Ο Alvin Kernan δίδασκε στο πανεπιστήμιο του Princeton, ήταν ειδικός στην αγγλική δραματουργία της αναγεννησιακής περιόδου, και συγγραφέας, στο περίφημο βιβλίο του Ο θάνατος της λογοτεχνίας, που δημοσίευσε στις αρχές του 1990, διαπίστωσε την οριστική παρακμή της «ουμανιστικής» ανάγνωσης λογοτεχνίας ρομαντισμού και μοντερνισμού. Ανέκαθεν η γλώσσα δεν ήταν απλώς περιγραφικό εργαλείο του κόσμου μας, μας λέει ο Kernan, αλλά και ελεγκτικό μέσο. Διαμορφώνοντας έννοιες και διαμεσολαβώντας ανάμεσα στο υποκείμενο και τον εξωτερικό κόσμο, συγκροτεί σημασίες και διαμορφώνει κόσμους.
Από την αρχή της επανάστασης της τυπογραφίας μέχρι περίπου τα μέσα του εικοστού αιώνα, εθεωρείτο δεδομένο ότι η γλώσσα καθορίζεται προ παντός από τους επαγγελματίες καλλιεργητές της, δηλαδή τους συγγραφείς. Η «επανάσταση» της τυπογραφίας, που ξεκίνησε στον 15ο αιώνα και ολοκληρώθηκε τελικά στον 18ο αιώνα, διαμόρφωσε την κουλτούρα, συγκροτώντας έναν τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας από τον άνθρωπο, κυρίαρχη εκδοχή του οποίου έτεινε να γίνεται ο εσωστρεφής, αλλοτριωμένος και αμήχανος Άμλετ ή ο Iβάν Καραμάζοφ.
Μέχρι τότε κυριαρχούσε η «προφορικότητα», η οποία ήταν συνυφασμένη με τις συλλογικότητες. Στον αντίποδα, η τυπογραφία, με τις απαιτήσεις της για απομονωμένη και προσεκτική ανάγνωση των τυπωμένων σε χαρτί χαρακτήρων, ενθάρρυνε την εσωστρέφεια και διαμόρφωσε μιαν «ατομικιστική» κουλτούρα.
Ο Kernan μας αναγγέλλει, έτσι, τη μεταβίβαση της γλωσσικής «εξουσίας», από τον επαγγελματία συγγραφέα. Αν οι ταξινομίες μας ήταν πάντοτε απαραίτητες, διότι με αυτές δίνουμε τάξη στο χαοτικό σύνολο δεδομένων που βρίσκονται γύρω μας, η κύρια μορφή ταξινόμησης, στον σύγχρονο «επιστημονικό» μας κόσμο, είναι το «δέντρο», ενώ η βασική δομή οργάνωσης, το πανεπιστήμιο.
Στο πλαίσιο του πανεπιστημίου, οι επιστήμες διαιρούνται σε φυσικές, κοινωνικές και ανθρωπιστικές, με τη λογοτεχνία να εντάσσεται στην τελευταία ομάδα. Αυτό συνέβη ανάμεσα στον 19ο και στον 20ό αιώνα, όταν άρχισαν να τη διδάσκουν κανονικά στα πανεπιστήμια, να την καταλογογραφούν στις βιβλιοθήκες, και να προωθούν τον σημαντικό κοινωνικό της ρόλο. Την τελευταία αυτή πράξη την έκαναν χάρη στις θεωρίες του ρομαντισμού και του μοντερνισμού.
Από τα μέσα του εικοστού αιώνα, όλη αυτή η κατάσταση έλαβε μια ριζικά διαφορετική τροπή. Η Αριστερή «αποδόμηση», της περιόδου 1970-1990, έφερε τη ριζοσπαστικοποίηση ακαδημαϊκού χώρου. Η αποδομητική, όμως, ανάγνωση δεν είναι η αιτία αλλά ο καρπός της παρακμής του έντυπου λόγου. Τα τελευταία χρόνια, ο θάνατος της λογοτεχνίας διακηρύχθηκε από τη φαινομενολογία, τον δομισμό, την «αποδομητική» θεωρία, τον μαρξισμό, τη φροϋδική ψυχανάλυση, αλλά και τον φεμινισμό.
«Ο συγγραφέας στερήθηκε τα δικαιώματα ιδιοκτησίας αφού ανακηρύχθηκε νεκρός, πιθανώς άκληρος, ενώ παράλληλα του αρνήθηκαν την κατοχή κειμένων τα οποία ισχυρίζονται ότι αποτελούν προϊόντα της τάσης της κοινότητας και όχι της ατομικής δημιουργικότητας. Αν μπορεί να ειπωθεί ότι τα κείμενα είχαν κατασκευαστεί, αυτό οφειλόταν στην κουλτούρα και στη γλώσσα της, και συνεπώς δεν ανήκουν σε κανένα άτομο. “Η γλώσσα γράφει και όχι ο συγγραφέας” αυτή είναι μια άποψη που τοποθετεί το δημιουργικό άτομο της ρομαντικής θεωρίας σε μια θέση κατά τι ανώτερη από έναν βιομηχανικό εργάτη που συνενώνει εικόνες, λέξεις κα ιδέες που αποτελούν την κοινή ιδιοκτησία της κουλτούρας και είναι εμπεδωμένες στη γλώσσα. Η κριτική μεταβιβάζει το κοπιράιτ από έναν ιδιοκτήτη-συγγραφέα στους λαϊκιστές αναγνώστες καθιερώνοντας την αρχή ότι το νόημα ενός κειμένου καθορίζεται από τους αναγνώστες του και όχι από τον συγγραφέα ή το έργο του. Στην πιο ριζοσπαστική εκδοχή αυτού του κριτικού κινήματος, το λογοτεχνικό έργο καταντάει σχεδόν άνευ αξίας» (σελ. 184).
Αυτό που αποκαλούσαν κάποτε «σοβαρή» λογοτεχνία, σήμερα διαθέτει ένα «συντεχνιακό» κοινό και η παρουσία του εκτός του πανεπιστημιακού χώρου (συγκεκριμένα, των τμημάτων λογοτεχνίας) είναι σχεδόν μηδαμινή. Η νέα τεχνολογία και ριζοσπαστική (Αριστερή) λογοτεχνική κριτική συντελούν από κοινού στην προαναφερθείσα διάλυση. Η λογοτεχνία (με τη σύγχρονη σημασία του, ο όρος δεν ξεκίνησε να χρησιμοποιείται παρά μετά τον ύστερο 18ο αιώνα) αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμικού θεσμούς σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία.
Αν και δεν απέκτησε ποτέ τη σημασία της θρησκείας ή του νόμου, που μαζί με την οικογένεια και το κράτος είναι οι τέσσερεις στυλοβάτες της κοινωνίας, η λογοτεχνία και γενικά η τέχνη υπήρξε σημαντικό μέρος του Δυτικού πολιτισμού. Αρχικά συντηρητική, σταδιακά απέκτησε «προοδευτικό» πολιτικό περιεχόμενο, ασκώντας κριτική στα κακώς κείμενα των κοινωνιών μας.
Ο ρομαντισμός και ο μοντερνισμός ήταν οι μεγάλες καλλιτεχνικές εκφράσεις της κριτικής αυτής. Αν και οι εκπρόσωποι της λογοτεχνίας έμοιαζε να πιστεύουν κάποτε ότι ζουν σ’ ένα ιδεατό περιβάλλον, ουδέποτε έπαψαν να έχουν και εκείνοι κοινωνικοπολιτική εξάρτηση. Σύμφωνα με τον Kernan:
«Η λογοτεχνία εμφανιζόταν πάντοτε αυτόνομη και ανεξάρτητη από την κοινωνία εναντίον της οποίας ήταν προορισμένη να στρέφεται […] οι πρωταρχικές αξίες της λογοτεχνίας αποτελούσαν πάντα ανεστραμμένους καθρέφτες των κυρίαρχων πραγματικοτήτων μιας κοινωνίας του χρήματος, των μηχανών, των κοινοβουλίων, των πόλεων και των εργαστηρίων. Παρ’ όλη την άγρια εχθρότητά της κατά της αστικής τάξης και του κόσμου της, η λογοτεχνία υπήρξε πάντοτε τμήμα, έστω και αρνητικό, του κοινωνικού συστήματος το οποίο απέρριπτε».