Ποιήματα που μου αρέσουν υπερβολικά

Ποιήματα που μου αρέσουν υπερβολικά



Και να παρατήσω τον κόσμο του θεάματος;

Ο φύλακας των ελεφάντων κατάβρεχε μ’ ένα λάστιχο μέχρι μέσα βαθιά
Τον κώλο ενός ελέφαντα κάθε μέρα. Το είπε
Σε κάποιον. Εκείνος του είπε Και γιατί
Δεν τα παρατάς; Κι ο φύλακας του είπε Πρέπει να το
Καταλάβεις καλά: τα έντερα του ελέφαντα είναι ευαίσθητα,
Ψεκάζεις λιγάκι κι αμέσως το σκατοβολιό ξεκολά και σκορπιέται
Τριγύρω... Κι ο άντρας εκείνος είπε πάλι Σε καταλαβαίνω,
Μάλλον, κάποιος πρέπει να το κάνει αυτό, αλλά γιατί δεν
Τα παρατάς; Κι ο φύλακας είπε Και να παρατήσω τον κόσμο
Του θεάματος; Δεν θυμάμαι ποιος μου το είπε για πρώτη φορά
Κάποια μέρα θα πεθάνεις, δεν γίνεται να ζεις παντοτινά.
Δεν θυμάμαι ποιος με κράτησε από το χέρι και είπε
Μερικά πράγματα, όχι όλα, μπορεί και να συμβούν.
Σε κάποιο κρατικό ψυχιατρείο όπου εργάζομαι
Ρώτησα κάποτε έναν ασθενή αν θυμάται.
Τα πάντα. Όλα όσα συνέβησαν ποτέ.
Από κάτι σκόρπιες αναμνήσεις που έχω, νομίζω
Πως υπήρξα δύσπιστος με την άνεσή του, με την προθυμία του
Να είναι θεατής όλων όσων έχασε, κι έτσι, τον ρώτησα,
Έχοντας ακούσει μόλις πριν λίγο ένα ηλίθιο αστείο για ελέφαντες:
Καμιά ιστορία με ελέφαντες; με κατοικίδια; Είχε έναν σκύλο:
Μπιν, Μπίνγκο, κάπως έτσι τον φώναζαν. Κάθε μέρα
Τον έβγαζε βόλτα με το λουρί κι αγόραζαν
Ένα χάμπουργκερ, κάθε μέρα κι αυτό, στο Σάουθ Χάρισον
Ή στο Νορθ Χάρισον, κάπου στο Σέλμπβιλ.
Τον ρώτησα πού βρισκόταν τώρα εκείνος ο σκύλος. Είπε πως
Τον αγαπούσε τόσο ώστε ήταν ικανός και να πιει νερό από τον ποταμό
Για χάρη του, και πως κι ο σκύλος το ίδιο θα έκανε για εκείνον, τόσο πολύ
Τον αγαπούσε. Παραδέχομαι πως κάτι έπρεπε να πω τότε
Μα βέβαια δεν είχα τίποτα
Να πω. Το κεφάλι του ήταν σκυμμένο καθώς έπινε.
Το νερό ήταν γλυκόπιοτο. Αποχώρησα αθόρυβα, αφήνοντάς τον
Μόνο, κι απομακρύνθηκα από τον ποταμό
Της συνείδησης. Με θυμάμαι πάνω σε ένα φορτηγάκι
Συνοδηγός εγώ, πλάι στον θείο Ραλφ να διασχίζουμε
Το επίπεδο Κάνσας. Είπε κάτι σε μια στιγμή. Αλήθεια; είπα εγώ.
Κι εκείνος απάντησε Γαμώτο ρε αγόρι μου, νομίζεις ότι μπορεί
Να σου είπα ψέματα; Γιατί συνέχεια λες «Αλήθεια;» σε ό,τι σου λέω;
Τ’ ορκίζομαι, δεν ήξερα, δεν ξέρω, γιατί το ρωτούσα συνέχεια αυτό.
Ήτανε θείος μου. Ποτέ δεν θα μου έλεγε ψέματα.
Η αλήθεια είναι πως δεν άκουγα αυτά που έλεγε
Γιατί χάζευα τις σειρές των χωραφιών να περνούν μπρος από το παράθυρό μου
Ήμουν απασχολημένος με το να είμαι φύλακας ελεφάντων
Να είμαι ελέφαντας, το λάστιχο μέσα του, ο σκύλος
Που έπινε νερό μαζί με τ’ αφεντικό του, να είμαι κι εκείνος ο ποταμός, όπου
Μέσα του όλα είναι αρμονικά, όλα μπορούν να συμβούν, όπου
Μέσα του ήξερα πως θα πεθάνω μια μέρα κι ύστερα θα ζήσω χωρίς
Να βλέπω, ν’ ακούω ή ν’ αγγίζω κάτι, μάλλον για πάντα.


Ραλφ Μπερνς (1949 Νόρμαν, Οκλαχόμα). Αμερικανός ποιητής.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: