Χάδι

Χάδι



«Καλό μήνα», ευχήθηκε. «Πήρα αργά», απολογήθηκε, την άκουσε κουρασμένη. Το παραδέχτηκε, αντέχαμε περισσότερο τα προηγούμενα χρόνια.
«Σ’ αγαπώ μαμά», είπε ο μικρός και την αγκάλιασε. «Στενοχωρήθηκες με τα μαθήματα;», ρώτησε.
«Με τον τρόπο. Λες κι έπρεπε να ζοριστώ, να αποτύχω, να μειωθώ, να φτωχύνω».
«Καλά πήγες, όμως. Ένα έμεινε».
Δεν είχε διάθεση. Έκανε άλλα αντί άλλων, ας μην το περάσει, αμάν πια.
Η ζέστη ήταν βαριά. Οι κουτσουπιές κουνούσαν τα φύλλα απαλά, ακούγονταν, μόνο τα σπουργίτια. Ο πλανόδιος πωλητής
είχε κεράσια, νεκταρίνια, πεπόνια, ροδάκινα, ντομάτες είχεεεεε...
Το κοριτσάκι έπαιζε με το σκύλο. Αυτή, όταν ήταν μικρή, πήγαινε στο περιβόλι. Καθόταν κάτω από ένα δέντρο κι άκουγε τα τζιτζίκια. Το φως διαχέονταν ανάμεσα από τα κλαδιά σε τεθλασμένες γραμμές. Έψαχνε ευθεία κι αν την έβρισκε πήγαινε, κατευθείαν, στο Θεό.
«Καλώς την», έλεγε κείνος και ίσιωνε το σταυρουδάκι στο στήθος της, απαλά, πολύ απαλά. Στεκόταν μετά και την κοίταγε. «Ωραία, έτσι», έλεγε.
Εκείνη σήκωνε το χέρι κι έστρωνε το γιακά του πουκάμισου που είχε λίγο στραβώσει. Τακτοποιούσε μια ατίθαση τρίχα πίσω από τα αυτιά και τον κοίταγε. Δεν μίλαγε, δεν ρώταγε, δεν ζήταγε, δεν παραπονιόταν. Αυτός τα ήξερε όλα. ΟΛΑ.
Το άγγιγμά του ήθελε. Το χάδι στο δέρμα της όταν της έσιαζε το σταυρό ζητούσε.

Το στερήθηκε. Πολύ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: