«Υπέροχες ημέρες» του Βιμ Βέντερς

«Υπέροχες ημέρες» του Βιμ Βέντερς

________
Bλ. και Χάρτης#69
________







Υπάρχουν ταινίες που τις βλέπουμε για να περάσει η ώρα ευχάριστα, δηλαδή για να μετατρέψουμε το βίωμα της διάρκειας, του χρόνου που περνάει, σε απόλαυση (όπως κάνουμε κι όταν ακούμε μουσική ή όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο), και υπάρχουν και ταινίες που τις βλέπουμε και συναισθανόμαστε τι σημαίνει αυτή η διάρκεια στην υπαρξιακή ουσία της, τι είμαστε εμείς μέσα στον τόπο και τον χρόνο, τι είναι αυτός ο χρόνος που περνάει και πολύ συχνά προσπαθούμε να τον ξεχάσουμε, πηγαίνοντας ―μεταξύ άλλων― σινεμά. Αυτές οι δεύτερες είναι, φυσικά, πολύ πιο σπάνιες και εξ αυτού ανεκτίμητης αξίας. Και τέτοια ταινία είναι το «Perfect Days» (2023).

Σαράντα χρόνια μετά το «Παρίσι, Τέξας», ο Βιμ Βέντερς μάς αφηγείται και πάλι την ιστορία ενός ανθρώπου που δραπετεύει απ’ την οχλαγωγία του σύγχρονου κόσμου, που αποφασίζει να απομακρυνθεί απ’ την υπερδραστήρια κενότητα της μοντέρνας ζωής, του χρόνου που κρύβεται πίσω από τον ξέφρενο ανταγωνισμό των επιδόσεων, για να βρει τον χρόνο στην ατόφια του διάσταση, αυτήν του παρόντος (που διαρκώς διαφεύγει)∙ εν αντιθέσει με τον Τράβις, όμως, που περιπλανιέται στις ερήμους, ο κύριος Χιραγιάμα, διαλέγει να κρυφτεί μέσα στο αστικό τοπίο: αθόρυβος, οριακά βουβός, ταπεινός, αόρατος στα μάτια των άλλων (γιατί ποιος προσέχει πραγματικά έναν άνθρωπο που καθαρίζει δημόσιες τουαλέτες; ), ο Ιάπωνας αυτός επικούρειος (το «Λάθε βιώσας» δίνει τον τόνο σε ολόκληρο το φιλμ), παρότι κατοικεί μια πόλη, μια μεγαλούπολη για την ακρίβεια, και εργάζεται σ’ αυτήν, στην πραγματικότητα δεν ζει μέσα της: ζει μέσα στον χρόνο, στον αληθινό χρόνο, ενδιαίτημά του είναι η παρούσα στιγμή. «Μια άλλη φορά είναι μια άλλη φορά∙ τώρα είναι τώρα», θα πει χαρακτηριστικά στην ανιψιά του, όταν εκείνη θα του ζητήσει μια πιο συγκεκριμένη απάντηση απ’ το «μια άλλη φορά», στην ερώτησή της για το πότε θα πάνε να δουν από κοντά το ποτάμι.

Κατοικώντας στον αληθινό χρόνο, ο κύριος Χιραγιάμα είναι ευτυχισμένος∙ με τα ελάχιστα (το θρόισμα των φύλλων ενός δέντρου καθώς το σείει ο άνεμος, το φως της αυγής, το πότισμα μιας μικρής γλάστρας, το άκουσμα ενός τραγουδιού, την ανάγνωση ενός βιβλίου, την τρυφερή ενατένιση των ανθρώπων, όποιοι κι αν είναι, ό,τι κι αν κάνουν), με τα μικρά όμορφα πράγματα που δεν απαιτούν την προσοχή (γι’ αυτό κι οι περισσότεροι, δεν τα προσέχουν), δεν υποχρεώνουν το βλέμμα, δεν το καταπιέζουν. Και είναι ευτυχισμένος, κυρίως, διότι δεν έχει κανένα πρόβλημα να βιώνει την επανάληψη όλων αυτών των χαμηλόφωνων στιγμών χαράς. Σαν μια «αιώνια επιστροφή του Ίδιου», όπως θα έλεγε ο Νίτσε, η καθημερινότητα του κυρίου Χιραγιάμα, συντίθεται από πανομοιότυπα μοτίβα (όπως ο ήχος της σκούπας μιας κυρίας που σκουπίζει τον δρόμο και τον ξυπνάει κάθε πρωί για να πάει στη δουλειά του, λειτουργώντας ως ξυπνητήρι), τα οποία όμως αυτός ο άνθρωπος έχει ευλογηθεί με την ικανότητα να απολαμβάνει. Σ’ έναν κόσμο όπου όλοι τρέχουν, δουλεύουν και καταναλώνουν ακατάπαυστα, κυνηγώντας την ικανοποίηση που δεν έρχεται ποτέ μέσα στη φρενίτιδα της αναζήτησης του καινούργιου, της αλλαγής, του νεωτερισμού, ο κύριος Χιραγιάμα, στέκεται στην άκρη και αγάλλεται μέσα στις γλυκές περιδινήσεις του κυκλικού χρόνου. Όπως ο ήρωας του «Paterson» (ταινία με την οποία συγγενεύει το κομψοτέχνημα του Βέντερς), έτσι κι αυτός μάς εμπιστεύεται ψιθυριστά το μυστικό της ευτυχίας: να μπορείς να χαίρεσαι με την επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, αφού έχεις συνειδητοποιήσει τη μοναδικότητα της ομορφιάς τους.

Ίσως αν είχε καταφέρει ο Φιλ, από τη «Μέρα της Μαρμότας», να αγαπήσει την επαναλαμβανόμενη αιώνια ημέρα του, να έμοιαζε πιο πολύ στον ήρωα του «Perfect Days» και να βρισκόταν πιο κοντά στη συνειδητοποίηση του μεγάλου μυστικού. Ο κύριος Χιραγιάμα, μοιάζει να έχει καταλάβει, σ’ αυτό έγκειται η σημασία του χαμόγελου με το οποίο δείχνει να καλωσορίζει το καθετί και να το δικαιώνει στον πυρήνα της ύπαρξής του, είτε πρόκειται για ακόμα ένα πρωινό, είτε για τον τρελό στο πάρκο. Κι αυτό το χαμόγελο, αυτή η γαλήνια έκπληξη μπροστά στο θαύμα της εδώ παρουσίας των όντων (αυτό που αποτελούσε για τον Χάιντεγκερ, την ουσία του φιλοσοφικού στοχασμού), συνοψίζει και την εμπειρία της ποιητικής θέασης του κόσμου, ενός τρόπου να ζεις που δεν έχει καμία απολύτως σχέση μ’ αυτά που το καπιταλιστικό κοσμοείδωλο επιτάσσει. Ο καταναλωτικός καπιταλισμός (απ’ τον οποίο ο κύριος Χιραγιάμα έχει πάρει αποστάσεις οικειοθελώς, αποτάσσοντας τα πλούτη της μεγαλοαστικής του οικογένειας ― όπως καταλαβαίνουμε στη σκηνή που τον επισκέπτεται η αδερφή του), προτείνει ένα μοντέλο ύπαρξης τυφλό και κουφό στη μαγεία του άσκοπου, του αθόρυβου, του ταπεινού∙ διαμορφώνει ανθρώπους ανίκανους να ηρεμήσουν κατ’ αρχάς, να σταματήσουν για λίγο να κινούνται και να απολαύσουν το χάδι του απογευματινού ήλιου στο πρόσωπό τους, το κελάιδισμα των πουλιών, τη μουσική της βροχής. Όλα πρέπει να κατευθύνονται κάπου, διαρκώς, όλα οφείλουν να υποτάσσονται σ’ έναν στόχο πρακτικό, τα πάντα πρέπει να εξυπηρετούν, να παράγουν οικονομικό κέρδος, να χρησιμεύουν. Στο σύμπαν των ποιητών και των ήσυχα εξεγερμένων όπως ο κύριος Χιραγιάμα, όμως, τα πράγματα δεν χρησιμεύουν: θάλλουν μονάχα μέσα στο φως της μη αναγώγιμης ιδιαιτερότητάς τους.

Γράφει ο Ελύτης στον Μικρό ναυτίλο: «Kοιτάζω τον ασβέστη αντίκρυ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Mόνο που 'ναι πιο δύσκολο». Απ’ αυτό το ελάχιστο φτιάχνει μια απέραντη ζωή κι ο κύριος Χιραγιάμα, απ’ αυτό το ελάχιστο μια απέραντη ταινία κι ο Βιμ Βέντερς.

Πολύτιμη όσο και μια τέλεια μέρα στον κόσμο∙ οποιαδήποτε τέλεια μέρα στον κόσμο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: