Συννεφοκυνηγητό

Συννεφοκυνηγητό

Ειρήνη Μαργαρίτη, «Συννεφοκυνηγητό», Μελάνι 2023









Δύο είναι τα βασικά σημεία στα οποία αξίζει κανείς να σταθεί για να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο η τελευταία ποιητική συλλογή της Ειρήνης Μαργαρίτη, Συννεφοκυνηγητό, τροφοδοτεί τη συζήτηση για το σύγχρονο ποιητικό γίγνεσθαι. Το πρώτο έχει να κάνει με το περιεχόμενο και το δεύτερο με τη μορφή και την εκφορά του λόγου. Πρόκειται ουσιαστικά για τις δύο όψεις ενός και του αυτού νομίσματος, μόνο που καθεμιά από αυτές δεν έρχεται απλώς για να συμπληρώσει, αλλά για να φωτίσει την άλλη. Κι αυτό γιατί, τόσο στο επίπεδο των θεματικών όσο και σε αυτό του ύφους και του τόνου της συλλογής, η Μαργαρίτη φαίνεται να ακολουθεί νέες κατευθύνσεις, παρόλο που σε αρκετά από τα ποιήματά της διακρίνεται ο ίδιος συνδυασμός ευαισθησίας και τόλμης με αυτόν των προηγούμενων συλλογών της. Σε αυτό το βιβλίο, ωστόσο, δεν είναι τόσο το αίσθημα που προεξάρχει όσο η αίσθηση της ποιήτριας για τα πράγματα, μια αίσθηση που μετουσιώνεται σε λόγο ο οποίος δεν στερεοποιεί, αντίθετα σέβεται και ενισχύει τον νεφελώδη χαρακτήρα της, την ιδιότητά της να παραλλάσσει και να μεταμορφώνεται ανάλογα πάντα με το θέμα και τη διάθεση. Εδώ θα μπορούσε κανείς να σταθεί για να εξηγήσει τον τίτλο που η ποιήτρια δίνει στο βιβλίο της και ο οποίος εξηγεί ίσως καλύτερα αυτή την εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης ότι η σκέψη και, μαζί, η έκφραση της ποιήτριας αλλάζει σχήματα και μορφές, ακολουθώντας μια πορεία η οποία επιβάλλεται, ελέγχεται και διαγράφεται με οδηγό την έμπνευση.
Το πρώτο στοιχείο, λοιπόν, που έχει να κάνει με τους πυρήνες του ποιητικού προβληματισμού της Μαργαρίτη, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο βαθμό που αποτελεί μια νέα πρόταση για τον τρόπο με τον οποίο ένα ποίημα τίθεται εντός ενός θεματικού πλαισίου, από το οποίο εξέρχεται μονάχα ερμηνευτικά. Εδώ η Μαργαρίτη κάνει κάτι διαφορετικό. Φαίνεται δηλαδή πως ελαστικοποιεί τα όρια του ποιήματος, έτσι ώστε το περιεχόμενό του να εναγκαλίζεται περισσότερες από μια προοπτικές, να στρέφεται σε περισσότερες από μια κατευθύνσεις. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα ποιήματα είναι ανοιχτά. Κάθε άλλο. Και αυτό είναι ένα δεύτερο στοιχείο που προκαλεί την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Η αίσθηση δηλαδή του αναγνώστη ότι διαβάζει ένα οριοθετημένο ποίημα, με σαφές το σχήμα και τα όριά του και, την ίδια στιγμή, ότι τα όρια αυτά αναιρούνται και ανατρέπονται, διευρύνονται ή απλώς αναδιαμορφώνονται. Η τεχνική και η μέθοδος αυτή συγγενεύει βέβαια με την αλληγορία, στην ποίηση της Μαργαρίτη όμως προσλαμβάνει μια νέα προοπτική. Γιατί το θεματικό σύμπλεγμα που διαμορφώνεται υιοθετεί στοιχεία και από τον προσωπικό αλλά και από τον μη προσωπικό χωροχρόνο χωρίς όμως ποτέ αυτές οι δύο περιοχές να αναμειγνύονται ή να ταυτίζονται. Έτσι, τα δύο κυρίαρχα θέματα των οικογενειακών μορφών και ρόλων και της βίας που έχει κάνει δυναμική την εμφάνιση της στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι, αποτελούν τις δύο βασικές γραμμές που άλλοτε εξελίσσονται παράλληλα, άλλοτε διασταυρώνονται και άλλοτε διαγράφουν σπειροειδείς πορείες επικυρώνονται την αλληλεξάρτηση και την αλληλοτροφοδοσία.
Το δεύτερο στοιχείο, που σχετίζεται με την ποιητική φωνή και τον τρόπο με τον οποίο αυτή αρθρώνεται, βρίσκει την Μαργαρίτη και πάλι να μετεωρίζεται και να κινείται σε ενδιάμεσες περιοχές. Εμφανής είναι εδώ η θεατρική καταγωγή πολλών από τα ποιήματα τα οποία περιβάλλονται με μια εξωστρέφεια και μια διάθεση και τάση απεύθυνσης προς ένα πρόσωπο που μπορεί να είναι είτε το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, είτε ο αποδέκτης, είτε κάποιο φανταστικό πρόσωπο, η παρουσία του οποίου τοποθετείται στο όριο ποιητικής και εξωποιητικής πραγματικότητας. Πολύ περισσότερο, όμως, και από τη θεατρικότητα είναι η αφηγηματική χροιά του λόγου της Μαργαρίτη που άλλοτε αγγίζει τη νοσταλγική ανάκληση, άλλοτε την παραμυθιακή εκτύλιξη και άλλοτε τη φιλοσοφική ή αποφθεγματική αναζήτηση που απολήγει τις περισσότερες φορές σε μιαν ανατροπή ή αντιστροφἠ της πάγιας και συνήθους τάξης, όχι μόνο των πραγμάτων αλλά και της ίδιας της ποιητικής συνθήκης: Κάθε ποίημα πρέπει να περιέχει τουλάχιστον μια φράση/ που δεν καταλαβαίνει κανείς, είπε. Ούτε εσύ. Κυρίως εσύ.// Αλλιώς τι διάολο το γράφεις, αν ξέρεις από πού ήρθε. Πρόκειται ουσιαστικά για μια διάχυση της ποιητικής φωνής μέσα σε ποικίλες αποχρώσεις που επικυρώνουν την ανάγκη της δημιουργού να διαφοροποιηθεί, διατηρώντας όμως πάντα έναν κοινό παρανομαστή. Και ο παρανομαστής αυτός δεν είναι άλλος από τη βαθιά της πίστη στην μεταμορφωτική δύναμη της γλώσσας, στην ιδιότητά της να επικάθεται πάνω στα πρόσωπα και τα πράγματα, να τα εμποτίζει και, όταν αποκολλάται από αυτά, να φέρει κατάσαρκα πάνω της την αληθινή τους ουσία που απέχει και διαφοροποιείται από την αρχική τους εξεικόνιση.
Είναι μάλιστα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι από τη διαδικασία αυτή δεν εξαιρείται ακόμα και η ίδια η ποίηση. Ακόμα και η ίδια η δημιουργία. Η Μαργαρίτη δεν διστάζει να απαγκιστρωθεί από τις συμβάσεις του είδους, να υιοθετήσει μορφές και σχήματα που απέχουν από το οικείο και το σύνηθες, να γράψει ακόμα και πεζολογικά, να φτάσει στα ακρότατα όρια την αφαίρεση, να δοκιμάσει την τεχνική της διαλεκτικής στην ποιητική σύνθεση, να τολμήσει ακόμα και την κατάργηση των κενών ανάμεσα στις λέξεις. Και όλα αυτά με τη στέρεα και σταθερή γνώση ότι δεν εξέρχεται από το ποιητικό έδαφος, αλλά ότι σκάβει βαθύτερα μέσα σε αυτό προκειμένου να ανασύρει τους νέους ή, καλύτερα, τον νέο τρόπο κρυστάλλωσης του αισθήματος και του προβληματισμού της. Ίσως μάλιστα η ρευστότητα και η εναλλαγή αυτή να μην σχετίζονται μόνο με την εκφραστική προβληματική που αναπόφευκτα αναπτύσσει ένας καλλιτέχνης. Ίσως να σχετίζονται και με τη ρευστότητα των ερεθισμάτων και της πρώτης ύλης, με την πρωτοφανή αστάθεια από την οποία σφραγίζεται η σύγχρονη εγκόσμια συνθήκη και η ανθρώπινη ύπαρξη στο σύνολο και τις επιμέρους εκφάνσεις της: κοιτούσε συνέχεια προς το σκοτεινό δάσος πίσω της/ έτσι έβλεπε τους ανθρώπους/ (…)/ συνέχισε, μου είπαν/ πες για το μαύρο πηγάδι/ εκεί που πάμε τα βράδια απελπισμένοι και/ φωνάζουμε τ’ όνομά μας/ α, όχι, είπα/ από εκεί δεν βγήκε ποτέ κανείς («self-portrait»)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: