Η παρακμή του τυπωμένου λόγου και η κυριαρχία της τεχνικής και της εικόνας

Η παρακμή του τυπωμένου λόγου και η κυριαρχία της τεχνικής και της εικόνας

Ο Alvin Kernan δίδασκε στο πανεπιστήμιο του Princeton, ήταν ειδικός στην αγγλική δραματουργία της αναγεννησιακής περιόδου, και συγγραφέας, στο περίφημο βιβλίο του Ο θάνατος της λογοτεχνίας, που δημοσίευσε στις αρχές του 1990, διαπίστωσε την οριστική παρακμή της «ουμανιστικής» ανάγνωσης λογοτεχνίας ρομαντισμού και μοντερνισμού. Ανέκαθεν η γλώσσα δεν ήταν απλώς περιγραφικό εργαλείο του κόσμου μας, μας λέει ο Kernan, αλλά και ελεγκτικό μέσο. Διαμορφώνοντας έννοιες και διαμεσολαβώντας ανάμεσα στο υποκείμενο και τον εξωτερικό κόσμο, συγκροτεί σημασίες και διαμορφώνει κόσμους.
Από την αρχή της επανάστασης της τυπογραφίας μέχρι περίπου τα μέσα του εικοστού αιώνα, εθεωρείτο δεδομένο ότι η γλώσσα καθορίζεται προ παντός από τους επαγγελματίες καλλιεργητές της, δηλαδή τους συγγραφείς. Η «επανάσταση» της τυπογραφίας, που ξεκίνησε στον 15ο αιώνα και ολοκληρώθηκε τελικά στον 18ο αιώνα, διαμόρφωσε την κουλτούρα, συγκροτώντας έναν τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας από τον άνθρωπο, κυρίαρχη εκδοχή του οποίου έτεινε να γίνεται ο εσωστρεφής, αλλοτριωμένος και αμήχανος Άμλετ ή ο Iβάν Καραμάζοφ.
Μέχρι τότε κυριαρχούσε η «προφορικότητα», η οποία ήταν συνυφασμένη με τις συλλογικότητες. Στον αντίποδα, η τυπογραφία, με τις απαιτήσεις της για απομονωμένη και προσεκτική ανάγνωση των τυπωμένων σε χαρτί χαρακτήρων, ενθάρρυνε την εσωστρέφεια και διαμόρφωσε μιαν «ατομικιστική» κουλτούρα.
Ο Kernan μας αναγγέλλει, έτσι, τη μεταβίβαση της γλωσσικής «εξουσίας», από τον επαγγελματία συγγραφέα. Αν οι ταξινομίες μας ήταν πάντοτε απαραίτητες, διότι με αυτές δίνουμε τάξη στο χαοτικό σύνολο δεδομένων που βρίσκονται γύρω μας, η κύρια μορφή ταξινόμησης, στον σύγχρονο «επιστημονικό» μας κόσμο, είναι το «δέντρο», ενώ η βασική δομή οργάνωσης, το πανεπιστήμιο.
Στο πλαίσιο του πανεπιστημίου, οι επιστήμες διαιρούνται σε φυσικές, κοινωνικές και ανθρωπιστικές, με τη λογοτεχνία να εντάσσεται στην τελευταία ομάδα. Αυτό συνέβη ανάμεσα στον 19ο και στον 20ό αιώνα, όταν άρχισαν να τη διδάσκουν κανονικά στα πανεπιστήμια, να την καταλογογραφούν στις βιβλιοθήκες, και να προωθούν τον σημαντικό κοινωνικό της ρόλο. Την τελευταία αυτή πράξη την έκαναν χάρη στις θεωρίες του ρομαντισμού και του μοντερνισμού.
Από τα μέσα του εικοστού αιώνα, όλη αυτή η κατάσταση έλαβε μια ριζικά διαφορετική τροπή. Η Αριστερή «αποδόμηση», της περιόδου 1970-1990, έφερε τη ριζοσπαστικοποίηση ακαδημαϊκού χώρου. Η αποδομητική, όμως, ανάγνωση δεν είναι η αιτία αλλά ο καρπός της παρακμής του έντυπου λόγου. Τα τελευταία χρόνια, ο θάνατος της λογοτεχνίας διακηρύχθηκε από τη φαινομενολογία, τον δομισμό, την «αποδομητική» θεωρία, τον μαρξισμό, τη φροϋδική ψυχανάλυση, αλλά και τον φεμινισμό.

«Ο συγγραφέας στερήθηκε τα δικαιώματα ιδιοκτησίας αφού ανακηρύχθηκε νεκρός, πιθανώς άκληρος, ενώ παράλληλα του αρνήθηκαν την κατοχή κειμένων τα οποία ισχυρίζονται ότι αποτελούν προϊόντα της τάσης της κοινότητας και όχι της ατομικής δημιουργικότητας. Αν μπορεί να ειπωθεί ότι τα κείμενα είχαν κατασκευαστεί, αυτό οφειλόταν στην κουλτούρα και στη γλώσσα της, και συνεπώς δεν ανήκουν σε κανένα άτομο. “Η γλώσσα γράφει και όχι ο συγγραφέας” αυτή είναι μια άποψη που τοποθετεί το δημιουργικό άτομο της ρομαντικής θεωρίας σε μια θέση κατά τι ανώτερη από έναν βιομηχανικό εργάτη που συνενώνει εικόνες, λέξεις κα ιδέες που αποτελούν την κοινή ιδιοκτησία της κουλτούρας και είναι εμπεδωμένες στη γλώσσα. Η κριτική μεταβιβάζει το κοπιράιτ από έναν ιδιοκτήτη-συγγραφέα στους λαϊκιστές αναγνώστες καθιερώνοντας την αρχή ότι το νόημα ενός κειμένου καθορίζεται από τους αναγνώστες του και όχι από τον συγγραφέα ή το έργο του. Στην πιο ριζοσπαστική εκδοχή αυτού του κριτικού κινήματος, το λογοτεχνικό έργο καταντάει σχεδόν άνευ αξίας» (σελ. 184).

Αυτό που αποκαλούσαν κάποτε «σοβαρή» λογοτεχνία, σήμερα διαθέτει ένα «συντεχνιακό» κοινό και η παρουσία του εκτός του πανεπιστημιακού χώρου (συγκεκριμένα, των τμημάτων λογοτεχνίας) είναι σχεδόν μηδαμινή. Η νέα τεχνολογία και ριζοσπαστική (Αριστερή) λογοτεχνική κριτική συντελούν από κοινού στην προαναφερθείσα διάλυση. Η λογοτεχνία (με τη σύγχρονη σημασία του, ο όρος δεν ξεκίνησε να χρησιμοποιείται παρά μετά τον ύστερο 18ο αιώνα) αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμικού θεσμούς σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία.
Αν και δεν απέκτησε ποτέ τη σημασία της θρησκείας ή του νόμου, που μαζί με την οικογένεια και το κράτος είναι οι τέσσερεις στυλοβάτες της κοινωνίας, η λογοτεχνία και γενικά η τέχνη υπήρξε σημαντικό μέρος του Δυτικού πολιτισμού. Αρχικά συντηρητική, σταδιακά απέκτησε «προοδευτικό» πολιτικό περιεχόμενο, ασκώντας κριτική στα κακώς κείμενα των κοινωνιών μας.
Ο ρομαντισμός και ο μοντερνισμός ήταν οι μεγάλες καλλιτεχνικές εκφράσεις της κριτικής αυτής. Αν και οι εκπρόσωποι της λογοτεχνίας έμοιαζε να πιστεύουν κάποτε ότι ζουν σ’ ένα ιδεατό περιβάλλον, ουδέποτε έπαψαν να έχουν και εκείνοι κοινωνικοπολιτική εξάρτηση. Σύμφωνα με τον Kernan:

«Η λογοτεχνία εμφανιζόταν πάντοτε αυτόνομη και ανεξάρτητη από την κοινωνία εναντίον της οποίας ήταν προορισμένη να στρέφεται […] οι πρωταρχικές αξίες της λογοτεχνίας αποτελούσαν πάντα ανεστραμμένους καθρέφτες των κυρίαρχων πραγματικοτήτων μιας κοινωνίας του χρήματος, των μηχανών, των κοινοβουλίων, των πόλεων και των εργαστηρίων. Παρ’ όλη την άγρια εχθρότητά της κατά της αστικής τάξης και του κόσμου της, η λογοτεχνία υπήρξε πάντοτε τμήμα, έστω και αρνητικό, του κοινωνικού συστήματος το οποίο απέρριπτε».



Ο Alvin Kernan
Ο Alvin Kernan

Ενδεικτική είναι η ασύλληπτη παρακμή της άλλοτε αξιοσέβαστης έννοιας των πνευματικών δικαιωμάτων, όταν ο έντυπος λόγος αναγνωριζόταν ακόμη ως ιδιοκτησία του εκφορέα του, και γι’ αυτό προστατευόταν νομικά. Όταν δημοσιεύθηκε Ο εραστής της λαίδης Chatterley, το περιεχόμενό του σκανδάλιζε, με αποτέλεσμα να χυθεί άφθονο μελάνι για να καθορισθούν τα όρια ανάμεσα στην τέχνη και την κοινή χυδαιολογία. Η διαμάχη είχε μεγάλη σημασία, διότι στην ίδια τη λογοτεχνία αναγνωριζόταν τότε μεγάλη σημασία και μεγάλη δύναμη στη «διαπαιδαγώγηση» των συνειδήσεων. Αντίθετα, σήμερα:

«Η κατάστασή τους ως τηλεθεατών επανενεργοποιεί την απομόνωσή τους ωε μελών του “μοναχικού πλήθους”, της μαζικής κοινωνίας της αστικοποιημένης Δύσης, των παθητικών καταναλωτών που είναι υποχείρια αυτών που ελέγχουν την αντίληψή τους για τον κόσμο […] Ο αναγνώστης, όπως τον καθόριζαν η λογοτεχνία και ο έντυπος λόγος, ήταν πιθανόν ακόμη περισσότερο κλεισμένος στο σολιψισμό του, ήταν ωστόσο έντονα ενεργητικός διανοητικά, και όχι παθητικός δέκτης, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει τις πολύπλοκες λέξεις και τις περίπλοκες δομές της έντυπης πραγματικότητας προκειμένου να φτάσει σε μια υπερβατική αλήθεια στην άλλη πλευρά της τυπωμένης σελίδες (σελ. 234).

Οι «ιερεμιάδες» για την παρακμή του τυπωμένου λόγου, σε συνδυασμό με αυστηρές προειδοποιήσεις για τη χρήση της τεχνολογίας, μας οδηγούν απευθείας στο μνημειώδες βιβλίο Τεχνοπώλιο, του Neil Postman.
Η κύρια ιδέα που επιθυμεί να προβάλλει εκεί o Postman, είναι ότι η πολυπλοκότητα των όποιων μεταβολών, εντός μιας κοινωνίας, οδηγεί σε αδυναμία προβλέψεων των μακροπρόθεσμων συνεπειών τους. Μια νέα και σημαντική τεχνολογία, μας λέει χαρακτηριστικά ο Postman, δεν προσθέτει ή αφαιρεί κάτι. Αλλάζει τα πάντα. Δηλαδή προκαλεί συνολικές αλλαγές και προωθεί μια συγκεκριμένη κοσμοαντίληψη. Οι νέες τεχνολογίες δεν επηρεάζουν απλώς την καθημερινή μας βιωτή, αλλά αλλάζουν και τις ίδιες τις δομές με τις οποίες σκεφτόμαστε.

«Προκειμένου να διασαφηνίσω τη σημερινή κατάσταση και να επισημάνω τους μελλοντικούς κινδύνους, θεωρώ απαραίτητο να κάνω ακόμα μία κατηγοριοποίηση, Οι πολιτισμοί μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις τύπους: τους εργαλειακούς, τους τεχνοκρατικούς και τους τεχνοπωλιακούς πολιτισμούς. Στις μέρες μας, μπορούμε να εντοπίσουμε στον πλανήτη μας και τους τρεις τύπους, αν και ο πρώτος εξαφανίζεται γρήγορα: πρέπει να ταξιδέψει κανείς σε εξωτικά μέρη για να βρει έναν πολιτισμό που ακόμα χρησιμοποιεί εργαλεία. Και αν ακόμα τον ανακαλύψουμε, πρέπει να είμαστε οπλισμένοι με τη γνώση ότι έως τον δέκατο έβδομο αιώνα όλοι σχεδόν οι πολιτισμοί χρησιμοποιούσαν εργαλεία» (σελ. 35).

Ας δούμε τους τρεις τύπους πολιτισμών, με τη σειρά. Ο πρώτος τύπος, αυτός του εργαλειακού, διακρίνεται από το ότι εντάσσει την τεχνολογία του στη δικαιοδοσία της θρησκείας. Για τους εργαλειακούς πολιτισμούς, οι τεχνολογικές ανακαλύψεις είναι εν γένει υποταγμένες σε μια ευρύτερη θεολογική νοηματοδότηση. Αυτή μπορεί να είναι καθαρή θεοκρατία ή απλώς κάποια μεταφυσικού χαρακτήρα θεωρία.
Εδώ όμως χρειάζονται δύο επεξηγήσεις: σύμφωνα με τον Postman, οι εργαλειακοί πολιτισμοί δεν είναι αναγκαστικά φτωχοί από τεχνολογική άποψη. Απεναντίας, κάποτε παρουσιάζουν και αξιοσημείωτη τεχνολογική ανάπτυξη. Επιπρόσθετα, δεν θα ήταν σωστό να νομίσει κανείς ότι η κάθε τεχνολογική καινοτομία υποτάσσεται πειθαναγκαστικά στο θρησκευτικό σύστημα το οποίο συνέχει την κοινωνία. Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου μπορεί να διαφύγει του ασφυκτικού ελέγχου της: ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν οι ανεμόμυλοι, των 12ο αιώνα, που αν και έγιναν απόπειρες από μοναχούς να κλείσουν, λόγω του ότι εκεί σύχναζαν ιερόδουλες αναζητώντας υποψήφιους πελάτες τους, τελικά παρέμειναν, επειδή είχαν ήδη καταστεί απαραίτητες για την τοπική οικονομία.
Αυτό, πάντως, αποτελεί εξαίρεση και δεν αναιρεί ότι, σε τέτοιους πολιτισμούς, πρώτιστη σημασία έχουν οι θρησκευτικές εντολές και όχι τα κάθε λογής τεχνολογικά επιτεύγματα. Μέχρι τον 17ο αιώνα, όλοι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί ήταν πρακτικά εργαλειακοί. Τότε, όμως, κάτι άλλαξε. Έχοντας μόλις εξέλθει από τον Μεσαίωνα, η Ευρώπη, πρώτη ίσως απ’ όλες τις κοινωνίες, μπήκε σ’ ένα πολιτισμικό στάδιο ολότελα καινούργιο: πρόκειται για τον τεχνοκρατικό πολιτισμό.
Κομβικό ρόλο έπαιξαν τρεις πρωτοποριακές εφευρέσεις: το μηχανικό ρολόι, η τυπογραφία, και φυσικά το τηλεσκόπιο. Χάρη σ’ αυτά τα τρία μεταβλήθηκαν νοοτροπίες αιώνων. Διότι σ’ έναν τεχνοκρατικό πολιτισμό, αντίθετα με τον εργαλειακό, διευκρινίζει ο Postman, δίνεται προτεραιότητα στις εφευρέσεις και πλέον τα διάφορα εργαλεία δεν ενσωματώνονται μέσα στον πολιτισμό, υποταγμένα σε κάποιο σύστημα θρησκευτικού συμβολισμού, αλλά του «επιτίθενται» και απαιτούν να γίνουν τα ίδια πολιτισμός. Στο πλαίσιο αυτό, όχι μόνο η θρησκεία αλλά και οι μύθοι, η πολιτική και τα κοινωνικά ήθη καλούνται ν’ αγωνισθούν για την επιβίωσή τους.
Αν και οι Κοπέρνικος, Kέπλερ, Γαλιλαίος, Καρτέσιος και Νεύτων έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη της τεχνοκρατίας, οι ίδιοι ζούσαν ακόμη σε πολιτισμούς εργαλειακούς και, σχεδόν ανυποψίαστοι για τις υπονομευτικές συνέπειες των ανακαλύψεών τους, υπερασπίζονταν (θρησκευτικές κυρίως) αξίες που επρόκειτο στη συνέχεια να κλονισθούν συθέμελα (ετερογονία των σκοπών).
Σύμφωνα και πάλι με τον Postman, ο πρώτος άνθρωπος της τεχνοκρατικής εποχής υπήρξε ο Francis Bacon. Πρώτος αυτός είδε καθαρά (και εξύμνησε) τις καθοριστικές συνέπειες των επιστημονικών καινοτομιών για τη ζωή των ανθρώπων, προτάσσοντας το ιδανικό της κοινωνικά ωφέλιμης επιστήμης. “Scientia potentia est” ήταν το τολμηρό σύνθημα με το οποίο συνόψισε τη νέα εποχή που ξημέρωνε.

Σχηματικά, μπορούμε να τοποθετήσουμε τις ιστορικές απαρχές της τεχνοκρατίας στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, στην Αγγλία, ίσως στα 1765 που ο James Watt εφηύρε την ατμομηχανή, ή στα 1776 που ο Adam Smith δημοσίευσε την πραγματεία του Ο Πλούτος των Εθνών, θέτοντας τα θεωρητικά θεμέλια του οικονομικού φιλελευθερισμού/καπιταλισμού. Την ίδια εποχή ο κουρέας Richard Arkwright, κουρέας στο επάγγελμα, ανέπτυξε τα πρώτα εργοστάσια (κλωστήρια βάμβακος), εκπαιδεύοντας μικρά παιδιά να εργάζονται προσαρμοσμένα στο σύστημα της μηχανής.
Ο Arkwright υπήρξε ίσως ο πρώτος καπιταλιστής τεχνοκράτης και αποτέλεσε το πρότυπο για έναν νέο τύπου επιχειρηματία στον επόμενο αιώνα. Βέβαια, η νέα πραγματικότητα δεν στάθηκε ικανή να καταστρέψει ολότελα τις παραδοσιακές αντιλήψεις και τις συνήθειες αιώνων, ενώ μάλιστα δεν έλειψαν και οι επικριτές της, προ παντός στον χώρο της λογοτεχνίας, που έδειξαν παραστατικά τη σκληρότητα των νέων συνθηκών και την πνευματική ένδεια που έφερνε μαζί της η βιομηχανική πρόοδος.

«Έτσι, δύο αντίθετες κοσμοθεωρίες ―η τεχνολογική και η παραδοσιακή― συνυπήρχαν σε μια σχέση έντασης και ανησυχίας. Η τεχνολογική ήταν, φυσικά, η ισχυρότερη, αλλά η παραδοσιακή ήταν παρούσα ― ακόμα λειτουργική, εξακολουθούσε να ασκεί επιρροή και ήταν πολύ ζωντανή για να την αγνοεί κανείς» (σελ. 59).



Ο Neil Postman
Ο Neil Postman



Ξαφνικά, όμως, στις Ηνωμένες Πολιτείες και γύρω στις αρχές του εικοστού αιώνα, εμφανίστηκε κάτι καινούργιο. Το καινούργιο αυτό γεγονός ήταν το «τεχνοπώλιο». Το τεχνοπώλιο κατόρθωσε να κάνει αυτό που η τεχνοκρατία αδυνατούσε. Εξαφάνισε πρακτικά την παραδοσιακή κοσμοαντίληψη.
Επαναπροσδιορίζοντας έννοιες όπως η θρησκεία, η πολιτική, η αλήθεια και η ιστορία, έφερε την ολοκληρωτική τεχνοκρατία. Πότε λοιπόν ξεκίνησε να υπάρχει το τεχνοπώλιο; Ο Postman τοποθετεί τη χρονική αφετηρία του στα 1910-1911, με την εμφάνιση του βιβλίου περί του επιστημονικού management, από τον Taylor, κύρια ιδέα του οποίου ήταν η απάρνηση της ατομικής σκέψης και, αντ’ αυτής, η προσαρμογή των ανθρώπων στα μηχανήματα.
Οι τέσσερις κύριοι λόγοι που αυτό έλαβε χώρα στις ΗΠΑ, και όχι κάπου αλλού, ήταν το καινοθηρικό ήθος των Αμερικανών, η καπιταλιστική τους τόλμη, οι προϋπάρχουσες τεχνολογικές τους επιτυχίες, και τέλος, η ευκολία αμφισβήτησης των παραδοσιακών δοξασιών από τους κατοίκους της νέας αυτής ηπείρου. Στο εξής, για κάθε πεποίθηση του Παλαιού Κόσμου υπάρχει μια απάντηση που προσφέρεται από την τεχνολογία: η πενικιλίνη μπήκε στη θέση της προσευχής, η κινητικότητα στη θέση των οικογενειακών αξιών, η ψυχοθεραπεία στη θέση της εξομολόγησης και η τηλεόραση στη θέση της ανάγνωσης.
Οι παλιές δοξασίες αμφισβητήθηκαν έντονα. Ο Postman σκιαγραφεί την ιστορία της περιβόητης «Δίκης των πιθήκων», στη δεκαετία του 1920, για να δείξει ότι δεν ήταν μια απλή σύγκρουση ή διαμάχη, αλλά επρόκειτο για τον κλονισμό των παραδοσιακών αξιών και την αντικατάστασή τους από τις νέες καινοτομίες. Και στο σημείο αυτό φανερώνεται μια καίρια πτυχή του τεχνοπωλίου: η έλλειψη νοήματος, που στοιχειώνει τον άνθρωπο μέχρι και τις μέρες μας, με τόσο οδυνηρό τρόπο. Άρα τι μπορεί να γίνει; Η απάντηση θα δοθεί σ’ ένα άλλο έργο του Postman, που τιτλοφορείται Η πυξίδα του μέλλοντος.
Αν θέλουμε να βρούμε μια αξιόπιστη, και συνάμα πολιτισμικά προσιτή, πηγή καθοδήγησης, μας λέει εκεί ο Postman, αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από τον 18ο αιώνα, τον αιώνα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, με την παρακμή της ελέω Θεού μοναρχίας, τη νευτώνεια επιστήμη, την εκβιομηχάνιση και τη θεωρία της κοινωνικής προόδου.Επιπλέον, σύμφωνα με τον Postman, ο Διαφωτισμός (καθοριστική ήταν εδώ, τονίζει, η εφεύρεση της τυπογραφίας) μας έμαθε να θεωρούμε την εκπαίδευση «εθνικό κεφάλαιο», «ανακάλυψε» την παιδική ηλικία και πρότεινε ότι ένας πεπαιδευμένος άνθρωπος αποκτά ορθολογική και επιστημονική νοοτροπία. Ωστόσο, τα ΜΜΕ, και ιδίως η τηλεόραση, απειλούν επικίνδυνα αυτά τα λαμπρά πολιτισμικά μας κεκτημένα. Συγκεκριμένα, η διακριτότητα της παιδικής ηλικίας απειλείται να χαθεί εξαιτίας τους, διότι εκθέτουν τα παιδιά στις ίδιες πληροφορίες και εικόνες με τον ενήλικο.
Τα παιδιά δεν αφήνονται να είναι παιδιά, αλλά βιώνουν τις ίδιες παραστάσεις και εθίζονται από μικρά στις διαδικασίες των ενηλίκων (π.χ. βλέποντας προκλητικές σεξουαλικές σκηνές ή παραστατικές σκηνές βίας). Ταυτόχρονα, η τηλεόραση ευνοεί και τον «παλιμπαιδισμό» των ενηλίκων, με το να τους καλλιεργεί την ανάγκη για άμεση επιβράβευση, την ανευθυνότητα και τον καταναλωτισμό.
Όπως έχει γίνει ήδη φανερό, νομίζουμε, ο Postman δεν είναι πολύ αισιόδοξος ως προς το μέλλον μας, προτείνει όμως πέντε συγκεκριμένα βήματα για τη θεσμοθετημένη εκπαίδευσή του: εκπαίδευση των μαθητών ν’ αναγνωρίζουν την προπαγάνδα, συγκριτική μελέτη των θρησκειών του παρελθόντος, κριτική μελέτη της ιστορίας και της μεθοδολογίας των επιστημών, τεχνολογική επιμόρφωση, και τέλος, γλωσσική καλλιέργεια.
Καίρια σημασία, στο θεωρητικό εκπαιδευτικό του πρόγραμμα, αποδίδεται στην ιστορία. Η ιστορία, μας εξηγεί, δεν είναι απλώς ένα μάθημα ανάμεσα σε όλα. Είναι μια διάσταση που υπάρχει στα πάντα. Οι επιστήμες, η φιλοσοφία, οι θρησκείες, το καθετί έχει την ιστορία του, και το να τη γνωρίσει κανείς, έστω στοιχειωδώς, θα του προσφέρει διέξοδο από τον κίνδυνο να εγκλωβισθεί στο παρόν και να μην έχει υπέρτερη προοπτική. Τελικά, αν ποθούμε καινούργιες «αφηγήσεις», μάλλον καλύτερα να ξαναδούμε τις παλιές και να τις επανεκτιμήσουμε. Για την ακρίβεια:

«Το πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί στον εικοστό πρώτο αιώνα δεν είναι το πώς θα διακινούνται οι πληροφορίες, ούτε η μηχανική των πληροφοριών. Το πρόβλημα είναι με ποιο τρόπο θα μετατραπούν οι πληροφορίες σε γνώσεις και αυτές με τη σειρά τους σε σοφία. Αν μπορέσουμε να επιλύσουμε αυτό το πρόβλημα, τα υπόλοιπα θα λυθούν από μόνα τους».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: