H άρνηση της συμμετρίας

H άρνηση της συμμετρίας



Άραγε αυτό που θα θυμούνταν θα ήταν η αθόρυβη μπεζ ψάθα που είχε απλωθεί στο πάτωμα του δωματίου ανάγνωσης για τις ώρες της ψευτοαιδημοσύνης;[1] Θα ήταν η αριστοκρατική προτίμηση για τα ασύνδετα σχέδια στα παρτέρια, σχέδια που τα παρατηρούσαν στις ώρες της υποτιθέμενης συγκέντρωσης; Ή ίσως θα ήταν οι όλο και πιο σκοτεινές πλευρικές στοές, αυτές που έκρυβαν επιμελώς τα σκοτεινά ραντεβού τους;
Καθώς σήμερα προσπαθεί ν’ ανασυνθέσει την ιστορία του Κάλαη και του Ορφέα, ο Ιμπν Αλ Μασούρ δυσκολεύεται στις λεπτομέρειες.
Τι απέμεινε απ’ όλα αυτά; Σε ποια μακρινή πατρίδα θα μπορούσαν να τ’ αναζητήσουν, τόσα χρόνια μετά; Και τι ταξίδι θα έπρεπε να κάνουν; Καθένας τους χωριστά, απ’ όπου κι αν ξεκινούσε, ήταν ένας ταξιδευτής που έφευγε πλέον μονάχα για να φύγει. Αυτό που τους έλειπε ήταν ο προορισμός. Δηλαδή, με άλλα λόγια, αυτό που τους έλειπε ήταν η επιθυμία. Παντελής απουσία επιθυμίας. Μόνο, καθένας μόνος του, όπου κι αν στεκόταν, όπου κι αν βρισκόταν, είχε κρατήσει ―πολύτιμη ανάμνηση― την ενόχληση που του προκαλούσε η συμμετρία. Όχι όμως και οι δύο με τον ίδιο τρόπο: ο ένας ―ο Ορφέας― από ερασιτεχνισμό και από την έπαρση του αμύητου ανθρώπου, εκείνου που μες στην τραχύτητά του πασχίζει να αποδείξει κάτι στους άλλους. Ο άλλος ―ο Κάλαης― υποστήριζε την απέχθειά του για τη συμμετρία επειδή το γούστο του ήταν λεπταίσθητα διαμορφωμένο, ήταν το γούστο εκείνου που εξ απαλών ονύχων έχουν οι νέοι ευγενούς καταγωγής.

Τους δυο τους δεν τους χώρισε η απόσταση, ούτε τους απομάκρυναν οι δυσκολίες της ζωής, ούτε η έλλειψη πάθους ή έλξης. Δεν τους χώρισε κάποια λιποψυχία, δεν υπήρξε στη σχέση τους κάποια παραφωνία, δεν τους κατέλαβε αιδώς και μεταμέλεια,[2] ούτε και μπήκε στη μέση κάποιος καινούργιος έρωτας. Δεν υπήρξε μεταξύ τους τριβή ή ρουτίνα, ούτε καν ελάχιστη φθορά. Δεν τους χώρισε η αρρώστια, ούτε ο θάνατος, ούτε κάποιο αφύσικο γνώρισμα της σχέσης τους. Το αγεφύρωτο χάσμα που άνοιξε μεταξύ τους και ο χωρισμός τους συνδέθηκε με μιαν ενέργεια τόσο μοχθηρή και επικίνδυνη, που όσο κι αν προσπαθεί σήμερα ο Ιμπν αλ Μασούρ να την καταθέσει στο χαρτί με λέξεις, είναι αμφίβολο αν θα καταφέρει να αποδώσει στο ελάχιστο τα απαράμιλλα χαρακτηριστικά της.
Η μοναδική λέξη που κατόρθωσε να βρει ο ποιητής για ν’ αποδώσει την κατάσταση της ψυχής τους είναι «άωρος νεκρός»: μια κατάσταση πρόωρης απώλειας της μνήμης, σαν τον θάνατο να πούμε.

Γιος του Λεωνίδη κι εγγονός του Φιλώτα, ο Κάλαης ήταν στα είκοσί του πυρόξανθος με γαλάζια μάτια, με γένια σαν κισσό πλεγμένα πάνω από τα χείλη του και γύρω στα μάγουλά του, με ελαφρά γαμψή μύτη και με έντονα ζυγωματικά, ένας νέος που προοριζόταν από τα γενοφάσκια του για κληρονόμος πολλών κτημάτων στην Κάτω Αίγυπτο. Η οικογένειά του κατοικούσε σ’έναν τριώροφο πύργο με κεντρικό ανάχωμα, με μια περιφερειακή στοά γύρω από τη ρωμαϊκή αυλή που ήταν σκεπασμένη με καφασωτά, στολισμένη με γλυπτές στάμπες, μια αυλή κεντρική που οδηγούσε σε πλάγιες διαμονητήριες αυλές που έμοιαζαν με κιόσκια. Το αρχοντικό αυτό σπίτι είχε δύο πύλες και ανθοφόροι θάμνοι μέσα σε πορσελάνινες γλάστρες πλαισίωναν την κεντρική σκάλα της εισόδου, ενώ οι πετρόγλυπτες, τούβλινες και μαρμάρινες κατασκευές στα περβάζια με τα αναρριχητικά φυτά δημιουργούσαν ένα ευτυχές πάντρεμα κατοικίας και κήπου.
Τίποτε σ’ αυτό το σπίτι δεν ήταν συμμετρικό.
Ο Ορφέας είχε αγοραστεί ως υπηρέτης της οικογένειας και το ενδιαίτημά του ήταν μια ψαροκαλύβα αρκετά απομακρυσμένη από το σπίτι, στις όχθες του Νείλου, μαζί με άλλους δούλους. Πρόσφατα φερμένος από κάποιο ορεινό χωριό της Κυνουρίας: σκούρος στο δέρμα, με αθλητικό ηλιοκαμένο σώμα, μεγαλύτερος στην όψη απ’ό,τι στην ηλικία, σμιχτοφρύδης και με μια σταθερή, αμετάβλητη έκφραση ανεκπλήρωτου πόθου στα μάτια. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν ασύμμετρα- το αριστερό μάγουλο είχε μια βαθειά ρυτίδα, τα χείλη του κατηφόριζαν ανεπαίσθητα στην αριστερή πλευρά- και είχε ένα μουλωχτό, θυμωμένο ύφος που θύμιζε φαγιούμ.[3]

Μια πολύ ζεστή και υγρή μέρα του 229 π.Χ.(πρέπει να ήταν δεκαεννιά-είκοσι χρονών το πολύ) ο Κάλαης έκανε απόξυση της σκόνης στην παλαίστρα μαζί με δύο παιδικούς του φίλους, τον Ευδάμνιππο και τον Δέλφη. Ήταν απομεσήμερο και, ιδρωμένος όπως ήταν από την προπόνηση, ο Κάλαης είχε ξαπλώσει κοντά στα στάσιμα νερά της δεξαμενής και είχε ακουμπήσει στον ώμο του ενός ―του Δέλφιδος― και περίμενε κάποιον υπηρέτη να του φέρει ένα ποτήρι κρασί ή κάτι τελοσπάντων δροσιστικό, για να ξεδιψάσει· ήταν η σειρά του Ορφέα να ανεβάσει τον ασημένιο δίσκο με τα ποτά από τις κουζίνες. Βγήκε προς τη μεριά της παλαίστρας και είδε τη νεανική ομήγυρη στο βάθος, να καθρεφτίζεται μέσα στη δεξαμενή με τα νούφαρα. Ακόμη δεν είχε διακρίνει τη φιγούρα του Κάλαη, και βάδισε ίσια εμπρός, προσέχοντας να μην χύσει τα ποτά. Και τότε, όταν είδε το γυαλιστερό σώμα του Κάλαη να γέρνει στον ώμο του Δέλφη, ένιωσε μια θέρμη, σαν αρρώστια να καίει το πρόσωπό του και κοκκίνισαν τα αυτιά του.[4]
Ο Κάλαης ανασηκώθηκε ελαφρά, ευχαρίστησε τον μελαψό υπηρέτη, ήπιε μια μεγάλη γουλιά, αναστέναξε και, αυτή τη φορά, ξάπλωσε κανονικά στα πόδια του Δέλφη. Δεν χρειάζεται να αναφερθεί πως, στην Αλεξάνδρεια των Ελληνιστικών χρόνων, τέτοιες χειρονομίες και συμπεριφορές συνηθίζονταν, ενταγμένες στα πλαίσια μια άρτιας ομοκοινωνικότητας ατόμων του ίδιου φύλου. Η στάση των σωμάτων αυτών των νεαρών δεν σήμαινε τίποτε παραπάνω από τη φυσική στάση κάποιων κουρασμένων αθλητών που αγγίζουν ο ένας τον άλλον στα πλαίσια του αθλήματος- και μιλάμε για παλαίστρα, όχι για ρινγκ πυγμαχίας. Όμως ο Ορφέας δεν το είδε έτσι το πράγμα: η φαντασία του δημιούργησε μιαν ολόκληρη ιστορία, που αυτόματα καθρεφτίστηκε στο πρόσωπό του. Νομίζοντας πως δεν έγινε αντιληπτός, και αφού σέρβιρε και τα υπόλοιπα ποτήρια, περίμενε υπομονετικά όρθιος μέχρι να του πουν να φύγει. Και του το είπε ο Δέλφης: «Είσαι ελεύθερος να φύγεις».
Εκείνος δίστασε προς στιγμήν, και τότε ο Κάλαης ―που διασκέδαζε με την ολοφάνερη αντίδραση του υπηρέτη του και, μάλιστα, είχε επικεντρωθεί στα ασύμμετρα χαρακτηριστικά του προσώπου του― μάλωσε τον Δέλφη και ζήτησε από τον Ορφέα να καθίσει και να πιει μαζί τους. Ο Δέλφης δεν φάνηκε να δυσανασχετεί: η υπεροχή του αφέντη ήταν δεδομένη, αυτή δεν ήταν παρά μια κίνηση μεγαλοψυχίας, σκέφτηκε. Δεν ήταν όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα: τα μέλη των δύο αγοριών ήταν ανατριχιασμένα, η θέρμη από τη σωματική άσκηση είχε εξατμιστεί και μια μικρή ψύχρα απλωνόταν στον χώρο, οι παιδικοί φίλοι του Κάλαη παρέμειναν σιωπηλοί και έπιναν από το κρασί χωρίς να γυρίζουν να κοιτάξουν, τα αγγίγματα –τα πρώτα, δειλά αγγίγματα- χάθηκαν μέσα στο ημίφως. Η αντανάκλαση από τη δεξαμενή χάραζε ράβδους ασημένιου χρώματος στα σώματά τους. Η ώρα ήταν προχωρημένη, οι διαθέσεις αμφίρροπες.

Όταν ο Ορφέας κάθισε δίπλα του, ο Κάλαης αντιλήφθηκε μεμιάς πως κάτι σπουδαίο ξεκινά. Και μια ανεξήγητη αίσθηση γεννήθηκε μέσα του, πως δεν θα είχαν καλά ξεμπερδέματα.

Εκείνο το βράδυ ξεκίνησε ένα ταξίδι που, είκοσι δύο αιώνες μετά, καταγράφει λεπτομερώς ο Ιμπν αλ Μασούρ στα κιτάπια του, ώστε ν’αναζητήσει τα αίτια της απόλυτης μελαγχολίας που γεννήθηκε ήδη στο ξεκίνημα. Το συναίσθημα αυτό δεν εκπλήσσει τον ποιητή, αντίθετα του διεγείρει την ανάγκη να το μελετήσει. Μέρος σημαντικό της διατριβής του είναι η μελαγχολία ως ψυχική κατάσταση: εδώ πρόκειται για εραστές μιας παρωχημένης εποχής, μιας εποχής βυθισμένης σε επιγράμματα[5] που προέρχονται από τα βάθη του χρόνου. Όμως το συναίσθημα ως αντικείμενο μελέτης παραμένει το ίδιο, γιατί υπάρχουν πολλοί που διακρίνουν μελαγχολία σε κάθε μορφή ταξιδιού: είτε γιατί περιλαμβάνει μια αναχώρηση, είτε γιατί υπάρχει ένας αποχωρισμός ή μια άσκοπη εκ πρώτης όψεως περιπλάνηση, είτε γιατί εξαρχής οι άνθρωποι πενθούν το αναπόφευκτο τέλος του ταξιδιού τους-για χίλιους δυο λόγους, για τους ίδιους λόγους που πενθούν και το αναπόφευκτο τέλος της ζωής τους:

Πικρή είν’ η πείρα που ο καθείς κομίζει απ’ το ταξίδι!
Ίδιος ο κόσμος ο μικρός και σήμερα και χτες
κι αύριο και πάντα την πιστήν εικόνα μας θα δίδει
όαση φρίκης σ’ ερημιάς εκτάσεις πληκτικές.[6]

Ο Ιμπν αλ Μασούρ έχει μεγάλη πείρα στην καταγραφή διάφορων επικοινωνιακών γλωσσών: τα ελληνικά του είναι άπταιστα, τα λατινικά του επίσης. Οι κλασικές σπουδές του είναι που τον στρέφουν σ’ εκείνα τα χρόνια. Και, βέβαια, το άδοξο τέλος του συγκεκριμένου αισθηματικού ταξιδιού.
Γιατί το ταξίδι που έκαναν εκείνη την εποχή ο Κάλαης και ο Ορφέας είναι καταγεγραμμένο στη λίστα των πιο εκστατικών ταξιδιών του ανθρώπινου κώδικα επικοινωνίας. Δεν επιστρατεύθηκε μεταξύ τους αμφίσημο λεξιλόγιο με πολλαπλές συνδηλώσεις. Η αγάπη δηλωνόταν ρητά. Εκμεταλλευόμενοι τη σιγουριά και την άνεση της κύριας κατοικίας, αλλά και αξιοποιώντας τη γλυκειά ταλαιπωρία της αϋπνίας και της παρανομίας, οι δυο τους ανακάλυψαν την υφή της ψάθας: είτε επρόκειτο για τη μπεζ ψάθα του αναγνωστηρίου, στο σπίτι του Ορφέα, είτε επρόκειτο για τη μικρή καφέ ψάθα του καλυβιού όπου έμενε ο Κάλαης μαζί με άλλους δούλους. Αυτό το καλύβι βρισκόταν στις όχθες του Νείλου, κοντά στο Δέλτα, περιβαλλόταν από καλαμιές και από δέντρα παπύρου και είχε μια μικρή εξέδρα-σαν αποβάθρα- όπου βρισκόταν πλαγιασμένη μια βάρκα με δίχτυα για το ψάρεμα. Εκεί συναντιόνταν οι δυο τους όποτε οι γονείς του Κάλαη επέστρεφαν από τα ατελείωτα ταξίδια τους στην επαρχία ―γιατί ήσαν έμποροι και ταξίδευαν διαρκώς, αγνοώντας ή εθελοτυφλώντας στις πράξεις και τις συνήθειες του νεαρού γιου τους― στην ουσία, αδιαφορώντας γι’αυτές ή και ―στην τελική― εγκρίνοντάς τες σιωπηρά.
Η αφή της ψάθας, λοιπόν, είναι ένας από τους κώδικες με τους οποίους ο ποιητής μπορεί να αποδώσει ―ως ένα σημείο πάντα― την αγάπη που είχαν νιώσει οι δύο νέοι.

Λίγο πριν από τα ξημερώματα, ο Ορφέας και ο Κάλαης ―ένα κορμί μελαψό και ένα ολόλευκο, σε πλήρη αισθησιακή αντίθεση― ήταν πλαγιασμένοι μέσα στο μικρό καλύβι των ψαράδων, πάνω στην ψάθα, ελπίζοντας να μην εμφανιστεί πρωί πρωί κάποιος από τους δούλους που έμεναν πότε-πότε εκεί. Μια αίσθηση εγκατάλειψης και αρμονίας, απουσία συμμετρίας και «κανονισμένου» σκηνικού: ολόγυρά τους υπήρχαν κοφίνια, καλάμια, αγκίστρια, δολώματα, πετονιές, βρόχια άτακτα ριγμένα, καθώς και τα κουπιά της βάρκας που έχασκε γερμένη έξω απ’ την καλύβα, με ακουμπισμένη την πρύμνη στο νερό. Μια ακαταστασία που συνόψιζε το στοιχείο έντασης και τους επέτρεπε να είναι αμέριμνοι και χαλαροί.
Η καλοκαιρινή βραδιά είχε φανεί στον Ορφέα πολύ πιο μικρή, τώρα που μεγάλωνε η μέρα και περνούσε οριστικά το καλοκαίρι. Ο Κάλαης του είπε πως ήταν η ιδέα του, και πως «ο καιρός δεν βγαίνει από την ορθή του ρυθμική για κανένα λόγο!»[7]

Τότε ακούστηκε ένα τρίξιμο καλαμιού.
Ο Κάλαης τινάχτηκε ολόγυμνος και έσκυψε από το παράθυρο του καλυβιού. Είδε τότε, πρόσωπο με πρόσωπο, τον παιδικό του φίλο, τον Δέλφη, που είχε πλησιάσει απαρατήρητος, σκύβοντας και κρυφοκοιτάζοντας απ’ έξω. Έκπληκτος ο Κάλαης τύλιξε ένα ύφασμα στη μέση του και σαν έλασμα έτρεξε έξω απ’ την καλύβα, αλλά ο Δέλφης είχε γίνει άφαντος.
Αυτό το συμβάν χάλασε τη διάθεση των δύο εραστών. Η πιθανότητα και μόνο ο Δέλφης να είχε παρακολουθήσει την ερωτική τους συνεύρεση οδήγησε στο να ξεκόψουν ο Κάλαης με τον Δέλφη. Μικρό το κακό, αν σκεφτεί κανείς πως οι παιδικοί φίλοι συνήθως χάνονται όταν μεγαλώνουν και ωριμάζουν, εκτός πια από εξαιρετικές περιπτώσεις. Η ζωή είναι ρευστή, τα πράγματα αλλάζουν κατά το αδόκητο, όλοι μετατρέπονται σε μιαν άλλη εκδοχή του προηγούμενου εαυτού τους, μικρές προδοσίες συμβαίνουν καθημερινά. Η ψυχή του ανθρώπου στεγνώνει από τους ζωτικούς χυμούς της ανέμελης εφηβείας, με αποτέλεσμα κάποια γαλήνη, αλλά και μια βαθύτατη γεύση λύπης γι’ αυτό το διαφορετικό που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Η οφθαλμολαγνεία του παιδικού του φίλου δεν είχε ενοχλήσει ιδιαίτερα τον Κάλαη, αλλά ήταν σίγουρος πως ο Δέλφις δεν είχε μούτρα να τον αντικρύσει. Πως ντρεπόταν.

Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε.

Οι δύο νέοι πέρασαν έξι μήνες πραγματικής ευτυχίας, απόλυτης αφοσίωσης και απροκάλυπτης τρυφερότητας.[8] Τα μόνα σχόλια που ακούστηκαν –γιατί τους έβλεπαν όλοι, πιασμένους χέρι-χέρι, να εξαφανίζονται για ώρες- αφορούσαν τη διαφορά στην κοινωνική τους τάξη. Κι αυτά, όμως, υπέκρυπταν ένα μικρό δάγκωμα θαυμασμού και φθόνου. Τίποτε στον ορίζοντα δεν προμήνυε την καταιγίδα που θα ’ρχόταν.
Ώσπου, μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, και αφού τελείωσε με τις φοιτητικές του υποχρεώσεις στη Βιβλιοθήκη, ο Κάλαης βάδιζε κοντά στον ναό της Εκάτης πολύ σκεφτικός και πολύ συγκεντρωμένος, τυλιγμένος στο πανωφόρι του, όταν το αυτί του συνέλαβε έναν ήχο τελείως άγνωστο: κάποιος προσευχόταν εκεί μέσα, ή κάτι τέτοιο. Μια φωνή γνώριμη. Ήταν ο Δέλφις. Ο Κάλαης ανταπέδωσε τη λαθραία ενέργεια που είχε, καθώς νόμιζε, απομακρύνει τον ντροπιασμένο φίλο του, σκοπεύοντας να ακούσει τι έλεγε μονάχος του μέσα στον ναό και με τον απώτερο στόχο να εμφανιστεί στο τέλος, να του πει «Είδες; Κρυφάκουσα κι εγώ! Είμαστε πάτσι!» και η παιδική φιλία τους να αποκατασταθεί αυτόματα. Όμως, σαν πλησίασε και κόλλησε το αυτί του στη μισάνοιχτη θύρα του ναού, άκουσε κοκαλωμένος τον Δέλφη να λέει τα εξής:

«Αποστρέφω. Αποστρέφω. Αποστρέφω τον Κάλαη από τον Ορφέα!»

Τον είδε να δένει κάτι αλλόκοτα κλωνάρια σ’ένα τυλιγμένο κομμάτι παπύρου και να τα ακουμπά στον βωμό.

«Μακριά από το πρόσωπό του, μακριά από τα μάτια του, μακριά από το στόμα του, από το στήθος του, από την ψυχή του, από όλο του το σώμα αποστρέφω τον Κάλαη από τον Ορφέα!»

Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Κάλαη. Ξάφνου κατάλαβε πως ο Δέλφις έφτιαχνε κατάδεσμο.[9] Φόβος τρομακτικός τον έζωσε, ένιωσε τα πόδια του να λύνονται. Ο Δέλφης συνέχιζε, κοιτάζοντας κατάματα το ειδώλιο της θεάς κοντά στην πυρά:

«Εσύ, δέσποινα Εκάτη ουρανία, Εκάτη του Κάτω Κόσμου, Εκάτη των τρίστρατων, Εκάτη τριπρόσωπη, Εκάτη μονοπρόσωπη, ξερίζωσε την καρδιά του Κάλαη από την καρδιά του Ορφέα! Ξερίζωσε την καρδιά του Ορφέα από την καρδιά του Κάλαη!»

Δεν πέρασαν δύο δευτερόλεπτα και ο Κάλαης λιποθύμησε.

Ο Ιμπν Αλ Μασούρ, ένας ποιητής του εικοστού πρώτου αιώνα, είναι καθισμένος στο φτωχικό του γραφείο και προσπαθεί ν’ αναπαραστήσει τα όσα επακολούθησαν. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία πώς, με ποιες λέξεις.
Σημασία έχει πως εκείνο το μακρινό βράδυ, μόλις επέστρεψε στο ασύμμετρο σπίτι του, ο Κάλαης έπεσε στο κρεβάτι με πολύ ψηλό πυρετό και αρνήθηκε να δει τον Ορφέα. Οι γονείς του ανησύχησαν τρομερά με τον επίμονο πυρετό και φώναξαν γιατρούς για να τον δουν, αλλά εκείνος αρνήθηκε να πιει τα φάρμακα, να δεχτεί τα καταπλάσματα, να υπακούσει στις εντολές τους. Κι αυτό κράτησε για δέκα ολόκληρες μέρες.
Από την άλλη, το περίεργο είναι πως ούτε ο Ορφέας επιχείρησε να τον συναντήσει για δεύτερη φορά. Μια που ο αγαπημένος του αρνήθηκε να τον συναντήσει, μια που ο Ορφέας προσαρμόστηκε αυτόματα στη νέα κατάσταση. Χωρίς αντίρρηση, χωρίς ενδείξεις πένθους, χωρίς συμπτώματα στέρησης. Ούτε μετάνοιες, ούτε παρακάλια, ούτε παρακλαυσίθυρα.[10] Σιωπή και απόσταση.
Όσο για το πώς αντέδρασαν χρόνια αργότερα, είναι βέβαιο πως δεν νοστάλγησαν καθόλου. Το πιο πιθανό είναι να μην θυμούνταν καν το παραμικρό. Κατοίκησαν σε τόπους μακρινούς, μίλησαν άλλες γλώσσες, άσκησαν διαφορετικά επαγγέλματα, ο Κάλαης παντρεύτηκε κι απέκτησε και τέσσερα παιδιά. Με τον χρόνο άλλαξε ολοκληρωτικά και η διάθεσή τους απέναντι στη ζωή. Ο Ορφέας συνέχισε να υπηρετεί επιφανείς οικογένειες των ελληνιστικών πόλεων της Μικράς Ασίας, κάποια στιγμή βρέθηκε στη Ρόδο, κάποια στιγμή έγινε απελεύθερος κι επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, αλλά τα σήματα του παρελθόντος ήταν πολύ μακρινά κι έρχονταν ξεψυχισμένα μοναχά στον ύπνο του: τα τοπία που τόσο είχε αγαπήσει, τα δειλινά στον Νείλο, κάποια κρωξίματα πουλιών τη νύχτα, μόνο αυτά ανέσυραν κάποιες σκοτεινές νύχτες μικρά ίχνη μιας παλιάς φιλομόφυλης ταραχής, πολύ βαθιά χαμένης μέσα στον χρόνο. Σταδιακά ο Ορφέας έβλεπε την ψυχή του να σκοτεινιάζει, κι έτσι λίγο λίγο η ψυχή του μαύρισε τελείως, καθώς ―χωρίς να ξέρει γιατί ή να θυμάται το παραμικρό― βίωσε την απόλυτη αλγηδόνα.[11]
Όσο για τον Κάλαη, αυτός στις κλειστές, προσωπικές του στιγμές περιέπιπτε σε σιωπή, διατηρώντας και ένα αδιόρατο χαμόγελο και τα μάτια του έλαμπαν ειρωνικά, σαν να’χε αποδεχτεί την απώλεια αποκομίζοντας τα θετικά της στοιχεία και απολαμβάνοντας την απόλυτη ασυμμετρία ανάμεσα στα όσα περίμενε από τον έρωτα και στο πώς εξελίχθηκαν, τελικά, τα πράγματα.[12]
Και επειδή δεν ήταν σε θέση να βρει τις λέξεις που θα περιέγραφαν με ακρίβεια το συναίσθημά του της μελαγχολίας, επέλεγε να σωπαίνει και να κοιτάζει τα ανθρώπινα από απόσταση, σε μια φιλοσοφική ενατένιση.[13]

Το ίδιο κάνει στις μέρες μας και ο Ιμπν αλ Μασούρ.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: