Ένωσε τα κομμάτια

Jean-Baptiste Greuze, «Ο σπασμένος καθρέφτης». 1762–3. Λονδίνο, The Wallace Collection
Jean-Baptiste Greuze, «Ο σπασμένος καθρέφτης». 1762–3. Λονδίνο, The Wallace Collection




Από μικρή δεν πλησίαζε τους καθρέφτες. Στην αρχή έφευγε τρέχοντας από κοντά τους για να αποφύγει τη γυαλάδα τους που την τρόμαζε και την έκανε να νομίζει ότι το πάτωμα μπροστά της θα μεταμορφωνόταν σε μια γλιστερή κατηφόρα, μια παγωμένη τσουλήθρα, έναν άγνωστο, ασημένιο διάδρομο που θα την οδηγούσε από την ησυχία και το σκοτάδι του σπιτιού στο απέναντι καφενείο εκτεθειμένη στους καλοντυμένους πελάτες, τα φώτα, τη μουσική, τα γέλια και τις δυνατές φωνές. Αργότερα, όταν μεγάλωσε κάπως, κολλούσε το πρόσωπό της πάνω στους καθρέφτες κι έγλειφε το σημείο που η αναπνοή της σχημάτιζε θαμπούς κύκλους. Η γλώσσα της τότε πάγωνε, τα δόντια της μούδιαζαν, τα μάγουλά της ανασηκώνονταν και μισόκλειναν τα πρησμένα μάτια της ενώ η πλακουτσωτή μύτη της πιεζόταν πάνω στο γυαλί και μεγάλωνε και φούσκωνε κι άπλωνε τα μαύρα της στίγματα σ’ όλη την επιφάνειά του καθρέφτη.
Στην εφηβεία ανακάλυψε τα σπυριά. Της τα έδειξε στην αρχή ο μεγάλος καθρέφτης του σαλονιού. Μεγάλα, κόκκινα, πολλά με κίτρινα κεφάλι, σκέπασαν στην αρχή τα μάγουλά της κι αργότερα το μέτωπο, το λαιμό, το στήθος και την πλάτη. Τότε άφησε τα μαλλιά της να μακρύνουν και τα νύχια της να μεγαλώσουν. Τα μαλλιά για να σκεπάζουν το πρόσωπό της και τα νύχια για να πιέζουν με δύναμη και να αφαιρούν το κίτρινο, πηχτό υγρό. Μια ζεστή, απαλή πετσέτα έκρυβε το πρόσωπό της τις δύσκολες εκείνες μέρες ενώ πολλές σκουρόχρωμες, χοντρές πετσέτες κάλυπταν τους καθρέφτες του σπιτιού. Όλες αυτές τις εβδομάδες περπατούσε μέσα στο σκοτάδι μόνο μηχανικά σαν να στηριζόταν σε μεταλλικές αρθρώσεις. Συχνά πλησίαζε τους καθρέφτες, αφαιρούσε τα καλύμματά τους, στένευε τα μάτια της και σούφρωνε τα χείλια της σαν να τους κατηγορούσε γι’ αυτό που έβλεπε. Κάτι μουρμούριζε, ύστερα ύψωνε τη φωνή και μετά από ώρα σταματούσε απότομα. Μια θλιβερή σιωπή απλωνόταν στο δωμάτιο. Μέσα της μεγάλωνε κάτι αγκαθωτό με κοφτερά δόντια και μυτερά νύχια.
Τα πράγματα έδειχναν να βελτιώνονται, όταν άρχισαν να παραδίνονται στο σπίτι τα δέματα. Κάτι δέματα τυλιγμένα με χοντρό καφέ χαρτί που ο διανομέας τα άφηνε στο πρώτο σκαλί ρίχνοντας το φάκελο με την απόδειξη και τις οδηγίες κάτω από την πόρτα. Την πρώτη φορά που άκουσε το σούρσιμο του φακέλου στο πάτωμα έμεινε ακίνητη για λίγα λεπτά. Όταν σιγουρεύτηκε ότι ο διανομέας είχε φύγει, άνοιξε την πόρτα κι έσπρωξε με δύναμη το δέμα μέσα. Έκανε δυο μέρες να το ανοίξει. Χωρίς να διαβάσει τις οδηγίες, ανακάτεψε με ανυπόμονα δάχτυλα την καφέ εύπλαστη μάζα και την άπλωσε στο πρόσωπό της. Δεν μπορούσε να σταματήσει να την πιέζει, να τη ζεσταίνει με τα χέρια της και να την στρώνει στη μύτη και πάνω από τα χείλια. Δεν τολμούσε να κοιταχτεί στο μεγάλο καθρέφτη, έριχνε μόνο κρυφές ματιές στο στρογγυλό καθρεφτάκι από την παλιά πουδριέρα της γιαγιάς που έκρυβε στο συρτάρι του κομοδίνου.
