Αρθούρος Ρεμπό

Ο Ρεμπό στο σπίτι του εργοδότη του Alfred Bardey (1883) Mουσείο Charleville Mezieres
Ο Ρεμπό στο σπίτι του εργοδότη του Alfred Bardey (1883) Mουσείο Charleville Mezieres

Το εγώ είναι ένας άλλος.
Τα μεγαλύτερα πειραχτήρια στη ζωή είναι οι άνεμοι, τα παιδιά, και οι συνειδήσεις, χτυπάνε την πόρτα, ανοίγεις να δεις ποιος είναι και έχουν εξαφανιστεί. Σε έχουν εγκαταλείψει στα χέρια μια ημιτελούς ενδοσκόπησης και μιας ατέρμονης αναζήτησης.
Τα ξυπνητήρια δεν κάνουν τέτοια, σε ταράζουν σου καρφιτσώνουν έναν εκνευρισμό στο πάνω χείλος και σε παρατούν να ψάχνεις να βρεις τα ίσα σου για κάμποση ώρα.
Βγήκα από το ξενοδοχείο στη Ζενεβιλιέ, το Ιbis budget Gennevilliers Asnières τη στιγμή που τα φώτα της πόλης έσβησαν, χωρίς τα φώτα της μέρας να έχουν ακόμα ανάψει. Χαμογέλασα για την σύμπτωση, μια αστραπή φώτισε τον τόπο γύρω κι έβαλε αποσιωπητικά κι ένα μικρό ερωτηματικό στο χαμόγελό μου. Τι ψάχνουν οι αστραπές καλοκαιριάτικα αναρωτήθηκα. Πέρασα την τριγωνική πλατεία και στάθηκα στη στάση πυροβολώντας δεξιά και αριστερά την ακινησία της λεωφόρου με ασημένιους ήχους και κίτρινα επιφωνήματα. Όμορφο μα και λίγο τρομακτικό θέαμα η ερημιά, είπα λες και υπήρχε κάποιος δίπλα μου, που θα διαφωνούσε ή θα συμφωνούσε μ’ αυτό που βρυχήθηκα. Πισωπάτησα και ανέβηκα πάλι στην τριγωνική πλατειούλα, που φαίνεται πως δεν την σχεδίασε κανείς, μόνο προέκυψε σαν περίττωμα της δημιουργίας των γύρω δρόμων.
Η καλύτερη γωνιά, το πιο όμορφο ύψωμα, το πιο ανοιχτό πλάτωμα είναι αυτό της περισυλλογής, από κει μπορείς να παρατηρήσεις καλύτερα το φίλο σου, να εξετάσεις πιο καλά τον εαυτό σου, να θαυμάσεις και χωρίς εμπόδια να καταργήσεις τον κόσμο.
Το πρόγραμμα σήμερα είχε Ορσέ. Μέχρι όμως να ξυπνήσουν ο Αλέξανδρος και η Αναστασία, ο γιος μου και η γυναίκα μου, για να κατηφορίσουμε προς το μουσείο είχα μπόλικο και πολύτιμο χρόνο να σπαταλήσω, γιατί λατρεύω τα πρωινά σε άγνωστους τόπους, όπως μου αρέσει οτιδήποτε βρίσκεται στο μεταίχμιο είτε είναι χρόνος, είτε είναι χώρος είτε είναι πραγματικό είτε είναι φανταστικό κι όπως έλεγε ο Ζαν-Νικολά-Αρτίρ Ρεμπό
«Αυτά που μου αρέσουν είναι: οι αφηρημένοι πίνακες ζωγραφικής, τα διακοσμητικά στις εξώπορτες, τα σκηνικά, οι μεταμφιέσεις περιπλανώμενων θιάσων, τα διαφημιστικά φυλλάδια, οι λαϊκοί διάκοσμοι, η ντεμοντέ λογοτεχνία, τα λατινικά της εκκλησίας, τα ανορθόγραφα ερωτικά βιβλία». Ένας λόγος από τους πολλούς για τους οποίους θα περνούσαμε τη μέρα μας στο Μουσείο, συνέχεια και προέκταση του Λούβρου, ήταν και ο Ρεμπό, αλλά το λεωφορείο μόλις φρέναρε μπροστά μου, να βολευτώ και θα σας πω στη συνέχεια για το Μουσείο, τον Ρεμπό και τις διαδρομές μου ανάμεσα στα δυτικά της πόλης, τους ακατανόητους στίχους, τις ιμπρεσιονιστικές απεικονίσεις.
Πήρα το 138 και στη στάση Μιτεράν μετά την πλατεία Ρεπιμπλίκ και στη συνέχεια το '74 για να κατέβω στο κέντρο στη Ριβολί κι από κει με το 72 μετά με το 73 να φτάσω στα δυτικά στη Ντεφάνς και στη Μεγάλη Αψίδα. Όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν πολύ απλά αν από τα ΒΔ της Ζενεβιλιέ που ήταν το ξενοδοχείο μας, έπαιρνα το 258 το λεωφορειάκι και κατέβαινα λίγο πιο Νότια στα Δυτικά του Παρισιού. Αλλά μου άρεσε, με τρέλαινε η ιδέα να βλέπω το κέντρο της πόλης ξημερώματα, τις πλατείες ακόμα αχρησιμοποίητες, τα κτήρια υποφωτισμένα και τους δρόμους αγουροξυπνημένους. Μου άρεσε να βλέπω την πλατεία Κονκόρντ και τα Ηλύσια Πεδία και όλα τα τοπόσημα της πόλης εκτός «τουριστικού ωραρίου» ήταν, πως να το κάνουμε, πιο παρθένα, πιο αυθεντικά, πιο καθαρά πιο μεσαιωνικά, ήταν πιο ο εαυτός τους.

«Ξέρω καλά ότι είμαι απόγονος μιας ανέκαθεν κατώτερης γενιάς», έγραφε ο Ρεμπό και συνέχιζε «γι’ αυτό δεν μπορώ να καταλάβω την επανάσταση. Οι πρόγονοι μου ποτέ δεν εξεγέρθηκαν, παρά μόνο για να ληστέψουν και να κατασπαράξουν σαν λύκοι το κτήνος που δεν τους σκότωσε», τελείωνε τη φράση στο φυλλάδιο που κρατούσα στο χέρι μου και τον απεικόνιζε σε έναν πίνακα του Ανρί Φαντέν-Λατούρ. Διακρίνεται ο Πολ Βερλέν (πρώτος από αριστερά) και δίπλα του ο Αρθούρος Ρεμπό (δεύτερος από αριστερά). Στο πρώτο πλάνο, σε ένα λευκό τραπεζομάντιλο στην άκρη ενός τραπεζιού, είναι μια φρουτιέρα, μια καράφα γεμάτη με κρασί και ένα μπουκέτο λουλούδια στα δεξιά, μια άλλη σχεδόν άδεια καράφα στα αριστερά, διάσπαρτα μικρά χρωματιστά φρούτα, μια κούπα καφέ, το πιατάκι του και το κουτάλι του. Στο βάθος, η ομάδα των χαρακτήρων, εκ των οποίων οι πέντε είναι καθιστοί και οι τρεις όρθιοι, ξεχωρίζουν με τα μαύρα ρούχα τους, εκτός από αυτό στα δεξιά σε γκρι χρώμα και τα λεπτομερή πρόσωπά τους. 
Ο Ρεμπό θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην ηλικία των είκοσι ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές Εκλάμψεις και Μια εποχή στην Κόλαση. Η τελευταία υπήρξε το μοναδικό βιβλίο του Ρεμπό που δημοσιεύτηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, ενώ σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν ενόσω ήταν εν ζωή αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή του ή εν αγνοία του.
Έφτασα στη Λα Ντεφάνς, περπατώντας μπροστά από τη μεγάλη αψίδα με τον ήλιο να απλώνει τη σκιά μου μακριά μέχρι τα σκαλιά της τεράστιας κατασκευής, λογάριαζα ότι το θέμα δεν είναι να φτάσουμε κάπου, αλλά να διαπεράσουμε όσο πιο εύστοχα γίνεται τα όρια, να τ’ αφήσουμε πίσω και να τ’ αναζητούμε πια στις αναμνήσεις μας και στα κιτρινισμένα άλμπουμ.
Οι ήχοι από το τις «Τρεις Γυμνοπαιδίες» του Έρικ Σατί με πήραν από το χέρι και με ξεναγούσαν στην αχανή πλατεία της La Défense μέχρι τον αντίχειρα ― Le Pouce de Cesar, παρέα με σημειώσεις για τον Ρεμπό, ο οποίος γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1854 στη Σαρλβίλ των Αρδενών κοντά στα βελγικά σύνορα. Από μικρός εκφράζεται με ωριμότητα σπάνια για την ηλικία του· μόλις δέκα χρονών γράφει το κείμενο «Ο ήλιος ήταν ακόμα ζεστός…». Γύρω στα δεκατέσσερα, συνθέτει τέλειους στίχους στα λατινικά που δημοσιεύονται και βραβεύονται. Το 1869 γράφει το πρώτο του ποίημα στα γαλλικά «Τα πρωτοχρονιάτικα δώρα των ορφανών», που δημοσιεύεται σε περιοδικό. Το 1870 γράφει πολλά ποιήματα που προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον στους γνωστούς ποιητές της εποχής. Το καλοκαίρι αυτής της χρονιάς το σκάει από το σπίτι του για το Παρίσι, ελπίζοντας να δει από κοντά την πτώση του Ναπολέοντα του τρίτου· στο τρένο συλλαμβάνεται γιατί δεν έχει να πληρώσει το εισιτήριο και φυλακίζεται. Λίγες μέρες μετά γυρίζει σπίτι του, απ’ όπου ξαναφεύγει αμέσως για το Βέλγιο με τα πόδια, θέλοντας να δουλέψει ως δημοσιογράφος. Φτάνει μέχρι τις Βρυξέλλες, αλλά απογοητευμένος από τη δημοσιογραφία την εγκαταλείπει. Στο διάστημα αυτό γράφει μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του.
Όπως έλεγε, «είναι ακριβώς η δυνατότητα να πραγματοποιήσεις ένα όνειρο που κάνει τη ζωή να έχει ενδιαφέρον».
Ο Αρθούρος Ρεμπό συνάντησε για πρώτη φορά τον Πολ Βερλέν το 1871. Ο Ρεμπό ήταν 17 ετών, ο Βερλέν 27. Και οι δύο ήταν ευφυείς, αλλοπρόσαλλοι και απόλυτα αφοσιωμένοι στην αναζήτηση του καινούργιου, στην τέχνη και στη ζωή. Ο Ρεμπό ήταν ένας νεαρός ποιητής που αναζητούσε έναν προστάτη. Ο Βερλέν ήταν ένας ποιητής που όμως έψαχνε κάτι να τον συνεπάρει· η συνάντηση καθόρισε και τους δυο μέχρι το τέλος.
Μπαίναμε στο μουσείο «Οι τέχνες κάθε είδους με τρομοκρατούν. Αφεντικά κι εργάτες, όλοι τους χωριάτες, ταπεινής καταγωγής. Το χέρι που βαστά την πέννα είναι ισάξιο αυτού που κρατά τ’ αλέτρι. Τι χειρωνακτική εποχή»!

Μουσείο Ορσέ. Το 1986, 47 χρόνια αφότου έπαψε να λειτουργεί ως κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός, το έξοχο δημιούργημα του Βικτόρ Λαλού, χτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα, άνοιξε και πάλι τις πύλες του, αυτή τη φορά ως μουσείο (Musee d’ Orsay). To κτήριο, που αρχικά το παρήγγειλε η εταιρεία σιδηροδρόμων της Ορλεάνης, για να αποτελέσει τερματικό σταθμό των τρένων της στο Παρίσι, μόλις και μετά βίας απέφυγε την κατεδάφιση το 1970.
Είχαμε μπει στην κεντρική στενόμακρη αίθουσα με τα αναρίθμητα γλυπτά. Μέσα στους ήχους του Ντεμπισί, ενεπλάκησαν και ήχοι κάποιας αμαξοστοιχίας που μόλις έφτασε από τη Μασσαλία, την Τουλούζη ή την Ναντ. Ο Αλέξανδρος μαγεμένος γύριζε γύρω - γύρω χαζεύοντας τα τόξα του κτηρίου, τα παράθυρα και τις εντυπωσιακές λεπτομέρειες.
Η κεντρική πτέρυγα του μουσείου είναι γεμάτη από μια ετερόκλητη συλλογή γλυπτών, τα οποία αντανακλούν τις τάσεις των μέσων του 19ου αιώνα, όταν ο Κλασικισμός του Κενοταφίου των Γράκχων (1848-53) του Εζέν Γκιγιόμ συνυπήρχε με τον Ρομαντισμό του Φρανσουά Ριντ. Ο Ριντ δημιούργησε το ανάγλυφο της Αψίδας του Θριάμβου που συχνά αναφέρεται ως Μασσαλιώτιδα.
Μέσα σ’ αυτήν την αίθουσα αισθάνεσαι ότι η ζωή αποκτά μορφή, σχήμα, νόημα. Και καταλαβαίνεις γιατί το ενδιαφέρον και η επαφή με όμορφα πράγματα είναι πιο σημαντική και πιο στέρεη από την ευτυχία. Γιατί η ευτυχία δεν υπάρχει κι αν υπάρξει ζει ελάχιστα, και χάνεται μέσα στις σκέψεις της επόμενης στιγμής. Ενώ το ενδιαφέρον για τα πράγματα και η χαρά μας γι αυτά, ζουν όσο το ταΐζουμε.
Υπάρχει υπέροχη σειρά 36 προτομών μελών του Κοινοβουλίου πρησμένων, άσχημων, ακατέργαστων και αυτάρεσκων- του σατιρικού γλύπτη και γελοιογράφου Ονορέ Ντομιέ, καθώς και έργα του πρόωρα χαμένου ιδιοφυούς καλλιτέχνη Ζαν Μπατίστ Καρπό, που το πρώτο του έργο σε μπρούντζο, «Ο κόμης Ουγκολίνος», ήταν ένας χαρακτήρας του Δάντη. Φιλοτέχνησε ακόμα τον «Χορό» που προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών, επειδή θεωρήθηκε ότι πρόσβαλλε τα χρηστά ήθη. Ακολουθούν χρονικά τα επιτηδευμένα έργα γλυπτών, όπως ο Αλεξάντ Φαλγιέρ κα ο Ιππολίτ Μουλέν.
Μέσα σε τέτοιους χώρους πολλές φορές με πνίγει μια ακατέργαστη, πανικόβλητη προσμονή. Άλλες φορές πάλι νιώθω να ανοίγει στο στέρνο μου μια βαθιά πληγή και να πετάγονται μικρά γκρίζα πουλιά επιθυμίας και πότε θέλω να τρέξω όλο το χώρο, του Ορσέ ας πούμε, γιατί λαχταρώ να τα δω όλα μαζί και γρήγορα και πότε θέλω να γυρίσω πίσω να τα ξαναδώ όλα από την αρχή. Δεν φοβάμαι για τις ελπίδες που φεύγουν με τα γκρίζα πουλιά, γιατί ξέρω θα ξαναγυρίσουν κάποτε για να μαζέψουν τα υπολείμματα. Κάποιες άλλες φορές θέλω να δώσω στις επιθυμίες φτερά και μαχαίρια κι ας γίνει το μακελειό των αισθήσεων.

―Γιατί παραπατάς, μέθυσες; μου ψιθύρισε η Αναστασία, πιάνοντας με από το μπράτσο.
―Αν δεν μεθύσω εδώ μέσα, που θα μεθύσω; αστειεύτηκα.
―Κοιτάξτε, είπε ο Αλέξανδρος και μας έδειξε το «Ηρακλής τοξότης». Το ξαναείδαμε αυτό ε;
―Στο μουσείο του Μπουρντέλ, στο Μονπαρνάς, είδαμε φωτογραφίες του έργου, θυμάσαι;

Ξεστράτισα για λίγο ψάχνοντας τον Αλέξανδρο που είχε απομακρυνθεί ανάμεσα στα γλυπτά κι έπεσα πάνω στον πίνακα του Φαντέν-Λατούρ.
«Εγώ είναι ένας άλλος», ψιθυριστά ακούγονταν οι στίχοι του Αρθούρου Ρεμπό καθώς βυθιζόμουν στον πίνακα

Στο δάσος, υπάρχει ένα πουλί, το τραγούδι του σας σταματά και σας κάνει να κοκκινίζετε. Υπάρχει ένα ρολόι που δεν χτυπά.
Υπάρχει μια χαράδρα με μια φωλιά με ζώα λευκά.
Υπάρχει μια μητρόπολις που κατεβαίνει και μια λίμνη που ανεβαίνει.
Υπάρχει ένα μικρό αμάξι εγκαταλειμμένο μέσα στο δάσος, ή που κατεβαίνει το μονοπάτι τρέχοντας, στολισμένο με κορδέλες.
Υπάρχει ένας θίασος μικρών θεατρίνων με κοστούμια, διακρίνονται πάνω στο δρόμο ανάμεσα απ’ το δάσος άκρη άκρη.
Υπάρχει, τέλος, όταν πεινά και διψά, κάποιος που σας κυνηγά
.

ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΟ

Τελικά ενώ υποτίθεται έψαχνα για τον Αλέξανδρο με βρήκαν οι δικοί μου μπροστά από τον πίνακα, με έσυραν πίσω στα γλυπτά και η Αναστασία μας έδινε πληροφορίες.

Από τον Μάιο του 1877, o Ρεμπό ξεκίνησε μια νέα περιπλάνηση με στάσεις σε περιοχές όπως η βόρεια Γερμανία, η Βρέμη, το Αμβούργο, η Κοπεγχάγη, η Στοκχόλμη, και πιθανόν το Παρίσι. Το Δεκέμβριο του 1878 προσελήφθη ως διερμηνέας για μια γαλλική κατασκευαστική εταιρεία που είχε επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κύπρο. Ο Ρεμπό ταξίδεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1878 και τελικά ανέλαβε τη θέση του επικεφαλής  σε ένα λατομείο στην τοποθεσία Ποταμός. Εκτέλεσε επιτυχώς την εργασία, σύμφωνα με επιστολή που έλαβε από την εταιρεία την άνοιξη του 1879. Ο Ρεμπό επέστρεψε στην Κύπρο τα τέλη του Απριλίου του 1880, αλλά αποχώρησε ξαφνικά από το νησί το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. Στη συνέχεια κατέφυγε στην Αφρική, περιπλανώμενος για να βρει εργασία. Όταν το εμπορικό πρακτορείο του Χαράρ έκλεισε, ο Ρεμπό εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Άντεν. Από τα τέλη του 1888 έγινε ο κύριος παράγοντας του ξένου εμπορίου στη νότια Αβησσυνία και εξελίχθηκε σε κορυφαίο επιχειρηματία και έμπορο της περιοχής, με τη δυνατότητα να διαμορφώνει τις τιμές σημαντικών εμπορευμάτων.

Ο Αλέξανδρος με πλησίασε, εκεί που καθόμουν βυθισμένος, με ταρακούνησε και ξεμάκρυνε χοροπηδώντας. Πως πρέπει να μπαίνουμε άραγε σ’ ένα μουσείο; Άλλος λέει όπως μέσα σε έναν ολάνθιστο κήπο, άλλος σα να πηγαίνεις σε μια μάχη κι άλλος όπως μπαίνει ο πιστός στην εκκλησία του. Μου φαίνεται όταν μπαίνω σε ένα καλό μουσείο νιώθω όπως αν έμπαινα σε αερόστατο, μπορεί να έχω πλήρη συνείδηση του εγχειρήματος, είμαι όμως και λίγο φοβισμένος, αισθάνομαι σεβασμό για το χώρο και τα εκθέματά του, αλλά την απόλυτη αυτοπεποίθηση την έχω αφήσει να με περιμένει στη εσπλανάδα των εντυπώσεων.

Στις 7 Απριλίου του 1891, ο Ρεμπό έφυγε από το Χαράρ σε κακή υγεία, με πρησμένη δεξιά κνήμη. Στο νοσοκομείο του Άντεν έγινε λανθασμένη  διάγνωση αρθροορθογονίτιδας σε προχωρημένο στάδιο. Στις 20 Μαΐου, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Κονσεψιόν της Μασσαλίας, όπου αρχικά ανέφεραν «νεόπλασμα στο γοφό», ενώ στη συνέχεια διαγνώστηκε με καρκίνο στα οστά. Μια εβδομάδα αργότερα, οι γιατροί ακρωτηρίασαν το δεξί πόδι του. Μετά από δύο μήνες στο νοσοκομείο, επέστρεψε στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος, όπου τον φρόντιζε η αδελφή του Ιζαμπέλ.
Στις 23 Αυγούστου επέστρεψε στη Μασσαλία για δεύτερη επέμβαση, λόγω της επιδείνωσης της κατάστασής του, καθώς σύντομα παράλυσε το αριστερό του χέρι. Πέθανε στις 10 Νοεμβρίου του 1891, σε ηλικία τριάντα επτά ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Σαρλβίλ. Στον τάφο του, πέρα από το όνομα, την ηλικία και την ημερομηνία θανάτου, αναγράφεται η παρακλητική φράση «Προσευχηθείτε για αυτόν». Δέκα χρόνια αργότερα, στην πλατεία de la Gare της Σαρλβίλ, κατασκευάστηκε μνημείο προς τιμήν του. Επιπλέον, το 1984, στην Πλας Ντε λ' Αρσενάλ του Παρισιού στήθηκε άλλο μνημείο. Στη Σαρλβίλ, λειτουργεί επίσης το Μουσείο Αρθούρου Ρεμπό, που φιλοξενεί χειρόγραφα και προσωπικά του αντικείμενα.

Από την πλατεία Βίκτορος Ουγκό πήραμε τη Rue Copernic μέχρι την πλατεία Τζέφερσον που έμοιαζε σαν μικρό πάρκο ή μεγάλη παιδική χαρά. Απέναντι στη μέση περίπου της πλατείας βρίσκεται η Γκαλερί - Μουσείο Μπακαρά.

―Τι έχετε να μας πείτε για το Μπακαρά; απευθύνθηκα στην Αναστασία.
―Πάμε στο παγκάκι να βγάλω τα υλικά μου.
―Καλά, ρε μαμά, δεν θα μαγειρέψεις κιόλας.
―Μη μιλάτε εξυπνάκηδες κι ελάτε να μάθετε τίποτα, είπε και στρώθηκε η Αναστασία, στο παρκάκι απέναντι ακριβώς από το κάπως μελαγχολικό Μπακαρά.

Άφησα την Αναστασία να ψάχνει τις σημειώσεις κι έγειρα στο παγκάκι της μικρής παιδικής χαράς που βρίσκεται λίγο λοξά από το Μουσείο. Μια λάμψη του ήλιου προσπέρασε τα φυλλώματα των ψηλών δένδρων και ήρθε και άστραψε εμπρός μου. Έκλεισα τα μάτια και αρπάχτηκα από τους στίχους του ποιητή

ΑΙΣΘΗΣΙΣ

Στο μπλε των δειλινών του καλοκαιριού, θα γυρίσω τα μονοπάτια,
τσιμπημένος απ’ τ’ αυτιά του σιταριού, πατώντας στο χορτάρι:
Ονειροπόλος, θ’ ατενίζω, καθώς θα νιώθω την δροσιά στα πόδια μου.
Θ’ αφήσω τον άνεμο να λούσει το γυμνό μου κεφάλι.
Δεν θα μιλώ, δεν θα σκέφτομαι τίποτα:
αλλά ο απέραντος έρωτας θα ξεσηκώσει την ψυχή μου,
και θα ξεμακραίνω, όλο και πιο μακριά, σαν τσιγγάνος,
μέσα στην Φύση, ― ευτυχισμένος σαν να’ χα ένα κορίτσι».



Ανρί Φαντέν-Λατούρ: «Coin de table» (Γωνία τραπεζιού), 1872, λάδι σε μουσαμά, 1.6x2.25 μ. Αριστερά ο Πολ Βερλέν και δίπλα του ο Αρθούρος Ρεμπό (δεύτερος από αριστερά).



Έτσι ακουμπισμένος που ήμουν στον στίχο του Ρεμπό, θα μπορούσα να δω να παρελαύνουν στον δρόμο μου εκεί μπροστά, επισκέπτες και κάτοικοι του Παρισιού, θα μπορούσα να δω τον Χέμινγουεϊ, το ζεύγος Φιτζέραλντ, τον Πικάσο. Δεν το ‘χα σε τίποτα έτσι κουρασμένος, μαγεμένος και αλλοπαρμένος από τους στίχους και την πόλη, να παραμερίσω για να κάτσει δίπλα μου κι ο ίδιος ο Ζακ Τατί με όλη την παρέα του, τον Τριφό, τον Γκοντάρ, τον Μελβίλ και τον Ρενουάρ ακόμα και τον δικό μας τον Γαβρά και τον μέγιστο όλων τον παππού Μελιές. Δεν το ‘χα σε τίποτα, έτσι μαγικά που χανόμουν στου ήλιου το φως να γευτώ όλα τα μαγικά του κόσμου. Ενώ αριστερά μας γυάλιζε ο χρυσαφένιος τρούλος των πενταόροφων σπιτιών του Παρισιού, δεν το ΄χα σε τίποτα, να εισβάλουν στην άδεια παιδική χαρά του μυαλού μου, με επικεφαλής την Μπριζίτ, η Σινιορέ με το Μοντάν, η Ντενέβ με τον Ντελόν και ν’ ακολουθεί ο Μπελμοντό, μόνος, αξύριστος, με ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι, παίζοντας τον κλοσάρ, σε μια ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ. Δεν το 'χα σε τίποτα, έτσι γλυκά ζαλισμένος από τις λέξεις του ποιητή και το φως της πόλης, να αναπαραστήσω σε μια γωνιά της Pl. de l'Amiral de Grasse τον πίνακα του Ορσέ, που δείχνει καθισμένους, από αριστερά προς τα δεξιά, τον Paul Verlaine, τον Arthur Rimbaud  τον Léon Valade, τον Ernest d'Hervilly και τον Camille Pelletan. Όρθιοι, από αριστερά προς τα δεξιά, είναι οι Pierre Elzéar, Émile Blémont και Jean Aicard. Ένα βάζο με λουλούδια, στο πρώτο πλάνο, στα δεξιά, αντιπροσωπεύει τον απόντα ποιητή, Albert Mérat. Δεν το χα σε τίποτα έτσι μεθυσμένος που ήμουν να δω τον πίνακα να ζωντανεύει σε ασπρόμαυρη φωτογραφία, να μεταλλάσσεται σε έγχρωμη λήψη, να παίρνει λίγες ανάσες ο Αρθούρος Ρεμπό, να ξεκολλά από την ομήγυρη, να βγαίνει από τον «θρυμματισμένο» πίνακα, να με προσπερνά και να χάνεται από εκεί που ο ήλιος έστελνε το εκτυφλωτικό του φως.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: