Αν ένας Αιγύπτιος δεν μπορεί να μιλήσει αγγλικά

___________________



Η Νουρ Νάγκα (Noor Naga) είναι μια Αλεξανδρινή συγγραφέας που γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια, μεγάλωσε στο Ντουμπάι, σπούδασε στο Τορόντο και πλέον ζει στο Κάιρο. Έχει γράψει τη ποιητική συλλογή Washes, Prays, ενώ το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το πρώτο της μυθιστόρημα. Tοποθετημένο στο Κάιρο, μιλάει για τη συνάντηση μεταξύ δύο ανθρώπων και των κόσμων που ενσαρκώνουν, αλλά και για τη συντριβή που έπεται της συνάντησης. Είναι ένα βιβλίο για το πως αφηγούμαστε τους άλλους, αλλά και για το πως διαχειριζόμαστε την απώλειά τους.
Πρωταγωνιστές είναι ένα αγόρι από το Σομπραχέτ, μία κωμόπολη στον δυτικό βραχίονα του Δέλτα του Νείλου, και μια Αμερικανίδα Αιγύπτια που μεγάλωσε στις ΗΠΑ. Παίζοντας με τη φόρμα του μυθιστορήματος, η Νάγκα ξεκινάει με μια διαλεκτική μορφή αφήγησης, όπου θέτει ρητορικά ερωτήματα, τα οποία ψευδο-απαντώνται μέσα από μικρά αποσπάσματα από το αγόρι και το κορίτσι εναλλάξ, ενώ αποφασίζει να κλείσει το βιβλίο με μια συλλογική συζήτηση σε ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής, όπου πλέον καταλαβαίνουμε πως η πρωταγωνίστρια αποφάσισε να εκδόσει όσα έζησε. Μέσα από αυτή την πολυ-επίπεδη προσέγγιση, η Νάγκα στοχάζεται την επιτυχία και την είσοδο στον εκδοτικό κόσμο, θίγοντας ζητήματα οριενταλισμού, αυτο-εξωτικοποίησης, ταυτοτήτων στη σύγχρονη Αμερική, και το πώς άτομα μετέωρα καλούνται να διαπραγματευτούν ταυτότητες που περισσότερο αποξενώνουν, παρά δημιουργούν συνθήκες οικειότητας. Μιλάει για την ενοχή και την επιβίωση, όπως και για τις ταυτότητες και τα σύνορα, σύνορα τα οποία όμως δεν αφήνουμε πίσω μας μετά τη σφράγιση του διαβατηρίου. Κυρίως, είναι ένας στοχασμός πάνω στην ίδια τη γραφή, την εκδοτική πρακτική ως εξομολόγηση και το τι σημαίνει να γράφεις μακριά από ένα μέρος που σε ορίζει. Σε άλλο πλαίσιο, ο Παλαιστίνιος ποιητής Μαχμούντ Νταρουίς είπε πως οι λέξεις είναι μια πατρίδα. Τι γίνεται όμως με τις λέξεις τις οικείες, που σε εκθέτουν ως σώμα έτερο στον τόπο που θέλεις να αποκαλέσεις πατρίδα; Η πρωταγωνίστρια με τα σπαστά αραβικά της προδίδεται και οι μπακάληδες της απαντούν εγγλέζικα. Οπότε το ερώτημα τίθεται ξανά όσον αφορά το πως μπορούμε να διεκδικήσουμε ένα ανήκειν και τι συμβαίνει στις σχέσεις που δημιουργούμε στην πορεία.
Για τον Έντουαρντ Σαΐντ, ο διανοούμενος είναι πάντα ένας εξόριστος και κάθε του κίνηση είναι μια απόπειρα να επιστρέψει στον τόπο που τον εξορίζει. Στο κείμενο αυτό η εξορία συμβαίνει μέσα από την επιθυμία, τον έρωτα, αλλά και μέσα από το έθνος, την επανάσταση, και είναι μια πρόσκληση, από την ίδια τη Νάγκα, να επιστρέψουμε μαζί της, να προσπαθήσουμε να βγάλουμε νόημα σχετικά με το τι συνέβη και να στοχαστούμε τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να το κάνουμε. Ο Αιγύπτιος δεν μιλάει αγγλικά, είναι όμως τα αγγλικά απλά μια γλώσσα ή ένας τρόπος νοηματοδότησης, ένα ερμηνευτικό πλαίσιο; Κρίνοντας από το ότι ο ίδιος ο τίτλος είναι το πρώτο μέρος ενός υποθετικού λόγου, η απάντηση είναι κάτι που πρέπει να δώσουμε εμείς.




_________________
Ευχαριστώ πολύ τον Αλέκο Καζαμία για τη βοήθειά του στη μετάφραση αραβικών λέξεων και για τα σχόλια που έκανε δίνοντάς μου πραγματολογικές, γλωσσικές, και γεωγραφικές πληροφορίες που βοήθησαν αρκετά στο να πλαισιωθούν ορισμένα κομμάτια του κειμένου.



Αν ένας Αιγύπτιος δεν μπορεί να μιλήσει αγγλικά


لىعدافضلا لافطأ لىإ ― Δεν είμαι αυτό που νομίζεις ότι είμαι. Είσαι αυτό που νομίζεις ότι είμαι.
Λεζάντα του Ίνσταγκραμ από @hanaperlas, 5 Νοέμβρη 2016.



Μέρος πρώτο

Ερώτηση: Αν δεν έχεις τίποτα καλό να πεις, θα έπρεπε να τιμωρηθεί η μητέρα σου;

Και τότε η Μητέρα τοποθέτησε μονάχα ένα ροδάκινο σε ένα δίσκο στο κέντρο του τραπεζιού. Με ένα μαχαίρι κρέατος, το έκοψε στα τέσσερα. Δείπνο, είπε. Η γιαγιά μου, της οποίας τα τέλεια δόντια είχαν κλαπεί ένα-ένα από έναν οδοντίατρο που δούλευε σε μια γκαρσονιέρα πέρα στο ποτάμι και κάθιζε τους ασθενείς στο κρεβάτι που κοιμόταν, πήρε τα τέσσερα κομμάτια του ροδάκινου και τα έλιωσε στα αυτιά της. Τι απληστία, είπε η Μητέρα, ρουφώντας το κούφιο σπόρο. Ο Πατέρας ανέπνευσε. Κουνώντας τους αγκώνες της σαν μαραθωνοδρόμος, η Γιαγιά έτρεξε στη κουζίνα και σκαρφάλωσε μέσα στη σόμπα. Την επόμενη μέρα θάψανε τη συλλογή της από οριγκάμι μαζί με αυτήν, οπότε έφυγα. Αυτό ήταν δέκα χρόνια πριν. Η απόσταση από το Σομπραχέτ στο Κάιρο είναι 140 χιλιόμετρα. Πήρα ένα μικρό λεωφορείο, έπειτα το τρένο.

Ερώτηση: Είναι αυθάδες να επιστρέψεις σε ένα μέρος που δεν ήσουν ποτέ;

Αν ήμουν ένα λευκό κορίτσι με ξυρισμένο κεφάλι, πιθανότατα δεν θα είχαν δώσει σημασία. Αλλά επειδή ήμουν ένα Αιγύπτιο κορίτσι με ξυρισμένο κεφάλι, δεν θα με αφήνανε να το ξεχάσω. Όλα ήταν εντάξει στο JFK. Ακόμα και όταν τετρακόσιοι Αιγύπτιοι σφήνωσαν σε ένα Μπόινγκ 777 με προορισμό το Κάιρο, κανείς δεν με πρόσεξε. Για δώδεκα ώρες τα κεφάλια μας νεύαν καταφατικά, κρεμόντουσαν το ένα ενάντια στο άλλο όπως αποκοιμιόμασταν και ονειρευόμασταν και κανείς δεν μπορούσε να πει μέσα στον κονσερβοποιημένο ζόφο ποιος ήταν ποιος. Τότε τα φώτα ανάψανε και προσγειωθήκαμε. Αυτοί οι ίδιοι τετρακόσιοι επιβάτες που αποβιβάζονταν στην άλλη πλευρά φαινόντουσαν να είχαν ξεχάσει από που είχαμε έρθει. Κοιτάγανε απροκάλυπτα προς τα μένα και προχωρούσαν σπρώχνοντας στο διάδρομο, άξαφνα καχύποπτοι. Κανείς δεν με βοήθησε να πάρω το σακίδιό μου από το χώρο αποσκευών πάνω από το κεφάλι μου. Στον έλεγχο διαβατηρίων, ο αξιωματικός μοιάζει με μια νεότερη εκδοχή του πατέρα μου. Αδύνατος, μελαψός, και με μακρύ πρόσωπο, με ασημένια γυαλιά που του δίνανε μια πονεμένη, απαστράπτουσα όψη ευαισθησίας. Πίσω μου η σειρά ήταν μεγάλη και θορυβώδης, αλλά κράτησε το αμερικάνικο διαβατήριό μου με απόλαυση στα χέρια του, σαν να ήταν ένα βιβλίο που είχε ξαναδιαβάσει. Είπε το όνομά μου, μελέτησε το πρόσωπό μου με τον τρόπο που οι ξένοι μελετάνε τις κόρες μιας γυναίκας που φορά νικάμπ, παρατηρώντας την υφή των μαλλιών τους, τις πτυχές των στομάτων τους, γερνώντας τα πρόσωπα των παιδιών στο μυαλό τους, ψάχνοντας για την ομορφιά της μητέρας. Είναι ξεκάθαρο ότι ο αστυνομικός με έκανε εικόνα με μαλλιά. Έψαχνε για την Αιγύπτια μέσα μου ή, πιθανότατα, την αρρώστια. Ήθελα να πω, Το ίδιο. Είχα συμπληρώσει τα κουτιά στην υπεύθυνη δήλωση με το γραφικό χαρακτήρα ενός παιδιού αρθρώνοντας το δόντι κάθε γράμματος sin και βάζοντας σημεία στίξης μεμονωμένα. Το αποτέλεσμα ήταν κομψό αλλά επίπονο. Τι σε φέρνει στο Κάιρο; Ρωτάει στα αραβικά. Έχεις Αιγυπτιακό διαβατήριο; Κούνησα το κεφάλι μου. Ταυτότητα; Είπα, Πάρντον; Με έβγαλε από τη σειρά και με έστειλε γύρω από τη γωνία σε έναν άλλον άνδρα, που ήταν πολύ μεγάλος, φορώντας μοβ ματάκι, καπνίζοντας σε ένα γυάλινο κουβούκλιο. Φαινόταν παγιδευμένος μέσα του, σαν έκθεμα μουσείου. Αυτός ο άντρας τελείωσε το τσιγάρο του, ξεφυλλίζοντας το διαβατήριό μου με τον αντίχειρά του πριν να ρωτήσει στα αγγλικά, Πόσο θα κάτσεις; Προσπάθησα να του πω ότι θα έμενα μόνιμα. Έξι μήνες, εντάξει; Ρώτησε και έγνεψα καταφατικά γιατί τα αγγλικά του ήταν φτωχά αλλά τα αραβικά μου φτωχότερα. Έκανε έναν κύκλο και μια γραμμή σε ένα ροζ χαρτί. Πάρε αυτό, πάνε γραφείο πάνω στις σκάλες, πλήρωσε, έλα πίσω. Πήγα πάνω στις σκάλες στο δεύτερο γραφείο και δεν ήταν κανείς εκεί. Όταν γύρισα στον άντρα στη γυάλινη θήκη, φώναξε πάνω από τον ώμο του στα αραβικά, Ντίνα! Πες αυτό τον γιο ενός τσόκαρου να κάτσει στο ταμείο! Και με έδιωξε με το πίσω μέρος του χεριού του πριν να μπορέσω να εξηγήσω. Ο γιος ενός τσόκαρου έμοιαζε γύρω στα δεκατέσσερα, φορώντας επίσης ματάκι, χαμογελώντας. Τον πλήρωσα και γύρισα στον άντρα που κάπνιζε, που με έστειλε πίσω στον έλεγχο διαβατηρίων με μια χάρτινη βίζα στο χέρι μου. Ε Αμερικανίδα! Έλα εδώ! Ήταν ο αξιωματικός από πριν, αυτός που έμοιαζε με τον πατέρα μου, που με καλούσε μπροστά. Όλοι οι άλλοι Αιγύπτιοι με κοίταξαν όπως προχωρούσα απολογούμενη μπροστά στη σειρά. Ήθελα να εξηγήσω, να πω ότι ήμουν μια από αυτούς, ότι ήμουν ήδη στη σειρά και είχα πληρώσει ό,τι όφειλα, αλλά τα αραβικά μου… Ο αξιωματικός σφράγισε το διαβατήριό μου, μου έκλεισε το μάτι, και με άφησε να περάσω.

Ερώτηση: Αν η μάνα σου ήθελε να σε ταΐζει για πάντα, γιατί να κόψει τον ομφάλιο λώρο;

Μετά το θάνατο της γιαγιάς μου μέσω σόμπας, ήξερα ότι θα φύγω από το Σομπραχέτ για τα καλά. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας συζήτησης που είχα με τη μητέρα μου, είπα, Πάω στο Κάιρο. Κάθισε κολλώντας ευλαβικά με κόλλα στιγμής τη σόλα του παπουτσιού της πάνω στο τακούνι. Πίσω από τη συγκέντρωσή της μουρμούρισε, Κάιρο, Κάιρο… είναι πέραν του περιστερώνα; Είπα, Ναι. Τα μάτια της βουρκώσαν από τη μυρωδιά του χημικού. Γιε μου, είναι πιο μακριά από το νοσοκομείο στο ποτάμι; Είπα, Ναι, και τότε πρόσθεσα, Είναι πιο πέρα και από το Νταμανχούρ. Τί; άρχισε να βαριανασαίνει. Υπάρχουν άνθρωποι πέρα από το Νταμανχούρ; Ζώστηκα ένα τσουβάλι με ρούχα κρεμώντας το στον ώμο μου, η κάμερα να κρέμεται στο λαιμό μου. Σήκωσε το χέρι της για να στρώσει τα μαλλιά της, και το παπούτσι της, κολλημένο πλέον στο δάχτυλό της, το ακολούθησε. Μάτωσε το μάτι της. Πήρα ένα βαν από το Σομπραχέτ στο Νταμανχούρ και η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που δεν μπορούσαμε να δούμε καν τις γραμμές στους δρόμους. Ο οδηγός πήγαινε με ολάκερο το κεφάλι του έξω από το παράθυρο. Δεν υπήρχε κανείς στο λευκό αέρα παρά εμείς. Έκλαψα μέσα στο τσουβάλι μου. Μέρες αφότου η γιαγιά μου μαγείρεψε τον εαυτό της μέχρι θανάτου, η Μητέρα δεν το είπε, αλλά το ξέραμε όλοι ότι είχε ξυνίσει από τη σκέψη: Κρίμα να ξοδέψουμε αέριο και να μην φάμε. Όλο το χωριό ήξερε πως αναρωτιόταν ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να χωριστεί ένα ροδάκινο σε τρίτα. Από το Νταμανχούρ, πήρα το τρένο για το Κάιρο και μέσα σε αυτό ο αέρας ήταν πολύ καφέ, σαν ντουλάπας. Αποκοιμήθηκα και ξύπνησα με έναν άντρα να πιάνει το μπούτι μου μέσα από την τρύπια μου τσέπη. Οι άνθρωποι πιστεύουν πως οποιοσδήποτε με κάμερα θα έχει λεφτά αντί για δέρμα στη τσέπη του. Όταν έφτασα στον Σταθμό Ραμσής στο Κάιρο, ο αέρας ήταν άνθρωποι. Δεν υπήρχε κάπου να κοιτάξεις και να μην έχει ανθρώπους. Βουλώνανε κάθε δρόμο και τότε στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον σε εικοσαόροφα κτίρια. Πολλοί δεν ήταν καν Αιγύπτιοι. Έστριβες σε ένα σοκάκι και έβρισκες πενήντα σουδανέζους, πιο μπλε απ’ ότι μαύροι, με μάγουλα σαν φτερά πλάτης και αστράγαλους σαν μαχαίρια, ή γυναίκες τόσο ψηλές όσο εγώ, γυναίκες τόσο λευκές που μπορούσες να δεις τρεχούμενο αίμα σε φλέβες και λαιμό. Άκουσα είκοσι αραβικά την πρώτη μου βδομάδα και οπουδήποτε πήγαινα οι άνθρωποι με ρωτάγανε— μερικές φορές στα αγγλικά εξαιτίας του μαλλιού μου— Από που είσαι; Ενώ ένας άνδρας με ρώταγε αυτό ένας άλλος περνώντας ξυστά με μηχανάκι έκλεψε ένα τσιγάρο από το χέρι μου. Περιμένοντας την σειρά μου να παραγγείλω ένα σάντουιτς, είδα παιδιά σε σχολικές στολές να πνίγουν γατάκια σε ένα βαρέλι με πίσσα. Μια σερβιτόρα στην ηλικία της μάνας μου με πλησίασε, μασώντας τσίχλα με ανοιχτό στόμα: Μου αρέσουν ψηλά αγόρια σαν και σένα—δεν θες να με φιλήσεις; Ο πρώτος μου χρόνος στο Κάιρο, μίλαγα ακόμα χωριάτικα, αναφερόμουν στον εαυτό μου στο πληθυντικό. Θέλουμε, απάντησα. Γέλασε στη μάπα μου. Με πήρε από το χέρι σε ένα γκαράζ όπου έτρεξε τη γλώσσα της στα δόντια μου και μου χάιδεψε τα γόνατα. Ήμουν δεκαεννιά. Αυτό ήταν δέκα χρόνια πριν, το 2007, και έκτοτε πήγα σπίτι μονάχα μια φορά. Κάπου στο Σομπραχέτ, η μητέρα μου χωρίζει όλα τα φρούτα του δείπνου στα δυο.

Ερώτηση: Αν η αγέλη τρέχει καταπάνω σου, θα έπρεπε να γυρίσεις πίσω και να τρέξεις;

Αυτό που πραγματικά θέλουν να μάθουν είναι αν το κεφάλι μου είναι ξυρισμένο επειδή έχω καρκίνο ή επειδή είμαι ανώμαλη. Αντί για αυτό ρωτάνε κάτι άλλο. Τι σε φέρνει εδώ; Το ακούω από όλους: τον οδηγό που με πήρε από το αεροδρόμιο με το όνομά μου σε ένα χαρτόνι, αυτόν που δουλεύει για την Σέρι, πρώην συμμαθήτρια της μάνας μου· τον Φαγιούμι πορτιέρη στο ντάουνταουν κτήριο, που κουβάλησε τις τσάντες μου, παρά τις διαμαρτυρίες μου· τη Μαντάμ Φάντια, την καθαρίστρια, που περίμενε στο διαμέρισμα να παραδώσει τα κλειδιά· έπειτα λίγες μέρες αργότερα την Σέρι την ίδια, μια γυναίκα με ένα ενυδατωμένο, πρησμένο από τα καλλυντικά πρόσωπο που ζει στο Ζαμάλεκ με τα δυο της μικροσκοπικά σκυλιά. Είναι μία από αυτές τις απελπισμένες γυναίκες, σαν τη μάνα μου, οι οποίες, όσο περισσότερη προσπάθεια καταβάλουν στην εμφάνισή τους, τόσο μεγαλύτερες δείχνουν. Καθίσαμε στο μπαλκόνι της ενώ μια Σουδανέζα υπηρέτρια πηγαινοερχόταν φέρνοντας τσάι, έπειτα σαμπλέ και πτι-φουρ, ύστερα κόκκινο και λευκό κρασί, και εγώ ανατρίχιαζα στον τρόμο να με σερβίρει μια Μαύρη με ένα τσεμπέρι τυλιγμένο στο κεφάλι της. Τι σε φέρνει στο Κάιρο, αγαπητή; Ρώτησε η Σέρι, αλλά πριν να μπορέσω να απαντήσω, είχε συνεχίσει. Έχω να δω τη μητέρα σου από το ογδόντα-εφτά, το ξέρεις; Δεν τη κατηγορώ. Δεν είναι καλή στιγμή να είσαι εδώ. Λίγα χρόνια πριν, θα το καταλάβαινα. Μετά την επανάσταση, όλοι επιστρέφανε κατενθουσιασμένοι. Ρώτα με που είναι τώρα. Την κοίταξα ανέκφραστα. Έκανε καλπάζοντες κύκλους με το χέρι που κρατούσε το τσιγάρο της μέχρι να απαγγείλω. Που είναι τώρα; Τότε συνέχισε σαν να μην είχα μιλήσει. Είκοσι λίρες για ένα δολάριο. Αυτό είναι το συνάλλαγμα σήμερα. Πέρσι, ήταν οχτώ. Πες τη μητέρα σου πως μου λείπει. Η ομοιότητα μεταξύ τους ήταν αφύσικη, πράγματι: η ίδια ματαιοδοξία, το φαμφαταλίκι, η ισοπεδωτική μυρωδιά κρεμών και πούδρας. Απλά γνώριζες πως είχε περάσει πολύ χρόνο μπροστά σε καθρέφτες, κλαίγοντας. Δεν είχα μιλήσει στη μάνα μου απ’ όταν έφυγα από τη Νέα Υόρκη όπου με πέρναγε ανάκριση σχεδόν κάθε ώρα: Γιατί πας εκεί; Τώρα που έχω πάει εκεί, η ερώτηση διπλώθηκε στα δυο, δάγκωσε τον κώλο της: Γιατί ήρθες εδώ; Είναι το πρώτο πράγμα που οι άνθρωποι με ρωτάνε όταν με συναντάνε, και ο τόνος του είναι πιο πολύ αγανακτισμένος παρά ανακριτικός. Όσα περισσότερα ανακαλύπτουν, τόσο πιο πολύ προσβάλλονται. Ζεις στην Αμερική; Έχεις αμερικάνικο διαβατήριο; Έχεις ιδέα τι θα δίναν οι άνθρωποι εδώ για ένα αμερικάνικο διαβατήριο; Όλοι προσπαθούμε να φύγουμε και εσύ έχεις την ευκαιρία να είσαι εκεί αλλά αντιθέτως—γιατί είσαι εδώ; Προσπαθώ να εξηγήσω ότι η Αμερική δεν είναι παράδεισος, πως υπάρχουν προβλήματα παντού. Ο Τραμπ, λέω, αλλά είναι το λάθος πράγμα να πω, στον οδηγό, στον θυρωρό. Η Μαντάμ Φάντια, η καθαρίστρια, ήταν η μόνη που με πίστεψε, που χάρηκε που το άκουσε. Οι άνθρωποι είναι πιο θερμοί εδώ, πιο ευγενικοί, πιο ανθρώπινοι, συνέχισα, λες και ήμουν στο Κάιρο για περισσότερες από τέσσερις ώρες και μπορούσα να έχω και άποψη. Ενθουσιάστηκε με αυτό, ήθελε να επεκταθώ κι άλλο, το οποίο και έκανα. Οι Αιγύπτιοι είναι πιο θερμοί, επανέλαβε μετά από μένα όταν τελείωσα, και η ανακούφισή της φαινόταν, σαν να της είχα επιβεβαιώσει μια προσωπική φαντασίωση που έθρεφε για χρόνια. Ποτέ δεν με ένοιαξε να ταξιδέψω εκτός, μόνη μου. Κάποια αδέρφια μου δουλεύουν στη Σαουδική, πάντα λένε ότι είναι πιο καθαρά έξω και τα λεφτά καλά, αλλά ποτέ δεν θέλησα να φύγω. Κανένα μέρος δεν είναι καλύτερο από κάποιο άλλο, μονάχα νομίζουμε πως είναι. Συμφώνησα με τη Μαντάμ Φάντια αρχικά—συμφωνούσε μαζί μου, άλλωστε—αλλά όσο περισσότερο μιλούσε, τόσο πιο άβολα άρχιζα να νιώθω. Ξεκίνησα να σκέφτομαι πως ήταν ευκολόπιστη και αθώα που έχαψε την άποψή μου χωρίς σκέψη. Άλλωστε, ήμουν σκεπτική και η ίδια. Γιατί ήμουν εγώ στο Κάιρο; Τη πρώτη φορά που είπα στον πατέρα μου ότι πήγαινα στο Κάιρο, άλλαξε θέμα, έκανε πως δεν με άκουσε. Λίγες μέρες αργότερα τον πήρα τηλέφωνο στο γραφείο του στο Μίντταουν γιατί ερχόταν σπάνια πλέον στο σπίτι. Καθάρισε το λαιμό του λες και η πατρότητα είχε μόλις ανακοινωθεί ως καρκινογόνα και δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί της: έκανε καθαρισμό, αποτοξίνωση, έκοψε γλουτένη, γαλακτοκομικά, και κόρες. Έχουμε ανάδρομη Αφροδίτη, είπε.

Νιώθουμε μια έντονη παρόρμηση να σπάσουμε τον τροχό στον οποίο έχουμε παγιδευτεί για χρόνια. Το να διασχίσεις τον ατλαντικό ίσως να μην είναι η λύση, πάντως. Όταν τον πίεσα για τη δική του φυγή—από το γάμο του, από την οικογένειά του—είπε οριστικά, δεν μπορώ να πάρω αυτήν την απόφαση για σένα. Που ήταν τυπικό. Η μητέρα μου δεν ήταν περισσότερο βοηθητική. Αποφάσισα να πάω στο Κάιρο μετά την ορκωμοσία, της είπα από την άλλη άκρη του υφασμάτινου καναπέ στο σαλόνι. Πραγματικά δεν ξέρεις τι λες, απάντησε απότομα. Το άλλο πρωί στο πρωινό άρχισε να κλαίει. Με αφήνεις; Πώς μπορείς να με αφήσεις, με όλα αυτά που περνάω; Μια βδομάδα αργότερα έγινε στυγνή. Άσε με να μαντέψω, άσε με να μαντέψω, άρχισε να λέει κάθε λίγες ώρες, αντί για το τίποτα. Θες να έρθεις σε επαφή με τις ρίζες σου. Οι γονείς μου έφυγαν από το Κάιρο το 80 και δεν κοίταξαν ποτέ πίσω. Όταν έφτασα στο διαμέρισμά μου στην οδό Μαχμούντ Μπασιούνι, συνειδητοποίησα ότι ή μητέρα μου είχε ψαχουλέψει τη βαλίτσα μου και είχε βγάλει όλες τις φόρμες μου και τα σορτσάκια και τις παντόφλες, προσθέτοντας μερικά μακριά φορέματα ολοκαίνουργια με τα καρτελάκια τους, και πολλές εσάρπες. Αυτή ήταν η γλώσσα της αγάπης της. Τα είχε κανονίσει όλα: να με πάρει από το αεροδρόμιο ο οδηγός της Σέρι, ένα διαμέρισμα υπενοικιασμένο στο όνομά μου στο ντάουνταουν Κάιρο, μια δουλειά για μένα στο Βρετανικό Συμβούλιο, διδάσκοντας αγγλικά. Δεν θα μπορούσε να ήταν ευκολότερο, αλλά δεν υπήρξε εύκολο.

Ερώτηση: Πόσο μακριά μπορείς να πας από το σπίτι πριν σου τελειώσει το νερό;

Τα πρώτα χρόνια στο Κάιρο ήταν σκατά. Είχα λίγα λεφτά που η γιαγιά μου είχε καταχωνιάσει για μένα. Συνήθιζε να πλέκει νυφικά σεμεδάκια και να τα πουλά στην Αλεξάνδρεια. Όλη της τη ζωή μου έλεγε πως μια μέρα θα τρώω από τα χέρια της, θα έτρωγα με αυτές τις δαντέλες. Και το έκανα. Στο μικρό λεωφορείο από το Σομπραχέτ στο Νταμανχούρ, βρήκα τέσσερις χιλιάδες λίρες διπλωμένες μεταξύ του φακού της κάμεράς μου και του καλύμματός του. Πότε πρόλαβε; Τη μέρα της σόμπας, τη μέρα που… Έκλαψα μέσα στο τσουβάλι που κουβαλούσα. Κάποιος που καθόταν πίσω με αποκάλεσε άλογο που τρώει. Κάποιος άλλος γέλασε. Νόμιζα πως θα πεθάνω μέσα σε αυτό το μικρό λεωφορείο στον καθαρό λευκό αέρα. Νόμιζα πως είχα κλάψει τόσο που γεμίσανε ομίχλη όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν κάπου, που δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά πέραν των ανοιχτών χεριών μου. Αυτά τα πρώτα χρόνια στο Κάιρο, ζούσα από τα κεντήματα της γιαγιάς μου και έλεγα μια προσευχή για αυτήν κάθε βράδυ. Γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου στο Μαζικής Επικοινωνίας και έβγαλα κάποια λεφτά βοηθώντας κάμερα-μεν σε χαμηλού μπάτζετ διαφημίσεις και μερικές φορές πορνό. Ήμουν στα όρια της πείνας για πολλά χρόνια, εξευτελισμένος, αδιανόητα μοναχικός. Έπειτα επανάσταση.

Ερώτηση: Αρκεί η επιστήμη για να εξηγήσει γιατί βλέπεις μια οφθαλμαπάτη όταν πεθαίνεις από τη δίψα;

Έφτασα τον Ιούνη. Τον πρώτο μου μήνα στο Κάιρο, συνέχιζα να μπερδεύω ξένους με την οικογένειά μου. Όπου κοιτούσα έβλεπα τους γονείς μου και την αδερφή μου, τη Λούλου. Στα μπαρ του ντάουνταουν Κάιρο, ειδικά στο Ζιγκζαγκ, οποιοδήποτε κορίτσι με τεράστια, αδιάφορα, με τέλειες βλεφαρίδες μάτια, μπορούσε να είναι η Λούλου. Η μητέρα μου ήταν κάθε βαρυκόκκαλη θεία ντυμένη με κροσσάτα παντελόνια κάπρι, και ο πατέρας μου ήταν ο ίδιος ξερακιανός φαλακρός που μου έψηνε καφέ, που με πήγαινε σπίτι. Την πρώτη βδομάδα που δίδασκα αγγλικά στο Βρετανικό Συμβούλιο, μέχρι που αποκάλεσα ένα φοιτητή μου μπάμπα κατά λάθος, προς τη φωνακλάδικη ευχαρίστηση όλης της αίθουσας. Δεν είχα κάνει τίποτα παρόμοιο προηγουμένως. Όταν είπα στον Σάμι για το περιστατικό, με ειρωνεύτηκε με οιδιπόδειο συλλογισμό πως μάλλον είμαι ερωτευμένη με το φοιτητή. Ο Σάμι είναι ο ανιψιός του διευθυντή του προγράμματος στο Βρετανικό Συμβούλιο, και τον συνάντησα στο καφέ Ρις, ντάουνταουν. Είναι ξανθός, ίσιος, υπέρβαρος, με γυαλιά χωρίς σκελετό που ήταν της μόδας στις αρχές του 2000 αλλά τώρα τον μεγαλώνουν τουλάχιστον δύο δεκαετίες — παρθένος. Με σύστησε στην Ριμ (ξεκάθαρα γκέυ, ξεκάθαρα ερωτοχτυπημένη), και τα δυο τους με υιοθέτησαν τρισευτυχισμένα. Ήταν και τα δυο τζάνκια της ποπ κουλτούρας και συνωμότες των οποίων η φλογερή φιλία συχνά μπερδευόταν για ρομάντζο από το άνευ φαντασίας προσωπικό του Ρις — ηλικιωμένες κυρίες που αναστενάζανε με τα μάγουλα στα χέρια τους. Για να είμαι δίκαιη, ήταν αχώριστα. Τη πρώτη μέρα που συναντηθήκαμε, κάνανε πρόβα ένα παλιό ζήτημα σχετικά με το ποιος είχε σκοτώσει την Σουάντ Χόσνι. Η Ριμ έκοβε τον αέρα με την άκρη του χεριού της στο τραπέζι, δημιουργώντας μια χρονοσειρά χρησιμοποιώντας την αλατιέρα και το πιπέρι. Ο Σάμι την άφησε να μιλάει μέχρι που είχε σκαρφαλώσει σε μια δίχως ανάσα κλιμάκωση πριν να προσθέσει ψύχραιμα μια υπόθεση; Και γιατί η Υπηρεσία Πληροφοριών να τη δολοφονήσει με τον πιο προφανή τρόπο; Και εκεί η Ριμ το έχασε. Σηκώθηκε και άρχισε να φωνάζει, τείνοντας προς το τραπέζι, χρησιμοποιώντας όλο της το σώμα για να χειρονομεί. Και φαντάζομαι πως νομίζεις ότι ο Άσραφ Μαρουάν ήταν αυτοκτονικός επίσης! Αν ήθελε να αυτοκτονήσει γιατί να διαλέξει το μπαλκόνι κάποιου άλλου; Γιατί να πάει μέχρι το Λονδίνο; Την σκότωσαν, την σκότωσαν στην ίδια ακριβώς πολυκατοικία στο Λονδίνο που σκοτώσανε την Ασράφ Μαρουάν επειδή θα έγραφε τα απομνημονεύματά της και τους εξέθετε όλους. Μάρτυρες είδαν ανθρώπους με κοστούμια να πετάνε τη Σουάντ Χόσνι από το μπαλκόνι και — κούνησα το χέρι μου μπροστά από το πρόσωπο της Ριμ. Ποια είναι η Σουάντ Χόσνι; Ρώτησα. Τα μάτια της Ριμ και του Σάμι άνοιξαν διάπλατα ταυτόχρονα. Ανοιγοκλείσανε τα μάτια τους. Ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσα να είχα κάνει. Δεν είχα δει ποτέ ξανά μου ανθρώπους τόσο τρομοκρατημένους με ευτυχία. Βρε, γλυκειά μου, είπε η Ριμ, λες και πρώτη φορά με έβλεπε προσεκτικά. Κατέρρευσε στην πλάτη της καρέκλας της. Την ξέρεις, είπε ο Σάμι ευγενικά. Σίγουρα την ξέρεις. Ήταν σε εκείνο το φιλμ του εξήντα το Εσάετ Χομπ? Κούνησα το κεφάλι μου, όμως συνέχισε να κατευνάζει το βλέμμα του. Την ξέρεις, θα την ήξερες αν την έβλεπες. Χάλλι μπάλακ μεν Ζούζου; Κούνησα το κεφάλι μου, όμως ήταν και τα δυο τους κατενθουσιασμένα. Άνοιξε το λάπτοπ του και είδαμε το Χάλλι μπάλακ μεν Ζούζου στο γιουτούμπ, με τον Σάμι να παγώνει για τις πιο εικονικές στιγμές ενώ η Ριμ έψαχνε ονλάιν μιμς από την ταινία, ενώ τραγουδούσαν και τα δυο τους τα τραγούδια που παίζανε. Οι υπόλοιποι πελάτες μας κοιτάζανε έντονα και νόμιζα πως θα μας πετάγανε έξω από το Καφέ Ρις, όμως κανένας δεν παραπονέθηκε. Συνειδητοποίησα μονάχα τη στιγμή που έπρεπε να φύγω πως ο πατέρας του Σάμι ήταν ο ιδιοκτήτης, πως κανένας που καθόταν στο τραπέζι με τον Σάμι δεν πλήρωσε ποτέ, και πως ο ίδιος ποτέ δεν έφευγε από το τραπέζι. Όσο ήταν ανοιχτό το καφέ, ο Σάμι έπρεπε να είναι εκεί, προσέχοντας την ταμειακή και τους σερβιτόρους και τους πελάτες, που έλεγε ότι προσπαθούσαν να καβατζώσουν τα βίντατζ τασάκια Στέλλα κάθε φορά που πήγαινε στη τουαλέτα. Ήταν εικοσιένα, κάπνιζε LM τσιγάρα, έπινε μπίρες από τις δέκα το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ στην ίδια καρέκλα στο ίδιο τραπέζι κάθε μέρα, βαριεστημένος μέχρι παράνοιας.

Ερώτηση: Αν όλοι όσοι ήξερες πηδούσαν από μια γέφυρα, δεν θα πίστευες ότι θα μπορούσες να πετάξεις;

Αν δεν ήσουν εκεί δεν μπορώ να στο περιγράψω. Το να ξυπνάς από ένα όνειρο που ονειρεύεσαι από γεννησιμιού σου είναι πανίσχυρο. Όμως το να ξυπνάς από ένα όνειρο που ονειρεύεσαι από γεννησιμιού σου με σχεδόν εκατό εκατομμύρια ανθρώπους, αδέρφια και ξένους μαζί, ένα συλλογικό εφιάλτη, έναν εφιάλτη που θρέφαμε και κληροδοτούσαμε όλη μας τη ζωή, που ταΐζαμε αθώα στα νεογέννητά μας—ότι δεν έχουμε αξία, ότι δεν αξίζουμε κάτι καλύτερο από τη βρωμιά στην οποία ζούμε. Αν υπήρχε η μέρα της κρίσης, ήταν αυτή. Σηκωθήκαμε από τους τάφους μας, τινάξαμε τη σκόνη ο ένας από τον άλλον, κοιταχτήκαμε στα μάτια. Ένας ολόκληρος πληθυσμός σερνόταν από έναν μαζικό τάφο για να κρατήσουμε υπεύθυνους αυτούς που μας είχαν θάψει, και κάνοντας αυτό να τολμήσουμε να φανταστούμε μια άλλη πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται να γίνει έτσι, μου είπε ο γείτονάς μου, και όταν επανέλαβα αυτή την ιδέα στον άλλο μου γείτονα, Δεν χρειάζεται να γίνει έτσι, τον άκουσα να επαναλαμβάνει με μια φωνή πολύ δυνατότερη από τη δική μου. Δώσαμε και πήραμε κουράγιο. Όπως με κάθε διαταγή από το φυσικό κόσμο, η στιγμή ήταν καίρια. Σε όλη τη χώρα, ερυθρόστηθα πουλιά εμφανίστηκαν με την πρώτη βροχή μετά από το μακρύ καλοκαίρι, αυτή που λέμε, στο Σομπραχέτ, Βροχή Χουρμαδοπλύστρα. Κάθε Απρίλη, τερμίτες εκκολάπτονταν με ακρίβεια ρολογιού, κατακτώντας γειτονιές ολάκερες με την οργανωτικότητά τους. Το Γενάρη του 2011, εμείς, επίσης, βγήκαμε απ’ τη γη κατά χιλιάδες, σαν φυσικό φαινόμενο. Δεν ήταν μια πολιτική ενηλικίωση, ούτε καν ιδεολογική. Δεν πήραμε τους δρόμους λόγω θυμού, αλλά λόγω περηφάνειας. Για κάποιους από μας, ήταν η πρώτη φορά στις ζωές μας που πιστέψαμε στην δυνατότητά μας για καλοσύνη ή ηρωισμό. Ήμουν στην πλατεία κάθε μέρα, καταγράφοντας αυτό που ήδη λέγαμε επανάσταση, και ο κόσμος δεν ήταν παρά μάτια. Το Κάιρο είχε πλημμυρίσει με ξένους— δημοσιογράφους, μεταφραστές, ακτιβιστές, ακαδημαϊκούς. Δεν είχε συμβεί πότε ξανά να γίνουμε το επίκεντρο της προσοχής. Ξαφνικά η Αμερική κοιτούσε εμάς. Στο βλέμμα της γίναμε συλλογικότητα: εκδηλωτικοί, αποφασισμένοι. Θέλαμε να τους δείξουμε ποιοι ήμασταν. Καθένας από μας στην πλατεία είχε τη δουλειά του και την ένιωθε βαθειά. Υπήρχαν οι οργανωτές, οι τυμπανιστές, οι δημοσιογράφοι, οι δικηγόροι, οι νοσηλευτές, οι ποιητές, οι καλλιτέχνες, αυτοί που μοιράζανε φαγητό και νερό, αυτοί που φέραν σκηνές να μοιραστούμε, αυτοί που μας προειδοποιούσαν για κατασκόπους και ασφαλίτες, και τους ίδιους τους ασφαλίτες που απέτυχαν να ενσωματωθούν. Είχα την ψηφιακή μου κάμερα τότε, και πούλησα στο CNN τα κάδρα μου για δυο χιλιάδες λίρες το κομμάτι, κοντινά από το πεδίο και μακρινές από διάφορα μπαλκόνια, όλα αυτά πριν τα ντρον διευκολύνουν τα πάντα. Πούλησα τη δουλειά μου και στο ΒBC, επίσης, και στο Reuters. Ένιωθα πως ολάκερη η ζωή μου ήταν μια προετοιμασία για αυτόν ακριβώς το σκοπό, ότι πραγματοποιούσα τις προφητείες της γιαγιάς μου, εκδικούμενος τον παραλογισμό του θανάτου της και τα δόντια που κάποιος (ποιος άραγε) είχε βγάλει από το στόμα της, τη φτήνια της κηδείας, το ξύλινο σημάδι που ξεθώριασε γρήγορα στον τάφο της, αντί για τη μαρμάρινη πλάκα που άξιζε, χαραγμένη και βαμμένη με μελάνι για να αντέχει τον καιρό. Καθένας στον δρόμο είχε και το προσωπικό του πένθος. Ήταν μια γυναίκα που λεγόταν Μάμα Μπάττα, της οποίας ο μοναχογιός είχε αρπαχθεί από τη μυστική αστυνομία στα δεκάξι. Όταν βρήκαν το σώμα, τα δάχτυλα σε χέρια και πόδια είχαν κοπεί και ραφθεί ξανά, των ποδιών στα χέρια και των δαχτύλων στα πόδια. Κουβαλούσε τη φωτογραφία του σε ένα ξύλινο πλακάτ. Υπήρχαν οδηγοί βαν και μηχανικοί, φαρμακοποιοί, ταπετσιέρηδες, υδραυλικοί, αγρότες, μαγαζάτορες, λογιστές, ακαδημαϊκοί, όλοι με φωτογραφίες των αγαπημένων τους: αυτός νεκρός από μια θεραπεύσιμη αρρώστια, αυτός από αυτοκτονία, αυτός σε ένα κτήριο που έπεσε. Υπήρχε ο Θείος Σουσού, του οποίου το συκώτι κλάπηκε στο δρόμο της ερήμου, και ένας γαιοκτήμονας από τη Μανσούρα, που του είχαν κατασχεθεί είκοσι στρέμματα καλής γης από το στρατό δίχως αποζημίωση. Το 2011, πραγματικά πιστεύαμε πως γεννούσαμε μια νέα τάξη, πως όλα θα άλλαζαν και η διαφθορά που είχε ποτίσει τις φλέβες του έθνους, δηλητηριάζοντας κάθε όργανο, επιτέλους θα ξεπλένονταν… Έξι χρόνια μετά, είναι ντροπιαστικό να θυμάμαι πόσο αθώοι υπήρξαμε—όχι τόσο αφελείς όσο αθώοι. Λέγαμε μάρτυρες αυτούς που πυροβολήθηκαν χωρίς καν ένα λοστό στα χέρια για να αμυνθούν και επαναλαμβάναμε τα ονόματά τους και κρεμάγαμε αφίσες με τα πρόσωπά τους όπου βρίσκαμε, αποφασισμένοι ότι το αιματοκύλισμά τους δεν θα ‘ταν μάταιο. Πιστεύαμε, πραγματικά πιστεύαμε πως η επανάσταση θα πετύχαινε χάρη στη δύναμη της αδελφοσύνης μας και την ευγένεια του σκοπού μας. Αν δεν ήμασταν τόσο απασχολημένοι να καταγράφουμε τις απώλειες, να κυκλοφορούμε ονόματα και ημερομηνίες, οπτικοακουστικό υλικό, ίσως να είχαμε προσέξει νωρίτερα πως τα πράγματα δεν ήταν όπως φαινόντουσαν. Υπήρχε χρήμα που έρρεε από το εξωτερικό, φέρνοντας και τα κατεστημένα συμφέροντα. Πιστεύαμε πως ρίχναμε ένα καθεστώς, αλλά είχε εμπλακεί όλος ο κόσμος. Φαίνεται τόσο προφανές τώρα, αλλά αν δεν ήσουν εκεί δεν θα μπορούσες να κρίνεις. Δεν μπορώ να στο περιγράψω.

Ερώτηση: Πόσες ερωτήσεις μπορείς να κάνεις πριν να εκθέσεις τον πραγματικό σου εαυτό;

Εγκλωβίζομαι μεταξύ της επιθυμίας μου να καταλάβω και της επιθυμίας μου να φανώ σαν να έχω ήδη καταλάβει. Τα πρωινά, οι μαγαζάτορες και οι πορτιέρηδες είναι στους δρόμους ρίχνοντας νερό στο χαλικόδρομο, κάνοντας τη σκόνη λάσπη, έτσι ώστε κάθε φορά που πηγαίνω στη δουλειά βάφονται καφέ οι άκρες του φορέματός μου. Τι είναι αυτό τώρα; Φαντάζονται πως καθαρίζουν; Έχουν καπάκια φρεατίου αλυσοδεμένα σε σκουπιδοντενεκέδες και σκουπιδοντενεκέδες αλυσοδεμένους σε κολόνες φωτισμού. Ποιος κλέβει τι, και για ποιο λόγο; Σε κάθε γωνία καλαμποκάδες. Άλλος το πουλάει, άλλος κάθεται γονατιστός ψήνοντάς το στα κάρβουνα ενός τενεκέ, και μέχρι τώρα δεν έχω δει ποτέ κανέναν να αγοράζει ή να τρώει καλαμπόκι. Υπάρχουν γυναίκες που ισορροπούν συμπράγκαλα στο μέγεθος πλυντηρίου στο κεφάλι τους, διασχίζοντας ψύχραιμα όλη την κίνηση, με τα χέρια στη μέση τους. Ο καθένας περπατάει στο δρόμο αντί για το πεζοδρόμιο. Φρέσκο ψωμί τριγυρνά με ποδήλατο μέσα από την κίνηση σε τεράστια ταψιά φουρνάρηδων. Υπάρχει ένας μεγάλος ρόγχος γουρουνιού, ένας ήχος σαν ροχαλητό που αποκαλούνε σάχρα που οι άνθρωποι κάνουν όταν δυσπιστούν — παρόμοιο με το να σηκώνεις τα μάτια σε απόγνωση. Από το σούπερ-μάρκετ λείπουν βασικά πράγματα: μπέκιν σόντα, κομμάτια σοκολάτας, ταμπόν, φρέσκο γάλα… Υπάρχουν κατσίκες στο δρόμο, κοτόπουλα, και λαγοί, και πάπιες σε ψηλόλιγνα ξύλινα κουτιά. Αν κρατήσω κλειστό το στόμα μου, σχεδόν μπορώ να θεωρηθώ Καϊρινή. Οι άνθρωποι με κοιτάνε από πάνω ως κάτω, μου μιλάνε στα αραβικά και νιώθω πως κέρδισα κάτι. Όταν ξεκινάω να κάνω ερωτήσεις, αμέσως γυρίζουν στα αγγλικά, σαν να διορθώνουν τους ίδιους, βάζοντας εμένα και αυτούς στις θέσεις μας. Το Κάιρο δεν είναι αυτό που περίμενα, αλλά το σοκ αφορά πιο πολύ το μέγεθος παρά το περιεχόμενο. Περίμενα κίνηση και φτώχεια και καυσαέριο, αλλά όχι έτσι. Είναι μια πόλη γυρισμένη στο τέρμα. Ο Σάμι και η Ριμ έπρεπε να με διδάξουν πως να διασχίσω το δρόμο και να μείνω ζωντανή. Με κρατούσαν και τα δυο από το κάθε χέρι και κάναμε εξάσκηση. Αν υπάρχουν γραμμές στο δρόμο, δεν τις έχω δει ποτέ—μόνο ένα σμήνος από αυτοκίνητα, το καθένα να ορμάει μπροστά όποτε ένα πόδι ασφάλτου είναι ελεύθερο, ουρλιαχτά από κόρνες, οι οδηγοί να έχουν τα χέρια έξω από το παράθυρο, ιδρώνοντας, βρίζοντας ο ένας τον άλλον. Σε σύγκριση με τη ΝΥ, αυτό είναι ένα πραγματικό μέρος όπου πραγματικά πράγματα συμβαίνουν. Όχι μικροεπιθετικότητες για τις οποίες γράφονται τουίτ, ούτε θεωρία, αυτές είναι ενήλικες επιθετικότητες, ενσώματες, αιματηρές. Οι ζητιάνοι έχουν χάσει χέρια και πόδια και έρχονται να σου χτυπήσουν το παράθυρο με τα κομμένα τους μέλη, ανοίγουν το στόμα τους να σου δείξουν ότι δεν έχουν γλώσσα. Σκουπίζουν το παρμπρίζ με κουρέλια. Παιδιά, οχτώ ή εννιά ετών, σέρνουν καρότσια πάνω από λακκούβες, ψάχνουν για πλαστικά στα σκουπίδια ή πουλάνε κάλτσες και μπαλόνια στην παραλιακή. Αγοράζεις μπαλόνι και το παιδί τρώει, ή δεν αγοράζεις μπαλόνι. Είναι υπερκορεσμός αισθήσεων χωρίς δυνατότητα φυγής. Είναι συνέπεια. Όταν παίρνω στο σκάιπ τη μητέρα μου σε ώρα αιχμής, συνεχώς ρωτάει που είμαι, γιατί έχει τόσο θόρυβο που μετά βίας με ακούει, όμως είμαι μέσα, μαμά, με όλες τις πόρτες και τα παράθυρα κλειστά. Πάρε ξανά μετά τις έντεκα, ίσως να με ακούς τότε.

Ερώτηση: Αν αυτό το ένα τσιγάρο ήταν δυο τσιγάρα τον περασμένο χρόνο, που πήγε το δεύτερο;

Όταν φύγαν οι ξένοι, γαμήθηκαν όλα. Όταν γαμήθηκαν όλα, φύγαν οι ξένοι. Η σειρά ούτε που παίζει ρόλο, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Πήραν τις δουλειές τους, τα λεφτά τους και τα ντρόγκια τους μαζί τους, όταν φύγαν. Ακόμα και οι Αιγύπτιοι που γύρισαν σαν παλίρροια από το εξωτερικό το 2011, ελπίζοντας να ξαναχτίσουν τη χώρα, παραιτήθηκαν έκτοτε και επέστρεψαν εκεί απ’ όπου ήρθαν. Σε κάποια φάση μετά τη σφαγή της Ράμπαα το 2013, μετά την κρίση της ζάχαρης και τον πληθωρισμό της αιγυπτιακής λίρας τον περασμένο Νοέμβρη, αφότου έγινε ξεκάθαρο πως όλοι οι άντρες που εξαφανίστηκαν από τα κρεβάτια τους το βράδυ επειδή τουιτάρανε δεν επρόκειτο να αφεθούν, το αδιανόητο συνέβη: οι άνθρωποι άρχισαν να νοσταλγούν τις μέρες του Χοσνί Μουμπάρακ. Ήταν κλέφτης, αλλά τουλάχιστον η οικονομία προόδευε, άρχισαν να λένε. Ο τροχός της παραγωγής δεν σταμάτησε ούτε στιγμή όσο ήταν στην εξουσία. Δεν μας πήγε σε κανένα πόλεμο. Έφτιαξε γέφυρες. Περάσανε έξι χρόνια από την επανάσταση και η λίρα αξίζει το ένα τρίτο από αυτό που άξιζε το 2011, πέφτοντας τόσο γρήγορα που οι μαγαζάτορες δεν βάζουν πλέον τιμές στα αγαθά τους. Πρέπει να σηκώνεις την κάθε κονσέρβα φουλ μεμονωμένη, κάθε τσουβάλι Κλεοπάτρα, και να ρωτάς, Αυτό πόσο κάνει σήμερα;

Ερώτηση: Αν κάποια μέρα όλοι οι άλλοι μαραγκοί αρχίζαν να σε λεν βασίλισσα, πόσα σφυριά θα χρειαστείς;

Συνάντησα το αγόρι από το Σομπραχέτ στο Καφέ Ρις στο ντάουνταουν Κάιρο. Ήμουν εκεί καθώς δεν είχα πουθενά αλλού να πάω μετά τη δουλειά. Στο δρόμο, το ξυρισμένο μου κεφάλι με έκανε εύκολη λεία. Καθένας είχε κάτι να πει. Γυναίκες χαζογελούσανε. Συνοδηγοί σε μηχανάκια και αυτοκίνητα φωνάζανε. Αλλά στο καφέ Ρις με το Σάμι και τη Ριμ, ένιωθα σχεδόν κατανοητή. Είχαν ινσταγκραμικές αναφορές για να καταλάβουν το ξύρισμένο κόντρα, τα νύχια μιας ίντσας με τα οποία έφτασα, τις αθλητικές μου κάλτσες με παντόφλες νάϊκ. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο δεν με καταλαβαίνανε, ανταγωνίζονταν για την προσοχή μου σαν σπάνιελς, πάντοτε χαζογελώντας επαινετικά για το πόσο καθαρή ήμουν. Καθαρή ως κώδικας όχι μονάχα για λεφτά· μια αξιοζήλευτη μη-αιγυπτιακότητα, ένας συνδυασμός επαφής με τον πρώτο κόσμο και ετικέτας παλιού-κόσμου. Η ίδια η Ριμ ήταν καθαρή επειδή ήταν γαλλοαναθρεμένη, είχε ζήσει στo Γκάρντεν Σίτι. Ο Σάμι ήταν καθαρός επειδή ήταν ημίαιμος Βρετανός. Το Καφέ Ρις ήταν καθαρό επειδή είχε ερκοντίσιον, μενού σε γαλλικά και εγγλέζικα, εξωφρενικές τιμές, σερβιτόρους ντυμένους σε κοστούμια Νούβιων που μοιάζανε με γελωτοποιούς. Η Ούμ Καλθούμ η ίδια είχε τραγουδήσει στη μικρή εξωτερική σκηνή του. Μπορείς να παραγγείλεις ένα ποτήρι κρασί με το γεύμα σου, αλλά όχι σίσα. Όλα τα τραπεζομάντηλα έχουν το αυθεντικό αστέρι Στέλλα πάνω τους και στους τοίχους υπάρχουν φωτογραφίες από τους σελέμπριτις που ήτανε θαμώνες. Το Καφέ Ρις είναι πάνω από εκατό ετών και είναι καθαρό. Τα τρία μας καθόμασταν σε ένα κυκλικό τραπέζι στο φανταχτερό λευκό φωτισμό του. Μου μαθαίνανε πως να παίζω τάβλι, όταν μπήκε το αγόρι από το Σομπραχέτ: φρικαλέα ψηλό, σκύβοντας για να αποφύγει μια διάσειση από το κατώφλι της πόρτας. Φορούσε τιράντες, ένα ξεφτισμένο παπιγιόν με πόλκα ντοτς και — πολύ συγκινητικό — μαύρες κάλτσες σε μαύρα σανδάλια σχολιαρόπαιδου. Έκατσε δίπλα μου και όλη την ώρα συσπαζότανε, κουνώντας τα γόνατά του, τεντώνοντας το λαιμό του, παίζοντας με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του γρήγορα και μη διαδοχικά. Δεν είχα δει ποτέ μου τόση ανησυχία. Ακόμα και η ήσυχη φωνή του ήταν βεβιασμένα ήσυχη, με τον τρόπο που οι μύγες και οι κατσαρίδες είναι: σπασμωδική. Τσάκισε μια γόπα στο πιάτο του και αμέσως άναψε ένα άλλο, το τσάκισε και αυτό, άναψε κι άλλο. Παρακολουθούσα τα αυτοματοποιημένα δάχτυλά του και είδα με λάγνη ματιά το τσιγάρο να σβήνει, με την καύτρα, ενάντια σε μια ρώγα. Δανείστηκα το κουτάλι του για να φάω το κατακάθι του καφέ στον πάτο του τούρκικου καφέ μου. Δεν είναι πικρό; ρώτησε σε ήρεμα, παιχνιδιάρικα αραβικά, που μετά βίας κατάλαβα. Είναι κακό το πικρό; απάντησα ντροπαλά. Με ρώτησε τι έπαιζα, εννοώντας τι έκανα, έπειτα σήκωσε τη βρώμικη αναλογική κάμερα που κρεμόταν στο λαιμό του για να δείξει τη δική του απάντηση. Τους μήνες που τον ήξερα, δεν είδα ποτέ ίχνος φωτογραφίας του και τον πίστεψα ακριβώς και μόνο επειδή ποτέ δεν προσπάθησε να με φωτογραφήσει, όπως κάνουν όλοι, επειδή δεν είπε την ατάκα που λένε όλοι, ποντάροντας στη γυναικεία ματαιοδοξία: Τα κόκκαλά σου φτιαχτήκανε για έναν φακό. Ακριβώς και μόνο επειδή δεν το ζήτησε ποτέ εντέλει γδύθηκα και ξάπλωσα στα πλακάκια της κουζίνας στο διαμέρισμά μου που έμοιαζε μια ορθή γωνία, διατάζοντας στα ρυθμικά, ανήλικα αραβικά μου: Πάρε με από πάνω.

Ερώτηση: Αν ένα κορίτσι μισοθυμάται την πρώτη φορά που σε είδε, θα μπορέσεις ποτέ να γεμίσεις πραγματικά το βλέμμα της;

Πρώτα είδα τους αστραγάλους της Αμερικανίδας. Αναγνώρισα το ότι ήταν ξένη από τις καφέ γωνίες τους. Πριν να μπορέσω να τοποθετήσω το σώμα μου σε ανταπόκριση στη συνειδητοποίηση αυτή, η υπόλοιπη είχε κατέβει από το πατάρι, περπάτησε τα σκαλιά, μέσα στο υπόγειο κατάστημα. Μικροκαμωμένη, με ρούχα που φαίνονται ακριβά, και μαλλί ξυρισμένο ως το δέρμα σαν ελεύθερου σκοπευτή. Ήμουν καθισμένος, εμποδίζοντας το μεγαλύτερο μέρος του στενού χώρου, αλλά πέρασε (από πάνω μου), το μεταξένιο φόρεμά της να φτερουγίζει και να αγγίζει τα γόνατά μου. Με είχε παγιδέψει στο πάτωμα, χωρίς καμία διαφυγή. Ακριβώς πίσω της ήταν τα παιδιά από το Ρις: Ριμ, η λεσβία με την κολλαριστή, σιδερωμένη μπλούζα πόλο, και ο Σάμι, ιδρώνοντας χοντρά, τα γυαλιά του χωρίς σκελετό να γλιστράν στη μύτη του. Κάθισε να κοιτάει τα δερμάτινα σημειωματάρια, πετώντας λέξεις σε αυτούς πάνω από τον ώμο της σε άπταιστα αγγλικά, ενώ εγώ καθόμουν, φτωχογιός πάνω στα πλακάκια δίπλα στους αστραγάλους της, στο μαγαζί που ήταν επίσης υπόγειο. Μάταιο, ξεκάθαρα μάταιο. Έφυγε χωρίς να αγοράσει τίποτα. Το ίδιο μετάξι που χάιδεψε τα πόδια μου και τα γόνατά μου πριν ανέβει τις σκάλες, αναδύθηκε στον κόσμο. Αυτό ήταν το φόρεμα που φορούσες εκείνη τη μέρα στο σταθμευμένο μαγαζί, θα της υπενθύμιζα τη μέρα που της το έβγαλα τελικά από το σώμα της. Η απάντησή της: Ποιο μαγαζί; Δεν με είχε δει καν. Μέχρι τώρα, νομίζει ότι συναντηθήκαμε πρώτη φορά δυο βδομάδες αργότερα, στο Καφέ Ρις, όταν δανείστηκε το κουτάλι μου.

Ερώτηση: Αν ο θυμός ενός άντρα είναι πιο ωραίος από το πόσο ωραίος είναι ο ίδιος, τι τέλος περιμένεις;

Στο καφέ Ρις, η Ριμ με ακολουθά με το τεχνικό της μάτι. Η Ριμ σιδερώνει τα εσώρουχά της. Φτιάχνει τα φρύδια της χρησιμοποιώντας χάρακα, και δεν θα δαγκώσει φαγητό πολύχρωμο ή με πολλαπλές υφές. Κάνει τοιχογραφίες για να ζήσει και μου τις έδειξε στο τηλέφωνό της: δεν υπήρχαν καμπύλες, απλά γραμμές παντού και οι διακλαδώσεις μοιάζανε με κάτοψη κτηρίου. Υπάρχει κόσμος που πληρώνει για αυτό; ρώτησα και η Σάμι με διέκοψε με το γνωστό της χαμόγελο: Πληρώνουν πολύ καλά. Όταν πρωτοσυναντηθήκαμε, ολάκερο το δεξί χέρι της Ριμ ήταν σε γύψο, που έτριβε με σφουγγάρι κουζίνας δυο φορές τη μέρα για να το κρατά αστραφτερό. Είχε μια μικρή διάσειση. Όταν συναντηθήκαμε δεύτερη φορά, δεν με θυμόταν και είχε καυλώσει ξανά από την αρχή με τις γωνίες του σαγονιού μου (στο Σάμι είπε σαν τη Σάουσαν Μπάντρ) και τα κόκκαλα στα δάχτυλά μου (φαντάσου τα να κάνουν φίστινγκ). Σύμφωνα με το Σάμι, από το ατύχημά της — είχε πέσει από τη σκαλωσιά κατά τη διάρκεια μιας δουλειάς— η Ριμ είναι λιγότερο εγκλιματισμένη και τρώει με το αριστερό της χέρι σαν άπιστη. Αλλά είσαι αριστερή ούτως ή άλλως, δεν είσαι, Ρίμο; Ο Σάμι την τσίγκλησε· αριστερά σημαίνει χαλαρά, σημαίνει σεξουαλικοποιημένα και φιλελεύθερα. Η Ριμ χαμήλωσε τα μάτια της σαν σε προσευχή. Κάνω τη δουλειά του Κυρίου. Γύρισε προς τα μένα και πλατάγισε τη γλώσσα της. Ποια άλλη ξέρεις που τρώει έτσι ώστε να χορτάσει κάποια άλλη; Το αγόρι από το Σομπραχέτ χαμογέλασε με το τσιγάρο στο στόμα και ο Σάμι αντέδρασε, Μαντάμ, είμαστε σοβαρή επιχείρηση! Αυτή τη μέρα στο Ρις ήμασταν τέσσερα άτομα στο συνηθισμένο μας τραπέζι μπροστά μπροστά όταν ένα τσούρμο κορίτσια με κακό μεϊκάπ και σφιχτές χιτζάμπ μπήκαν μέσα γελώντας. Φορούσαν κολάν κάτω από φούστες στο ύψος του γόνατου, καρό φορέματα πάνω από ζιβάγκο, και άλλους συνδυασμούς υφασμάτων που μόλις τότε άρχιζα να συνειδητοποιώ ότι συμβόλιζαν την αφραγκία, και κατά επέκταση τη μη μετακίνηση, μια αίρεση και εντοπιότητα που ήταν ασυγχώρητη. Ο τύπος ρούχων που φορούσαν είδη ανθρώπων που δεν θα λεγόντουσαν καθαρά ούτε από το Σάμι ούτε από τη Ριμ. Ο Σάμι, που δεν είχα δει ποτέ να απευθύνει το λόγο σε πελάτες προηγουμένως, γύρισε και τα δυο μάγουλα στα κορίτσια και τα ρώτησε χωρίς να σηκωθεί από τη θέση του, Καφέ ή Εστιατόριο; Το μπροστινό κορίτσι πάγωσε ενώ το πόδι της ήταν ακόμα στον αέρα και τα υπόλοιπα πέσανε πάνω της, όλο το γκρουπ αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ του να προχωρήσει ή να πάει προς τα πίσω, πριν αυτή να πει, Με συγχωρείτε; Είδα το βλέμμα της στο τάβλι στο τραπέζι μας, δίχως να είναι σίγουρη για το τι άτομα ήμασταν, τι εξουσία είχαμε. Ο Σάμι επανέλαβε δυνατά, Ψάχνετε για καφέ ή για εστιατόριο; Δίπλα μου, το αγόρι από το Σομπραχέτ σταμάτησε να είναι ανήσυχο για πρώτη φορά όλο το βράδυ, για να ακούσει καλύτερα, έτσι φάνηκε. Σήκωσε τη κάμερά του από το τραπέζι με το ένα χέρι και οι αρθρώσεις των δαχτύλων του φανήκανε πάνω της. Τον έκανα εικόνα να την κατεβάζει σαν τούβλο πάνω στον ψηλόμυτο Σάμι. Καφέ, είπε εντέλει ένα από τα κορίτσια. Αυτό είναι εστιατόριο, απάντησε ο Σάμι, και έπειτα τα κοίταγε έντονα πάνω από τους φακούς των γυαλιών του μέχρι να φύγουν.

Ερώτηση: Γιατί να κάνεις μια ερώτηση που δεν έχει απάντηση εκτός κι αν θέλεις τη γλώσσα κάποιου ατόμου στο χέρι σου;

Αυτό το βόδι ο Σάμι πάλι μαλακίζεται. Κάθε φορά που πάω στο Ρις κάνει την ίδια μαλακία — διώχνει πελάτες με το που περνάν τη πόρτα επειδή φαίνεται πως είναι μπατίρηδες. Καφέ ή εστιατόριο; ρώτησε, και ό,τι και να λέγαν τα κορίτσια θα ήταν λάθος. Δεν ήταν καλοδεχούμενες. Μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι. Δεν μπορώ να καταλάβω αν πιστεύει αυτές τις ταξικές πίπες ή αν αυτή η περφόρμανς είναι νταηλίκι μονάχα για μένα, για να με υποτιμήσει ή να μου υπενθυμίσει πως δεν είμαστε το ίδιο, ακόμα και αν πρόκειται για αυτόν που χρωστά σε εμένα λεφτά. Θα είχα σηκωθεί να φύγω, αν δεν ήταν εκεί και η Αμερικανίδα να βλέπει την όλη σκηνή με μια έκφραση μπερδέματος στην οξυδερκή της φάτσα. Δεν φαινόταν να καταλαβαίνει και περίμενα για μια ευκαιρία να της εξηγήσω. Πήγα στο μπάνιο και τελείωσα τα κόκκινα χάπια, που είναι το μόνο πράγμα που με κρατά στα πόδια μου τώρα. Όταν έφυγα από το σπίτι το πρωί, όλοι οι ντίλερς στο δρόμο ερχόντουσαν και μου ψιθυρίζανε, Θες φράουλες αφεντικό; Θες χημεία; Ονόματα πιάτσας για Τραμαδόλη, και πρέπει να τρέμω χωρίς να το καταλαβαίνω, πρέπει ήδη να φαίνομαι, αν έρχονται τόσοι πολλοί καταπάνω μου, μέρα μεσημέρι. Η Αμερικανίδα με παρατηρούσε όταν επέστρεψα. Μόλις έκατσα σήκωσε το κουτάλι μου από το πιατάκι του καφέ και άρχισε να παίζει με το κατακάθι. Τότε, χωρίς καθυστέρηση, το έβαλε στο στόμα της. Όχι τόσο κίνηση οικειότητας, σκέφτηκα, όσο αλληλεγγύης. Αργότερα, όταν μείναμε μόνοι στο δρόμο, με ρώτησε αν ο Σάμι δεν ήθελε μουσουλμάνους στο Ρις επειδή η οικογένειά του ήταν Κοπτική. Αξιαγάπητο. Δεν μισούν τους μουσουλμάνους, μισούνε τους φτωχούς, γέλασα. Έπαθε σοκ και χάρηκα πολύ. Ίσως, αν δεν επρόκειτο για αυτή τη στιγμή, να μην είχαμε ερωτευτεί ποτέ. Αλλά ήταν αυτό το βλέμμα στο πρόσωπό της στο σκοτεινό φως του δρόμου. Μπορούσα να τη δω να πολλαπλασιάζει αυτή την μικρή αδικία εκατοντάδες φορές, υπολογίζοντας την πραγματική της κλίμακα στο μήκος μιας ζωής. Ήταν από την Αμερική, πλούσια, προφανώς, αλλά φαινόταν πως μπορούσε να τρομοκρατηθεί από την αχαλίνωτη επίδειξη δύναμης και αυτό την ξεχώριζε από τους άλλους.

Ερώτηση: Πότε είναι μια εξομολόγηση εθισμού όχι μια προοικονομία;

Στο κλείσιμο, όταν ο Σάμι σηκώνεται να μετρήσει τα λεφτά στην ταμειακή, το αγόρι από το Σομπραχέτ περιμένει τη Ριμ να φύγει από το Καφέ Ρις. Έπειτα, όταν έχει πλέον φύγει, με προσκαλεί για μια βόλτα. Μπορείς να κρίνεις το ταλέντο ενός φωτογράφου από τη λαβή του, με ενημερώνει με ενθουσιασμό. Αλλά η λαβή του είναι ανορθόδοξη. Φέρνει το δεξί του χέρι μπροστά γύρω από τη κάμερα, με τα δάχτυλα να τυλίγουν το πάνω μέρος της λες και ήτανε μονόζυγο. Εξασκεί το να βγάζει φωτογραφίες, αλλά δεν πατάει κλικ. Πετάγεται, σέρνεται, γονατίζει, μένει σε θέσεις για ολόκληρα λεπτά με το μάτι του στο φακό, ο δείκτης του στο κλείστρο, που δεν έχει απελευθερώσει εδώ και χρόνια. Λέει πως τίποτα δεν κάνει το χέρι πιο σταθερό από την κόκα. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, όλοι φαγουρίζονταν και ξυνόντουσαν, οι ψείρες ήταν αναπόφευκτες. Λέει πως οι ψείρες ζούσανε ακόμα και στα μουστάκια και στις πουτσότριχές τους. Μπορούσες να ταξιδεύεις με τη σκηνή σου στη πλάτη σου, αλλά δεν μπορούσες να ελέγχεις το ποιος θα ερχόταν να κοιμηθεί μέσα από τη στιγμή που ξεδιπλωνότανε. Αυτός ο ίδιος μετά βίας κοιμόταν. Πίσω, το 2011, μια μόνο γραμμή τον κράταγε ξύπνιο για τρεις μέρες. Τα ναρκωτικά μοιραζόντουσαν μαζί με τα σάντουιτς και το νερό και το ξύδι και τη μαγιά. Αγόρια από την ηλικία των δώδεκα αδειάζανε τσιγάρα για να τα γεμίσουνε με ζεσταμένο χασίσι και χύμα καπνό. Ή διαφορετικά ικετεύανε να γλείψουν τον καρπό από όπου κάποιος άλλος είχε σνιφάρει. Λέει πως τίποτα δεν ταιριάζει με την επανάσταση όσο η κόκα. Είναι καθαρός εδώ και δεκαεφτά μέρες. Κάθε φτάρνισμα τραντάζει τον εγκέφαλο μέσα στο κρανίο, οπότε έμαθε να μη φταρνίζεται. Κλείνει τα ρουθούνια του με το ένα χέρι και χλιμιντρίζει τα χείλη του σαν άλογο, όταν νιώθει ένα φτάρνισμα να έρχεται. Έχει νεύρα που μεγαλώνουν απευθείας μέσα από το σκαλπ του. Δεν μπορεί να περάσει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, πονάει. Τα βλέφαρά του πονάνε. Ανοιγοκλείνει τα μάτια του βίαια. Τα κόκκαλά του πονάνε. Το αριστερό του πόδι, παραπονιέται, είναι γεμάτο με βρεγμένη άμμο. Λέει πως θα φωτογραφίσει ξανά μια μέρα και πως πρέπει να είναι έτοιμος. Κουβαλάει την κάμερα παντού οπουδήποτε πηγαίνει. Λέει πως δεν θα φωτογραφίσει ποτέ ξανά, γελώντας γυρνάει στα αγγλικά και πετάει τις λέξεις που μετέφρασα για αυτόν η ίδια λίγες ώρες πριν, όταν έμαθε πως ήμουν δασκάλα αγγλικών: Whatzza boint?

Ερώτηση: Μπορεί ένας άντρας και μια γυναίκα να φετιχοποιούν ο ένας την άλλη στον ίδιο βαθμό ή πρέπει πάντα η μια φετιχοποίηση να ξεπερνιέται από την άλλην;

Λέω στην Αμερικανίδα με το ξυρισμένο κεφάλι πως είτε καπνίζεις, είτε σνιφάρεις, είτε χτυπάς. Αυστηρά ζήτημα προτίμησης, δεν είναι κάποιο πιο ντροπιαστικό από τα άλλα, όμως υπάρχει μια φυσική πρόοδος. Το κάπνισμα είναι ηλιθιωδώς αργό. Επίσης λιγότερο οικονομικό. Υπάρχει αυτή η δυσφορία όλη την ώρα από τους καπνούς που δεν πιάστηκαν στα πνευμόνια, με το ακριβό ναρκωτικό να εξανεμίζεται ορατά στον αέρα. Είναι συναισθηματικό για τα περισσότερα άτομα. Αναπόληση αθώων, ενθουσιασμένων αρχών: διαμαρτυρίες, συνωμοσίες, γκράφιτι σε τανκς, καπνογόνα και σεξ σε σκηνές, πάρτυ σε σπίτια νταουντάουν γεμάτα ιδρωμένους δημοσιογράφους και μαχαγκρανάτ, ιταλικά όργια στην Αγκούζα. Όλοι οι ξένοι ήταν εδώ για να γαμήσουν. Έμπαινα στα δωμάτια λες και ήμουν σταγόνα λαδιού σε ένα ποτήρι γάλα, σαν ανοιχτό φρεάτιο. Οι γυναίκες αμέσως με κυκλώνανε. Όταν καταλαβαίνανε πως δεν μιλούσα ούτε αγγλικά, ούτε γαλλικά, ούτε γερμανικά — όταν αντιλαμβάνονταν πως μιλούσα μόνο αραβικά — φαινόταν σαν να απαντούσα μια ερώτηση που είχανε από τη στιγμή που φτάσανε στην Αίγυπτο, χώρα με Φαραώ που βάζουν κολ στα μάτια και φελάχους. Θέλανε κάποιον αμόλυντο από τη νεωτερικότητα — έναν αγράμματο, κατευθείαν από το χωριό, με ροζιασμένα χέρια και μαλλιά σαν από μαυρομάλλικο πρόβατο, με σεξουαλικά προβλήματα κληρονομημένα παράλληλα με ανιμαλιστικές παραδόσεις. Με θέλανε να κρέμομαι από πάνω τους, σκοτεινός και αδίστακτος. Πληρώνανε για τα πάντα και γελούσανε όταν δεν έβγαζα το πουκάμισο ή το παντελόνι μου, αλλά τις ικανοποιούσε ακόμα περισσότερο να είναι γυμνές ενώ ήμουν ντυμένος, να κάθονται μπρούμυτα ενώ βυθιζόμουν μέσα τους ανάμεσα στα λευκά τους πόδια. Αυτές οι μεγαλύτερες γυναίκες, που δεν είχαν μάθει πως να λένε Ευχαριστώ ή Δόξα τω Θεώ για αυτό το γεύμα στα αραβικά, θα με ικετεύανε σε απαίσια προφορά, Νίκνι, νίκνι. Ούτε μια φορά δεν κατέβασα το κεφάλι μου πιο χαμηλά από τη μέση μου για να τις ικανοποιήσω. Έφτασα στο σημείο να τις πω πως στο Σομπραχέτ δεν φιλάμε ποτέ, για να αποφύγω να έχω τα χείλη τους στα δικά μου. Πήρα ότι μπορούσα από αυτές και προχώρησα. Για πολλούς από μας, όταν οι διαμαρτυρίες τελείωσαν και οι ξένες έφυγαν και το σεξ έχασε την ποικιλία του, ήταν αδύνατο να καπνίσουμε. Το να σνιφάρεις κόκα, τη γεύεσαι μέσα από τη μύτη σου και η πίκρα θα σε πείσει — αν είχες κάποιες αμφιβολίες ακόμα — ότι αυτή η μπούντρα είναι δηλητήριο. Η γυμνή γλώσσα ζαρώνει στη ρίζα της αλλά οι μυτιές είναι ότι πιο πρακτικό δημόσια. Οπουδήποτε, οποτεδήποτε, με την ελάχιστη προσοχή. Μια φορά σνίφαρα από τον καρπό μου στη μέση ενός δρόμου στο Ζαμάλεκ· μέχρι να μεταβολίσουν το σοκ που πάθανε οι περαστικοί, την είχα κάνει φουριόζος. Μια ένεση στο λαιμό, όμως… Βάζω την ένεση στο λαιμό ή μερικές φορές στη πίσω μεριά του χεριού μου ή περιστασιακά — αλλά όχι για αρκετά χρόνια τώρα — τον κλασσικό καρπό. Η φλέβα ξέρει πριν ακόμα σπάσει το δέρμα για το τι ακολουθεί. Ορκίζομαι πως η φλέβα αρχίζει να φουσκώνει και να σκληραίνει σαν πούτσα, η καρδιά ήδη ηρωϊκή πριν διεισδύσει η μύτη. Από τη στιγμή που μπήκε, η ισχύς είναι άμεση. Θα μπορούσα να ρίξω ένα αεροπλάνο κάτω σαν παλαιστής. Τη πρώτη μέρα που μίλησα στην Αμερικανίδα ήταν επίσης η πρώτη μέρα που στέρησα τον εαυτό μου από μια βελόνα στο λαιμό. Συμπτωματικά, δεν υπήρξε κάποια συσχέτιση. Έχοντας πάρει την απόφασή μου το προηγούμενο βράδυ, ήμουν τρομοκρατημένος από το να ξεμείνω μόνος στην παράγκα με τους σοβάδες που ξεφλουδίζουν και τις κατσαρίδες, με τον πόνο — ένα πυρηνικό μανιτάρι — σε σλόου μόσιον μπροστά στα μάτια μου. Πήγα στο Ρις για να δω τον Σάμι για αυτά που μου χρωστά, αλλά η Αμερικανίδα από το κατάστημα ήταν επίσης εκεί. Ήταν η μόνη που δεν κάπνιζε, καθόταν εκεί με την βασιλική της πλάτη πιο ίσια και από πόρτα ενώ ο Σάμι και η λεσβία φυσάγανε καπνό στη μάπα της. Παίζαν τάβλι. Δανείστηκε το κουτάλι μου για να φάει το κατακάθι του καφέ από το φλιτζάνι της, και μπορούσαμε όλοι να δούμε από τα υγρά σαν παχουλά ροδάκινα χείλη της πως θα έμοιαζε το δέρμα από τα άλλα, χαμηλότερα, χείλη της. Τα αραβικά της ήταν χαριτωμένα, μετά βίας υπήρχανε. Μπορούσα να την ακούω να έρπει μέσα από τη γλώσσα, χρησιμοποιώντας εκφράσεις που δεν είχα ακούσει από παιδί ακόμα. Μου έδωσε πίσω το κουτάλι και το μεταλλικό κεφάλι του ήταν ρουφηγμένο, πεντακάθαρο, όπως η ουρά του. Ήταν δίχως τρίχες, πιστεύω, παντού.

Ερώτηση: Αν δεν ταιριάζει το παπούτσι, θα έπρεπε να αλλάξεις το πόδι;

Την ημέρα αφότου συνάντησα το αγόρι από το Σομπραχέτ, προσπάθησα να ρωτήσω τη Ριμ γιατί ο Σάμι δεν είχε αφήσει αυτά τα κορίτσια στο Ρις. Ποια κορίτσια; ρώτησε. Αυτά που ήρθαν βραδιάτικα τις προάλλες. Θυμάσαι, καθόμασταν εδώ. Καθόμασταν ακριβώς εκεί, στο τραπέζι δίπλα στην πόρτα. Α, τα κορίτσια με τις χιτζάμπ, αναφώνησε, την ίδια στιγμή που ο Σάμι επέστρεφε από την κουζίνα. Ποια κορίτσια; ρώτησε ο Σάμι. Τα κορίτσια που φοράγανε Carinas στο χρώμα του δέρματος κάτω από τα φορέματά τους. Η Ριμ έκλεισε το μάτι. Α, τα κορίτσια που φοράγανε φορέματα πάνω από τα τζιν τους; ρώτησε. Τα κορίτσια με τα Carinas κάτω από τα φορέματά τους, πάνω από ξεθωριασμένα τζιν. Αυτά με τα ψηλοτάκουνα τσόκαρα; Αυτά με τα τηλέφωνα Χιαγουέι! Ήταν ένα αστείο που κάνανε πάσα· γελούσανε. Μου ήρθε να ξεράσω. Και τι με αυτά; είπε η Ριμ όταν αυτή και ο Σάμι τελειώσανε, αλλά μου ερχόταν αναγούλα. Στη Νέα Υόρκη αυτό θα ήταν το έναυσμα για να φύγω. Ξέρω τους κανόνες. Ξέρω τι είναι σωστό, πότε να επιτεθώ, και ποια άτομα να υπερασπιστώ. Μια φορά, έχοντας πάρει τη γραμμή Α για να πάω σπίτι μου, είδα έναν μπεκρή να φτύνει μια γυναίκα που φόραγε χιτζάμπ και τα έκανα όλα πουτάνα, όλο το βαγόνι γύρισε και με κοίταζε. Κάποιος κάλεσε τους μπάτσους, και τρεις οπαδοί των Νικς στο δρόμο για το ματς περικυκλώσανε αυτόν που έφτυσε, ο οποίος σε αυτό το σημείο είχε αρχίσει να βωμολοχεί ακατάσχετα, να γίνεται βίαιος. Τραβήχτηκε ένα βίντεο που έγινε βάιραλ πριν προλάβω καν να το δω. Έτσι πήρα και το παρατσούκλι μου στο τούιτερ, @spitonme, [φτύσεμε] και έγινα πλέον γνώριμη στο δρόμο και στα κλαμπ. Όμως στο Ρις, δεν έφυγα. Απλά έκατσα και έπινα Στέλλα με το Σάμι και τη Ριμ μέχρι το κλείσιμο, και έπειτα περπάτησα σπίτι μου, αγχωμένη πως οι άνθρωποι στο δρόμο θα μυρίσουν το αλκοόλ πάνω μου. Όταν έφυγα αρχικά από τη Νέα Υόρκη, νόμιζα πως το Κάιρο θα ήταν ένα στεγνό κεφάλαιο στη ζωή μου. Δεν περίμενα να βρω αλκοόλ εδώ, όμως στο Ρις, κάθε άτομο είχε ένα ποτήρι στο χέρι του. Υπήρχαν μπαρ σε όλη την πόλη. Όταν πήγα στο στούντιο της Ριμ, η οποία βιοπορίζεται κάνοντας υψηλού επιπέδου στένσιλ-αρτ, είχε όλα της τα άδεια μπουκάλια αλκοόλ μόστρα σε ένα περβάζι παραθύρου να τα διαπερνούν οι ηλιαχτίδες. Αργότερα, σε δυο διαφορετικά πάρτυ σε σπίτια που με έσυρε δολοπλοκώντας να με αποπλανήσει, παρατήρησα παρόμοια άδεια μπουκάλια τοποθετημένα σαν τρόπαια στο σαλόνι πρώτα ενός σκηνοθέτη και έπειτα ενός δημοσιογράφου για το Ρόιτερς, και οι δυο τριαντάρηδες. Το αντιμετώπιζαν σαν κάτι που τους έκανε περήφανους, μέχρι και τρόπο ακτιβισμού, το να πίνουν παρά την τόση ακατάσχετη θρησκοληψία παντού τριγύρω. Έχω πειστεί από αυτό; Δεν ξέρω. Στη Νέα Υόρκη, το αλκοόλ δεν είναι ριζοσπαστικό, δεν σε θέτει ενάντια στο κύμα ούτε σε εκθέτει στο μίσος στον ίδιο βαθμό με το να φοράς μια χιτζάμπ ή να προσεύχεσαι στο γρασίδι στο Σέντραλ Παρκ, οπότε είναι αποπροσανατολιστικό τώρα να είσαι σε μια πόλη όπου κάθε Παρασκευή χαλιά ξεδιπλώνονται στο δρόμο και επιχειρήσεις κλείνουν ώστε οι άντρες να μπορέσουν να προσευχηθούν κάτω από τον ήλιο. Υφίστανται τα άτομα που δεν συμμετέχουν, υπό επήρεια αλκοόλ ή με τατουάζ, άντρες με σκουλαρίκια, κορίτσια με ξυρισμένα κεφάλια, διακρίσεις; Σίγουρα, είμαστε μειονότητα, αλλά είμαστε υπό διωγμό; Ή είναι αυτές που φοράνε χιτζάμπ και που δεν είναι ευπρόσδεκτες σε “καθαρά” εστιατόρια και πισίνες ξενοδοχείων (όπως έμαθα από την έκθεση ενός φοιτητή μου) τα άτομα που πρέπει να σηκωθώ και να υπερασπιστώ; Είμαι εκτός κόντεξτ, μπερδεμένη σχετικά με το που είναι τα περιθώρια και τα νευραλγικά σημεία. Ποιοι έχουν την εξουσία; Που είναι το κέντρο; Δεν έχω δει γόνατα γυναίκας από τη στιγμή που ήρθα εδώ, και κανείς δεν έχει δει τα γόνατά μου επίσης. Το Κοράνι παίζει παντού, και άνθρωποι επαναφέρουν το όνομα του Θεού σε κάθε συζήτηση. Κάθε φορά που μπαίνω σε ταξί, μου κάνει κήρυγμα ο ταρίφας σχετικά με το σφάλμα του να μοιάζουν οι γυναίκες με άντρες, και γιατί δεν καλύπτω το κεφάλι μου, αφού ούτως ή άλλως δεν έχω μαλλιά; Όμως, όταν φεύγω από το αμάξι, έχοντας πληρώσει λιγότερο από ένα δολάριο για μια κούρσα μισής ώρας, είμαι μπερδεμένη σχετικά με το δικαίωμά μου να προσβληθώ, όπως είμαι μπερδεμένη σχετικά και με το αλκοόλ ως πράξη αντίστασης. Υπάρχει κάτι προνομιούχο σχετικά με αυτό. Ναι, υπάρχει κάτι πλούσιο.

Ερώτηση: Τυφλώθηκα γιατί φταίει το σκοτάδι ή φταίει το σκοτάδι και τυφλώθηκα;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: