εσύ.

Κοιτιέσαι στον καθρέφτη. Μεγαλώνεις, μεγαλώνεις. Φαρδαίνεις. Κώλο αεροδρόμιο έκανα, μονολογείς. Κι έπειτα είναι η δυσκοιλιότητα, οι εμετοί. Κάτι κάνεις εσύ εκεί μέσα, λες. Ποιος σου είπε ότι το σώμα μου είναι ξενοδοχείο;
Δεν βλέπεις κόσμο πια. Δεν είναι ότι σε αποφεύγουν· εσύ δεν θέλεις. Δεν είσαι σίγουρη γιατί. Δεν θες να σε δούνε έτσι όπως έχεις παχύνει; Μπα, δεν είναι αυτό. Απλώς δεν θέλεις. Δεν θέλεις να δούνε αυτό που έχεις γίνει, αυτό που έχετε γίνει, εσύ κι αυτό. Δεν υπάρχει πια εσύ. Εκτός από αίμα και τροφή, σου ρουφάει και τα λογικά σου.
Κοιτάς γύρω σου. Μια κουζινοτραπεζαρία, ένα μπάνιο, μια κρεβατοκάμαρα, τόση που ίσα χωράει ένα μονό κρεβάτι. Τι διάολο περιμένουν να κάνεις; Ωραία τα λόγια, μαζί θα το ’χουμε, μη φοβάσαι τίποτα, αλλά για πάντα θα είσαι ξένη γι’ αυτούς. Μόνο αυτό θέλουν από σένα. Αναρωτιέσαι γιατί δεν έχεις πάει τόσο καιρό να το ρίξεις, αλλά στην πραγματικότητα ξέρεις· ξέρεις ότι θα σε κυνηγήσουν σαν σκυλιά που μυρίζουν αίμα· ξέρεις ότι ούτε καν το δυάρι τούτο δεν θα σου μείνει, ξέρεις ότι θα βρεθείς στην άκρη κανενός πεζοδρομίου να γυρεύεις δυο ψίχουλα, μέχρι που μια μέρα θα σε βρουν εκεί παγωμένη. Αυτό θέλουν. Αυτό. Όχι εσένα.

Είχες δοκιμάσει να της το πεις μια φορά. Σ’ αυτή. Όχι σ’ αυτόν. Ποτέ σ’ αυτόν. Κι όχι να το πεις, να το υπαινιχθείς μονάχα. Ούτε καν να το υπαινιχθείς. Μια ερώτηση ήταν, μια ερώτηση ειλικρινής και αληθινή, κι ας ήταν άλλο αυτό που ήθελες να ρωτήσεις πραγματικά.
Είστε σίγουροι ότι το θέλετε; Σιωπή. Και μετά: Από μένα;
Ίσως κάποια άλλη, σε κάποια άλλη ζωή, να σε είχε πάρει αγκαλιά, να σου έλεγε να μη λες τέτοια πράγματα, να σου έδινε κουράγιο, υποσχέσεις. Όχι όμως εκείνη, όχι τουλάχιστον σ’ αυτή τη ζωή.
Σου ’πε μόνο για το θέλημα του Θεού και για το πόση ευτυχία τούς φέρνεις μ’ αυτό. Αυτό που δεν σου είπε ήταν ότι έτσι θα τους ξεπλήρωνες για την ντροπή που τους είχες φέρει. Αλλά δεν χρειαζόταν. Αυτό το ήξερες.
Τους ξεπληρώνεις την ντροπή τους μ’ ένα πράγμα που σου ανακατεύει τα σωθικά και σε αλλάζει, σε μεταμορφώνει, σε κάνει κάτι που δεν θέλεις να είσαι. Μα δεν υπάρχει πια το είσαι. Είστε. Μόνο είστε.
Μαζί θα το ’χουμε.
Δεν θα έχετε τίποτα. Τα δικά μου σωθικά ξεσκίζει.

Ο κόσμος έχει γυρίσει τούμπα. Πια το μόνο που κάνεις είναι να μετράς ανάποδα. Περιμένεις εκείνη τη στιγμή. Το πριν, το τώρα, δεν έχουν σημασία. Το μετά δεν υπάρχει. Ίσως γιατί φοβάσαι να το φανταστείς· ίσως γιατί ελπίζεις σε κάποιο θαύμα. Κάποιο θαύμα που θα κάνεις εσύ.
Ανάβεις τσιγάρο, κατεβάζεις δυο χάπια, δεν κοιτάς καν τι είναι, τραβάς δυο γουλιές. Μην πίνεις, μην καπνίζεις. Τώρα εύχεσαι οι καλύτεροι φίλοι σου σ’ αυτή τη ζωή να σε βοηθήσουν και εδώ.
Δεν φωνάζεις κανέναν. Στρώνεις μια παλιά κουβέρτα στο κρεβάτι, γδύνεσαι, ξαπλώνεις πάνω και ανοίγεις τα πόδια. Ανάσες, λένε, αλλά εσένα η ανάσα σου κόβεται, βγαίνει σφυριχτή και πιέζει τα πλευρά σου σαν να θέλει να τα σπάσει. Ανάσες. Σπρώξε. Μέτρα. Τι διάολο να μετρήσεις δεν ξέρεις πια· μόνο ανάποδα μετράς τόσο καιρό.
Μία ώρα, πέντε, δυο μέρες μετά, βγαίνει, τυλιγμένο σε μια γλίτσα και στα σκατά. Το σκουπίζεις με μια πετσέτα και περιμένεις να κλάψει. Το κοιτάς. Κάτι σπάει μέσα σου. Ή, μάλλον, κάτι σπασμένο κολλάει ξανά. Βγάζει μια αχνή κραυγή. Καλωσήρθες, του λες, και το φέρνεις στο στήθος σου.

Μαζί θα το ’χουμε. Θα σας πω εγώ τι θα πάρετε, θα τους έλεγες, αλλά γι’ άλλη μια φορά, τα μεγάλα λόγια είναι μονάχα αυτό – λόγια. Εκείνη έρχεται μια δυο φορές να σε δει, κι αυτό είναι όλο. Κάποιοι φίλοι σε παίρνουν τηλέφωνο, μα σπάνια απαντάς. Δεν θες. Δεν θες να δεις κανέναν.
Το κοιτάς που ανασαίνει. Αναρωτιέσαι πώς θα μπορούσε να το λένε. Ξέρεις ότι μπορεί να γίνει κομμάτια με την παραμικρή κίνηση. Απαλά, ήρεμα. Το σηκώνεις. Αγγίζεις τις λιγοστές τρίχες στο κεφάλι του.
Και τώρα τι; λες, λίγο σ’ αυτό, μα πιο πολύ στον εαυτό σου.


Έχεις βδομάδες να κοιμηθείς κανονικά, μα έτσι κι αλλιώς ύπνος δεν σου έρχεται. Καμιά φορά κάθεσαι και το χαζεύεις που, έτσι, με κλειστά τα μάτια του, παλεύει μέσα του με αυτά που ακόμα δεν γνωρίζει. Άλλες φορές χαμογελάς· άλλες βάζεις τα κλάματα. Μακάρι να μην τα μάθεις ποτέ, του ψιθυρίζεις. Και μετά αναρωτιέσαι τι θέλεις να πεις μ’ αυτό.

Κλαις. Δεν ξέρεις γιατί. Πάει καιρός που γίνεται. Σαν να θες να ξεπλύνεις τα βλέφαρά σου, το πρόσωπό σου, το σώμα σου ολόκληρο από κάτι, κι απλώς κάποια στιγμή ανεβαίνουν όλα αυτά στα μάτια σου και στον λαιμό σου και βγαίνουν έτσι, ακατέργαστα, τραχιά και γλιτσιασμένα. Μα τίποτα δεν είναι αρκετά καθαρό για να τα πάρει όλα αυτά μαζί του.
Μόλις σ’ ακούει, κλαίει κι εκείνο. Δεν ξέρεις τι να του πεις. Προσπαθείς να μαζευτείς, να κάνεις εκείνο που πρέπει να κάνεις –κι ας μη σου έχει πει κανείς τι είναι αυτό–, μα το μόνο που καταφέρνεις είναι να μένεις να το κοιτάς μέσα από μάτια θολά απ’ όλα αυτά που δεν θα φύγουν ποτέ. Κι ίσως είναι η θολούρα, μα σαν το βλέπεις τότε, μερικές φορές σού φαίνεται ότι κάτι δεν πάει καλά με δαύτο, σαν τα γκρίζα μάτια του να κρύβουν κάτι τρομερό από πίσω, σαν κάποιος άλλος να σε κοιτάζει από μέσα τους, κι όσο κι αν λες ύστερα στον εαυτό σου ότι δεν είναι παρά ένα άδειο χαρτί, εσύ θα γράψεις πάνω όσα είναι να γραφτούνε, μα τι θα μπορούσε να κρύβει ένα τέτοιο πλάσμα μέσα του, δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα σου, δεν μπορείς να διώξεις την ιδέα ότι κάτι άλλο είναι, κάτι δεν είναι σωστό εδώ, κι έπειτα είναι κι αυτές οι φορές που για μια στιγμή, μονάχα για μια στιγμή, το κοιτάς και βλέπεις πρόσωπα άλλα, πρόσωπα που δεν έπρεπε να είναι εκεί, μα αρκεί ένα βλεφάρισμα και φεύγουν, κι έτσι τα κάνεις όλα στην άκρη και ακουμπάς τη μύτη σου στη δική του και αγγίζεις το λείο μάγουλό του και του ψιθυρίζεις, Η μαμά δεν θα σ’ αφήσει ποτέ.

Κοιμάται. Γεμίζεις ένα ποτήρι, στρίβεις ένα τσιγάρο. Ησυχία. Ξέρεις ότι δεν θα κρατήσει πολύ, αλλά θέλεις να τη χαρείς όσο μπορείς. Κάτι πάει να σε πνίξει κι ένα δάκρυ κυλάει μέχρι την άκρη της μύτης σου και βουτάει στο ποτήρι, αλλά, όχι, δεν θα το αφήσεις αυτή τη φορά.
Μητέρα. Σκέφτεσαι τη λέξη, τη γυρίζεις καλά καλά στο μυαλό σου, στο στόμα σου, τη γεύεσαι. Θυμίζει φράουλες κι έχει μια μακρινή οσμή από καλοκαιρινό χαμομήλι. Μητέρα. Ας είναι αυτό το μόνο που θα καταφέρεις ποτέ, δεν σε νοιάζει. Αρκεί.
Σκουπίζεις τα μάτια σου, χαμογελάς, αδειάζεις το ποτήρι σου, γεμίζεις άλλο ένα. Προς το παρόν σου στέλνουν ένα χαρτζιλίκι –όχι για σένα, για το παιδί, λέει πάντα το σημείωμα–, αλλά το ξέρεις ότι δεν θα κρατήσει για πολύ. Πρέπει να πιάσεις δουλειά όταν μεγαλώσει λίγο, κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρεις κάποια να το κρατάει, αργότερα να το πας ίσως σε βρεφονηπιακό σταθμό—
Σταματάς τις σκέψεις σου, φρενάρεις σαν να πετάχτηκε μπροστά σου καμιά αλαφιασμένη γάτα. Συνειδητοποιείς τι είναι αυτό που κάνεις: σχέδια· σκέφτεσαι αυτό που θα έρθει.
Δεν το ’χεις ξανακάνει ποτέ. Πάντα προσπαθούσες να τα βγάλεις πέρα με αυτό που έφερνε κάθε φορά ο δρόμος μπροστά σου – το μέλλον ήταν πάντα πολύ μακριά. Μα άλλαξε αυτό πια. Κι ό,τι φέρει ο δρόμος, ζώο ή άνθρωπο, πρέπει μονάχα να το πατήσεις και να συνεχίσεις.
Σβήνεις το τσιγάρο σου, στραγγίζεις το ποτήρι και πας και σκύβεις από πάνω του. Κοιτάς τα αραιά μαλλιά, τις μικροσκοπικές τριχούλες στο πλάι του αυχένα, τις πηγές που ακόμα ανασαίνουν στο κρανίο του. Κοιτάς τα ζαρωμένα βλέφαρα. Τι σκέψεις να κρύβονται πίσω από αυτά τα ματάκια, που ακόμα καλά καλά δεν βλέπουν τον κόσμο γύρω τους;
Κοιτάς τα αραιά γκρίζα μαλλιά, το χαρακωμένο από την περίσκεψη μέτωπο, τα αξύριστα μάγουλα, το λευκό μουστάκι. Κοιτάς τα σκληρά καστανοπράσινα μάτια, που πάντα βλέπουν τι κάνεις, πού είσαι. Κοιτάς.
Τι θέλεις εδώ; ψελλίζεις.
Νόμιζες ότι θα σ’ άφηνα να τ’ αναστήσεις μόνη σου;
Φύγε. Κλείνεις τα μάτια. Φύγε. Τα ανοίγεις.
Είναι ακόμα εκεί.
Αρκετή ντροπή μας έφερες, δεν νομίζεις; Δεν θα ντροπιάσεις και τούτο το αθώο πλάσμα – ούτε θα το κάνεις σαν τα μούτρα σου.
Θες να του απαντήσεις, θες να ουρλιάξεις, να του πεις ότι το μόνο για το οποίο πρέπει να ντρέπεσαι είναι που ακόμα εξαρτάσαι απ’ αυτούς, μα είσαι μικρή, παιδάκι ακόμα, κρατάς αγκαλιά ένα λούτρινο κουνέλι και τον κοιτάς με μάτια διάπλατα, περιμένεις, περιμένεις να βγάλει τη ζώνη του –τα σημάδια στην πλάτη σου από την προηγούμενη φορά καίνε ακόμα, μα πώς γίνεται, είναι πολύ νωρίς ακόμα, δεν γίνεται πάλι–, σφίγγεις το κουνέλι, μπαμπά, όχι, μπαμπά, δεν έκανα τίποτα—

Σκουπίζεις τα μάτια σου. Κοιτάς. Κοιτάς τα σπασμένα, γεμάτα ψαλίδα μαλλιά που περισσεύουν από έναν άτσαλο κότσο στην κορφή του κεφαλιού· τα σακουλιασμένα μάτια και τα ροζιασμένα χέρια που όλο σφίγγουν έναν σταυρό που κρέμεται στη βάση του λαιμού. Κοιτάς τη θαμπωμένη από τα πλυσίματα και τη λάντζα βέρα, τα ρουφηγμένα από τη στενοχώρια μάγουλα.

Μαμά.

Δεν θ’ αντιμιλάς στον πατέρα σου. Κάνει τα πάντα για να σας αναθρέψει σωστά και για να σας ταΐσει, κι εσύ πώς τον ξεπληρώνεις; Τη μία σε πιάσαν με ναρκωτικά, μετά μαθαίνω ότι πηδιέσαι με τον έναν και με τον άλλον.
Δεν είναι δα ότι είχα και πολλές άλλες ευκαιρίες να περάσω καλά. Μα δεν το λες. Τα θολά μάτια που σε κοιτάζουν πίσω από τα κοκάλινα γυαλιά, ο τρόπος που ζαρώνουν τα χείλη καθώς σχηματίζουν τις συλλαβές, τα δάχτυλα που σφίγγουν και ξεσφίγγουν τον σταυρό, όλα, όλα σβήνουν τις λέξεις, σβήνουν τη σκέψη σου, την καταχωνιάζουν σ’ εκείνη τη σκοτεινή γωνιά όπου έχεις παραχώσει τόσα και τόσα.
Δεν μπορούσαμε να κάναμε άλλο ένα παιδί σαν τον αδερφό σου; Αυτός πρόκοψε, έγινε κάποιος – όπως ταίριαζε στην οικογένειά μας. Εσύ όμως… Μόνο το παιδί μπορεί να σε κάνει άνθρωπο. Φρόντισε να μην τα θαλασσώσεις κι εδώ.
Κλείνεις τα μάτια. Τα ανοίγεις ξανά. Οι δυο πηγές ανασαίνουν.

Ούτε που ξέρεις πόσες ώρες περπατάς. Ένας κρύος αέρας κατεβαίνει από το βουνό και κοκαλώνει τα σωθικά σου. Μα δεν το νιώθεις. Τίποτα δεν νιώθεις· η καρδιά σου πάγωσε τη στιγμή που το πήρες απόφαση.
Ο μπόγος στην αγκαλιά σου σαλεύει λίγο, βγάζει μια αδύναμη φωνή. Σςςςς, κάνεις. Τον σφίγγεις στο στήθος σου.
Φτάνεις σε μια ακτή. Το σκοτάδι αδιαπέραστο, το λιγοστό φεγγάρι κρύβεται πίσω από τα σύννεφα. Θα βρέξει, λέει το μυαλό σου, μα δεν του δίνεις σημασία.
Σκαρφαλώνεις σε κάτι χαμηλούς βράχους, πατάς το πόδι σου στην παραλία. Ο άνεμος σηκώνει την άμμο, τη στροβιλίζει στον αέρα και σε μαστιγώνει. Σφίγγεις περισσότερο τον μπόγο στο στήθος σου, να τον προφυλάξεις.
Στην ακροθαλασσιά βγάζεις τα παπούτσια σου. Κάνεις δυο βήματα στο νερό. Δεν νιώθεις τίποτα. Από την αγκαλιά σου ακούγεται πάλι μια φωνή. Παραμερίζεις λίγο τις κουβέρτες, κοιτάς. Τη μια στιγμή βλέπεις την πλατιά μύτη, τα λιγοστά μαλλιά να ανεμίζουν πάνω από ένα μικροσκοπικό μέτωπο· την άλλη βλέπεις τον εαυτό σου. Όχι, όχι ακριβώς, αλλά ελάχιστη διαφορά κάνει. Τι κι αν έχει τα γαλανά μάτια εκείνου, τι κι αν τα ζυγωματικά του είναι λίγο πιο έντονα απ’ τα δικά σου; Το βλέπεις στο βλέμμα, στην κλίση του στόματος, στα λεκιασμένα δόντια, στα κόκκινα, πάντα κόκκινα, μάτια. Εσύ. Ό,τι έκανες, ό,τι υπήρξες ποτέ. Καθώς προχωράς στα βαθιά, μόλις το νερό αγκαλιάζει τη μέση σου, σκεπάζεις το στόμα του με το ένα χέρι, κλείνεις τη μύτη του με το άλλο. Και προχωράς.
Το νερό πλέον σου φτάνει μέχρι τους ώμους. Η φούστα σου απλώνεται γύρω απ’ τον λαιμό σου σαν αλλόκοτη θηλιά. Παίρνεις μια ανάσα και το ακουμπάς, απαλά, πολύ απαλά, στο νερό. Δεν ξέρεις αν ο αέρας έχει κόψει ή αν κάμποσα μέτρα από την ακτή σταματάει· πάντως το νερό είναι ήρεμο.
Έτσι δε θα ζαλιστείς, του λες.
Ύστερα του δίνεις μια σπρωξιά να πάει στα βαθιά και γυρίζεις προς τη στεριά. Αφήνεις το νερό να πάρει μαζί του την ντροπή, το λουρί του πατέρα σου, τη μολυσματική θλίψη της μητέρας σου, το ξύλο στο σχολείο, τη μούχλα στους τοίχους, τον λεκέ από το αίμα στο στρώμα, που δεν θα φύγει ποτέ. Το αφήνεις να πάρει την αγαπημένη σου γάτα, που ο αδερφός σου μια μέρα τής έχωσε ένα αναμμένο δυναμιτάκι στον κώλο για δει αν θα έσκαγε σαν φούσκα, το τριήμερο πήδημα με τον άγνωστο γαλανομάτη, το κατσιασμένο κουνέλι που έσφιγγες στην αγκαλιά σου μέχρι που έγινες δεκαέξι. Τ’ αφήνεις να φύγουν μαζί με το νερό, γιατί με τα δάκρυά σου ποτέ δεν μπόρεσες να τα διώξεις. Αλλά τώρα η θάλασσα θα τα ξεπλύνει όλα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: