Track#158 / Ο Έρωτας είναι ένας Απόπλους για τα Αρχιπέλαγα της Γραφής [είχε (αντι)γράψει —από πού; ποιος ξέρει; ίσως από κάποιο δικό του σημειωματάριο] και είχε αναρτήσει στο facebook, συνοδεύοντάς το με ένα λιγωτικά γλυκερό άσμα των Damon & Naomi, συγκεκριμένα το “Song to the Siren’’, την 5η Σεπτεμβρίου του σωτηρίου έτους 2020, ημέρα Σάββατο, μες στη λαίλαπα του κορωνοϊού, ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος, ο οποίος σπάει το κεφάλι του σήμερα, 5 Σεπτεμβρίου του σωτηρίου έτους 2024, ημέρα Πέμπτη, να εξιχνιάσει το κίνητρο για εκείνη την ανάρτηση.
Track#159 / Δεν θα ήταν ανώφελο, και όχι μόνο για λόγους δεοντολογικούς, να σημειώσουμε ότι, ναι μεν, είχε υπογραμμίσει με στυλό διαρκείας Leuchtturm1917 Drehgriffel No 1 Royal Blue Black Bauhaus Edition, και σε ένα βιβλίο σχετικά με τον βίο και την πολιτεία ενός ανδρός, τον οποίο μελετούσε, και θαύμαζε (ας ειπωθεί), ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος τη φράση «Κατά τα άλλα το βιβλίο είναι οργανωμένο με μη συστηματικό τρόπο και αποτελεί συλλογή σκέψεων και όχι οργανικό όλον, καθώς βασίζεται σε διάφορες συζητήσεις που είχαν διεξαχθεί σε κήπους», ωστόσο, εντέλει, όχι μόνον αποφάσισε να μην την εντάξει, έστω και μετεστραμμένη, στο Δεύτερο Βιβλίο του Μυθιστορήματος, αλλά και να (ανα)διατάξει την ύλη του εν λόγω Δεύτερου Βιβλίου με τρόπο συστηματικό ούτως ώστε οι λεγόμενες οξυδερκείς συζητήσεις του με την μεταμοντέρνα Βεατρίκη και προσώρας Μαρία (οι οποίες, σημειωτέον, δεν είχαν διεξαχθεί μόνο σε κήπους αλλά και σε οδούς, σε μπαλκόνια, σε αίθρια, σε καφενεία, σε μαγέρικα, ακόμα και σε μουσεία και αίθουσες τέχνης), συζητήσεις, τη σύνοψη και την ουσία των οποίων κατέγραψε σε σημειωματάρια και ηχογράφησε σε μαγνητόφωνα, και εν συνεχεία, δύο έτη μετά την διεξαγωγή τους, παρέδωσε στον επιστήθιο φίλο του Οδυσσέα Νόβακ ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος, ναι, ούτως ώστε οι συζητήσεις αυτές να συγκροτήσουν, αφού έμελλε να τις επεξεργαστούν από κοινού οι Νόβακ και Συγγραφέας, ένα οργανικό όλον: μιαν ερωτική επιστολή τριακοσίων σελίδων.
Track#160 / Deine Liebe zu mir, meine Liebe zu Dir —so besonders ausgesprochen— bringen eine Unterscheidung herein, die unsere Liebe trennte; und die Liebe ist nur unsere, nur diese Einheit, nur dieses Band; wende Dich von der Reflexion in diesen Unterschied ab und laß uns fest an diesem Einen halten, das auch nur meine Stärke, meine neue Lust des Lebens sein kann; laß dieses Vertrauen zum Grunde von allem liegen, so wird alles wahrhaft gut sein. / [Nümberg, im Sommer 1811] /Dein Wilhelm.
Track#161 / “mihi quidem, tametsi haudquaquam par gloria sequitur scriptorem et auctorem rerum, tamen in primis arduum videtur res gestas scribere: primum, quod facta dictis exaequanda sunt;”
Track#162 / Η ειδική πρόκληση για την ιστορία έγκειται στο γεγονός ότι το ύφος και η έκφραση πρέπει να είναι αντάξια των πράξεων που καταγράφουν (αποφάνθηκε ο Σαλλούστιος).
Track#163 / “Parlant donc aussi froidement que possible de ce qui a suscité beaucoup de passion, je vais dire ce que j’ai fait.” / [Guy Debord, Panégyrique, tome premier]
Track#164 / «Ἡ ἀγάπη Σου γιὰ μένα, ἡ ἀγάπη μου γιὰ Σένα ―ἔτσι χωριστὰ διατυπωμένες― εἰσάγουν μιὰ διαφοροποίηση ποὺ χωρίζει τὴν ἀγάπη μας· ἡ ἀγάπη εἶναι ὅμως μόνον ἡ δική μας, μόνον αὐτὴ ἡ ἑνότητα, μόνον αὐτὸς ὁ δεσμός· ἄσε τὸν ἀναλογισμὸ σὲ αὐτὴ τὴν διαφορὰ καὶ ἂς σταθοῦμε σὲ αὐτὸ τὸ ἕνα, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ τὸ σθένος μου, ἡ νέα μου ὄρεξη γιὰ ζωή· ἂν ἀφήσεις αὐτὴ τὴν ἐμπιστοσύνη νὰ εἶναι στὸ θεμέλιο τῶν πάντων, ὅλα θὰ εἶναι στ᾽ ἀλήθεια καλά» [Ἕγελος, Ἐπιστολὴ 186 πρὸς τὴν γυναίκα του, μτφρ. Γιώργος Φαράκλας]
Track#165 / “Ma méthode sera très simple. Je dirai ce que j’ai aimé ; et tout le reste, à cette lumière, se montrera et se fera bien suffisamment comprendre.” [Guy Debord, Panégyrique, tome premier]
Track#166 / Οφείλουμε, όπως και νά ᾽χει, να εκλάβουμε έναν βίο ως το σύνολο των στιγμών που τον όρισαν, τον προσδιόρισαν, τον καθόρισαν· οι στιγμές αυτές μπορεί κάλλιστα να είναι, φαινομενικά, με την πρώτη ματιά, ασήμαντες, ακόμα και να έχουν λησμονηθεί, ώσπου μια ηχητική ή γευστική ή οσφραντική ή οπτική ή απτική madeleine, να τις επαναφέρει από το άλλοτε, και μάλιστα να τις επαναφέρει ενίοτε ιλιγγιωδώς (θυμήσου: το βουητό του καταρράκτη του χρόνου), στη μνήμη και, εν συνεχεία, να τις εγκαταστήσει ως έργα τέχνης και φρυκτωρίες άδολης αγάπης στα δευτερόλεπτα της τωρινής καθημερινότητας: βαδίζεις και ακούς μια φωνή που μοιάζει με τη φωνή της αγαπημένης σου, και μεμιάς κατακλύζουν τον νυν νου σου απανωτά θραύσματα/θαύματα των δεκάδων και εκατοντάδων οξυδερκών συνομιλιών σας· κάνεις αμέριμνος να απολαύσεις μια βανίλια υποβρύχιο, και όλα τα πρωινά με την αγαπημένη σου σ᾽ εκείνο το μπαλκόνι όπου περιπαθώς διαβάζατε προγευματίζοντας, ή/και προγευματίζατε διαβάζοντας, εκείνη Roberto Bolaño κι εσύ Thomas Bernhard, εμφανίζονται τεχνικολόρ, ολόκληρη υπερπαραγωγή, μέγκλα/μεγαλείο, στην οθόνη του μυαλού σου· περιδιαβαίνεις στη Λαϊκή Αγορά της Πέμπτης στην οδό Ύδρας και, σιμώνοντας τον πάγκο με τα ροδάκινα, της αγαπημένης σου η επιδερμίδα κατακλύζει με την ευωδιά των πτητικών μορίων της όλες τις ειδικές νευρικές απολήξεις στο εσωτερικό της μύτης σου (και μεθάς, και τρικλίζεις, και παραπατάς, και οι περαστικοί σε κοιτούν σαν να είσαι, έτοιμος να λιγοθυμήσει ή να εκραγεί, φρενοβλαβής)· ξεθεωμένος, ύστερα από εντατικό γράψιμο οχτώ ωρών, καθώς ανάβεις το τσιγάρο σου, πέφτει το μάτι σου στον τιμοκατάλογο, που έχεις αμέριμνα παρατήσει στην επιφάνεια του γραφείου σου, ω ναι, στον τιμοκατάλογο, στο μενού, του υπέροχου εστιατορίου Νάξος (Λιοσίων 90 και Παιωνίου, Αθήνα 10440), στο οποίο εστιατόριο προσέφευγες, ως γνωστόν, άπαξ της εβδομάδος για ένα ελαφρό γεύμα και μισό λίτρο ροζέ κρασί, και όλα τα εικοσιετράωρα της συμβιώσεώς σου με την μεταμοντέρνα Βεατρίκη γίνονται εντός σου μουσικές εξαίσιες και φωνές και τρίλιες τρελές και φουρφουριστές σκηνές από την Δωδεκάτη Νύχτα του Βάρδου και γίνονται επίσης η μπασογραμμή του περίκομψου Colin Charles Greenwood [26 Ιουνίου 1969] στο “Creep’’ και γίνονται περαιτέρω το ντιντίνισμα (το τόσον εξυψωτικό!) που κάνουν τα παγάκια στο κρυστάλλινο ποτήρι με τη βότκα και γίνονται συνάμα το πώς ρέουν οι λέξεις όταν γράφεις με την πένα Lamy LX 090 Marron και γίνονται ασφαλώς το θάμβος από τις αγαπημένες σου σελίδες του Infinite Jest· τυχαία, σχεδόν ασυναίσθητα, καθώς κάνεις να πιάσεις τον αναπτήρα σου, αγγίζεις το εξώφυλλο (πορτοκαλί και βαθύ μπλε, σχεδόν μαύρο) της ποιητικής συλλογής Lunch Poems του Frank O’Hara [Κριός, 27 Μαρτίου 1926 – 25 Ιουλίου 1966] και, συλλήβδην, εκατόν τριάντα οχτώ νύχτες, ντυμένες στα κυριακάτικά τους, επανεμφανίζονται, πλησίστιες και ολοταχώς, σε κάθε ένα από τα 37 τρισεκατομμύρια κύτταρα των εβδομήντα τεσσάρων κιλών σου.
Track#167 / «Ας μη βρεθεί να μου πει κανείς ότι δεν είπα τίποτα νεοφανές: η διάταξη των θεμάτων είναι καινούργια», διατείνεται ο Blaise Pascal [19.06 1623 – 19.08.1662]. Βάζει άνω τελεία, ο μεγαλοφυής μπαγάσας, και συνεχίζει αναπάντεχα, πλην όμως υπέροχα: «·όταν παίζουμε με το τόπι, με το ίδιο τόπι παίζουμε κι ο ένας κι ο άλλος, απλώς ο ένας το τοποθετεί καλύτερα». Ιδού (εν συνόψει) η μέθοδος εργασίας του Συγγραφέα του Μυθιστορήματος.
Track#168 / Σαλλούστιος πάλι, μια άλλη εκδοχή: «Όσο για τη γνώμη τη δική μου, μολονότι πιστεύω πως με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ισάξια η δόξα εκείνου που γράφει και εκείνου που ενεργεί, βρίσκω ότι η συγγραφή ιστορίας είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Πρώτα πρώτα γιατί πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στα λόγια και τα έργα». (Η συνέχεια έχει ως εξής: «, και ύστερα γιατί οι πιο πολλοί πιστεύουν ότι οι τυχόν αρνητικές παρατηρήσεις οφείλονται σε κακία και φθόνο· και όταν πάλι αναφέρεσαι στη μεγάλη αρετή και τη δόξα των γενναίων, όσα νομίζει κανείς ότι εύκολα μπορεί να τα κάνει τα αποδέχεται αμέσως, όσα όμως βρίσκονται πέρα από αυτά τα θεωρεί αποκυήματα της φαντασίας και ψευτιές» [Ο Πόλεμος με τον Κατιλίνα, μτφρ. Νίκος Πετρόχειλος, εκδ. ΜΙΕΤ] — θέση με την οποία ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος ασμένως, και θέλει δε θέλει, συμφωνεί.
Track#169 / “E perché io so che molti di questo hanno scritto, dubito, scrivendone ancora io, non essere tenuto prosuntuoso, partendomi massime, nel disputare questa materia, dagli ordini degli altri. Ma sendo l’intento mio scrivere cosa utile a chi la intende, mi è parso più conveniente andare drieto alla verità effettuale della cosa, che alla imaginazione di essa.” [Niccolò Machiavelli, Il Principe]
Track#170 / Πώς, αναρωτιέται ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος, με το βλέμμα στραμμένο στις ακακίες της οδού Σπετσών, με τον νου κατακλυσμένο από τις εμμένουσες τέρψεις —μπορείς να τις πεις ακόμα και αιχμηρές τέρψεις και να μην αντιφάσκεις μήτε να παραδοξολογείς— που του πρόσφερε (και εξακολουθεί να του προσφέρει) η επανειλημμένη ανάγνωση μιας ποιητικής συλλογής που έμελλε να καθορίσει με ορισμένους λίαν ευπρόσδεκτους, καίτοι μη αναμενόμενους, τρόπους κάμποσες μελλοντικές του αποφάσεις, την οποία ποιητική συλλογή διάβασε για πρώτη φορά στις 27 Αυγούστου του σωτηρίου έτους 2023 (ήτοι 253 έτη από τη γέννηση του Εγέλου), ναι πώς, αναρωτιέται, θα πρέπει να ενθέσω στην (ανα)διατεταγμένη ύλη του Δεύτερου Βιβλίου του Μυθιστορήματος την έμπλεης σημασίας φράση/διερώτηση (μεταφρασμένη μάλιστα από τον μεταφραστή του Εγέλου και έξοχο λόγιο Γιώργο Φαράκλα) «Τι είναι μια φράση πέρα από μιαν απόφανση, από έναν συνδυασμό σημασιών που θεωρητικά υστερούν σε σχέση με την μοναδική απόχρωση που έχει η κάθε μια χωριστά;» [Maurice Merleau-Ponty, Σημεία, εκδ. Εστία, σ. 348-9]
Track#171 / Ό,τι κι αν λέει η καταλαλιά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον Συγγραφέα του Μυθιστορήματος μιαν (έστω τεθλασμένη) αρμόζουσα με το θέμα του Δεύτερου Βιβλίου του Μυθιστορήματος μεθοδικότητα. Καίτοι το εν λόγω Δεύτερο Μέρος εμφανίζεται ως ένα είδος μεταμοντέρνου (άλλωστε για μια μεταμοντέρνα Βεατρίκη είναι, επίσης, γραμμένο) stream of consciousness, ο επιμελής αναγνώστης δεν μπορεί παρά να διακρίνει επί τούτου διάσπαρτους αρμούς στη ροή την ακατάσχετη του κειμένου, παρεμβολές και ένθετα παραθέματα στοχαστών που έδεσαν το ατσάλι της εκ μέρους του Συγγραφέα του Μυθιστορήματος επεξεργασίας της διαλεκτικής έρως/αγάπη, ερωτισμός/τρυφερότητα, αλλά και αισθησιασμός/στοργή. Εντοπίζουμε, λόγου χάριν, στα σημειωματάρια εργασίας του Συγγραφέα του Μυθιστορήματος ένα απόσπασμα από την εργασία μεγάλου Έλληνα στοχαστή, το οποίο απόσπασμα, εν συνεχεία και στο Δεύτερο Βιβλίο, ανακαλύπτουμε διαλυμένο, διυλισμένο, διαθλασμένο μες στην τάχατες παραληρηματική αφήγηση, ένα θυελλώδες βράδυ, του επιστήθιου φίλου του Συγγραφέα του Μυθιστορήματος, του Οδυσσέα Νόβακ, στην μεταμοντέρνα Βεατρίκη, σχετικά με μια βεντάλια συναισθημάτων που συντάρασσαν τον πρώτο, όπως διηγείται ο δεύτερος, τον καιρό που δεν συναντιόταν με την τρίτη. Ιδού το παράθεμα: «Η φαντασία λοιπόν συναθροίζει τα σπαράγματα που αφήνουν οι τμηματικές εμπειρίες, βάζει στην ίδια κοίτη τις καταβολές και τα ερεθίσματα, και συναρμόζει σε ανώτερο επίπεδο ό,τι πέρασε από την πρωτογενή ορθολογική επεξεργασία» [Τάκης (Παναγιώτης) Κονδύλης, Niccolò Machiavelli, Έργα, τόμος πρώτος, εκδ. Κάλβος, σ. 104]
Track#172 / Η διαλεκτική desiderii/umori· η σύμπλεξη επιθυμίες/χυμοί: κάτι τέτοια ξεπατικώνονται από τον Συγγραφέα του Μυθιστορήματος προκειμένου να προβεί σε μιαν (ανα)διάταξη της ύλης του Δεύτερου Βιβλίου του Μυθιστορήματος, τέτοιαν ώστε να (ανα)δειχθεί το κατ᾽ αυτόν γεγονός ότι δύνανται κάλλιστα να συνυπάρχουν αρμονικά, ύστερα από ενδεχομένως πολυετείς διαδικασίες, η παράφορη σαρκική επιθυμία και η βαθιά ψυχοπνευματική αγάπη — κι ας λένε!
Track#173 / «Κι επειδή ξέρω ότι πολλοί γράψανε πάνω σ᾽ αυτό, φοβούμαι μήπως γράφοντας κι εγώ, θεωρηθώ γι᾽ άνθρωπος που πήραν τα μυαλά του αέρα, αφού, προπαντός στην εξέταση τούτου εδώ του ζητήματος, ξεκόβω από τους κανόνες των άλλων. Έχοντας όμως για σκοπό να γράψω πράγματα χρήσιμα σ᾽ όποιον τα καταλαβαίνει, έκρινα σωστότερο να προχωρήσω ίσαμε την πραγματική αλήθεια του πράγματος κι όχι να σταματήσω στην εικόνα που φτιάνει η φαντασία» [Niccolò Machiavelli, Έργα, μτφρ. Παναγιώτης Κονδύλης, εκδ. Κάλβος, πρώτος τόμος, σ. 266]
Track#174 / Κατά τη διάρκεια της προεργασίας για τη σύνθεση του Δεύτερου Βιβλίου, ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος, δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό, αντλούσε από έργα πολιτικής θεωρίας, στρατηγικής, βιολογίας, και ιατρικής, μην παραλείποντας άλλοτε να εντάξει αυτούσια παραθέματα από αυτά στο βιβλίο και άλλοτε να αλλοιώσει παραγράφους, φράσεις, και ιδέες από τέτοια πονήματα ώστε να ισχυροποιήσει θέσεις και τοποθετήσεις που επεξεργαζόταν όσο προετοιμαζόταν για τη συγγραφή.
Track#175 / Στη σελίδα 597 των 1902 σελίδων τόμου Guy Debord ŒVRES (Quarto/Gallimard, Παρίσι 2006) συναντάμε μια πολυσήμαντη, και σημαίνουσα πολλά, φωτογραφία: το πίσω μέρος ενός φακέλου αλληλογραφίας με τη λεζάντα, Consommation d’alcool du mercredi 9 mai 1962, notée par Guy Debord au dos d’une enveloppe. Comme à l’époque lettriste, Guy Debord boit au Monaco (carrefour de l’Odéon) et au Saint-Claude (boulevard Saint-Germain), cafés aujourd’hui disparus. Ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος έστειλε την εν λόγω σελίδα 597, αφού τη φωτογράφισε με την βαρύτιμη, ως προς τη συναισθηματική της αξία, Leica D-Lux 3, στις 8 Σεπτεμβρίου του σωτηρίου έτους 2024, ημέρα Κυριακή, σε δύο κατοικούντες εν Παρισίοις εκλεκτούς συνομιλητές του, προκειμένου να αποκρυπτογραφήσουν την, υποκείμενη εις νηφάλιον (άραγε;) μέθη, καταγραφή των ποτών από τον Debord εκείνη την 9η Μαΐου, ημέρα Τετάρτη, του σωτηρίου έτους 1962 (24 ώρες, έναν μήνα, και δύο έτη μετά τη γέννηση του Συγγραφέα του Μυθιστορήματος, ο οποίος την 10η Απριλίου, ημέρα Δευτέρα, του σωτηρίου έτους 2006, μόλις έξι ημέρες αφότου τυπώθηκε ο τόμος Guy Debord ŒVRES, είχε, δίχως φυσικά να γνωρίζει ακόμη την ύπαρξη του εν λόγω τόμου, και συνεπώς της πολυσήμαντης, και σημαίνουσας πολλά, φωτογραφίας, καταγράψει, σε σημειωματάριο Moleskine, τη δική του κατανάλωση αλκοόλ, η οποία υστερεί δραματικά, και θεαματικά, από την αντίστοιχη του συγγραφέα της Κοινωνίας του Θεάματος, του In girum imus nocte et consumimur igni, και του Πανηγυρικού).
Track#176 / Την 12η Σεπτεμβρίου του σωτηρίου έτους 2024, ημέρα Πέμπτη, αφού, κατά το πιστό συνήθειὀ του, πήγε στη Λαϊκή Αγορά της Οδού Ύδρας, από όπου προμηθεύτηκε κάποια χρειώδη (μισό κιλό μελιτζάνες, τέσσερα αβοκάντο, δύο κιλά ρόδια, ένα λίτρο τσίπουρο διπλής αποστάξεως, μισό κιλό σύκα βασιλικά Πιερίας, και μία γλάστρα με καλαγχόη), ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος στρώθηκε στο γραφείο του για να συνεχίσει τη μελέτη του σχετικά με τον βίο και την πολιτεία του Niccolò di Bernardo dei Machiavelli (03.05.1469 – 21.06.1527), και υπογράμμισε, στη σελίδα 184, του έξοχου πονήματος του Patrick Boucheron, Λεονάρντο & Μακιαβέλι (μτφρ. Ρίκα Μπενβενίστε, εκδ. Πόλις), τη φράση: «Απαλή και γαλήνια λιτανεία της αλήθειας των αντικειμένων», μετά την οποία καταγράφονται τα υλικά που ζήτησε ο Λεονάρντο προκειμένου να προβεί στην εκτέλεση ενός έργου που του είχε ανατεθεί το 1503, στη Φλωρεντία, και επρόκειτο να έχει κολοσσιαίες διαστάσεις (δεκαεπτά μέτρα μήκος και επτά ύψος), το οποίο έργο, όπως ξέρουμε καλά, και όπως συνέβη με αρίφνητα άλλα έργα του, παρέμεινε ημιτελές, μολονότι ο μεγαλοφυής Λεονάρντο είχε παραλάβει εγκαίρως και αφειδώλευτα 260 λίβρες αστάρι, 89 λίβρες και 8 ουγγιές κολοφώνιο, 11 λίβρες και 4 ουγγιές λινέλαιο, 343 λίβρες γύψο από τη Βολτέρα, 2 λίβρες και 10,5 ουγγιές σφουγγάρι από τη Βενετία, 28 λίβρες λευκό μόλυβδο από την Αλεξάνδρεια, και εννιακόσια φύλλα (ήγουν 260 τετραγωνικά μέτρα) χαρτί από την Μπολόνια.
Track#177 / Άλλοτε σοκάρονταν, άλλοτε εκνευρίζονταν, άλλοτε γελούσαν με τις παρεκτροπές και τις αταξίες του, και τον θεωρούσαν, πρώτα και πάνω απ᾽ όλα, όχι πολιτική ή λογοτεχνική ιδιοφυΐα, αλλά, πιο απλά, έναν ευφυή, καλλιεργημένο, ξεκαρδιστικά διασκεδαστικό άνθρωπο, Φλωρεντινό μέχρι το κόκαλο / Niccolò Capponi, Μακιαβέλλι, μτφρ. Πέτρος Γεωργίου, εκδ. Πατάκη, σ. 428.
Track#178 / Τι;
Track#179 / Ορίστε;
Track#180 / A reference to Stendhal, who, to mock the use of quotations, would write “What?” as an inscription and sign it “Shakespeare.”
Track#181 / Δεν πρόκειται για παζλ, διότι τα θραύσματα της Ιστορίας δεν περιμένουν να τα συνταιριάξει το σοφό και κάπως θλιμμένο παιδί, καρτερικό και μοναχικό συνάμα, που κατοικεί στο πνεύμα κάθε ιστορικού· δεν πρόκειται για παζλ, επειδή τίποτα δεν αποδεικνύει ότι αυτό που κάποτε υπήρξε κατακερματισμένο ολοκληρώθηκε, ότι οι απομονωμένες λέξεις ανήκουν στην ίδια πρόταση, ότι τα κομμάτια που έχουν ξεκολλήσει από τον βράχο προέρχονται από τη μήτρα μίας και μοναδικής πλοκής. Δεν πρόκειται για παζλ αλλά, ίσως, για ένα πέρασμα που πρέπει να το διαβούμε, αν θέλουμε ν᾽ ακολουθήσουμε την πορεία της κοινής τους ανησυχίας / Bucheron, Λ & Μ, σ. 124.
Track#182 / Το Μυθιστόρημα, αποτελούμενο από το Πρώτο Βιβλίο, το Δεύτερο Βιβλίο, και το Τρίτο Βιβλίο, καίτοι το θέμα του είναι η αρχή μιας υπερδεκαετούς, έμπλεης πάθους, ερωτικής σχέσης, δεν δύναται, φρονεί ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος, να απασχολήσει ούτε στο ελάχιστο την Έβδομη Τέχνη, αν και οι πάντες γνωρίζουν, ακόμα και οι πέτρες, ότι η εν λόγω Έβδομη Τέχνη ψοφάει να οικειοποιείται, με το αζημίωτο, αλλά με ολέθρια αποτελέσματα, σχέσεις πάθους, ιδίως στην εποχή μας, μιαν εποχή ταχύτητας, επιπολαιότητας, αδυναμίας σύναψης πυρακτωμένων ερωτικών σχέσεων, ιδίως όταν αυτές εκτείνονται στον χρόνο, γίνονται υπερδεκαετείς, κατατείνοντας στη λεγόμενη ενσυναισθητική εμβύθιση.
Track#183 / Πώς είπατε;
Track#184 / «… το σύνολο των αποσπασμάτων δεν συνιστά ένα χαώδες και αυθαίρετο συνονθύλευμα αλλά είναι συνεκτικό, αφήνοντας ανοιχτό το ερώτημα της συντυχίας μέσα στο συνδυαστικό παιχνίδι της γραφής και της ανάγνωσης» / Κώστας Αξελός, Το Παιχνίδι του Κόσμου
Track#185 / Άκουσα καλά;
Track#186 / “September Song’’ is an American standard popular song composed by Kurt Weill with lyrics by Maxwell Anderson. It was introduced by Walter Huston in the 1938 Broadway musical production Knickerbocker Holiday. The song has been recorded by numerous singers and instrumentalists […] In "September Song", a man now recognizes the "plentiful waste of time" of earlier days, and in the "long, long while from May to December", having reached September, he is looking forward to spending the precious days of autumn with his loved one. [https:.wikipedia]
Track#187 / Η μουσική αντίληψη, η μουσική ευαισθησία, τα συναισθήματα και η μνήμη επιζούν όταν όλες οι άλλες μορφές μνήμης έχουν πια χαθεί [Oliver Sacks, Μουσικοφιλία, μτφρ. Κώστας Πόταγας & Άννυ Σπυράκου, εκδ. Άγρα, σ. 461 ]
Track#188 / Παρθενικῇ διαλάμπουσα χάριτι, μαρτυρικῶς τῷ Χριστῷ προσενήνεξαι· οὗ νῦν τῆς χαρᾶς ἀπολαύουσα, τῆς ὑπὲρ νοῦν Καλλιόπη πανεύφημε, δυσώπει ὑπέρ τῶν τιμώντων σε.