Τρία ποιήματα

Αριστερά: Ζαν-Λουί Νταβίντ, «Η κυρία Ρεκαμιέ», 1800, Λούβρο. Δεξιά: Ρενέ Μαγκρίτ, «Perspective: Madame Récamier de David», 1951 (ιδιωτική συλλογή)
Αριστερά: Ζαν-Λουί Νταβίντ, «Η κυρία Ρεκαμιέ», 1800, Λούβρο. Δεξιά: Ρενέ Μαγκρίτ, «Perspective: Madame Récamier de David», 1951 (ιδιωτική συλλογή)

Préfecture de Police

Ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη στροφή
―έτοιμη ήδη στο μυαλό―
δεν θα κατέβει
στην υποδοχή
Βασιλική οδός για
την γυαλιστερή σφαίρα δεν υπάρχει
Kυλά η μπίλια
ξεφεύγει συνεχώς
Απέναντι εσύ πως
παίζεις νευρικά στις μύτες
αφήνοντας μετέωρο το αποτέλεσμά βαλλιστικών πιθανοτήτων :
― συμπεριφορά επί του στόχου
― κίνηση του βλήματος
― ταχύτητα
― ίχνη στην κάνη

Το όπλο έχει χρησιμοποιηθεί σε φόνο

Η αστοχία όμως,
μια και δύο και τρεις φορές,
την τέταρτη η μηχανή θα σβήσει.
Ακίνητος θα αθωωθείς
μπροστά στο αμερικάνικο φλιπεράκι
σαν πτυχωμένο φέρετρο που φιλοτέχνησε ο Μαγκρίτ γελοιοποιώντας
τον γυαλισμένο μπρούντζο

Ανέκαθεν συνομιλούσες με την συσκευή
πιέζοντας με απόγνωση στο πλάι δυο κουμπιά
να χτυπηθεί η μπίλια στο φτερό
να τρελαθεί
τα έμβολα να εκτρέπουν με απρόβλεπτα ζικ-ζακ
και να κατρακυλά ολοταχώς στο τέρμα

Δεν θα φωτίζει τότε το ταμπλό τις τρεις γυμνές του ντίβες
Δεν θα ακούγεται η κονσέρβα μουσική
Τι κι αν μπουκώνεις κέρματα την σχισμή
Σβηστή ικανοποιείται η μηχανή
Βρίσκει τον εαυτό της μόνη
Αμίλητη και σκοτεινή
Ανέγγιχτη από χέρια παίχτη
Σε απόσταση ασφαλείας από αυτήν να τον κρατά
ώστε στα εξαρτήματά της
―λαμπιόνια και έμβολα― να απευθύνεται μόνη
βουβή
όπως το ποίημα
―αντίθετο διαρκώς στα γράμματα που πάνε να το γράψουν

Και ξαφνικά μια
διακοπή του ρεύματος
αλλάζει τη ζωή Υπαγορεύει να δεχθείς την ηλικία:
―αντανακλαστικά
―αστάθεια
―ενδοιασμούς
―την αλγεινή εικόνα

Την μπάλα
―με νευρικές επιστροφές επάνω κάτω στο ταμπλό― κατάπιε για πάντα το χωνί

Για μένα ―πάει πολύς καιρός― μ' ένα σβηστό μηχάνημα συνομιλώ
Παίζω σ ' ένα πεδίο βολής μισό

Στο χάρτινο του τετραδίου μου πλάνο, χάνω
Μιλώ με την κυρία Ρεκαμιέ
Και δεν συγκρίνομαι με το ταλέντο του Νταβίντ
Ξένος μέσα στη γλώσσα που μιλώ
στο ξένο Λούβρο τουριστών
Ελάσσων σ' εκείνη την κατάσταση ιδεοληψίας σιδήρου και μελάνης
Κάνω δουλειά των ξεναγών

Εν γνώσει μου θα ηττηθώ
Καθοδική είναι η κατεύθυνση της συσκευής

Πλάγιος ο λόγος της
δίχως τις σταθερές των θεατών που βλέπουν το παιχνίδι απ' τη βιτρίνα
Μελέτη των θεμελιωδών αρχών
Παραλλαγή του «τιλτ» σε φούγκα
Φούσκα χωρίς κανέναν τανυστή
άλλον έξω απ' τον Χρόνο

«Η ιστορία τέλειωσε
Έπαιξες. Κλείσαμε. Να επαναλάβεις αύριο»

Γυρίζει τις σελίδες ο patron
Η άδεια λήγει
Ζητά φωτογραφίες εξ αρχής
Κάρτα παραμονής
Εγγυήσεις

―«Το ωοειδές σου πρόσωπο
δεν μου αρκεί
ούτε το ύψος
ούτε το χρώμα των ματιών
παρ' ότι πάντα ήσουν εσύ
εκεί που ήσουν
Κλείσαμε
Να πας αλλού να παίξεις»

―«Δεν με αναγνωρίζεις;
Είμαι αυτός!
Είμαι αυτός!
Πρέπει να αρχίσω πάλι το παιχνίδι,
10, rue de l' Odéon !»

Και ο Σηκουάνας να κυλά στη Μιραμπό

Ο Χρόνος φεύγει

«Όχι», επιμένει η μηχανή
«Αν συνδυασθείς, εξάρτημα, ο Χρόνος μένει»

Είμαι κουρασμένος να υπηρετώ.

Τρία ποιήματα



Τέλη Σεπτέμβρη

Αλάτι στα μάτια
Αλάτι στα κόκαλα
Ούτε πρόσθιο, ούτε ύπτιο
Γηρατειά.


Ρενέ Μαγκρίτ, «Οι εραστές», 1928
Ρενέ Μαγκρίτ, «Οι εραστές», 1928



Poste restante

...στον αποχωρισμό για να γεμίσει.
Γ. Σ.

Δεν είναι βέβαιο πως δεν μας επιτρέπεται η επιορκία.
Όλα συντείνουν στο να μην τηρήσουμε τις υποσχέσεις μας.
Οι όρκοι όμως μεταξύ απόντων έχουν σημασία;
Οπότε προς τι οι ορκωμοσίες με το χέρι στο Ευαγγέλιο;

Ακούμπησα τον ώμο σου και μου αρκεί. Δεμένοι είμαστε.
Συγκερασμένοι. Στεκόσουν μπρος μου με το καλό σου φόρεμα αναλαμβάνοντας το βάρος της αποδείξεως
«Ubi tu Gaius, ibi ego Gaia»
―χώρια η ανισότητα ευγενικής καταγωγής, η γλωσσομάθειά σου της σιωπής.
Το νομικό μας σύστημα δεν μας έχει προβλέψει.
Αέρα άγγιζα;
Για μια νεφέλη όλα;
Και τα λόγια που είπαμε;
Και τα φιλιά;
Όμως ποτέ δεν είπαμε το νόημα αυτού που λέμε.
Η γλώσσα κέρδισε τη γλώσσα στα σημεία.
Πώς να μη γίνουμε το αναφερόμενό της;

―«Α, αυτό είναι το όνομα του τραγουδιού;» ρωτάς.
― «Όχι,δεν κατάλαβες.
Έτσι ονομάζεται το όνομα του τραγουδιού.
Το αληθινό του όνομα είναι γέρος».

Κάναμε τις λέξεις να σημαίνουν πολλά.

Δεν είσαι όμως η Αλίκη. Εγώ, ο Χάμπτι Ντάμπτι.
Δεν είναι η φύση μας διπλή όπως το θαύμα να γίνεσαι κατά βούληση το μικρομέγαλό σου.

Πάει καιρός ―αλλά δεν πάει― που είμαστε περιγραφές της τελετής.
Σε μιά στροφή του δρόμου, η τελευταία εικόνα σου.
Και μόλις τώρα άκουσα
τον θόρυβο της πτώσης.
Το φως θα έτρεχε πιο γρήγορα από τον ήχο της σκιάς;
Και τότε τι φως ήταν;
Η νάιλον ταινία τους μετά, δεν μ' άφησε να δω.
Έπεσα.
Το εκτόπισμά μου το έγραψε κάποιος στην άσφαλτο.
Ένα περίγραμμα έγινα, από κιμωλία.
Αλλά το θύμα ήσουνα εσύ.
Σ' έχω σκοτώσει.

Μας ειδοποίησαν ωστόσο οι αρχές για το επικίνδυνο φρεάτιο της περιοχής.
―«Πρόσεξε», μου είπες.
―«Τι;», σου απάντησα.
Θα με εξαιρούσαν οι αρχές από την τελετή;
Τι είδος ξόδι ήταν αυτό να κουβαλάω ένα κιβώτιο πέτρες;
―«Αυτό είναι όλη κι όλη μας η οικοσκευή. Όχι
μολύβια».

Όμως και πάλι δεν ακριβολογώ.

Αυτό που αποδίδεται στα πράγματα είναι ένα ρήμα.
Δεν είμαστε ποτέ ιδιότητα στα πράγματα αλλά ό,τι τα εκφράζει από πριν.
Πριν από μας, στην στάση.
Πριν τον κατακλυσμό.
Κι ό,τι συνέβη πριν, δεν έγινε σε μας.
Κλωστές της μοίρας είμαστε που δεν περνούν ούτε από κεφαλή βελόνας.
Κουκλάκια πήλινα. Οι σαστισμένοι απ' τη ζωή μουσείου.
Οι σπάταλοι του διαπιστεύματος όλων των άλλων.

Προχθές στην πλάτη μου ένα ρεύμα τόσο απτό σα να με χάϊδευες.
Γύρισα κι έπιασα αέρα.
Σ' άκουσα από μακριά να με καλείς.
Δεν ήσουν βιβλίο βραδινό.
Συνέβη όμως ως κι αυτό λόγω
συγχρονισμού.
Όπως συμβαίνει η μεταβίβαση από ένα εξάρτημα διεπαφής ανάμεσα σε άνθρωπο και μηχανή μέσω των αλγορίθμων.
Η απουσία είναι ακριβώς αυτό: μια ικανότητα ξεχωριστή δυο ανθρώπων μέσω ενός πνεύματος που τους φυλά προσεκτικά.
― «Ελευθερία γνωσιακή να είσαι μαζί και χωριστά», είπε το πνεύμα.
Τρομακτικό επίτευγμα ευφυίας του ζωγράφου.
'Άκου μαζί και χωριστά!
Ασύμμετρο και για τους δυο. Ή το νομίζω;
Τα πρόσωπα τα κάλυψαν με άσπρα πανιά

Δεν βρίσκω όμως άκρη με το φάντασμα.
Γιατί τι άλλο είναι το αίνιγμα και η πληγή;
Τι είναι η Σφίγγα;
Ένα κενό ανάμεσα που επιμηκύνει.
Κι έτσι το τέρας δεν συγχέεται με σώμα κανενός.
Μάγια στα μαξιλάρια σου. Καρφίτσες. Όρκοι, όλα τα περιττά μιας
παραψυχολογίας οικογενειακής.

Άγγελοι δεν θα επισκεφθούν ποτέ το δώμα.
Δεν θα καταδεχθούν το αντίδωρο.
Το σπίτι είναι κλειστό.
Γι' αυτό
οι Άγγελοι δεν είναι
προσηνείς.

Τι μέρα είναι; Τι ώρα; Είναι η καινούργια ή η παλιά;
Το φως μετράει.
«Η αυτοκρατορία του φωτός».

Νύχτωσε, επάνω ο ουρανός φεγγοβολά ακόμα.
Όμως οι κυνηγοί. Το θήραμα τη νύχτα, με κάμερα θερμική το ακολουθούν.
Τα υπόλοιπα αναθέτουν στη σκανδάλη.

Γινόμαστε ωριμότεροι;
Είμαστε πράξεις του μυαλού;
Αλλά εδώ είναι που ασκείται καθημερινά η ασώματος κεφαλή.
Στα πανηγύρια της γραμματικής.
Αμφέβαλλες ποτέ γι' αυτό;
Γράμματα, γράμματα στον αποχωρισμό.

Ποιος θα αμφέβαλε: σε Post restante σε συναντώ.
Ορφέας στα υπόγεια των Ιλισίων.

Τώρα,
«με τη βουνοσειρά μπροστά μας που σε κρύβει»,
θυμάμαι την καύλα μας.

(9/24)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: