Ωμέγα & άλλα

Μετάφραση: Στέργιος Ντέρτσας

_____________


O
José Antonio Ramos Sucre (1890-1930) εί­ναι μία από τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες μορ­φές της λο­γο­τε­χνία της Βε­νε­ζου­έ­λας. Το έρ­γο του το συν­θέ­τουν ποι­ή­μα­τα του σε πρό­ζα, που συ­νή­θως λαμ­βά­νουν χώ­ρα σε ένα πε­ρι­βάλ­λον τρό­μου, μυ­στη­ρί­ου και αιφ­νι­δια­σμού, σαν μο­νό­λο­γοι μι­κρής έκτα­σης όπου συ­χνά επα­να­λαμ­βά­νε­ται εμ­φα­τι­κά η προ­σω­πι­κή αντω­νυ­μία εγώ. Ωστό­σο, όπως έχει ει­πω­θεί, πρό­κει­ται για ένα εγώ δι­στα­κτι­κό και επι­φυ­λα­κτι­κό, μέ­σα στη με­γα­λο­πρέ­πεια του και την πολ­λα­πλό­τη­τα που πα­ρά­γει σε σχέ­ση με το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο. Θε­ω­ρεί­ται από τους πρό­δρο­μους του φα­ντα­στι­κού δι­η­γή­μα­τος στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, ενώ πλέ­ον το έρ­γο του εξε­τά­ζε­ται κι από την πλευ­ρά της σύ­ντο­μης μυ­θο­πλα­στι­κής φόρ­μας κα­θώς, υπό το πρί­σμα της ση­με­ρι­νής εξέ­λι­ξης του εί­δους, θε­ω­ρεί­ται ένας από τους θε­με­λιω­τές της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας στον ισπα­νό­φω­νο κό­σμο (μα­ζί με δη­μιουρ­γούς όπως o Juan Ramón Jiménez, ο Leopoldo Lugones και ο Ramón López Velarde), πά­νω σε δρό­μους που εί­χε ανοί­ξει ήδη ο Rubén Darío, αξιο­ποιώ­ντας την κλη­ρο­νο­μιά του Charles Baudelaire.
Αι­νιγ­μα­τι­κή μορ­φή, στη διάρ­κεια της σύ­ντο­μης ζω­ής του υπέ­φε­ρε από ψυ­χι­κές δια­τα­ρα­χές και για τον λό­γο αυ­τό εί­χε νο­ση­λευ­τεί, λί­γο πριν βά­λει τέ­λος στη ζωή του, σε ένα σα­να­τό­ριο της Γε­νεύ­ης, ενώ η χρό­νια αϋ­πνία του τον ανά­γκα­ζε συ­χνά να πε­ρι­πλα­νιέ­ται στους δρό­μους μέ­χρι τις πρώ­τες πρω­ι­νές ώρες. Σπού­δα­σε Φι­λο­σο­φία, Νο­μι­κά και Λο­γο­τε­χνία, και ερ­γά­στη­κε ως κα­θη­γη­τής λα­τι­νι­κών, αρ­χαί­ων ελ­λη­νι­κών και Γε­ω­γρα­φί­ας σε σχο­λεία της δευ­τε­ρο­βάθ­μιας εκ­παί­δευ­σης της χώ­ρας του. Στο τε­λευ­ταίο του τα­ξί­δι στη Γε­νεύη, κα­τά τη σύ­ντο­μη θη­τεία που εί­χε ως δι­πλω­μά­της, την ημέ­ρα που έκλει­νε τα σα­ρά­ντα του χρό­νια, επι­χεί­ρη­σε να βά­λει τέ­λος στη ζωή του παίρ­νο­ντας με­γά­λη δό­ση υπνω­τι­κών χα­πιών. Απο­βί­ω­σε τέσ­σε­ρις μέ­ρες με­τά, στις 13 Ιου­νί­ου 1930. Το 1993 το Πα­νε­πι­στή­μιο της Σα­λα­μάν­κα, τι­μώ­ντας την πα­ρου­σία του στην ισπα­νό­γρα­φη λο­γο­τε­χνία και τη ση­μα­σία του έρ­γου του, ίδρυ­σε τη Διε­θνή Ακα­δη­μαϊ­κή Έδρα Λο­γο­τε­χνι­κών Σπου­δών της Βε­νε­ζου­έ­λας «José Antonio Ramos Sucre».


Ωμέγα & άλλα



ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ

O βα­σι­λιάς των Φαιά­κων επί­σπευ­σε το τα­ξί­δι του Οδυσ­σέα κι αρ­νή­θη­κε να καλ­λιερ­γή­σει την ανά­μνη­ση και τη φι­λία. Εί­χε αντι­λη­φθεί έναν υπερ­βο­λι­κό φό­βο συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας την ομο­λο­γία του σε μια συ­νά­ντη­ση με τους νε­κρούς. Φα­ντα­ζό­ταν μέ­σα από τον μύ­θο του πε­ρι­πλα­νώ­με­νου, την πι­κρία του Τει­ρε­σία, λη­στε­μέ­νου και δε­μέ­νου.
O βα­σι­λιάς των Φαιά­κων αγα­πού­σε με λα­χτά­ρα τη ζωή και τη νιό­τη. Τον τρο­μο­κρα­τού­σε το γή­ρας και ο εγκλει­σμός στον αιώ­νιο τά­φο. Ακού­γο­ντας τη δι­ή­γη­ση του Οδυσ­σέα, για να απα­λεί­ψει τα δυ­σοί­ω­να απο­τε­λέ­σμα­τα, χρειά­στη­κε ένα μπρούν­τζι­νο σπα­θί, δώ­ρο του Ερ­μή, χω­μέ­νο σε θή­κη φιλ­ντι­σέ­νια. Ση­κώ­θη­κε από­το­μα, ζω­η­ρε­μέ­νος από μια συ­γκε­κρι­μέ­νη ιδέα, και κα­τευ­θύν­θη­κε, από μια λε­ω­φό­ρο αγαλ­μά­των, στο ναυ­πη­γείο των άθι­κτων πλε­ού­με­νων του.
Κά­ποιοι προ­νοη­τι­κοί κω­πη­λά­τες ρι­ψο­κιν­δύ­νευαν, λί­γο με­τά, με τον πο­λυ­μή­χα­νο ήρωα στην άδεια θά­λασ­σα. Παλ­λό­ταν στα άλ­μπου­ρα και στις αντέ­νες το φω­τει­νό κρόσ­σι από το σε­λά­γι­σμα των Διο­σκού­ρων
Ο βα­σι­λιάς των Φαιά­κων λα­βω­μέ­νος πή­γε στην ευ­γε­νέ­στε­ρη των αδυ­να­μιών του. Έπρε­πε να πλη­ρώ­σει με ένα απα­ρη­γό­ρη­το γή­ρας την τύ­χη μιας κα­τα­ρα­μέ­νης φι­λο­ξε­νί­ας. Η κό­ρη του η Ναυ­σι­κά, η στο­χα­στι­κή αδερ­φή των κρη­νών, εί­χε ερω­τευ­τεί την ευ­γλωτ­τία του Οδυσ­σέα και έλιω­σε κλαί­γο­ντας το επι­τα­κτι­κό φευ­γιό του. Οι ακό­λου­θές της την έθα­ψαν, με ντύ­μα νυ­φι­κό, κά­τω από έναν σω­ρό πέ­τρες, υγρές από τη δρό­σο μιας πο­τα­μί­σιας κοι­λά­δας.



ΩΜΕ­ΓΑ

Όταν ο θά­να­τος αντα­πο­κρι­θεί επι­τέ­λους στην ικε­σία μου και οι εν­δεί­ξεις του θα μ’ έχουν εξοι­κειώ­σει με το μο­να­χι­κό τα­ξί­δι, εγώ θα επι­κα­λε­στώ μια εα­ρι­νή ύπαρ­ξη, με σκο­πό να αι­τη­θώ την πα­ρου­σία της αρ­μο­νί­ας μιας υπέρ­τα­της κα­τα­γω­γής, και μία ατε­λεί­ω­τη ανα­κού­φι­ση θα ανα­παυ­τεί στην όψη μου
Τα απο­μει­νά­ρια μου, κρυ­φά στον κόρ­φο της σκο­τει­νιάς και ζω­η­ρά από μια άμορ­φη ζωή, θα απο­κρι­θούν από την εξο­ρία τους στον μα­γνη­τι­σμό μιας φω­νής ανή­συ­χης , αρ­θρω­μέ­νη σε κά­ποια ακτή γυ­μνή.
Η εύ­γλωτ­τη σιω­πή, όμοια με ένα μα­ζε­μέ­νο φεγ­γά­ρι πά­νω στην όρα­ση ενός πε­τού­με­νου που υπνο­βα­τεί , θα εμπο­δί­σει το απρό­σω­πό μου όνει­ρο μέ­χρι την ώρα της βύ­θι­σής του, με το όνο­μά μου, στη με­γα­λό­πρε­πη λη­σμο­νιά .


(El cielo de esmalte, 1926)


ΑΜΙΛΗΤΗ, Η ΔΕΚΑΤΗ ΜΟΥΣΑ

Η πα­νώ­ρια μί­λα­γε για την αβε­βαιό­τη­τα του μέλ­λο­ντος της. Εί­χε φτά­σει στην ηλι­κία του μα­ρα­σμού κι ένιω­θε την απει­λή του χρό­νου και της μο­να­ξιάς. Οι άντρες δεν εί­χαν ασχο­λη­θεί με τις χά­ρες της και φο­βό­ντου­σαν τη νό­η­σή της την άγρυ­πνη.
Η ομι­λία της γυ­ναι­κός πλή­γω­νε και εξα­ντλού­σε την ευαι­σθη­σία μου. Η τύ­χη της μου ενέ­πνεε απελ­πι­σμέ­νες ιδέ­ες σχε­τι­κά με τη ζωή. Το πλά­σμα εκεί­νο υπέ­φε­ρε από την τε­λειό­τη­τά του την ίδια.
Εγώ άσπλα­χνα την έχω απο­κό­ψει από την πα­ρου­σία μου. Μπο­ρού­σα να δια­κό­ψω τη λα­θραία φυ­γή μου, μέ­σα από την ακο­λα­σία του κό­σμου, προς το λη­θαρ­γι­κό αγκά­λια­σμα του θα­νά­του. Εγώ διέ­κρι­να μια από­στα­ση, πε­ρισ­σό­τε­ρο γα­λή­νιος κα­θώς φα­ντα­ζό­μουν την ακύ­ρω­ση των απο­μει­να­ριών μου στον κόρ­φο του τυ­φλού, απ’ το χιό­νι, πλα­νή­τη, από τη στιγ­μή που εξα­φα­νί­στη­κε η χι­λιε­τής ενέρ­γεια του ήλιου, σύμ­φω­να με τις προ­γνώ­σεις ενός μά­ντη της αστρο­νο­μί­ας.
Οι άχα­ρες μέ­ρες μου επι­σπεύ­δουν το αδιά­φο­ρο όνει­ρο της αιω­νιό­τη­τας.
Η αυ­τουρ­γός της ανη­συ­χί­ας μου ζυ­γώ­νει στορ­γι­κά στο φέ­ρε­τρο όπου κεί­μαι πριν να πε­θά­νω. Ο λύ­χνος της από όνυ­χα, ακου­μπι­σμέ­νος στο πά­τω­μα, εκ­πέ­μπει μια λάμ­ψη απα­λή και ο αλ­τρουι­σμός της χρω­μα­τί­ζε­ται στην κί­νη­ση να σφρα­γί­σει με τον δεί­χτη τα ερ­μη­τι­κά χεί­λη, εντέλ­λο­ντας σιω­πή.


Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΡΣΙΤΗ

Εγώ εί­χα μπει στη ζού­γκλα των κα­τα­πραϋ­ντι­κών ίσκιων, όπου ξα­πό­σται­νε, σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση, o έφιπ­πος θε­ός του δει­λι­νού. Ήταν ένας το­ξό­της απο­κομ­μέ­νος από τον κό­σμο και απο­τρα­βηγ­μέ­νος στη χα­ρά και εξαι­τί­ας αυ­τού έλα­βε την τι­μω­ρία ενός προ­κα­τα­βο­λι­κού θα­νά­του. Η θε­ό­τη­τα του φω­τός τού επι­φύ­λα­ξε ένα συ­νε­χές πέν­θος και του εμπι­στεύ­τη­κε τη δι­φο­ρού­με­νη ώρα της μέ­ρας.
Η αγα­πη­μέ­νη του εί­χε λά­βει τη χά­ρη της αθα­να­σί­ας και διέ­τρε­χε τα μο­νο­πά­τια και διέ­σχι­ζε τη λόχ­μη του βου­νού, όπου συ­νε­χώς βα­σί­λευε η ίδια ώρα, στη θέα των με­νε­ξε­δέ­νιων στοι­χειών.
Ένας συλ­λο­γι­σμός υπέρ­τα­τος με εί­χε βου­βά­νει.
Ο θα­μνό­το­πος ύφαι­νε ένα χα­λί μπρο­στά στα πό­δια του και, κα­θώς τα δέ­ντρα ονει­ρεύ­ο­νταν το απα­στρά­πτον με­ση­μέ­ρι, ρί­χνα­νε στο κε­φά­λι του πά­νω μια βρο­χή μαρ­τυ­ρι­κών λου­λου­διών.
Εγώ εί­χα ει­σέλ­θει στην άγρια μο­να­ξιά, κου­βα­λώ­ντας σαν σύ­ντρο­φο τον εξό­ρι­στο γε­λω­το­ποιό της αυ­λής. Τα αστεία του έλε­γε εν εί­δει επι­χει­ρή­μα­τος, γε­λα­στά πα­ρω­δώ­ντας μα­θη­τού­δια και κα­θη­γη­τά­δες. Το λέ­ει κά­που ο Shakespeare σε κά­ποιο από τα δρά­μα­τά του. Εί­χε προ­κα­λέ­σει, απε­ρί­σκε­πτος όντας, τη μά­νη­τα ενός σε­βά­σμιου βα­σι­λιά και των κο­ρι­τσιών του.
Ο γε­λω­το­ποιός απηύ­θυ­νε τον λό­γο, μέ­σα στης γιορ­τής τον από­η­χο, στη γυ­ναί­κα του αμ­φι­λε­γό­με­νου δά­σους, υψω­μέ­νη στη διά­κρι­ση που εί­ναι ίδιον των θεί­ων προ­σώ­πων, απ’ το να πα­τά­ει τη γη με τα πό­δια της γυ­μνά κι αλώ­βη­τα.
Το μα­γε­μέ­νο δά­σος αίφ­νης με­τα­κι­νή­θη­κε στους ασβε­στό­λι­θους και του κε­ραυ­νού το φραγ­γέ­λιο μα­στί­γω­σε τις συ­κιές τις κα­τα­δι­κα­σμέ­νες στην αγο­νία.

( Las formas del fuego, 1926)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: