Ήταν σκεπασμένος με κάμποτο σκληρό και αδιαπέραστο.
Δεν έπαιρνε απουσίες καθημερινά, μιας και η θέση του ήταν στη σάλα. Σοβαρός και λιτός. Και αμέτοχος. Μόνο την ντουλάπα που είχε απέναντι του αντανακλούσε. Ακίνητη. Γιατί ούτε αυτή άνοιγε συχνά. Κάποιες Κυριακές μόνο, έβγαινε από κει μία μαύρη βελούδινη ζακέτα, που φόραγε η μάνα μου στην εκκλησία. Κυρίως το χειμώνα. Τον τελευταίο καιρό όμως, είχα αρχίσει να τον επισκέπτομαι εγώ. Τώρα τελευταία, σχεδόν κάθε μέρα. Κοίταζα το πρόσωπό μου. Το παρατηρούσα. Είχε αλλάξει. Άλλαζε και το σώμα μου. Στην αρχή δεν έφτανα, γιατί ήταν ψηλά, πάνω από ένα έπιπλο και ευτυχώς, λίγο γυρτός από την πάνω μεριά που κρεμόταν. Πήγαινα κρυφά. Ντρεπόμουν που το έκανα. Ένα μεσημέρι, αφού αφουγκράστηκα πρώτα και ήταν ησυχία, σήκωσα το φουστάνι μου μέχρι πάνω. Δεν το ‘βγαλα, και το ξανακατέβασα γρήγορα. Εκεί πάνω, μπήκε μέσα απότομα η μάνα μου.
«Τι κάνεις αυτού;» με αποπήρε.
«Τίποτα».
«Τράβα έξω γρήγορα, μου θες καθρεφτίσματα». Στον τόνο της φωνής της, λέγοντας αυτά, είχε κάτι που με έκανε να ντραπώ πολύ.
Μετά από λίγες μέρες, έγινε το κακό. Όταν το ‘μαθε η μάνα, η φωνή της ακούστηκε στο μισό χωριό. Ο πατέρας, λυπόταν πιο συμμαζεμένα, έκλαιγε από μέσα του τρέμοντας. Ο αδερφός μου, οχτώ χρόνια μεγαλύτερος από μένα, αμίλητος, βουβός. Μα τον έβλεπα να είναι ταραγμένος πολύ. Πιο πολύ για αυτόν στεναχωριόμουν. Η αδερφή μου η μικρότερη δεν καταλάβαινε πολλά, κι ήταν λίγο χαμένη. Της φαίνονταν όλα αυτά παράξενα. Έπιασε η μάνα μας και έβαλε καζάνι στην αυλή. Με έστειλε να πάρω μπογιά στον μπακάλη. Τόσα δράμια, όχι λιγότερο. Έριξε στο καζάνι τη μαύρη μπογιά και μαζί και όλα τα ρούχα, και ανακάτευε. Με είχε πιάσει απελπισία. Μαζί με όλα τα ρούχα όπως συνηθίζονταν, είχε ρίξει στη μπογιά και τα κουρτινάκια από όλα τα παράθυρα, μέχρι και τα παλιά πατσαβούρια. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, από τους αναστεναγμούς όλη τη μέρα. Και από την τόση μαυρίλα γύρω και πάνω μου, ―μία ρόμπα του σχολείου ήταν και αυτή κατάμαυρη βαμμένη και έβγαζε μπογιά στο κορμί μου όταν ίδρωνα― με έπιανε ταραχή. Και κάποιες γυναίκες που έρχονταν στο σπίτι τάχα για παρηγοριά, έκλαιγαν και αυτές μαζί με τη μάνα. Έκλαιγαν και για τους δικούς τους πεθαμένους. Μιλούσαν και για τους ακόμα πιο νέους που είχαν φύγει, έτσι για παρηγοριά. Μα όταν έφευγε η μάνα παραμέσα, για να τους φτιάξει καφέδες, χαμήλωναν τη φωνή τους, κι έλεγαν κάτι μισόλογα. «Ευαίσθητος» έλεγαν, και ακουγόταν σαν κάτι πολύ κακό, και ότι «δεν ήταν ατύχημα,» και ότι «μόνος του, στο αυτοκίνητο έπεσε μπροστά». Και, «ο άλλος, δεν τον βλέπει;» έλεγαν, «θέλει προσοχή,» κι ότι «τα κορίτσια, ευτυχώς είναι αλλιώτικα, ας είναι μικρά, φαίνονται». Και όταν γύριζε η μάνα με τους καφέδες έκλαιγαν ξανά, πιάναμε και εμείς με την αδερφή μου το κλάμα και κοιμόμασταν πλανταγμένα.
Είχαν περάσει μέρες μπορεί και μήνας. Δεν ήξερα τι όψη έχω, με τόσο κλάμα και με τη μαύρη ρόμπα μου. Έναν μικρό καθρέφτη, δίπλα στο νεροχύτη για να ξυρίζεται ο αδερφός μου και ο πατέρας, η μάνα τον είχε κατεβάσει, μιας και δεν ξυρίζονταν τώρα. Ήταν πρωί κι ετοιμαζόμουν για το σχολείο. Είχαν σκορπίσει όλοι στις δουλειές τους. Μόνο η αδερφή μου, έπινε με όρεξη το γάλα της στο τραπέζι. Πλύθηκα στο νεροχύτη της κουζίνας, πήρα τη χτένα και μπήκα στη σάλα αλαφροπατώντας. Τα έξω παντζούρια ήταν τραβηγμένα, και δεν έμπαινε φως. Όταν συνήθισαν λίγο τα μάτια μου, είδα και εκεί στα δύο παράθυρα, τα κουρτινάκια μαύρα. Κι ο καθρέφτης που στεκόταν ανάμεσα τους, ήταν σκεπασμένος με μαύρο χοντρό κάμποτο. Έμεινα ακίνητη μαρμαρωμένη. Μετά, πλησίασα αργά, σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου, έπιασα από τη μία γωνία το πανί και το τράβηξα. Αυτό αντιστεκόταν, σαν κάπου να ήταν πιασμένο. Το έπιασα με τα δυο μου χέρια και τα τράβηξα ξανά.
Το πανί έπεσε πάνω στο έπιπλο. Φως δεν άναψα. Τα μάτια μου έδειχναν σκούρα, σαν άυπνα. Τα μαλλιά μου είχαν αρχίσει να γίνονται πιο σγουρά. Δύσκολα τιθασεύονταν. Σήκωσα τη χτένα και προσπάθησα να τα ξεμπερδέψω. Ένιωθα μία φαγούρα στο στήθος μου τελευταία, την ένιωσα και τώρα. Νόμιζα ότι ήταν από το ρούχο, είχε αγριέψει από την μπογιά. Σήκωσα τη μαύρη ρόμπα του σχολείου. Κοίταξα μέσα στην μισοσκότεινη σάλα, το είδωλό μου στον καθρέφτη. Τα στήθια μου, είχαν λίγο πρηστεί. Και προχθές το βράδυ, που με σκούντησε η αδερφή μου με τον αγκώνα της μες στον ύπνο της, πόνεσαν κιόλας. Έβγαλα τελείως την ποδιά του σχολείου και έμεινα με το βρακί. Με το αριστερό μου χέρι ψηλάφισα το δεξί μου στήθος, απαλά, να μην πονέσω πάλι. Κοιτούσα λαίμαργα μέσα στον καθρέφτη την εικόνα μου. Άκουσα βήματα απέξω και μετά πιο κοντά, πίσω μου. Μπήκε μέσα η μάνα μου.
«Δεν με λυπάται πια αυτός ο Θεός; Έσκουξε βλέποντας με, και την άκουσε το μισό χωριό.