Α
Επιχειρώ τη συνέχεια αυτού εδώ του κειμένου, του οποίου το πρώτο μέρος (https://www.hartismag.gr/hartis-64/moysikh/o-oskar-ghkilia-kai-to-telos-epokhis) ξεκίνησε με αφορμή την αποχώρηση του Oscar Ghiglia, στις 3 Μαρτίου του 2024, γνωρίζοντας εξ αρχής πως στο ίδιο εκείνο σημείο θέασης δεν θα μπορέσω ποτέ να ξαναβρεθώ. Αυτή η συνειδητοποίηση δεν είναι άμοιρη πλεονεκτημάτων. Λίγοι, άλλωστε, ήταν οι φίλοι που κατάλαβαν τη σημασία του πρώτου μέρους, και πρέπει ίσως γι’ αυτούς τους λίγους να φωτίσω κάπως περισσότερο το κυκλικό αδιέξοδο, έναν πραγματικό λαβύρινθο του σύγχρονου καλλιτεχνικού βίου, και δη εκείνου που άπτεται της συντεχνίας των κιθαρωδών, όπως ο Νίκος Κούνδουρος επέμενε να τους αποκαλεί. Το κάνω αυτό με αφορμή την αποχώρηση του αγαπητού σε όλους μας κιθαριστή και δασκάλου, γνωρίζοντας πως το παιγνιώδες σθένος του βίου του όχι μονάχα θα συγχωρούσε μια τέτοια ντρίμπλα στις ευπρέπειες, μα θα τον έκανε ενδεχομένως χαρούμενο που σήμερα δεσπόζει στην ασταθή νησίδα κάποιας επαναστατικής μνήμης. Οι απόντες μιλούν πιο δυνατά όταν τους μνημονεύεις με τη γλώσσα της ζωής, γι’ αυτό τα μοιρολόγια, έτσι που τα θυμούμαι στην πατρίδα μου την Κρήτη, ρίζωναν και με τα δυο τους πόδια στη ζωή για να απλώσουν χέρια παρακλητικά, ή και απειλητικά, προς το άγνωστο. Σήμερα σκέφτομαι τον Όσκαρ να αγαλλιά μέσα σ’ ετούτη την παράξενη θυσία.
[Περνώντας στα πιο ρηχά των σκέψεων που μας κατακλύζουν κάθε που βρισκόμαστε μπρος στα ανοιχτά πέταλα τέτοιων ερωτηματικών, αυτές τις πληγές που ανατέλλουν με εμπιστοσύνη μες στα χέρια της φροντίδας, για να επουλωθούν ή να κακοφορμίσουν, πρέπει να θυμηθώ ότι ο μόνος άνθρωπος που θα εδικαιούτο να μιλήσει για τον Όσκαρ ―ας ήταν κι υποθετικά― είναι η επί 23 χρόνια σύντροφός του Έλενα Παπανδρέου, η φίλη μου η Έλενα, η σπουδαία κιθαρίστρια, με την οποία κάποτε μοιραστήκαμε μια με πολλούς τρόπους κοινή μουσική εφηβεία, καθώς και ένα ντουέτο που πρόλαβε να εξερευνήσει μερικά απ’ τα πιο απαιτητικά έργα για δύο κιθάρες. Ταυτοχρόνως σκέφτομαι πως η συναισθηματική εγγύτητα ―της Έλενας, καθώς και κάθε ανθρώπου που βρέθηκε υπερβολικά κοντά στον κρατήρα του ηφαιστείου ώστε να παραμένει ψύχραιμος στα καπρίτσια του― στερεί τη δυνατότητα απ’ αυτά τα πρόσωπα να συλλαβίσουν τα ψιλά γράμματα της ιστορίας, το μέρος εκείνο στο οποίο οι απόντες το ‘χουν συνήθειο να εναποθέτουν το πιο γενναιόδωρο απ’ τα κληροδοτήματά τους. Γι’ αυτό μιλώ· γιατί διακρίνω στο περιθώριο του κοινού μας τόπου ―εμάς των μουσικών, που με σκοτεινά κίνητρα παρασυρθήκαμε στις ψυχαναγκαστικές κινήσεις των δαχτύλων επάνω στο σώμα ενός οργάνου με μυθικό αντίκρισμα στην από κει πατρίδα― βλέπω μέσα σ’ ετούτον τον δυνητικά κοινό μας τόπο κάτι καίριο να αποσιωπάται, κάτι που δεν μπορεί μονάχα εγώ να αντιλαμβάνομαι ― ή, για να μιλήσω με ακρίβεια, στην πλήρη του έκταση θα αντιληφθώ όταν όλα τα χαρτιά της τράπουλας θα έχουν απλωθεί στην τσόχα, τότε που η στιγμή θα ανοιγοκλείσει το τσαντόρ της για να μας κοιτάξει κατάματα. Η τράπουλα μοιράστηκε. Με ετούτα τα χαρτιά θα μιλήσει τώρα η Πυθία. Θα ανοίξει η στιγμή το παραπόρτι της, σαν θάνατος που τραγουδάει τη χαριτωμένη προφητεία.]
Β
Το τέλος του πρώτου μέρους αυτού του κειμένου το στοίχειωσε μια εικόνα στην οποία υποσχέθηκα να επιστρέψω. Ένα θηλαστικό, μανιακά και σε πλήρη έξαρση, κυνηγά την μες στους αιώνες δραπετεύουσα ουρά του, προσφέροντας ένα κίνητρο, έναν λόγο να παραμένουμε σε εγρήγορση, τρέχοντας πίσω απ’ αυτό το εξακολουθητικά διαφεύγον θήραμα. Με κάποιον τρόπο η στιγμή που καταφέρνουμε τα πάντα ―ή παραιτούμαστε απ’ τον μείζονα ψυχαναγκασμό αυτής της επανάληψης― είναι η στιγμή που καταρρέουμε μέσα στην ησυχία του μνήματος. Αυτό μπορώ να υποθέσω πως συνέβη με όσους φίλους φύγανε, κι ας εξαιρέσουμε εκείνους που αποχώρησαν πηδώντας εθελούσια στον πυρακτωμένο κρατήρα κάποιας μάχης, υψώνοντας θριαμβευτικά το λάβαρο ψηλά πάνω απ’ τα μικρά μεγέθη, και μες στη λάμψη μιας τέτοιας ανάφλεξης αποθεώθηκαν. Τι να ‘ναι άλλωστε το θείο, αν όχι η ακαριαία αποκρυστάλλωση της στιγμής που, δίχως να ξέρουμε γιατί, πηδάμε έξω από το σώμα μας, και μέσα σε εξαίσια μέθη ενεργούμε εν ονόματι του Αγνώστου; την ώρα που παραδιδόμαστε με εμπιστοσύνη, σκυτάλη στους προπορευόμενους, γνωρίζοντας ότι μ’ αυτόν τον τρόπο παραμένουμε για πάντα στο παιχνίδι; Ιδού με τι θα μοιάζει η Αθανασία, αυτή που αγαπήσανε οι βασιλιάδες και οι ποιητές.
[Τι να ‘ναι τώρα, άραγε, μπροστά στο δώρο του θανάτου, τα τεχνητά λοφάκια εξουσίας, που με αυταπάρνηση υψώνουμε πλάι στην ανημπόρια των άλλων, χάρτινοι πύργοι για να κατοικήσει η δίκαια μοναξιά μας; Πώς ήταν δυνατόν να συγχρωτίζεται ο έφηβος εκείνος Όσκαρ, που έμενε με το στόμα ανοιχτό πάνω από μια χορδή που παλλόταν ολόσωμη μέσα στην αγκαλιά του, πώς ήταν δυνατόν να συγχρωτίζεται μ’ αυτόν τον άλλον, που, ερήμην του, νομιμοποιούσε στο Προκρούστειο κρεβατάκι των κιθαριστικών ανταγωνισμών το λίγο και το ανούσιο του κόσμου; Εδώ, το θηλαστικό που κυνηγά την ουρά του σκορπά μέσα στην κίνηση το απαστράπτον πούπουλο μίας συγγνώμης. Ο πιο γενναιόδωρος από τους εαυτούς μας θα του συγχωρέσει αυτήν την αβλεψία.]
Ποια ήταν η ουρά που κυνηγούσε το αγαπημένο πρόσωπο; Να ‘χε το σχήμα μόνο μιας κιθάρας; Να ‘χε τη χάρη της καταβύθισης στο μυστήριο του απροσπέλαστου ήχου, ώσπου αυτός να παραδώσει το ψίχουλο του νοήματός του; Ας είμαστε εδώ προσεκτικοί: κάτω απ’ την πλούσια κόμη του παρθένου δάσους κρύβονται τα θηρία· οι φωλιές των ανεξερεύνητων αιτίων που έρπουν στα θεμέλια του ορατού, και που μες στον καθένα μας οικοδομούν την ιδιωτική του Πολιτεία. Θα ήταν ύβρις να θεωρήσουμε εαυτούς νηφάλιους πολίτες αυτής της Πολιτείας. Ας την εγκαταλείψουμε για τώρα ανενόχλητη να διάγει τον ανεξιχνίαστό της βίο· έτσι κι αλλιώς ― καθώς συμβαίνει μ’ όλους τους υπόγειους ποταμούς, που ζούνε μια παράλληλη ζωή διαβρώνοντας το σώμα μυστηριακών σπηλαίων, την ώρα που εμείς βαδίζουμε αμέριμνοι στην επιφάνεια-, την πλήρη θέαση αυτής της Πολιτείας μάς την υποσχέθηκε η ζωή, και μας την επιστρέφει κάποτε, λιγάκι πριν την αποχώρηση, τότε που μες σε μια και μόνη εκπνοή οι αντιστάσεις καταργούνται, κι όπως πρεσβύωπες, που από καπρίτσιο του καιρού τούς επιστράφηκε για λίγο η παρθένα όραση, ανακαλύπτουμε ποιος ήτανε αυτός ο ξένος, που απ’ την πρώτη μας στιγμή, ψιθύριζε ανασαίνοντας πίσω απ’ τις πράξεις.
[Η σχέση του με την παιδική μου φίλη την Έλενα τον προσκάλεσε να ζήσει οριστικά σε μια Θεσσαλονίκη, που, εκτός απ’ την τρέχουσα ανάγκη μιας τριβής με το πανεπιστήμιο, του χάρισε το, άλυτο και για τον ίδιον υποθέτω, αίνιγμα μιας αρχόντισσας κοσμοπολίτισσας, που ζούσε τον διαρκή της διχασμό ανάμεσα στα μεθυστικά αρώματα της ανατολής και το καλοσιδερωμένο φόρεμα μιας δυτικόστροφης παιδείας ― αυτής που σφράγισε ετούτον τον ερημωμένο τόπο από καταβολής Αδαμαντίου Κοραή, του οποίου η απαστράπτουσα μονομέρεια μόνον αδαμάντινη όραση δεν προεξοφλούσε. Αυτά δεν τα ήξερε ασφαλώς ο Όσκαρ. Δεν ήταν άλλωστε υποχρεωμένος, αυτός, ένας Ιταλός, που δεν έζησε καν το έπος της Αλβανίας, και τη μετέπειτα λυρική συγχώρεση του λαού μου προς ένα έθνος που τραγουδούσε με το ίδιο με εμάς πάθος, με ένα μαντολίνο αγκαλιά, καντάδες κάτω απ’ τα μπαλκόνια των ωραίων κοριτσιών του. Δεν τα ήξερε, όπως κι οι περισσότεροι από μας δεν ξέραμε, εξού κι η γάγγραινα των πόλεων κατασπατάλησε την καλοσύνη των χωριών που επιμένανε, σ’ αυτόν τον άνισο, τον απ’ τα πριν ξεπουλημένο, αγώνα επικράτησης τού, τάχα, ισχυρότερου. Ο Όσκαρ τώρα ας τραγουδήσει, με το μαντολίνο ανά χείρας, κάτω απ’ το μπαλκόνι της καλής του. Εμείς θα περπατήσουμε για λίγο στο πιο κει σοκάκι, εκεί που μας καλεί η ηχώ της καταγωγής.]
Γ
Το θηλαστικό τρέχει ασταμάτητα πίσω απ’ την ουρά του, λειαίνοντας των ερωτήσεών μας τις αιχμές. Ορίστε πώς θα υψωθείς ψηλά πάνω απ’ τον τρόμο του αγνώστου. Τώρα, μέσα σ’ ετούτον τον παλιομοδίτη Γύρο του Θανάτου, εκείνον που, παιδιά σαν ήμασταν, ζέσταινε την καρδιά μας και γοήτευε το βλέμμα μας, δεν επιτρέπεται στιγμή να αφαιρεθείς. Εάν φρενάρεις, η μοτοσυκλέτα σου θα εξαφανιστεί μέσα στο βάραθρο του βαρελιού που αγκαλιάζει την πορεία της. Τα ρούχα του μοτοσικλετιστή ανατριχιάζουν στη σκιά του επερχόμενου, που επίμονα αλλάζει θέσεις μες στον χρόνο. Αυτό το αναβαλλόμενο φρενάρισμα είναι η ζωή.
[Για τον Όσκαρ, η πληθώρα ετερόδοξων μαθητών που τον πλαισίωναν ως δάσκαλο, τον απέτρεπε απ’ το να εμβαθύνει στον θησαυρό της εκφοράς της μιας παράδοσης. Αυτό θα το ‘λεγες κι εμπλουτισμό. Όχι όμως σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, που λιάζει το ψιλόβροχο των παραδόσεών του σε έναν και μόνο κυκλωτικό χορό, σε ένα γεωμετρικό παλίμψηστο παραδόσεων που έμαθαν να συνομιλούν με τα κοινά τους στοιχεία, αυτά που θρέφει το εύκρατο κλίμα της γεωγραφίας του τόπου: η συντροφικότητα, το φιλότιμο, το δόσιμο του εγώ μες στο εμείς, ο έρωτας, η υπερβολή, η μέθη, η γιορτή, το χτυποκάρδι του μισόλογου, η αγάπη στους νόμους που τους ζεσταίνει η χειραψία.
Το πρόβλημα έδειξε τα δόντια του τότε που η διεθνοποίηση της μουσικής εκφοράς έχρισε τον εαυτό της νόμιμο αυτοκράτορα, ένα αλάθητο του Πάπα που κληθήκαμε να προσκυνήσουμε, εμείς οι μύστες μιας Ορθοδοξίας έξω απ’ τις εκκλησίες, μια αστοχία για τον Όσκαρ στην περίπτωσή μας, καθώς και για κάθε μαθητή του που δεν διανοήθηκε την υψίστης σοβαρότητος πράξη της θανάτωσης του Δασκάλου. Λες και το πλήθος των ομόδοξων εκτελέσεων τις προίκιζε με τη χάρη της αυθεντικότητας έναντι των υπολοίπων· λάθος μέγα και ολοστρόγγυλο. Εδώ θα αναδυθεί μέσα από ύδατα διαυγή το σώμα μιας διαφθοράς μουτσουνοφορεμένης, η φτώχεια τής μίας αγίας και μοναδικής ανάγνωσης των έργων, φτώχεια που φούλαρε επιτυχώς τις δεξαμενές των ανταγωνισμών με την πρέπουσα κηροζίνη, και ανάποδα: η ανάγκη διακριτού τρόπου βαθμολόγησης ομογενοποίησε τα κριτήρια, άρα και τις εκτελέσεις, και ιδού η αποανθρωποποιούσα βία που υφέρπει στο εορταστικό έδαφος των φεστιβαλικών συνάξεων. Μέσα σ’ αυτή τη νόστιμη ανοησία, η αναπαρθένευση του βιασμένου σώματος της έκφρασής μας, μια εντοπιότητα δίχως τυμπανοκρουσίες, θα ήταν πράξη επαναστατική όσο και απαραίτητη.
Οι προοπτικές κάθε άλλο παρά ευοίωνες διαφαίνονται. Κοιτάζοντας στο περιθώριο των πεπραγμένων, ίσως ανακαλύψουμε πως ο καθένας μας υφάρπαξε το δικό του ψίχουλο εξουσίας, μια ατομική ντροπή, τοποθετώντας με κατάκλειστα τα μάτια τής συνείδησης το ατομικό του λιθαράκι στην πυραμίδα ετούτης της παράδοξης διαπλοκής, που πυροβολεί τα ίδια της τα πόδια δίχως να το ξέρει, πράξη που στο εξής θα μας δεσμεύει με μια ιδιότυπη Ομερτά, θα υποχρεώνει τους ιθαγενείς να ομιλούν με βότσαλα στο στόμα, λέγοντας μισερές αλήθειες, μην και απωλέσουν κάτι από την εύνοια που τους χαρίστηκε ως κληροδότημα και ως ζυγός, τρομάρα μας. Η μούμια του τελευταίου Φαραώ αναπαύεται εδώ και χιλιετίες στα σπλάχνα κάποιας πυραμίδας, την ώρα που εμείς καίμε λιβάνια και καταναλώνουμε ευχές μακροημέρευσης στο όνομά Του.
Έτσι, επί παραδείγματι, κι αφού μιλήσαμε για μούμιες κι άλλες τέτοιες βασιλείες, βλέπει κανείς στον χώρο μας να βασιλεύουν οίκοι, καθώς ισχυρίζονται, εκδοτικοί, οίκοι κάθε λογής, οίκοι που αποσιώπησαν μείζονες αμαρτίες πίσω απ’ τους αναπαλαιωμένους κήπους τους, τις όντως χυδαιότητες που κάποτε διέπραξαν στο όνομα ανθρώπων που, κατά τα λεγόμενά τους θαύμαζαν και με τις πιο λαμπροφορούσες ιεροτελεστίες γιόρταζαν, οίκοι που επιμένουν να μεγαλουργούν με το μικρό τους μέγεθος, ως τίποτε ποτέ κακό να μη συνέβη μες στα ματωμένα τους σαλόνια, οίκοι που ουδέποτε δοκίμασαν στον αποστεωμένο ουρανίσκο τους τον ήχο μιας ΣΥΓΓΝΩΜΗΣ προς τους ανθρώπους που συνειδητά έβλαψαν, προκειμένου να γλιτώσουν το ιερό δέρας της παρουσίας τους, ΣΥΓΓΝΩΜΗ που θα έκανε μονάχα στη δική τους την ψυχή καλό, καθώς και σε αυτό που λέμε ύστερη καλή μαρτυρία, εάν υπάρχουν τέτοια πράγματα μέσα στους οίκους ευγηρίας. Και ονομάζω χυδαιότητα το να φωνασκείς ψευδόμενος, ομνύοντας σε ημιθέους που μισθοδοτείς, να στήνεις συμμαχίες της ψευδομαρτύρησης και ουλαμούς τυφλών και κωφαλάλων, χωρίς να νοιάζεσαι σε ποιον μιλάς, χωρίς να νοιάζεσαι για το κακό που κάνεις, φτάνει να έχεις με μια πιρουέτα διασφαλίσει τα μετόπισθεν, τέτοιοι είναι οι τρόποι που εν μια νυκτί κατεδαφίζουν τις αραχνοΰφαντες συγγένειες, τρόποι που σε μαθαίνουνε να περπατάς στην άλλη όχθη αυτού που η κάθε τέχνη προσπαθεί, αυτού που κάποτε εννοούσαμε σαν λέγαμε φιλότιμο
και λόγο τιμής. Να αποπατείς στην εκκλησία ήταν κάποτε μια φωνασκούσα ύβρις, ο ισχυρισμός πως όλα επιτρέπονται, αφού ο Άλλος ―αυτός που κάποτε ήταν ο Άλλος― δεν θα καταδεχτεί ποτέ να μας τρομοκρατήσει, φαίνεται άνθρωπος καλός, άνθρωπος που καταλαβαίνει και που συγχωράει. Η αποθέωση της ψυχικής μας χωριατιάς, αυτής που επιτρέπει στους ληστές μέσα στη νύχτα να βιάζουν τη γυναίκα του άρχοντα που τους φιλοξένησε, μια ολοστρόγγυλη ντροπή, για όποιον έχει ακόμα χώρο να ακούσει τέτοια πράγματα. Κι όποιος γνωρίζει κάποιες επιπλέον λεπτομέρειες ίσως υποπτευθεί σε τι οίκους αναφέρομαι. Είναι αυτοί που πρώτοι σέρνουν τον χορό στις συντεχνίες των κιθαρωδών (πού είσαι Κούνδουρε, με τη χερούκλα σου, να χαστουκίσεις κάθε γελοίο υποκείμενο!), σε έναν χώρο που πουλιέται κι αγοράζεται σαν την παλιά πουτάνα που ουδέποτε απεμπολεί τα δικαιώματά της. Ο καθείς θα λάβει ασφαλώς εκείνο που του αξίζει, σ’ εκείνο το σημείο του μέλλοντος που το αποσαθρωμένο σώμα της ψευτιάς θα είναι τόσο αναπότρεπτα φυλακισμένο μες στην πανοπλία που το προφυλάσσει απ’ τον κοινό νου, που θα βρεθεί στον πάτο των ίδιων του των περιττωμάτων, αφού θα είναι πια αδύνατον να κολυμπήσει για να σωθεί. Στα θεμέλια των παραπάνω αγαθών προθέσεων σαπίζουν ατυχώς και σώματα αγαπημένων μας, εκείνων που πισώπλατα, και πίσω από βαριές κουρτίνες, το χέρι των ληστών μαχαίρωσε. Ο Χατζιδάκις είναι ένας απ’ αυτούς, όπως και από πάντα ήταν άλλωστε. Κι ο χώρος βρίθει ομοίων περιπτώσεων, άξιων επιγόνων με φανταχτερά φτερά, νάνων του δοκιμαστικού σωλήνα, ανθρωπαρίων που κοιτάνε τη δουλίτσα τους, λες και η δουλειά του μουσικού υπήρξε ποτέ άλλη απ’ το να γνέθει το πιο τρυφερό σθένος του χρόνου και να καλοχερίζει τους πιστούς με ωραία Παραδείσια Χάι Κου. Έπεα πτερόεντα, θα πείτε. Αντί αυτών, των γραφικών, θα εξακολουθήσουμε να στήνουμε διαγωνισμούς και φεστιβάλ, να αυξάνεται και να πληθύνεται η ανοησία, να διαιωνίζεται το είδος, μην και χαθεί. Έκαστος το λοιπόν εφ ώ ετάχθη. Κι ας μου συγχωρεθεί το ύφος ετούτης της παρένθεσης, καλύτερα θα ήταν να γελούσαμε μ’ αυτά· όμως, με κάποιον επιτέλους τρόπο, πρέπει να εορτασθούν τα ιερά αυτού του τόπου. Και μη σκεφτεί κανείς ότι ξοδεύω τον καιρό μου πυροβολώντας άσφαιρα στη λίμνη με τα ολογράμματα. Τα τέρατα, αποδεδειγμένα, ζουν και βασιλεύουν. Κοιτάξετε γύρω σας.]
Δ
Δίχως την κίνηση που τρίβει το σιτάρι της ζωής τίποτα δεν αποκαλύπτεται. Είναι ο τρόμος του αγνώστου, είναι ο λίγος χρόνος μας, είναι η βιασύνη του νοήματος… Γι’ αυτό και όσοι θυσιάστηκαν το κάναν νέοι, πριν τους σκαλίσει υπερβολικά το σκαρπελάκι του μεγάλου γλύπτη, τότε που ακόμα είχαν χώρο στην καρδιά για ένα σποράκι επανάστασης, κι είναι, να πεις, αυτό μια δικαιοσύνη, πρέπει να ‘χεις πολλά να δώσεις για να πάρεις άλλα τόσα, μια ολόκληρη ζωή για ένα σύμπαν κατανόησης, τη χάρη να κοιτάς εκστατικά, καταναλώνοντας τον κόσμο εδώ και τώρα, και όχι αποθησαυρίζοντάς τον. Το ξέραμε κι εμείς, που δεν θυσιαστήκαμε, πως η ζωή δεν αγαπάει τις φωτογραφίες.
[Ο Όσκαρ κατοίκησε την πλευρά του κόσμου που μιλά την εσπεράντο των μουσικών ήχων, μια χώρα εγκατεστημένη σ’ έναν χρόνο πριν απ‘ τη Βαβέλ, τότε που όλοι με τα λίγα καταλαβαινόντουσαν. Παράξενο που αντιλαμβανόταν τη σημασία του Χατζιδάκι, που, όπως έλεγα αλλού, σκάλιζε μες στα καφενεία την προσωπική του εκφορά, παίρνοντας δάνεια απ’ τις δοσμένες παραδόσεις του λαού του, μαστορεύοντας έτσι τα γρανάζια τους ώστε να λειτουργούν μες στο ρολόι του προσωπικού του μύθου, δίχως ούτε ένα δευτερόλεπτο να μην ξοδεύεται. Κι αυτές οι παραδόσεις ύστερα απ’ τη χρήση εξακολουθούσαν να ‘ναι εύπλαστες, φτιαγμένες για τα ανθρώπινα, όμορφα φυτεμένες από άξιο χέρι, λουσμένες μες σε ήλιο Αιγαιοπελαγίτη, και γαλανόλευκα νερά μιας εορτάζουσας αμφιθυμίας, που είναι ο τρόπος για να συλλαβίσεις ετούτη την πατρίδα. Φέρνω στο νου μου με συγκίνηση την τελευταία ώρα που συνάντησα τον Όσκαρ, στο σπίτι που έμενε με την Έλενα, στη Θεσσαλονίκη, τότε που με πολλή ευγένεια και ένα πάθος παιδικό, που ανέτελλε πίσω από ειλικρινές ενδιαφέρον για τον Χατζιδάκι, ακούσαμε το «Βόδι στα Κεραμίδια» του Darius Milhaud, που ήταν απ’ τα αγαπημένα του Μάνου, και μάλιστα στην εκτέλεση που προτιμούσε, με τον Μητρόπουλο και τη Συμφωνική της Μινεάπολης, εάν καλά θυμάμαι. Λέω ότι ο Όσκαρ, δίχως τον δικό μας ψυχικό οπλισμό, δύσκολα θα μπορούσε να αντιληφθεί την πλήρη σημασία ενός Χατζιδάκι, τη σημασία για την πατρίδα μας εννοώ. Και όμως έσκυβε με σεβασμό κι όλος ερωτηματικά, αν μπορούσα σωστά να καταλάβω.
Στο φως των παραπάνω σκέψεων, κατανοώ γιατί τα τραγούδια του Μάνου, όπως τα έπαιξε η Έλενα στο Μέγαρο Μουσικής πριν από έναν περίπου χρόνο, ήταν μια λαμπρή στιγμή της γιορτής της κιθάρας, μια κορυφαία στιγμή για τον λυρισμό του οργάνου, μια δεξιοτεχνικότατη παρουσία ενός προσώπου που ελέγχει απόλυτα τις ψυχικές του κινήσεις καθώς και τους κανόνες του κοινού, μια θρυλική για τους κιθαριστές στιγμή, δεν θα μπορούσε όμως να περιέχει τον ίδιον τον Χατζιδάκι. Ο λόγος είναι απλός, και είναι όμοιος μ’ αυτόν που περιέγραφα σε προηγούμενο κείμενο για την περίπτωση της Μελισσάνθης του (https://www.hartismag.gr/hartis-67/moysikh/dio-ellades-i-o-thanatos-tis-melissanthis και https://www.hartismag.gr/hartis-68/moysikh/dio-ellades-i-o-thanatos-tis-melissanthis). Δεν θα μπορούσε να χωρέσει στο ίδιο καθιστικό ταυτόχρονα η γιορτή της κιθάρας και η γιορτή του πένθους μας, θέλω να πω ο χώρος βρέθηκε ήδη κατειλημμένος. Κι η Έλενα δεν θα μπορούσε κάτι περισσότερο από εκείνο το μοναδικό που κατάφερε, γιατί εδώ οι αφεντάδες που θα έπρεπε να υπηρετηθούν ήτανε δύο. Ο ένας αφέντης: η κιθάρα, με τις ιδιοτροπίες της, που σου ζητά να καμπυλώνεις τον χρόνο στη μια μεριά της αρμονικής, επί παραδείγματι, αντίληψης, ώστε να τον ξαναβρίσκεις στη μελωδική γραμμή αδιατάρακτο, κάτι που ούτε το πιάνο ούτε ο Χατζιδάκις ―και πολύ περισσότερο στα τραγούδια του― περιείχε στον δικό του λυρισμό. Κι ο άλλος αφέντης: η ψυχοτρόπος επενέργεια των μύθων του Χατζιδάκι στον διαρκή μας χρόνο, σε ένα σήμερα που περιέχει το παρελθόν και το μέλλον ενσωματωμένο. Πώς να ισορροπήσουν όλα αυτά; Και η γραφή των έργων ήταν τέτοια, ώστε σε υποχρέωνε να τρέξεις πάνω στις δεδομένες ράγες της κιθαριστικής εκφοράς, ώστε να αναδειχθεί ο πλούτος της γραφής του Roland Dyens και του Ορέστη Καλαμπαλίκη. Αν η Έλενα δοκίμαζε να τραγουδήσει το τραγούδι της απ’ την πλευρά που θέλει την κιθάρα όχι όργανο σολιστικό μα όργανο εκφοράς των μύθων, όχημα μιας καταγωγικής αντίληψης του χρόνου κι όχι Βασίλισσα που χαίρεται τα απαστράπτοντα ενδύματά της και το στέμμα, αυτά τα εξαίσια αραβουργήματα του Roland και του Ορέστη δεν θα μπορούσανε ποτέ να αναπνεύσουν. Εδώ η πορεία αποδείχτηκε μονόδρομος. Σε τέτοιους χώρους δεν θυσιάζεις τη Βασίλισσα. Κίνηση ματ, που λίγοι αντιλήφθηκαν. Κι αυτό γιατί συγκινηθήκαμε. Μα από τι; Απ’ τον τρόπο που η Έλενα περπάτησε στο τεντωμένο σχοινί της προσωπικής της ονειροπόλησης. Κι ίσως μαζί, απ’ την ανάκλαση της σημασίας εκείνων των μελωδιών στον βυθό ενός αλλόκοτου κιθαριστικού καθρέφτη. Εδώ, ο τρόπος της Έλενας υπήρξε ο τρόπος του Όσκαρ, πράγμα φυσικό, ή, ο τρόπος του Όσκαρ είναι ήδη ο τρόπος της Έλενας.
Στους αντίποδες της λαμπερής αυτής στιγμής, φέρνω στο νου μου την απολύτως ταπεινή στιγμή του Ορέστη Καλαμπαλίκη, του ανθρώπου που κατά κύριο λόγο έχτισε αυτές τις μεταγραφές -που μπορείς να τις πεις και σπουδές πάνω σε μελωδίες του Μάνου, σπουδές που με όχημα τον Χατζιδάκι φωτίζουν τη λυρική φύση της κιθάρας -έτσι λέω, κι όχι ανάποδα. Κι αυτό πάντως δεν είναι λίγο, και μάλιστα για το αλλόγλωσσο ακροατήριο στο οποίο κυρίως μοιάζει να απευθύνονται αυτά τα έργα, ακροατήριο που δεν διεκδικεί καμιά επιπλέον πρόσβαση στους μύθους μας. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ναι, το εγχείρημα ήτανε μια επιτυχία. Όπως όμως και αλλού είπα -κι εγώ και άλλοι φίλοι πριν από μένα- ετούτο ήταν το απαστράπτον κατόρθωμα ενός Φιλέλληνα.
Ο Ορέστης παρουσίασε αυτά τα ίδια έργα του στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, έναν ελάχιστο τόπο στην άκρη της Αθήνας. Και μίλησε ενδιάμεσα με έναν τέτοιον τρόπο, ώστε ―καθώς και το είχε προγραμματίσει― έστησε γέφυρα ασφαλή ανάμεσα στους στίχους που έλειπαν και στη στιγμή. Ταυτόχρονα κατόρθωσε, τοποθετώντας την παρουσία του στην απόλυτη σκιά του γεγονότος, να στήσει γέφυρες ανάμεσα στους μύθους του Χατζιδάκι και στην επίμονη ηχώ των γαλλικών τραγουδιών, που ο δάσκαλός του ο Dyens, πάντοτε ―και με την αγάπη του παλιού μάστορα― κεντούσε στην κιθάρα του. Η διαφορά ήταν πως ο Ορέστης, μέσα στο υποφωτισμένο σκηνικό εκείνου του ελάχιστου χώρου είχε την πολυτέλεια να μοιραστεί ένα σκίτσο της καταγωγής μας, τη σκιά των τραγουδιών πάνω στον φτωχό μπερντέ της κιθαριστικής τους εκφοράς, μέσα σ’ ένα σαλόνι θα ‘λεγες, με ποτά και με τσιγάρα, ένα μελαγχολικό περπάτημα μες στην ηχώ του μύθου, κι όχι ένα ρεσιτάλ κιθάρας. Κι όμως τα ίδια έργα έπαιζε, τα δικά του, και μάλιστα μ’ έναν εξίσου θαυμαστό τρόπο. Κι ό,τι περπάτησε περιστασιακά κουτσό μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, αμέσως συμπληρώθηκε απ’ την ακριβή φτώχεια των μέσων, έτσι που έπρεπε, αν με καταλαβαίνετε. Ετούτα τα απρόσμενα θαύματα δεν θα μπορούσαν να συμβούν στο Μέγαρο. Υπήρξαν όμως άλλα θαύματα και μπράβο στην Έλενα που τα επιχείρησε και τα κατόρθωσε.]
Ε
Τώρα ας αποσύρουμε τις λεπτομέρειες κάθε ζωής από το κέντρο της σκηνής, απ’ το πατάρι που φιλοξενεί το θεατρικό του καθενός μας έργο. Ενδέχεται έτσι να βρεθούμε μπροστά στο παράδοξο μιας ανθρωπότητας που σύσσωμη τρέχει πίσω απ’ την ιερή ουρά της. Όλα τώρα συγκλίνουνε στη βεβαιότητα ότι ο επιτυχημένος, ο με δοσμένη μοίρα, ο διάσημος μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, είναι ένας πλήρης μέσα στον προσωπικό του χρόνο γαλαξίας, ένας κλειστός λαβύρινθος, του οποίου το κλειδί, η θύρα, η έξοδος, του έχει με κάποιον τρόπο ήδη, ταυτόχρονα με την κατασκευή, παραδοθεί· κι ας πούμε πως του παραδόθηκε άνωθεν, ό,τι και να σημαίνει αυτό. Οι ήρωές μας έτσι παύουν να σηκώνουνε του ήρωα το βάρος, στη θέση τους μπορεί ο καθένας μας να βρεθεί, φταίει μια σύμπτωση που δεν υπήρξαμε ό,τι ένας Μπολιβάρ για την Αμερική, ένας Καραϊσκάκης για το ‘21, ένας Αχιλλέας για την Τροία, ένας Λιόμπετ ίσως ή ένας Σεγκόβια και ένας Γκίλια, εν προκειμένω, για την κιθάρα. Και στη δική μας την περίπτωση, ο γρίφος παραδόθηκε ταυτόχρονα με τη λύση του, τη στιγμή που ο καιρός ήταν, καθώς λένε, ώριμος, τότε που το όχημα μιας γόνιμης συλλογικότητας κύλησε στον κατήφορο του πεπρωμένου του Όσκαρ. Ήταν εκείνη τη στιγμή που βρέθηκε πλάι στο όχημα, πανέτοιμος και ικανός να αναλογιστεί το εκτόπισμα της ώρας, πήδησε δίχως σκέψη δεύτερη στη θέση του οδηγού, έπιασε το τιμόνι με τα χέρια του, που ήταν για λίγο τα ίδια τα χέρια της κοινότητας, κι οδήγησε το όχημα στην πεδιάδα, στον προορισμό, στον έναν και οριστικό του τόπο, κι ας του είμαστε γι’ αυτό ευγνώμονες. Το έφερε σαν Παναγιά βρεφοκρατούσα και σαν λείψανο και το εναπόθεσε πίσω απ’ τον μπερντέ, μόνο να υποπτευόμαστε τη σκιά του, έτσι που πρέπει να το ξαναζωγραφίσεις απ’ την αρχή για να το έχεις, αφού καλά πλέον το ξέραμε ότι η μόνη δωρεά είναι η απόσταση από το τρόπαιο, ο δρόμος που θα κάνεις για να πας εκεί, ο ίδιος ο δοσμένος κόπος μας, που εξαργυρώνεται σε σχήμα μιας μερίδας παραδείσου, κι εδώ δεν είναι οι ιχθύες που πολλαπλασιαστήκανε αλλά το αποτέλεσμα του κόπου, έτσι ακριβώς που κι ένας σοφά τοποθετημένος μοχλός θα μετακινούσε την υδρόγειο μες στο ευγενικό όνειρο του Αρχιμήδη, φτάνει να στηριζότανε σ’ εκείνο το ιδανικό σημείο που σε κάθε θεολογική σκέψη αναφέρεται ως «ο Ουρανός».
[Στα της παραπάνω παρένθεσης -κι αφού έτσι επιμένει ο δαίμων του πληκτρολογίου, που μπαίνει μόνος του όπου νομίζει ― θα πρέπει να προσθέσω ότι το μοναδικό έργο που ο Χατζιδάκις έγραψε με το ίδιο του το χέρι για την κιθάρα, μ’ αγάπη και μ’ αυτήν την όμορφη καλλιγραφία που δώριζε τη στιγμή στο μέλλον της, ονοματίστηκε από τους μύστες της κιθαριστικής μας μετριότητας μεταγραφή, και μάλιστα από εκείνους ακριβώς που ήταν επιφορτισμένοι με το ιερό καθήκον να το εκδώσουν, καθώς κι απ’ τους περί αυτών καλοθελητές. Αντί να σκύψουν με ευλάβεια, κι ένα σταυρό στο χέρι πάνω από εκείνο το μοναδικό δώρο που εξαιτίας μου τους προσφέρθηκε, έδειξαν το πραγματικό τους πρόσωπο, κάνοντας τις προσθαφαιρέσεις στο πίσω μαγαζάκι των μικροσυμφερόντων, να δούνε τι εξυπηρετούσε το ιερό τους δέρας ―το τομάρι τους, και το αρθρώνω με επίγνωση του βάρους της κουβέντας―, ξέροντας και οι ίδιοι ότι τεχνηέντως ωφελήθηκαν τα μέγιστα απ’ τη δουλειά εκείνου που επιχειρούσαν να απαξιώσουν με τις δολοπλοκίες τους, και να ο τρόπος που μες σε μια στιγμή ρυτιδιάζει το πρόσωπο του ήθους μέσα σε τέτοιους βρώμικους καιρούς. Τα λέω αυτά, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως κανείς σ’ αυτόν τον χώρο δεν θα τολμήσει να συμφωνήσει μαζί μου, αφού όλοι έχουν κάτι λαμβάνειν απ’ τον συγκεκριμένο οίκο. Κάποτε μιλούσαμε γελώντας καλόκαρδα για μαφία. Μετά ανακαλύψαμε ότι το τέρας -όπως πρώτος το ονόμασε ο Χατζιδάκις- είχε ήδη μέσα στον καθρέφτη μας εγκατασταθεί, κι από κει διηύθυνε τις ζωές μας, καγχάζοντας σαρδόνια. Με τις υγείες μας λοιπόν σοφοί εν κιθάρα αδερφοί, και άλλοι λοιποί σύντροφοι! Κι όμως αυτή η εποχή στην κόλαση μια μέρα θα τελειώσει. Ως τότε να διαλέγετε τα στρατόπεδά σας, ανάλογα.]
ΣΤ
Κλείνω, περπατώντας ήρεμος πάνω στη σκέψη ότι η ίδια η μνήμη των ανθρώπων μας που φύγανε παραμένει ένα σύμπαν συμβόλων, ένας γαλαξίας προσευχών, ένα σμήνος εκρηγνυόμενων αστέρων, ουράνια οχήματα να μας μεταφέρουν απ’ τον επίπονο ίλιγγο του κενού στον παρηγορητικό πυρήνα μιας νεογέννητης πραγματικότητας. Αν αυτό το κείμενο ενοχλήσει κάποιους προς την κατεύθυνση αυτή, τόσο το καλύτερο. Κι εδώ ο δάσκαλος αποσύρεται για να υπογραμμιστεί το μέγεθος του σκοπού, η σημασία της μεταλαμπάδευσης, η σύμπτυξη όλων των Εμείς σε μια και μόνη προσευχή, που θα χωράει στο μικρό της σώμα κάθε θαύμα που στη θητεία μας κατορθώσαμε. Εκείνη η στιγμή είναι που ξάφνου θα σημάνει σε όλα τα καμπαναριά η κωδωνοκρουσία του ΤΕΛΟΥΣ ΕΠΟΧΗΣ, για την αδιανόητη περίοδο που διανύουμε.
[Αυτά ας συντελεστούν πάραυτα, πριν να φανεί στον ορίζοντα το ερπυστριοφόρο της απομάγευσης.]
21 Σεπτεμβρίου 2024