Μαγειρεύοντας τον χρόνο

Μαγειρεύοντας τον χρόνο




Ο χρό­νος προ­σφέ­ρε­ται για υψη­λή γα­στρο­νο­μία. Εί­ναι σαν να έχεις στα χέ­ρια σου ένα κομ­μά­τι Kobe ―όχι μού­φες μο­σχα­ρά­κια― ή τσι­πού­ρα αλα­νιά­ρα ανοι­χτής θα­λάσ­σης, σαν να έχεις γά­μπα­ρη Αμ­βρα­κι­κού ή φα­κές Εγκλου­βής, τέ­λος πά­ντων, πρώ­τες ύλες κοι­νές αλ­λά κο­ρυ­φαί­ας ποιό­τη­τας. Η μα­γει­ρι­κή του χρό­νου απαι­τεί κα­τάλ­λη­λη εν­δυ­μα­σία υψη­λής αι­σθη­τι­κής, ετοι­μό­τη­τα, ακρί­βεια και, κυ­ρί­ως, απαι­τεί ικα­νό­τη­τες σχε­δόν ακρο­βα­τι­κές. Γι' αυ­τό και οι κα­λοί μά­γει­ρες του χρό­νου ασκού­νται συ­νε­χώς, ώστε οι κι­νή­σεις τους να εί­ναι αρ­μο­νι­κές, σχε­δόν χο­ρευ­τι­κές και το σώ­μα τους να έχει τέ­τοια ελα­στι­κό­τη­τα, ώστε να συ­μπε­ρι­λά­βουν στο τε­λι­κό απο­τέ­λε­σμα και το τε­λευ­ταίο χι­λιο­στό του δευ­τε­ρο­λέ­πτου.

Ο χρό­νος δεν χρειά­ζε­ται σχε­δόν κα­θό­λου μα­γεί­ρε­μα, όλα τα κά­νει η μα­ρι­νά­δα με τα υπέ­ρο­χα συ­στα­τι­κά της, ενώ και η πε­ρί­ο­δος που ο χρό­νος θα πε­ρά­σει μέ­σα της κα­θο­ρί­ζει αμε­τά­κλη­τα το τε­λι­κό απο­τέ­λε­σμα.

Το πρώ­το συ­στα­τι­κό της μα­ρι­νά­δας για το μα­γεί­ρε­μα του χρό­νου εί­ναι το παι­χνί­δι, εί­ναι, δη­λα­δή, το από­σταγ­μα της μεί­ξης της γε­λοιό­τη­τας και της σο­βα­ρό­τη­τας. Οι δό­σεις αυ­τών των δυο ποι­κί­λουν ανα­λό­γως των επο­χών. Οι αρ­χαί­οι πρό­γο­νοί μας έδι­ναν με­γά­λη ση­μα­σία στην ποιό­τη­τα της γε­λοιό­τη­τας, μια και η σο­βα­ρό­τη­τα ―δυ­στυ­χώς― προ­κύ­πτει από μό­νη της ως δο­μι­κό στοι­χείο της ζω­ής. Αντί­θε­τα, οι μά­γει­ρες στις βό­ρειες χώ­ρες πο­τέ δεν κα­τά­φε­ραν να πε­τύ­χουν το από­λυ­το μείγ­μα, με απο­τέ­λε­σμα το παι­χνί­δι, ση­μαί­νον στοι­χείο της μα­ρι­νά­δας, πά­ντα ή σχε­δόν πά­ντα να έχει προ­βλή­μα­τα.

Το δεύ­τε­ρο συ­στα­τι­κό της μα­ρι­νά­δας εί­ναι η φα­ντα­σία. Όσο πιο με­γά­λη, προ­κλη­τι­κή και ελεύ­θε­ρη εί­ναι η φα­ντα­σία, τό­σο διεισ­δυ­τι­κή γί­νε­ται, ώστε να σπά­σουν οι ίνες του χρό­νου και η γεύ­ση του να απο­κτή­σει μα­γι­κές ιδιό­τη­τες, αιφ­νι­διά­ζο­ντας τα αι­σθη­τη­ρια­κά κύτ­τα­ρα όπου κι αν βρί­σκο­νται. Η φα­ντα­σία στη μα­ρι­νά­δα λει­τουρ­γεί ως πο­λιορ­κη­τι­κός κριός σε όλα όσα έχουν προ­σκολ­λη­θεί στον χρό­νο και απο­μυ­ζούν από τη νο­στι­μιά του. Εί­ναι ο κα­θα­ρι­στής ακό­μη και των πιο ασή­μα­ντων μη ανι­χνεύ­σι­μων στιγ­μών που έχουν διεισ­δύ­σει από αιώ­νων κλη­ρο­νο­μι­κό­τη­τες και πα­ρα­μέ­νουν απα­ρα­τή­ρη­τες.

Το τρί­το συ­στα­τι­κό της μα­ρι­νά­δας εί­ναι η έμ­φυ­τη άρ­νη­ση, αυ­τή που έχει την πη­γή της στον μυ­ε­λό των οστών, η εσω­τε­ρι­κή μη ει­πω­μέ­νη άρ­νη­ση, η επα­να­στα­τι­κή διά­θε­ση με λί­γα λό­για, η ανα­τρε­πτι­κή μα­τιά των μα­γεί­ρων, η ασυμ­βί­βα­στη σκέ­ψη τους ακό­μη και όταν αυ­τή δεν φτε­ρου­γί­ζει αλ­λά πα­ρα­μέ­νει αιχ­μά­λω­τη και φω­λια­σμέ­νη.

Το τέ­ταρ­το και τε­λευ­ταίο συ­στα­τι­κό της μα­ρι­νά­δας εί­ναι η λύ­πη. Η λύ­πη της ώρι­μης συμ­φι­λί­ω­σης με τα πτε­ρό­ε­ντα όνει­ρα και τις απο­δε­κα­τι­σμέ­νες προσ­δο­κί­ες, η λύ­πη της απόρ­ρι­ψης, της απώ­λειας και της μά­ταιας προ­σμο­νής. Η λύ­πη που δεν εξο­μο­λο­γή­θη­κε σε κα­νέ­ναν, που πέ­ρα­σε στα κύτ­τα­ρα του αί­μα­τος, που γέν­νη­σε εφιάλ­τες, φό­βους, πα­γω­μέ­νες ερή­μους και δρό­μους ανί­σκιω­τους.

Τα τέσ­σε­ρα αυ­τά συ­στα­τι­κά απο­τε­λούν τα κύ­ρια υλι­κά της μα­ρι­νά­δας για τη μα­γει­ρι­κή του χρό­νου. Αν κά­τι από αυ­τά λεί­ψει το πιά­το δεν περ­νά το πά­σο. Αν κά­τι άλ­λο προ­στε­θεί στην μα­ρι­νά­δα, το ρί­σκο αυ­τό το ανα­λαμ­βά­νουν μό­νο οι μά­γει­ρες που εί­ναι απο­φα­σι­σμέ­νοι ακό­μη και να ξε­φτι­λι­στούν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: