Πέρασα στα γρήγορα πάνω από το κεφάλι μου το φόρεμα και πετάχτηκα όπως-όπως στον δρόμο. Μπορεί να με ξύπνησε η μάνα μου, αλλά μπορεί και μόνη μου να ξύπνησα. Ήταν καλοκαίρι, η πρώτη μέρα μετά το κλείσιμο των σχολείων. Όλη η κάτω γειτονιά είχαμε συνεννοηθεί να μαζευτούμε σήμερα το πρωί, όσο νωρίτερα γινόταν. Η κύρια επιδίωξη, ήταν να προλάβουμε να χορτάσουμε στο μέγιστο βαθμό το παιχνίδι συναμεταξύ μας, προτού σκορπίσουμε για διακοπές στα χωριά και στους παππούδες, ώσπου να ξαναέρθει ο Σεπτέμβρης.
Το σημείο συνάντησης ήταν το σπίτι των δύο κοριτσιών που είχαν την πρώτη και μοναδική τηλεόραση στη γειτονιά. Την είχε φέρει ο πατέρας τους, τον περασμένο μήνα και μας είχαν τάξει πως σήμερα, μόλις ξεκίναγε το πρωινό πρόγραμμα της ΥΕΝΕΔ, θα την άνοιγαν για να το δούμε κι εμείς απ’ έξω, από τη βεράντα δηλαδή του ισόγειου σπιτιού τους.
Είχε πάρει ήδη να ζεσταίνει. Έπαιξα για λίγο το αγαπημένο «λάστιχο» με τα μικρά στο πεζοδρόμιο. Σ’ εμάς τις μεγαλύτερες, μας λέγανε πως από την Τετάρτη δημοτικού και ύστερα, δεν κάνει να χοροπηδάς σαν κατσίκι σε τέτοια παιχνίδια, γιατί σου σηκώνεται το φόρεμα, και θα σου φωνάζουν τα αγόρια που τάχα παρακολουθούν το παιχνίδι «Σου φάνηκε!!!». Αλλά ούτε κι άλλα, ακόμα καλύτερα πράγματα δεν μας αφήναν να παίζουμε πλέον: Όπως το να πιάνεις να κρέμεσαι ανάποδα, κρατημένη μόνο από τα γόνατα, σε όλες τις ελιές του δρόμου, μια-μια με την σειρά. Όποτε μου δινόταν όμως η ευκαιρία, σαν τώρα ας πούμε, φόραγα ένα σορτσάκι μέσα από το φόρεμα και κρεμιόμουν βιαστικά από το πρώτο δέντρο προτού να εμφανιστεί καμιά γειτόνισσα για να με αποπάρει ξεφυσώντας με απαρέσκεια: «Κοίτα! Κοίτα τες! Ολόκληρες κοπέλες και να φαίνονται τα βρακιά τους!».
«Παντελόνι είναι!» Φώναζα τότε με αγανάκτηση, συνήθως έτσι όπως ήμουν αναποδογυρισμένη, αλλά στο τέλος πάντα κατέβαινα, ντροπιασμένη.
Αρκετά πριν φτάσω στο σπίτι, είχα αντιληφθεί πίσω μου μια παρουσία γνωστή, που όσο με πλησίαζε, τόσο έκοβε το βήμα της για να μη βρεθούμε δίπλα. Πάντα έτσι διστακτική ήταν η Άννα και πάντα κάπου τριγύρω μας περιστρεφόταν. Με τα μαλλιά ανακατεμένα και γεμάτα κόμπους, τα ταλαιπωρημένα και αφρόντιστα ρούχα της, αλλά και μ’ εκείνο το μόνιμο αχνό χαμόγελο, το ίδιο κι απαράλλαχτο είτε σου ζητούσε ψιθυριστά μια δαγκωνιά από το φαγητό που είχες για το μεγάλο διάλειμμα, είτε τις έτρωγε για τα καλά με την βέργα, γιατί στον πρωινό σχολικό έλεγχο για νύχια, αυτιά και μαλλιά, κρινόταν «ακάθαρτη». Ωστόσο, μόνο τότε ήταν που ακουγόταν και η φωνή της πιο δυνατή, μέσα από τα κλάματα, να λέει κάτι σαν: «Ορκίζομαι Κυρία, χθες με έβαλε η μάνα μου στη σκάφη και με σαπούνιζε μαζί με την θεια μου για τρεις ώρες!».
Φτάνοντας στη μεγάλη βεράντα που βρισκόταν μερικά εκατοστά πιο ψηλά από το επίπεδο του πεζοδρομίου, βρήκα όλα τα παιδιά της γειτονιάς καθισμένα στο δροσερό μωσαϊκό, να κοιτάζουν με δέος μέσα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα το σπάνιο θέαμα μιας ασπρόμαυρης τηλεοπτικής συσκευής Telefunken.
Η Βασιλική, που ήταν συμμαθήτριά μου και η μεγαλύτερη από τις δυο αδελφές που μας προσκάλεσαν, πηγαινοερχόταν με τη σιγουριά και τον αέρα μιας αυστηρής οικοδέσποινας, επιφορτισμένη με τις γονεϊκές οδηγίες σχετικά με την επιβολή τάξης και ησυχίας.
Πατούσε με έμπειρες κινήσεις τα σχετικά κουμπιά, ώσπου η συσκευή θερμάνθηκε, οι λυχνίες άναψαν και άρχισαν να εμφανίζονται, πολύ αχνές στην αρχή και πιο έντονες στη συνέχεια, οι πρώτες ασπρόμαυρες εικόνες, αφήνοντας μας αποσβολωμένους από την κατάπληξη. Πώς να αντιδράσεις στο παράδοξο; Η δωδεκάχρονη κυρία του σπιτιού απολάμβανε με ικανοποίηση τον θαυμασμό και το σάστισμα που προξένησε. Κάποια στιγμή, όπως στεκόταν όρθια μπροστά μας, ανακοίνωσε απροσδόκητα και με ύφος σοβαρό, ότι αποφάσισε να επιτρέψει σε συγκεκριμένα πρόσωπα της επιλογής της να προσεγγίσουν το πολύτιμο απόκτημα της οικογένειας. Οι εκλεκτοί θα διέθεταν στοιχεία, τα οποία ανταποκρίνονταν σε καποια απροσδιόριστη προσωπική της αξιολογική αποτίμηση.
Ο πρώτος που υπέδειξε, προς επιβεβαίωση της προτίμησης που του έδειχνε απροκάλυπτα, καιρό τώρα η νεαρή αρχηγός, έκανε πως ήταν αφηρημένος και στοχαστικός κατά την ανακοίνωση του ονόματός του, σάμπως το προνόμιο που του προσφέρθηκε να τον άφηνε απόλυτα αδιάφορο. Της Βασιλικής τα μάτια μόλις αντιλήφθηκε την απαξίωση, γυάλισαν από οργή. Όλοι είχαμε κάποια εμπειρία από τους έξαλλους θυμούς της, και έτσι μαζευτήκαμε στρέφοντας τα μάτια κάτω, παριστάνοντας πως δεν καταλάβαμε τίποτα να συνέβει.
Στο μεταξύ ο επόμενος στην κατάταξη, αρκούντως θαρραλέος, είχε φτάσει χωρίς καθυστέρηση μπροστά στη συσκευή και άγγιζε ήδη την οθόνη, γνωστοποιώντας έκπληκτος στο εξίσου εμβρόντητο ακροατήριο, μια μοναδική ανακάλυψη:
―Είναι τζάμι! Είναι γυαλί!
Η Βασιλική, εκτός εαυτού, τον έσπρωξε πέρα και αναζήτησε με το βλέμμα κάτι που ήταν σίγουρη ότι υπήρχε εκεί γύρω, κάτι βολικό για εκτονώσει όλο της το μένος για την ταπείνωση που έλαβε: Το βρήκε εύκολα κάτω από την βεράντα, ζαρωμένο και με τα μούτρα περασμένα ανάμεσα στα κάγκελα να προσπαθεί να διακρίνει ό τι μπορούσε ανάμεσα στα θρονιασμένα παιδικά σώματα.
«Έ! εσύ!» φώναξε, αγριεμένα. »Τι κάνεις εδώ;» Η Άννα χαμογέλασε, ανεπαίσθητα πιο πολύ από το σύνηθες, αποφεύγοντας όμως το βλέμμα της.
«Είναι και κουφή!», την έδειξε η Βασιλική περιφρονητικά στην ομήγυρη: «Τι θες εδώ παιδάκι μου; Σε φώναξε κανείς;» ξεφώνισε αφρίζοντας.
Εκείνη, έξυσε με δύναμη το μάγουλο με το πιο μεγάλο και μαυρισμένο νύχι του αριστερού της χεριού, και φάνηκε σάμπως το μυαλό της να επεξεργάζεται μια απάντηση, αλλά τα χείλη της απλώς ανοιγόκλεισαν, χωρίς να βγει άχνα. Αν και συμμαθήτριά μας, δεν ήταν ποτέ αληθινά βέβαιη αν ήταν μέλος της παρέας. Περισσότερο μάλλον, αμφέβαλε για το πότε ακριβώς ήταν ευπρόσδεκτη.
Η αλήθεια ωστόσο ήταν, πως αυτό συνέβαινε μόνο όταν χρειαζόταν κάποιος να συμπληρώσει τους παίκτες στο λάστιχο, να τα φυλάξει στο κρυφτό ή να πετάει τα μήλα, ποτέ όμως τα πράγματα δεν ήταν ξεκάθαρα. Με τα υπόλοιπα οκτώ της αδέρφια δεν μπορούσε να παίξει, οι ηλικίες τους δεν ταίριαζαν, αλλά πέρα κι απ’ αυτό, εκείνα δυστυχώς, απο πνευματική αλλά και σωματική αδυναμία, δεν θα μπορούσαν να συμμετέχουν στις περισσότερες δραστηριότητες. «Να φανταστείς η Άννα είναι η πιο έξυπνη απ’ όλα τους» ακούγαμε να λένε εμπιστευτικά και με νόημα οι μανάδες μας, στις κουβέντες τους.
Η ίδια ήθελε πολύ να την παίζουμε, το έδειχνε στο βλέμμα της το γεμάτο προσδοκία, χωρίς να ξέρει ωστόσο τον τρόπο για να το πετύχει, και έτσι έκανε ό τι της ζητούσαμε με προθυμία και ενδοτικότητα. Δεν πρόσμενε ισότιμη μεταχείριση, γι' αυτό και ανέμενε πάντα υπομονετικά εκείνη την κίνηση που θα της άνοιγε κατ’ εξαίρεση, εκείνη την ώρα, εκείνη την μέρα ή εκείνη την εβδομάδα, μια χαραμάδα στην πόρτα προς τη χαρά.
«Έλα εδώ!», συνέχισε στον ίδιο τόνο η Βασιλική. «Τώρα όμως! Κουνήσου! ― Και βγάλε αυτά τα βρωμοπάπουτσα!»
Στο πρόσωπο της Άννας είχε ανατείλει κάτι σαν ελπίδα. Δεν την ένοιαζε ο τόνος: Η επικεφαλής των συνομηλίκων που λαχταρούσε να έχει στη ζωή της, απευθυνόταν στην ίδια προσωπικά, και αυτό στο μυαλό της έμοιαζε με κάτι σαν επιδοκιμασία: Κλώτσησε γρήγορα μακριά τα φθαρμένα και στραβοπατημένα παπούτσια της και ανέβηκε το πρώτο σκαλάκι της βεράντας.
«Έτσι μπράβο!» Συνέχισε η Βασιλική, έχοντας αποφασίσει πλέον τον τρόπο που θα μεθόδευε τις κινήσεις της.
«Λοιπόν τι θέλεις πάλι εδώ; Μήπως σε προσκάλεσα σπίτι μου και δεν το θυμάμαι;» Γύρισε το κεφάλι μισογελώντας στους υπόλοιπους, και συνέχισε: «Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα, Αννούλα. Η μάνα μου στο σπίτι μας αφήνει να μπαίνουν μόνο οι φίλοι μας, κατάλαβες;» Είχε πλησιάσει τόσο που τα πρόσωπά τους απείχαν μόνο λίγα εκατοστά. Το χέρι της υψώθηκε απειλητικά...
Απέναντί της, το λερό πρόσωπο της Άννας, δεν έκανε την παραμικρή σύσπαση.
Απροσδόκητα η Βασιλική κατέβασε πάλι το χέρι και άλλαξε ύφος: «Δεν πιστεύω να παρεξηγείς, ε;», είπε τάχα απολογητικά, ξανακοιτώντας το κοινό της με κοροϊδευτικό μορφασμό.
«Τσου!», έκανε η Άννα με τα χείλη και τίναξε ταυτόχρονα το κεφάλι προς τα πίσω.
«Ναι ε; Είσαι καλό κορίτσι λοιπόν, εγώ πάντα το έλεγα…και σ΄αυτούς εδώ το ’χω πει, να ξέρεις, πως θα γίνεις κάποτε φίλη μας εσύ, αλλά τέτοιοι που είναι…». Έδειξε σαρδόνια τα άσπρα δόντια της, αντί για χαμόγελο και μας έκλεισε το μάτι συνωμοτικά.
«Εσένα, η μάνα σου τι σου λέει; Έτσι δεν είναι το πρέπον να γίνεται στα σωστά τα σπίτια;»
Η Άννα σήκωσε τους ώμους ανήξερη.
«Δεν ξέρεις; Να τη ρωτήσουμε τότε!» λέει, πνίγοντας ένα μικρό γελάκι. «Για πες μας το λοιπόν, πού να πάμε να τη βρούμε; Πού είναι η μάνα σου; Έχει μέρες να φανεί…»
Η Άννα την ήξερε αυτή την απάντηση καλά, και την μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της..
«Τι λες, καλέ; δεν ακούω!» Της φώναξε η άλλη δυνατά, με το χέρι της βαλμένο σαν χωνί στο αυτί.
«Είναι στο τρελοκομείο», είπε εκείνη δυνατότερα, μελετώντας τα πετραδάκια του δαπέδου με τα χέρια πλεγμένα πίσω από την πλάτη.
Μέσα στα πνιχτά γέλια και το σούσουρο τριγύρω, η Άννα είχε βαλθεί να αγγίζει με το μεγάλο δάχτυλο του γυμνού ποδιού της προσεκτικά, μια-μια τις μαύρες μόνο ψηφίδες του μωσαϊκού. Ο ένοχος βιολογικός παράγοντας που υπέθαλπε τη νοσηρή διαδοχή του στην οικογένεια της και που βάρυνε αναπόφευκτα και τον δικό της ψυχισμό, δεν την εμπόδιζε να είναι πάντα με τον δικό της τρόπο ευγενική και μειλίχια. Μόνο που το στραβωμένο χαμόγελο στο στόμα της, τώρα τρεμούλιαζε ελαφριά.
«Έλα και στάσου τώρα εδώ, μπροστά μας! ― Τώρα!». Έδωσε την πρώτη εντολή η πρωτοστάτισσα, δείχνοντας με το δάχτυλο την είσοδο της μπαλκονόπορτας, και κάνοντας την φωνή της πάλι απότομη και επιβλητική. Με ένα νεύμα ζήτησε ησυχία από το άθλιο ακροατήριο της, όλους εμάς, που αναμέναμε χωρίς ανάσα την ελεεινή έμπνευση της αρχηγού μας.
«Λοιπόν, να ξέρεις ότι οι φίλοι ακούνε την παρέα, εμείς εδώ έτσι κάνουμε. Αν θέλεις να είσαι μαζί μας και να δεις και τηλεόραση, να κατεβάσεις το βρακί σου… Κράτα και με το άλλο χέρι το φουστάνι σου ψηλά, εγώ θα σου πω πότε θα το αφήσεις! Έτσι! Ωραία! Τώρα, γύρισε και από την άλλη μεριά….».