Η θάλασσα ορφάνεψε εκείνη την ώρα εκείνης της μέρας. Επί των κυμάτων και κατά συρροήν επί τρεις δεκαετίες διέσχιζε ο Φρίντορφ Μπάκερ-Γκρένταλ το πέρασμα από το Μπούκσενφίουρ στα νησιά Λοφότεν μετ’ επιστροφής, λες και βάδιζε σε μονοπάτια δηλωμένα, χαραγμένα προ γενεών δίχως χάρτη, όπου η λάσπη κάθε χειμώνα τρικυμίας υποσχόταν την άνθιση των κατηφέδων στις περασιές των χωραφιών, όταν πια τα κύματα ηρεμούσαν, εμφανίζοντας αλκυονίδες ώρες. Τα στραβοπατημένα άρβυλά του άφηναν το ίχνος τους στο φρέσκο χιόνι που έτριζε λες και ο βοριάς φυσούσε κιόλας και τα άρμενα ήθελαν τα λάσκα τους. Ο βοριάς φυσούσε τα λάσκα του κηρωτού επενδύτη του και γυρτός προχωρούσε, όπως ορθός στο τιμόνι πρόσεχε το σκαρί να γέρνει και ύστερα να χάνει την πλώρη του σαν να μην ήταν απαραίτητη ώσπου να ξαναφανεί. Περπατούσε προς το λιμάνι δίχως να προσέχει τον καιρό, επειδή ο καιρός τον διπλάρωνε. Και οι καιροί τον γνώριζαν και αντιχαιρετούσαν. Και όταν μαζεύονταν τα παλαμάρια και το λιμάνι έμενε στη θέση του, αραγμένο εκεί όπου είχε δέσει πια, μετά από τόσα ταξίδια τόσων πλεούμενων, κουδούνιζε, καμπάνιζε και βροντούσε η άγκυρα στο βιράρισμά της και, από συνήθεια, λογάριαζε εκείνος τον γυρισμό, αρκεί ο πηγαιμός στα νησιά Λοφότεν να άδειαζε το αμπάρι από τη μυρουδιά του γενικού φορτίου, ώστε να γεμίσει από τη μυρουδιά του ψαριού για ρότα το Μπούκσενφίουρ. «Παιδί της θάλασσας», όπως έλεγαν τότε στο Μπούκσενφίουρ και όπως το ίδιο λεγόταν εδώ και εκεί τότε και άλλοτε. Η θάλασσα τον είχε ντύσει με τα αρβυλά του, τον κηρωτό επενδύτη του, του είχε πλάσει το κορμί που κρατούσε τα λάσκα, γυρτό στο δρόμο για το λιμάνι, ορθό στο τιμόνι.
Γνωστά και ειπωμένα και τραγουδισμένα ετούτα και άλλα. Και μνήματα πριν την ώρα τους και μνήματα καθυστερημένα, άλλοι που χάθηκαν νωρίς και άλλοι που γλίτωσαν για να χαθούν αργότερα, το τέλος όλων με κάποια δάκρυα βρεγμένο, εκτός από το τέλος πολλών που έμεινε στεγνό. Έτσι είναι τα δάκρυα όταν έχεις να πενθήσεις τον δικό σου άνθρωπο. Δεν σου περνάει από το νου πως έτσι είναι. Και λες «η θάλασσα ορφάνεψε σήμερα». Δεν ορφάνεψε επειδή έπνιξε ετούτον ή εκείνον, αλλά επειδή έχασε τον θαλασσινό που διέσχιζε τα κύματα κατά συρροήν επί τρεις δεκαετίες, τον μόνο με το όνομα Φρίντορφ Μπάκερ-Γκρένταλ. Οικόσιτος ήταν ο Φρίντορφ Μπάκερ-Γκρένταλ: καραβόγατος, καραβόσκυλος, καραβοκύρης. Εξαίρεση το οικόσιτο που ζει επί τρεις δεκαετίες πλέοντας. Να λοιπόν το άπνοο κορμί του Φρίντορφ Μπάκερ-Γκρένταλ τυλιγμένο στα μαύρα, σκεπασμένο με γκριζωπό πάπλωμα, το κεφάλι ακουμπισμένο σε ολόλευκο προσκεφάλι, σκύβει ο Γκέρχαρντ Ρόζενκρόνε -Σιέλντερούπ με τη δεξιά γροθιά του στην σφιγμένη αριστερή παλάμη του. Σκύβει ο καπετάνιος Γκέρχαρντ Ρόζενκρόνε -Σιέλντερούπ, αποχαιρετάει, το καράβι έχει δέσει στο Μπούκσενφίουρ. Κάλμα. Μαζεμένα τα παλαμάρια. Απλωμένος ο νεκρός. Ο Φρίντορφ Μπάκερ-Γκρένταλ , που έχει ξεχαστεί κιόλας από τα νησιά Λοφότεν, επειδή η θάλασσα δεν κλαίει την ορφάνια της στον τόπο του πηγαιμού, ούτε στον τόπο του ερχομού. Του τελευταίου.
Φθινόπωρο, το πρώτο χιόνι έπεσε σε μονοπάτια δηλωμένα, χαραγμένα προ γενεών δίχως χάρτη, όπου η λάσπη κάθε χειμώνα τρικυμίας υπόσχεται την άνθιση των κατιφέδων στις περασιές των χωραφιών, όταν πια τα κύματα ηρεμήσουν, εμφανίζοντας αλκυονίδες ώρες.