Παράγγειλε κι άλλη καφέ μάζα, σε πιο ανοιχτό χρώμα αυτή τη φορά κι αφού ανακάτεψε για ώρα τις δύο αποχρώσεις, την άπλωσε στο πρόσωπό της. Για πρώτη φορά κοιτάχτηκε στο μεγάλο καθρέφτη, στην αρχή χωρίς να ανάψει καθόλου φως. Τα πράγματα πήγαιναν υπερβολικά καλά. Άρχισε να γυρίζει τον ροοστάτη σαν τρελή. Το φως έπεφτε στο ανέκφραστο, χωρίς ρυτίδες πρόσωπό της και η σκουρόχρωμη πάστα δεν άφηνε τα σπυράκια να ξεμυτίσουν. Για πολλές μέρες στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και δοκίμαζε την πυκνότητα και την υφή της μάζας μέχρι που αυτή εξαφάνισε κάθε κοκκινίλα και κάθε ανωμαλία του δέρματός της. Σε κάθε δοκιμή φορούσε μπλούζα με ψηλό λαιμό ή σκέπαζε το λαιμό της με χρωματιστά μαντίλια. Νόμιζε ότι ήταν έτοιμη.
Της πήρε αρκετούς μήνες κι ατέλειωτες πρόβες μπροστά στον καθρέφτη για να αποφασίσει να βγει από το σπίτι. Βγήκε αργά ένα βράδυ τυλιγμένη στην καμπαρντίνα της και με μεταξωτό μαντίλι στο λαιμό. Απέφυγε το φωτεινό κοντινό μαγαζί και περπάτησε μέχρι τη σκοτεινιά του κέντρου. Διάλεξε το μαγαζί με τη δυνατή μουσική και το λιγοστό φως. Κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι κοντά στην πόρτα. Η φωνή της ήταν ξεκούρδιστη όταν παράγγειλε ένα χρωματιστό κοκτέιλ που το άφησε άθικτο στο ποτήρι του. Γρήγορα ζαλίστηκε από τη φασαρία και τα πολλά πρόσωπα που γυρόφερναν κοντά της. Βιάστηκε να γυρίσει στο σπίτι.
Άρχισε να βγαίνει τακτικά. Σχεδόν κάθε βράδυ. Άρχισε να δοκιμάζει και τα ποτά. Πάντα με το καλαμάκι ρουφούσε μικρές γουλιές από το ποτήρι της. Δεν έμεινε στο πρώτο ποτό, προχώρησε και στο δεύτερο και στο τρίτο. Με το οινόπνευμα τα σπυράκια κάτω από την σκουρόχρωμη κρούστα άνθιζαν, άρχιζαν να φουντώνουν, να κοκκινίζουν και να προσπαθούν να σπρώξουν την κίτρινη κορυφή τους στην επιφάνεια. Εκείνη για να ξεχάσει την ενόχληση και τη φαγούρα, άρχισε να παρατηρεί αυτούς που στριμώχνονταν στη μπάρα και στα κοντινά τραπέζια. Η ξανθιά κοπέλα που στεκόταν όρθια στο πιο φωτισμένο σημείο του μπαρ και σήκωνε το χέρι ψηλά για να παραγγείλει κάτι, φορούσε στο λαιμό, το ίδιο χρωματιστό μαντίλι μ’ αυτήν. Τα πολύ λεπτά δάκτυλά μιας άλλης, τα στόλιζαν πολλά βαριά ασημένια δαχτυλίδια. Ίδια με τα δικά της. Η γυναίκα που φιλούσε τον εραστή της με κλειστά τα μάτια σ’ όλες τις σκοτεινές γωνίες του μπαρ, είχε την ίδια καμπύλη στα χείλια με τη δική της. Την γνώριζε καλά. Την είχε σχηματίσει με το καφέ μολύβι πριν βγει. Τα δικά της πράσινα παπούτσια τα βρήκε στα πόδια μιας άλλης. Νόμιζε ότι κάποιος είχε σκορπίσει την καινούργια εικόνα της σ΄ όλη την αίθουσα, χωρίς να τη ρωτήσει. Όπως τότε που είχε κομματιάσει τρομαγμένη τον πρώτο καθρέφτη που της χάρισαν. Σε κάθε μικρό γυαλί που μάζευε από το πάτωμα, έβλεπε ένα μόνο κομμάτι από το πρόσωπό της. Μέρες και νύχτες προσπάθησε να τα ενώσει. Ήθελε να συνθέσει ολόκληρο το πρόσωπό της. Ένωσε τα κομμάτια, ένωσε τα κομμάτια, επαναλάμβανε. Αγκάθια, μπερδεμένα όνειρα και μυτερά νύχια την εμπόδιζαν.
Τώρα κάθε βράδυ γυρίζει κατάκοπη στο σπίτι. Όταν τα καταφέρνει να πέσει στο κρεβάτι, σκεπάζεται μέχρι πάνω με το σεντόνι. Ένωσε τα κομμάτια μουρμουρίζει και βυθίζεται. Αφού ξυπνήσει, δυσκολεύεται να τραβήξει το σεντόνι από πάνω της. Είναι κολλημένο στο πρόσωπό της. Βρίσκει ακανόνιστους καφέ και κίτρινους λεκέδες πάνω του. Κλείνει τα μάτια και ψηλαφίζει το δέρμα της. Ρίχνει τη μαλακή, χνουδωτή πετσέτα στο πρόσωπό της.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: