Ναι, η μικρή Sol και η προσπάθειά της να επεξεργαστεί μια πάρα πολύ επώδυνη πραγματικότητα βρίσκονται στο επίκεντρο της δραματουργίας, στην πραγματικότητα όμως το σπουδαίο φιλμ της Lila Aviles κινείται πάνω σε πολλούς μικρούς άξονες, θίγοντας μεταξύ άλλων και το πώς ο ενήλικας διαχειρίζεται το πένθος αλλά και το πώς οι οικογενειακές δυναμικές δοκιμάζονται κι ενίοτε αλλάζουν σε καιρούς βαθιάς κρίσης. Θυμίζει ελαφρώς το σινεμά της Carla Simon όσον αφορά το πόσο ευαίσθητα αφουγκράζεται τον ψυχισμό των παιδιών, όμως εδώ το συναίσθημα έρχεται να κατακλύσει την οθόνη μ’ έναν τρόπο πιο άμεσο αλλά και καθόλου εκβιαστικό. Εύστοχα, αποφεύγει την εξιδανίκευση στην περιγραφή των χαρακτήρων, δεν επιλέγει να τους κοιτάξει με μια εσκεμμένα νοσταλγική ματιά, σαν ένας μεσήλικας που ξεφυλλίζει μελαγχολικά φωτογραφικά άλμπουμ του παρελθόντος, αλλά βυθίζεται στις ατέλειές τους, υιοθετεί το βλέμμα του παιδιού που μόλις τώρα αρχίζει να ανακαλύπτει πως οι μεγάλοι δεν είναι παντοδύναμοι και άφθαρτοι. Δεν είναι μια θεώρηση αποδομητική, αλλά ρεαλιστική, που αναγνωρίζει και αποδέχεται τα άτομα που περιβάλλει στην ολότητά τους.
Το «Τοτέμ» έχει μετρημένες στιγμές που στοχεύουν άμεσα στη συγκινησιακή φόρτιση, και είναι όλες τους άκρως αξιομνημόνευτες. Τον κύριο όγκο του χρόνου καταλαμβάνουν τελετουργίες του σπιτιού, που αποκαλύπτουν σταδιακά πτυχές των χαρακτήρων και που ειδικά στην περίπτωση της Sol λειτουργούν ως ένα ταξίδι προς μια πρώιμη ωρίμανση. Η κάμερα πάλλεται σχεδόν συνέχεια, σαν να θέλει να αποτυπώσει την εσωτερική ένταση της συνθήκης που βιώνουν τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, αλλά και με σκοπό να καταγράψει τη ζωή που σφύζει ανάμεσά τους (ως προς αυτό, προσοχή στις τρεις τελευταίες λήψεις προτού πέσουν οι τίτλοι). Οι πληροφορίες που παρέχονται στον θεατή εσκεμμένα έχουν και κενά, σίγουρα για να αποδοθεί η γνώριμη κατάσταση που έχουν βιώσει οι περισσότεροι ως ανήλικα μέλη οικογένειας του «όχι μπροστά στο παιδί». Γι’ αυτό και όταν «ραγίζει το γυαλί» και διαρρέει κάτι ενδεχομένως επιζήμιο για τον ψυχισμό της Sol, το αποτέλεσμα είναι συνταρακτικό. Από διακριτικές λεπτομέρειες πάντως γίνεται κατανοητό το πλήρες πλαίσιο των διαπροσωπικών σχέσεων, όπως και οι πολλαπλές και διαφορετικές οπτικές γωνίες. Με τα δεδομένα που υπάρχουν στο νοητό τραπέζι, κάθε χειρονομία, ατάκα και αντίδραση έχουν έναν μεγιστοποιημένο αντίκτυπο, και από αυτήν την άποψη ίσως να υπάρχει μια υφολογική συγγένεια και με το εξαιρετικό «Aftersun», ακόμη και αν το φιλμ που προκύπτει εδώ είναι πολύ πιο ξεκάθαρο αφηγηματικά. Και οι συμβολισμοί, αν και απλοί (για παράδειγμα το πουλί που προσπαθεί επίμονα να διώξει ο Roberto), βοηθούν στο να «ξεκλειδωθεί» περαιτέρω το νόημα κι επομένως είναι ουσιαστική η ύπαρξή τους.
Πολλοί από τους δεύτερους ρόλους κάνουν αθόρυβη δουλειά ώστε να συμπληρωθεί ένα πολύπλοκο παζλ συναισθημάτων, αλλά είναι αρκετά εμφανές πως το βάρος πέφτει κυρίως στους ώμους της Naima Senties σε μια από τις καλύτερες παιδικές ερμηνείες των τελευταίων ετών στο σινεμά. Είναι αξιοσημείωτο το πώς εσωτερικεύεται από την ίδια η απόγνωση του ρόλου της οδηγώντας και σε συγκεκριμένες συμπεριφορές, και τα ελάχιστα ξεσπάσματα ακόμη κινούνται πάντα στις ράγες που θα περίμενε κανείς από ένα μικρό κορίτσι που είναι απλά ο εαυτός της, δεν υπάρχει η προσποίηση που παρατηρείται σε άλλες αντίστοιχες κινηματογραφικές περιπτώσεις, και αυτό πιστώνεται σίγουρα και στο πώς δίνει οδηγίες η Aviles.
Αν και περιγράφει μια διαδρομή που δεν διαθέτει ευχάριστη κατάληξη, το «Τοτέμ» έχει μια παράδοξη δύναμη κάθαρσης. Και όσο και αν ανυπόφορα κλισέ ακούγεται η φράση «και η ζωή συνεχίζεται», είναι τελικά μια αμείλικτη σταθερά που μένει στη θέση της και περιμένει από το εκάστοτε άτομο να έρθει στο σημείο να τη συναντήσει. Δεν είναι καν ένα απώτερο, δύσκολο νόημα, είναι δυστυχώς ή ευτυχώς η μόνη αλήθεια σε πολύ συγκεκριμένες φάσεις στον βίο οποιουδήποτε. Αυτό το κατανοεί απόλυτα η Aviles σε μια δουλειά σπάνιας ωριμότητας αλλά και με γενναιοδωρία ως προς τις ανταμοιβές της.