Η κρυφή ζωή μου
(Τα κορίτσια)
Και γιατί μιλούσε
ως αν η σιωπή να ήταν τείχος...;
Αλεχάνδρα Πισαρνίκ
Εγώ είχα ένα τετράδιο,
είχα βιβλία,
το δικό μου δωμάτιο,
πάνω στη σοφίτα.
Μόνο για να γράφω
αυτό που μέσα με πονούσε.
Μόνο για να διαβάζω, να ανοίγω τις πόρτες,
να καρφώνω τις άκρες,
να σκαλίζω στο φως
εκείνων των σελίδων,
να αποκαλύπτω τα μυστήριά τους.
Δειλά μετά
κατέβαινα τις σκάλες.
Τα κορίτσια γνωριζόμασταν
στην κόψη του ξυραφιού,
μόνες ενώπιον του κινδύνου.
Τείχος λευκό της λευκής
σιωπής, περιβάλλουσα κλωστή
που γινόταν κουβάρι:
ζωηρά χρώματα,
φορέματα εμπριμέ,
χαίτες ευωδιαστές.
Και ωστόσο τίποτε δεν μπορούσε
να προδώσει τον δρόμο μου,
να διασχίσει τη νύχτα μου.
Τα μονοπάτια πολλά,
αλλά το γραπτό ένα
και τρέχει μέσα από βράχια και άλση,
ασταμάτητα, σαν ένα ποτάμι
όπου πηδούν τα ψάρια
και τα κύματα μουρμουρίζουν.
Τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει τη σκέψη,
αυτό το υπόγειο ύδωρ,
να πλημμυρίσει τη σιωπή, να βυθιστεί στο σκούρο
σχίζοντας τα πέπλα της εξαπάτησης:
η συνείδηση δεν γυρίζει πίσω
κι ο πόνος γυμνός πορεύεται.
Έτσι κύλησε η ιστορία μου
και οι ακονισμένες λεπίδες της,
κουβαλώντας πάντα στην πλάτη
το βάρος και τους μόχθους του φύλου μου,
ανοίγοντας χαραμάδες στο τείχος
των ημερών. Με χτυπήματα.
Ξεκλέβοντας λεπτά από τις ώρες.
Ενίοτε σκέφτομαι γιατί
αυτή η υφαρπαγή του χρόνου,
όταν τόσο του αρέσει εκείνου
να κυλά και να διαλύεται χωρίς ανάπαυλα.
Έτσι κύλησε η ζωή μου
η κρυφή,
όπως κυλούν τα βιβλία,
τα όνειρα, τα τετράδια
με λέξεις για κηλίδες
ως κλοπιμαία, γράμματα που μας λένε
αυτό που είμαστε,
αυτό που μας επιτρέπουν να είμαστε.