Του Σταυρού
στη Βούλα
Το δέντρο ετούτο κράτησε την πίκρα της Σταυρούλας.
Τα φύλλα του σκεπάσαν την σιωπή της
Με το ψιθύρισμα αρρήτων μυστικών.
Κι αν πω για το ανακλάδισμα και τα λυγίσματά του
απλώναν όπως του παλμού το τρέμουλο
από τα σωθικά της.
Κι η πέτρα αυτή, αποκάτω. Σφραγισμένη πέτρα,
άνοιγε μοναχά στην πυρωμένη προσευχή της
για ζωντανά για πεθαμένα για μελλούμενα.
Και κρύβει ακόμη των αγριοπουλιών λαχτάρες
φτερώματα κατατρεγμένων και φτωχών.
Δαγκώνεις σκουριασμένο νόμισμα την ερημιά
περνώντας τώρα τα πνιγμένα μέρη λογγωμένα.
Βελάσματα μόνον στον ύπνο του βουνού. Έχει ξεμείνει
λιβάνισμα υγρό από την ρεματιά —
με τον σταυρό στο μέτωπο το πρόβατο διαβαίνει
στον ύπνο του βουνού, στον ύπνο του βουνού
και στην δική σου ανάσα
σφαγμένο, αίμα σταλάζοντας
παντοτινό το φως του.
Αρχαία ιστορία
Ένα κουνούπι παχουλό κι ανωφελές
από 'κείνα που ―μα τα ξέρετε!...― πίνουνε τζάμπα αίμα
φαντάστηκε πως είναι πάνθηρας
και τριγυρνούσε φουσκωμένο
κάτω απ' του Παλαμά την φοινικιά.
Ο μέλας πάνθηρ ―Παλαμάς ονόματι―
τον είδε ανάμεσα στα χαμολούλουδα
να μαγαρίζει.
Γελώντας, με αστραπή στα μάτια τού λέει:
«Έλα! Κοπάνα τη! Δεν τρώω κουνούπια δα,
ούτε μαθητικά λευκώματα της πλάκας».
Σεμνή
Αυτή η πέτρα ήταν γυναίκα κάποτε.
Με χαρακιές και με καμπύλες, δρόμους εγκαρτέρησης.
Ήτανε κάποτε γυναίκα και την έκοψε στα δύο
το μαύρο αερικό περνώντας με ρομφαία.
Γυναίκα πέτρα και την λέγανε Σεμνή.
Είχε έναν ίσκιο, δρόσιζε τον χρόνο των πουλιών.
Αλλά την νύχτα ο ίσκιος της, γινότανε ποτάμι
πίναν τα ζωντανά, τ' αγρίμια και σηκώνανε
στον ουρανό τα μάτια.
Δέντρα ξεντύνονταν τις φυλλωσιές τους
και τις γυαλίζανε στα διάφανα του ποταμού νερά.
Στον ίσκιο αυτόν, μού άφησε θαμμένη
στα χώματα κληρονομιά. Ένα σακούλι με βροχή,
ένα πιθάρι φως
και το βασιλικό κλωνί που 'χει καρπούς
λέξεις ανείπωτες απ' τον βυθό της θάλασσας
κι από πηλό της προσευχής.
Γυναίκα ήταν η πέτρα, η Μάνα.
Στην ερημιά της πάλλευκης σελίδας στρατολάτης
την βλέπω μοναχή, την ορφανή, της ταπεινής, την περηφάνια βλέπω
σφαγμένη Μάνα, με του ίσκιου της τον κόρφο
Μυρωδικά να με καλεί
και να με παίρνει.
Επικαιρικός ιός στο ηλεκτρονικό σας σύστημα
Εσείς με φεστιβάλ ―«διεθνή»!...― και με ιστοσελίδες
κι εμείς με πέννα και μελάνι στο χαρτί.
Εσείς επιδοτήσεις, φράγκα και παρτίδες
κι εμείς με χέρι ακάματο, μάτι κι αυτί
στις αρμονίες της σιωπής, στην δόξα των χρωμάτων.
Με κόμπο στον λαιμό εμείς, απύλωτοι οι ραγιάδες
εναλλασσόμενων εικόνων ψεύδους και πτωμάτων.
Το μέλλον σας με τεχνητή νοημοσύνη, ω γαλονάδες!
Σας το χαρίζουμε. Στο πόστο αυτό
θα χύνουμε το αίμα μας. Γραφτό.
Το μόνο δικαστήριο
Φεύγουν τα χρόνια, χνούδια στον άνεμο.
Τραβιούνται τα νερά.
Φαίνεται αργά, μαύρη
κουφαλιασμένη, η πέτρα του βυθού.
Κι είναι αδυσώπητο το φως.
Όλα γυμνά, όλα μαχαιρωμένα
τα ξεπλένει.