ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ
O βασιλιάς των Φαιάκων επίσπευσε το ταξίδι του Οδυσσέα κι αρνήθηκε να καλλιεργήσει την ανάμνηση και τη φιλία. Είχε αντιληφθεί έναν υπερβολικό φόβο συνειδητοποιώντας την ομολογία του σε μια συνάντηση με τους νεκρούς. Φανταζόταν μέσα από τον μύθο του περιπλανώμενου, την πικρία του Τειρεσία, ληστεμένου και δεμένου.
O βασιλιάς των Φαιάκων αγαπούσε με λαχτάρα τη ζωή και τη νιότη. Τον τρομοκρατούσε το γήρας και ο εγκλεισμός στον αιώνιο τάφο. Ακούγοντας τη διήγηση του Οδυσσέα, για να απαλείψει τα δυσοίωνα αποτελέσματα, χρειάστηκε ένα μπρούντζινο σπαθί, δώρο του Ερμή, χωμένο σε θήκη φιλντισένια. Σηκώθηκε απότομα, ζωηρεμένος από μια συγκεκριμένη ιδέα, και κατευθύνθηκε, από μια λεωφόρο αγαλμάτων, στο ναυπηγείο των άθικτων πλεούμενων του.
Κάποιοι προνοητικοί κωπηλάτες ριψοκινδύνευαν, λίγο μετά, με τον πολυμήχανο ήρωα στην άδεια θάλασσα. Παλλόταν στα άλμπουρα και στις αντένες το φωτεινό κρόσσι από το σελάγισμα των Διοσκούρων
Ο βασιλιάς των Φαιάκων λαβωμένος πήγε στην ευγενέστερη των αδυναμιών του. Έπρεπε να πληρώσει με ένα απαρηγόρητο γήρας την τύχη μιας καταραμένης φιλοξενίας. Η κόρη του η Ναυσικά, η στοχαστική αδερφή των κρηνών, είχε ερωτευτεί την ευγλωττία του Οδυσσέα και έλιωσε κλαίγοντας το επιτακτικό φευγιό του. Οι ακόλουθές της την έθαψαν, με ντύμα νυφικό, κάτω από έναν σωρό πέτρες, υγρές από τη δρόσο μιας ποταμίσιας κοιλάδας.
ΩΜΕΓΑ
Όταν ο θάνατος ανταποκριθεί επιτέλους στην ικεσία μου και οι ενδείξεις του θα μ’ έχουν εξοικειώσει με το μοναχικό ταξίδι, εγώ θα επικαλεστώ μια εαρινή ύπαρξη, με σκοπό να αιτηθώ την παρουσία της αρμονίας μιας υπέρτατης καταγωγής, και μία ατελείωτη ανακούφιση θα αναπαυτεί στην όψη μου
Τα απομεινάρια μου, κρυφά στον κόρφο της σκοτεινιάς και ζωηρά από μια άμορφη ζωή, θα αποκριθούν από την εξορία τους στον μαγνητισμό μιας φωνής ανήσυχης , αρθρωμένη σε κάποια ακτή γυμνή.
Η εύγλωττη σιωπή, όμοια με ένα μαζεμένο φεγγάρι πάνω στην όραση ενός πετούμενου που υπνοβατεί , θα εμποδίσει το απρόσωπό μου όνειρο μέχρι την ώρα της βύθισής του, με το όνομά μου, στη μεγαλόπρεπη λησμονιά .
(El cielo de esmalte, 1926)
ΑΜΙΛΗΤΗ, Η ΔΕΚΑΤΗ ΜΟΥΣΑ
Η πανώρια μίλαγε για την αβεβαιότητα του μέλλοντος της. Είχε φτάσει στην ηλικία του μαρασμού κι ένιωθε την απειλή του χρόνου και της μοναξιάς. Οι άντρες δεν είχαν ασχοληθεί με τις χάρες της και φοβόντουσαν τη νόησή της την άγρυπνη.
Η ομιλία της γυναικός πλήγωνε και εξαντλούσε την ευαισθησία μου. Η τύχη της μου ενέπνεε απελπισμένες ιδέες σχετικά με τη ζωή. Το πλάσμα εκείνο υπέφερε από την τελειότητά του την ίδια.
Εγώ άσπλαχνα την έχω αποκόψει από την παρουσία μου. Μπορούσα να διακόψω τη λαθραία φυγή μου, μέσα από την ακολασία του κόσμου, προς το ληθαργικό αγκάλιασμα του θανάτου. Εγώ διέκρινα μια απόσταση, περισσότερο γαλήνιος καθώς φανταζόμουν την ακύρωση των απομειναριών μου στον κόρφο του τυφλού, απ’ το χιόνι, πλανήτη, από τη στιγμή που εξαφανίστηκε η χιλιετής ενέργεια του ήλιου, σύμφωνα με τις προγνώσεις ενός μάντη της αστρονομίας.
Οι άχαρες μέρες μου επισπεύδουν το αδιάφορο όνειρο της αιωνιότητας.
Η αυτουργός της ανησυχίας μου ζυγώνει στοργικά στο φέρετρο όπου κείμαι πριν να πεθάνω. Ο λύχνος της από όνυχα, ακουμπισμένος στο πάτωμα, εκπέμπει μια λάμψη απαλή και ο αλτρουισμός της χρωματίζεται στην κίνηση να σφραγίσει με τον δείχτη τα ερμητικά χείλη, εντέλλοντας σιωπή.
Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΡΣΙΤΗ
Εγώ είχα μπει στη ζούγκλα των καταπραϋντικών ίσκιων, όπου ξαπόσταινε, σύμφωνα με την παράδοση, o έφιππος θεός του δειλινού. Ήταν ένας τοξότης αποκομμένος από τον κόσμο και αποτραβηγμένος στη χαρά και εξαιτίας αυτού έλαβε την τιμωρία ενός προκαταβολικού θανάτου. Η θεότητα του φωτός τού επιφύλαξε ένα συνεχές πένθος και του εμπιστεύτηκε τη διφορούμενη ώρα της μέρας.
Η αγαπημένη του είχε λάβει τη χάρη της αθανασίας και διέτρεχε τα μονοπάτια και διέσχιζε τη λόχμη του βουνού, όπου συνεχώς βασίλευε η ίδια ώρα, στη θέα των μενεξεδένιων στοιχειών.
Ένας συλλογισμός υπέρτατος με είχε βουβάνει.
Ο θαμνότοπος ύφαινε ένα χαλί μπροστά στα πόδια του και, καθώς τα δέντρα ονειρεύονταν το απαστράπτον μεσημέρι, ρίχνανε στο κεφάλι του πάνω μια βροχή μαρτυρικών λουλουδιών.
Εγώ είχα εισέλθει στην άγρια μοναξιά, κουβαλώντας σαν σύντροφο τον εξόριστο γελωτοποιό της αυλής. Τα αστεία του έλεγε εν είδει επιχειρήματος, γελαστά παρωδώντας μαθητούδια και καθηγητάδες. Το λέει κάπου ο Shakespeare σε κάποιο από τα δράματά του. Είχε προκαλέσει, απερίσκεπτος όντας, τη μάνητα ενός σεβάσμιου βασιλιά και των κοριτσιών του.
Ο γελωτοποιός απηύθυνε τον λόγο, μέσα στης γιορτής τον απόηχο, στη γυναίκα του αμφιλεγόμενου δάσους, υψωμένη στη διάκριση που είναι ίδιον των θείων προσώπων, απ’ το να πατάει τη γη με τα πόδια της γυμνά κι αλώβητα.
Το μαγεμένο δάσος αίφνης μετακινήθηκε στους ασβεστόλιθους και του κεραυνού το φραγγέλιο μαστίγωσε τις συκιές τις καταδικασμένες στην αγονία.
( Las
formas
del
fuego, 1926)