Έχω ένα αγαπημένο δέντρο. Πρέπει να είναι κάποιου είδους πεύκο αλλά δεν έχω αναζητήσει ενεργά το είδος του. Μπορεί κανείς να πει πως είναι ένα άσχημο, σαν ξεμαλλιασμένο. Σαν μια ομπρέλα που αποφάσισε ο ιδιοκτήτης της να την ανοίξει ενώ ο αγέρας λυσσομανούσε και τη χάλασε. Παρόλα αυτά, την έχει ανάγκη για να μην γίνει μούσκεμα. Αυτό το δέντρο έχει κάτι το αρμονικό, σαν φράκταλ, εάν το παρατηρήσει κανείς με προσοχή.
Το βλέπω πάντα στα πιο απίθανα μέρη, να στέκει μόνο του, χωρίς άλλα δέντρα τριγύρω. Συνήθως το παρατηρώ σε μέρη που επισκέπτομαι και μετά νοσταλγώ, ή σε μέρη πολύ ιδιαίτερα, που έχουν να πουν μια ιστορία. Θα μπορούσα να το ονομάσω «κύριο Πεύκο Κασομούλη», σαν τον γραφιά της Επανάστασης του ’21. Μάλιστα θα μπορούσε ο Νικόλαος να γέρνει στον κορμό του, να στρίβει το μυστάκιόν του και να σημειώνει τις χρονογραφίες του.
Το είδα την τελευταία φορά που ήμουν στην Ελλάδα, ψηλά στην γειτονιά του Υμηττού, μια κρυφή γειτονιά ανάμεσα στο Παγκράτι και τον Βύρωνα. Αγνάντευε στωικά τη θάλασσα, πλάι στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Τι παράξενο, είχα σκεφτεί. Έμενα τόσα χρόνια στο Παγκράτι και δεν ήξερα την ύπαρξη αυτής της γειτονιάς, που μου θύμιζε κάποιον παράλληλο κόσμο, σαν αυτή την αίσθηση που έχεις όταν ξυπνάς ξαφνικά από ένα βαθύ όνειρο, λίγο πριν συνειδητοποιήσεις το πού βρίσκεσαι. Σαν ο χρόνος να κυλούσε κάπως παράταιρα, κάπως διαφορετικά δίπλα σε αυτό το δέντρο, που κοίταζε τον γαλάζιο ορίζοντα.
Το είδα στη Νίκαια, να με καλωσορίζει με το που αναδύθηκα στην οικεία στάση Alsace-Lorraine. Το είδα και στην Αντίμπ, να μου δείχνει το δρόμο για το σπίτι του Νίκου Καζαντζάκη.
Η Αντίπολη μού φαινόταν ακριβώς αυτό που υποδείκνυε το όνομά της· μια αντι-πόλη. Είχε μια γεύση από Ηράκλειο, και κάτι από Τολέδο. Ταυτόχρονα όμως δεν μου θύμιζε και τίποτα. Μύριζε όμως Ελλάδα. Οριακά με ενοχλούσε που οι μυρωδιές της ήταν τόσο ίδιες. Με μπέρδευε. Καταλάβαινα γιατί εκείνος είχε βρεθεί εκεί, και γιατί αυτή η πόλη μπορούσε να σου εντείνει τη νοσταλγία. Το κάτι σαν από το πραγματικό είναι σαν να αιθεροβατείς συνειδητά, σαν να είσαι ειλικρινά πλατωνιστής, να ζεις στον κόσμο τον επίγειο αλλά να γνωρίζεις πως το αληθινό είναι κάπου αλλού, χωρίς να ξέρεις όμως πώς να το αγγίξεις.
Είχα φτάσει ένα μεσημέρι Αυγούστου, και την είχα δει γεμάτη τουρίστες. Όσο περισσότερο σουρούπωνε, τόσο περισσότερο άλλαζε όψη και μεταμορφωνόταν. Όπως ακριβώς και το Τολέδο, που άλλαζε μορφή όταν έφευγαν και οι τελευταίοι επισκέπτες που έκαναν πέρασμα από τη Μαδρίτη και τις τριγύρω περιοχές αλλά δε σκόπευαν να μείνουν το βράδυ. Έτσι και οι τουρίστες της Αντίμπ δεν την επέλεγαν ώστε να μείνουν το βράδυ, αλλά έπαιρναν το τρένο προς τις πιο ζωντανές τριγύρω πόλεις της Κυανής Ακτής.
Αφού έκανα την καθιερωμένη βόλτα μου στα μικρά σοκάκια της πόλης, κατέληξα για φαγητό στο Angelo’s, ένα Ιταλικό σε κομβικό σημείο, με χαριτωμένα τραπέζια επάνω στο δρόμο, που βρήκα εξαιρετικό παρατηρητήριο. Μία δραστήρια Ιταλίδα, που μιλούσε σαν Γαλλίδα, έτρεχε εδώ κι εκεί με το κόκκινό της φόρεμα να ανεμίζει. Τοποθετούσε τα τραπέζια σε βολικές ευθυγραμμίσεις για να χωρέσουν όσο περισσότεροι πελάτες γινόταν, όμως συχνά κάτι δεν της άρεσε και τα άλλαζε ξανά. «Δεν είναι ανοιχτός ο μέσα χώρος και βγάλαμε τα τραπέζια έξω που έχει αεράκι. Γι’ αυτό παίζω Τetris εδώ και τόση ώρα!», μου απολογήθηκε γελώντας.
Πράγματι, για 21:00 το βράδυ είχε ζέστη στους δρόμους της Αντίπολης, αλλά η Ιταλίδα με είχε τοποθετήσει σε ένα τραπέζι που δεν έκοβε ο αέρας και δροσιζόμουν. Η Ιταλίδα έδωσε τη θέση της σε μία μαυροφορεμένη Γαλλίδα με κοκάλινα γυαλιά που ήρθε να μου πάρει παραγγελία. Φυσικά για να μην κουράσω τον αναγνώστη δεν θα δώσω άλλες λεπτομέρειες σχετικά με το τι συνέβη περίπου το μισάωρο που περίμενα.
Πολλά θα μπορούσαν να γραφούν για το ζευγάρι ηλικιωμένων Σουηδών που κοίταζε ο καθένας το κινητό του και δεν αντάλλαξαν ούτε μία λέξη σε όλο τους το δείπνο. Ή για τον μυστηριώδη 30αρη, με το ακουστικό στο ένα αυτί, που κάθισε να φάει μόνος του και άρχισε να βλέπει μία σειρά καθώς περίμενε. Ή για τον δεύτερο μαυροφορεμένο σερβιτόρο που παραλίγο να πατήσει ένα εκνευριστικό Pomeranian που έσκουζε στο μπροστινό τραπέζι. Η Αμερικανίδα ιδιοκτήτριά του άρχισε να φωνάζει αλλά ο σερβιτόρος –που έμοιαζε με ατάραχο σέρφερ μετά από κατάκτηση κάποιου κύματος– της απάντησε απαθής: «Μα είναι μαύρο, που να το δω. Τέλος πάντων, να σας φέρω λίγο νερό;» «Όχι καλά είμαστε», απάντησε εκείνη εκ μέρους του σκυλιού της, κεραυνοβολώντας τον με το βλέμμα της. Ο σέρφερ δεν φάνηκε να χολοσκάει.
Οι σκέψεις μου διακόπηκαν από τον εκκωφαντικό ήχο πολλών μπουκαλιών που έσπαγαν στον κοντινό κάδο ανακύκλωσης γυαλιού. Κοίταξα την ώρα. Κόντευε μεσάνυχτα. Είχαν πλέον απομείνει τα μισά τραπέζια. Ζήτησα τον λογαριασμό και όσο περίμενα να πληρώσω σκεφτόμουν πώς θα θέσω σε εφαρμογή το σχέδιό μου να μάθω ποιος μένει στο σπίτι του Καζαντζάκη σήμερα.
Παίρνοντας τον δρόμο προς το ξενοδοχείο μου αποφάσισα να κάνω ένα πρώτο πέρασμα από το σπίτι. Την τελευταία φορά είχα βρεθεί χειμώνα στην Αντίπολη και το σπίτι στον αριθμό 8 της rue du Bas Castelet φαινόταν ερμητικά κλειστό. Η πλατεία Safranier ήταν παραδόξως ερημική. Μία πολύ ιδιαίτερη σοκολατερί εν ονόματι Lilian Bonnefoi είχε επίσης την ένδειξη πως θα ήταν κλειστή όλο το καλοκαίρι για ανακαίνιση. Είχα υποσχεθεί σε μια ευγενέσταση πωλήτρια να έρθω σύντομα να δοκιμάσω την σοκολάτα γάλακτος με αμύγδαλα, αλλά φαίνεται δεν θα τα κατάφερνα εκείνο το καλοκαίρι. Δεν πείραζε όμως αφού πάντα πρέπει να αφήνουμε κάτι για την επόμενη φορά ως αφορμή για να επισκεφθούμε ξανά έναν τόπο αγαπημένο.
Το φως του μπαλκονιού του πάλαι ποτέ σπιτιού του ήταν αναμμένο. Τουλάχιστον το μπαλκόνι που είχα υπολογίσει στο περίπου πως άνηκε στον αριθμό 8. Νωρίτερα είχα περάσει από την πόρτα και είχα δει επίσης φως, κάτι που με βοήθησε να υπολογίσω ακριβώς και το μπαλκόνι. Από εκείνη τη διεύθυνση είχε στείλει πολλές από τις επιστολές του ο Καζαντζάκης, κάτι που είχα διαβάσει στον «Ασυμβίβαστο», την βιογραφία που είχε γράψει η γυναίκα του, Ελένη.
Η καρδιά μου σκίρτησε. Μία γυναικεία φιγούρα, σαν να μιλούσε σε κάποιον μέσα στο σπίτι. Υπήρχε τέτοια ησυχία που μπορούσα να ακούσω κάτι σαν μουρμουρητό αν και ήμουν πολύ μακριά. Πρέπει να ήταν μεγάλη σε ηλικία γιατί οι κινήσεις της ήταν ράθυμες, κρίνοντας από τις σκιές που χάιδευαν τον τοίχο, σαν να χόρευαν στο μπαλκόνι ένα αργό τάνγκο. Η σκέψη να χτυπήσω το κουδούνι πέρασε από το μυαλό μου, αλλά δεν το έκανα. Ντράπηκα, και έφυγα σαν ντροπαλό παιδί που το έπιασαν στα πράσα να κάνει κάποια σκανταλιά.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα πολύ νωρίς. Η ιδέα είχε ζυμωθεί μέσα μου κι αποφάσισα να το κάνω. Άρχιζα να στρίβω στα πλακόστρωτα στενά προς το σπίτι, και με κάθε δρόμο που δρασκέλιζα ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει πιο δυνατά. Πλέον είχα μάθει το δρόμο και δεν χρειαζόμουν χάρτη. Ανεβαίνοντας την μικρή ανηφόρα που περνάει από μία μικρή πλατεία που έχει το όνομα του Καζαντζάκη, είδα την πόρτα του απέναντι σπιτιού ανοιχτή και μία κυρία γύρω στα 65 να μιλάει σε ένα ζευγάρι με έναν τεράστιο σκύλο. Προσποιήθηκα πως κοίταζα κάτι στο κινητό μου, ώσπου να τελειώσουν την κουβέντα τους. Πράγματι, μετά από λίγο το ζευγάρι έφυγε.
«Bonjour, εδώ είναι το νούμερο 8;», τη ρώτησα σε αδέξια γαλλικά, δείχνοντας την καφέ πόρτα. «La maison de Kazantzakis!», μου αποκρίθηκε κι άστραψαν τα μάτια της. «Μα ναι, εδώ είναι. Πολλοί μπερδεύονται, ξέρετε, και νομίζουν πως είναι αυτό το μεγάλο σπίτι στην αρχή του δρόμου. Ελληνίδα είστε; Έχουν έρθει στο παρελθόν και άλλοι Έλληνες ψάχνοντάς το». Πιάσαμε την κουβέντα.
Της είπα πόσο αγαπούσα τα βιβλία του, πόσο καιρό είχα περάσει στην Κρήτη να αναζητώ τα βήματά του, και πόσο γλυκό έβρισκα πως η σύντροφός του, η Ελένη, κοιμόταν αιώνια στον προμαχώνα Μαρτινέγκο, δίπλα του. Πως μέσα από τις λέξεις της, μιας γυναίκας που αγαπάει και θαυμάζει το πνεύμα του συντρόφου της, και μπορεί αυτό να το αποτυπώσει με λέξεις, άρχισα να τον ανακαλύπτω κι εγώ περισσότερο.
«Εγώ τον ήξερα, όταν ήμουν μικρή. Πάνε 40 χρόνια πλέον. Δεν ήταν γνωστός στην Αντίπολη στην αρχή. Έγινε, αφότου παίχτηκε ο Ζορμπάς στο σινεμά. Τότε ήρθε και η Μελίνα Μερκούρη, κι άλλοι διάσημοι φίλοι του, εκείνης της εποχής. Είχε και έναν άλλον Έλληνα καθηγητή γείτονα, που τον γνώρισε εδώ. Η μαμά μου πήγαινε με την Ελένη για ψώνια στην αγορά. Η Ελένη ήταν πάντοτε καλοντυμένη και προσεγμένη. Εκείνος όμως, που ήταν ήδη άρρωστος τότε, έβγαινε από το σπίτι απεριποίητος. Άγρια φιγούρα, τρόμαζε τα παιδιά. Αλλά, la genie... Δεν το καταλάβαινα τότε, ήμουν μικρή. Φοβόμουν το παρουσιαστικό του και εγώ η ίδια. Τώρα μπορώ να το καταλάβω. Τόσο ευφυής... Δεν είναι για όλους αυτοί οι άνθρωποι, σπανίζουν. Δύσκολα κάποιος μένει κοντά τους, κι όμως η Ελένη έμεινε». Συνέχιζε να μου μιλάει πολλή ώρα σαν χείμαρρος, σαν να είχε την ανάγκη να μοιραστεί απλόχερα όλες αυτές τις αναμνήσεις, για να μην χαθούν στη λήθη.
«Κάποτε του κρατούσα και την αλληλογραφία. Μία μέρα όμως έφυγε και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Μετά μάθαμε πως δεν ήταν πλέον μαζί μας», είπε θλιμμένα κάνοντας μια παύση. «Η Ελένη προσπάθησε να κρατήσει για κάποια χρόνια το σπίτι μετά τον θάνατό του, αλλά τελικά το πούλησε. Δεν μπορούσε μόνη της. Πλέον έχει αλλάξει πέντε ιδιοκτήτες και τώρα ανήκει σε κάτι Άγγλους, που δεν ενδιαφέρονται καθόλου να ασχοληθούν με τον Καζαντζάκη. Δεν είμαι σίγουρη άμα ξέρουν καν ποιος είναι. Ξέρετε, προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε έναν σύλλογο για να αγοραστεί και να μετατραπεί σε μουσείο, αλλά δεν τα καταφέραμε. Πέσαμε και πάνω στην περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα, αλλά υπάρχουν κι άλλες δυσκολίες. Είναι τόσο μικρό μέσα το σπίτι κι ένα μουσείο χρειάζεται να έχει δύο πόρτες εισόδου-εξόδου για ασφάλεια, και άλλα τέτοια χαρακτηριστικά. Είναι πολύ κρίμα. Δεν θυμίζει τίποτα πλέον το εσωτερικό από το πώς ήταν κάποτε. Το έχουν αλλάξει τελείως και δεν ξέρουν καν σε τι θησαυρό έχουν την τύχη να μένουν», είπε ενοχλημένα.
Είπαμε πολλά. Κάποιοι μάστορες που έκαναν εργασίες στον επάνω όροφο του σπιτιού της διέκοπταν συχνά τις σκέψεις της μπαινοβγαίνοντας από την πόρτα. Της ζήτησα να μην πουλήσει το δικό της σπίτι. Είναι σπάνιο να μπορεί κανείς να ακούσει τις ιστορίες αυτές από κάποιον που τις έζησε. «Α, όχι, δεν πρόκειται να το πουλήσω! Να, κάνω κι εργασίες συντήρησης. Να είμαστε καλά, εδώ θα είμαι και του χρόνου πάντως», μου είπε καλοσυνάτα. «Εδώ δίπλα μένει ένας Γάλλος, γνωστός δημοσιογράφος της εποχής, που θα μπορούσε να σου μιλήσει. Αγαπούσε πολύ το έργο του. Αλλά τώρα δεν είναι στο σπίτι. Πριν λίγο έφυγε για τη Νίκαια, και θα έρθει την άλλη εβδομάδα».
Μεγάλη ατυχία, σκέφτηκα. «Θα έρθω ξανά, κι όταν το κάνω, θα έρθω να σας χαιρετήσω και να σας φέρω και κάτι από την Ελλάδα», της υποσχέθηκα. «Η Αντίπολη μου θυμίζει πολύ την Ελλάδα». «Αυτό έλεγε κι εκείνος», μου απάντησε χαμογελώντας. «Σας ευχαριστώ για τις όμορφες ιστορίες», της είπα και πήρα το δρόμο της επιστροφής.
Καθώς ξεμάκραινα από τον δρόμο που κάποτε είχε περπατήσει και ο Νίκος Καζαντζάκης κρατώντας το χέρι της Ελένης Σαμίου σε κάποια από τις βόλτες τους, κοντοστάθηκα και είδα το δέντρο μου να αγναντεύει τη θάλασσα. Χαμογέλασα. Το αποχαιρέτησα, αποχαιρέτησα και την Αντίπολη, αλλά σίγουρα, όχι για πάντα.