Απαλλαγείτε από το ψέμα & άλλα μικροδιηγήματα




Απαλλαγείτε από το ψέμα


Εδώ έχουμε τα βατράχια που σας έλεγα, είπε ο ερευνητής. Περάστε να διαπιστώσετε και μόνοι σας την ξεχωριστή ιδιότητα που έχουν να σας μιλούν με ανθρώπινη φωνή, με την προυπόθεση ότι είστε ο αληθινός εαυτός σας. Αυτά τα μαγικά βατράχια έχουν μοναδικές ικανότητες – πλησιάστε, πρόκειται για καταπληκτικό φαινόμενο. Πετάξτε από πάνω σας ό,τι ψεύτικο έχετε, όποιους ρόλους υποδύεστε, και κρατήστε μόνο τον γνήσιο εαυτό σας. Μόνο έτσι θα καταφέρετε να τα ρωτήσετε για το μέλλον σας και ό,τι θέλετε θα το μάθετε αμέσως. Κρατήστε απόλυτη σιωπή πλησιάζοντας, κοιτάξτε τα και επιλέξτε ο καθένας τον βάτραχο που ταιριάζει στον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του. Ανταλλάξτε βλέμματα μαζί τους, για να νιώσουν εμπιστοσύνη, κι αυτό θα συμβεί, αν είστε αυθεντικοί. Αν βρίσκεστε εδώ και φοράτε τις μάσκες και τα προσωπεία σας, αυτά που χρειάζεστε για τους καθημερινούς σας ρόλους, καλύτερα να φύγετε. Απαλλαγείτε από το ψέμα, φορέστε τον αληθινό εαυτό σας και δοκιμάστε να μιλήσετε στον βάτραχό σας. Είναι σίγουρο πως θ’ ανταποκριθεί. Να είστε όμως προετοιμασμένοι για την πιο πικρή αλήθεια, τη φοβερότερη πρόγνωση ζωής.
Στην αίθουσα βρίσκονταν αρκετοί άνθρωποι, άντρες και γυναίκες που πηγαινοέρχονταν νευρικοί, ψάχνοντας τον αληθινό τους εαυτό. Κανείς δεν το κατάφερε. Μόνο ένα παιδί, που κρατούσε σφικτά το χέρι του μπαμπά του, τόλμησε να πλησιάσει τον βάτραχο και να τον ρωτήσει κάτι. Αυτό που άκουσε, το ’κανε να ουρλιάξει από τρόμο. Στο κλάμα του μετά, ακούγονταν ήχοι βατράχου.






Η συμβία

Ο γέρος πέθανε όρθιος, φωτεινός, φρεσκολουσμένος· μόλις είχε ξεβγάλει το τελευταίο χέρι η γυναίκα του στο νιπτήρα του μπάνιου. Του ’βαλε την πετσέτα στα μαλλιά κι ένιωσε ελαφρύ το βάρος του θανάτου του στα χέρια της. Ανακοπή. Όσοι τον αγαπούσαν λυπήθηκαν πολύ.

«Αγάπη σκέτη» ή «με ζάχαρη» φώναζε τη μικρή του κόρη. «Κόρη μου» έλεγε τη μεγάλη του. «Λεβέντη μου» αποκαλούσε τον γιο του. Τα παιδιά του δεν το άκουγαν συχνά το όνομά τους από το στόμα του πατέρα τους. Μόνον όταν ήθελε σε τρίτους να πει κάτι γι’ αυτά, τότε έλεγε η Νίκη, η Ελπίδα, ο Γρηγόρης. Τα παιδιά του.
Ήταν καλός πατέρας, άνθρωπος καταδεκτικός, εγκάρδιος, πάντα καλοντυμένος, ακόμη και στο σπίτι του, χαριτωμένος, χαμογελαστός. Μα προπάντων μιλούσε μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο, μοναδικό, κατάδικό του, με ποιητικότητα, κι ας έλεγε τις τετριμμένες κουβέντες, τις καθημερινές. Άλλωστε ήταν λογοτέχνης, με ανέκδοτα γραπτά, παραμελημένα λόγω της ρουτινιάρικης δουλειάς στην τράπεζα, θέση που είχε κληρονομήσει απ’ τον πατέρα του.
Τα παιδιά του τον αγαπούσαν πολύ, τον αποδέχονταν, όχι τον ρόλο του, τον άνθρωπο κυρίως. Οι κόρες του τον θαύμαζαν, τον συζητούσαν, τον φρόντιζαν. Κοντά του ένιωθαν την αποδοχή σαν ουρανό ανοιχτό, τον θαυμασμό σαν ταπεινή υπόκλιση, την αγάπη σαν εικόνισμα χωρίς τάματα, θέματα δυσεύρετα γι’ αυτές στον έξω κόσμο· έτσι νόμιζαν, κι ήταν η αλήθεια.
Ο γιατρός είπε ότι εκτός απ’ τα γεράματά του έπασχε χρόνια από συναισθηματική αιμορραγία. Δεν υπήρχε φάρμακο γι’ αυτήν την πάθηση, γι’ αυτό του έδιναν υπνωτικά χάπια, να κοιμάται ήσυχος τα βράδια, να μην τρέχουν τα δάκρυα από τα μάτια του στο μαξιλάρι, βρύσες...
Η γυναίκα του έμοιαζε να τον μισεί. Δεν είχε τόση σημασία ο λόγος, που εξηγούσε συνέχεια στα παιδιά τους, όμως εκείνα ποτέ δεν τον κατάλαβαν ή έτσι προσποιούνταν. Τόσον καιρό συμβίωναν σαν τα τσακάλια τα πεινασμένα, που αλυχτούν τη νύχτα για το θήραμα, με βλέμμα αδηφάγο· σαν τα σκυλιά τη μέρα, που γαβγίζουν από φόβο, με μάτια της αστραπής. Η καρδιά του είχε αποκτήσει ρωγμές από τη στάση της.
Το ’χε δείξει άλλωστε κι η τελευταία του ακτινογραφία. Απ’ τα ραγίσματα, στο τέλος σταμάτησε κι εκείνη να χτυπά. Σαν πούπουλο έφυγε, σαν αεράκι, σαν υπόσχεση, σαν ηλιαχτίδα, σαν χιόνι απάτητο, σαν κεράκι που σβήνει. Είχε προσευχηθεί το προηγούμενο βράδυ με το εικόνισμα του Χριστού κατάστηθα, ζητώντας τη συγχώρεσή του. Ένιωθε πως συνεννοούνταν καλά με τον Εσταυρωμένο· τον θεωρούσε δικό του.

Στο φέρετρο ήταν κοστουμαρισμένος, γραβατωμένος, έλαμπε. Η γυναίκα του έπεσε πάνω στο νεκρό του σώμα κι έκλαιγε απαρηγόρητα· το κλάμα της βαθύ σαν πέλαγος, οξύ σαν ξιφολόγχη. Αν δεν τη σήκωναν, δεν θα σταμάταγε ποτέ τον θρήνο. Της ήταν τώρα τόσο δύσκολο, σχεδόν αβάσταχτο, να ζει χωρίς εχθρό.




Ο ταμίας

Προχώρησα ανάμεσα σε δυο μεγάλες ουρές. Στο γκισέ καθόταν ένας χιμπατζής. Όταν πλησίασα το ταμείο, τον κοίταξα με απορία και οίκτο. Πώς θα τα ’βγαζε πέρα με τόσο κόσμο, βιαστικό, γκρινιάρη και απαιτητικό; Με κοίταξε βαθιά στα μάτια και μου είπε:

― Δέχεσαι να με παντρευτείς; Δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου για δισταγμούς. Αν πεις ναι, τότε θα μεταμορφωθώ σε άνθρωπο και θα δεις, δεν είμαι αντιπαθητικός. Μπορεί και να σου αρέσω.
― Αν πω όχι, τι θα γίνει;
― Θα μεταμορφωθείς εσύ, σ’ ένα ζώο ταιριαστό με τη δική σου προσωπικότητα. Πίστεψέ το, θα συμβεί.
― Μα καλά, πού βρίσκομαι; Σε τράπεζα ήρθα ή στην παραμυθοχώρα;
― Ήρθες στον τόπο συνταιριάσματος των ζώων. Απλό. Γι’ αυτό αποφάσισε γρήγορα.

Μέχρι να πάρω ανάσα η διπλανή μου είχε γίνει αλεπού.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: