Προς μια άγρια και τρυφερή κατάφαση της πολλαπλότητας

Προς μια άγρια και τρυφερή κατάφαση της πολλαπλότητας

Μαλαμάτη-Μαρία Πετρίδου, «Οι θάλασσες τον χειμώνα», Σαιξπηρικόν 2022

Κάποτε, έναν Αύγουστο, κολυμπούσα σε μια ερημική παραλία της Καρύστου, όταν ξαφνικά βίωσα μια στιγμή οιονεί εκστατική, που με άφησε άφωνο μέσα στην πυκνότητα και συνάμα απλότητά της: βίωσα μια απόλαυση του είμαι, μια ευχαρίστηση του να υπάρχω μέσα στον κόσμο, νέος, υγιής, γυμνός, έχοντας διανύσει μια απόσταση μέσα στον χρόνο ζωής που μου αναλογεί. Ήταν συγχρόνως μια απόλαυση που με καλούσε να βγω έξω από εμένα, σαν το σώμα μου και ό,τι περιείχε να μη μου ανήκαν εντελώς, σαν να διαχέονταν κι αυτά ανεμπόδιστα στον κόσμο, τέλεια συντονισμένα με το φως, τον αέρα, το νερό. Ύστερα η στιγμή εξατμίστηκε. Ούτε έχει επανέλθει έκτοτε. Δεν θα μπορούσε παρά να είναι ανεπανάληπτη μια τέτοια στιγμή διάλυσης του «εγώ» μέσα στον ήλιο, τη θάλασσα και τον ακίνητο χρόνο.
Σε αυτή τη μυθική, για εμένα, στιγμή λογοδότησα εντός μου, όταν διάβασα τον παρακάτω στίχο της Μαλαματής-Μαρίας Πετρίδου από το βιβλίο της Οι θάλασσες τον χειμώνα: «Συγκίνηση, / επειδή είμαι εγώ αυτή την στιγμή / κι αυτό τώρα πάει έφυγε». Τυχαία ή σκόπιμα, το ποίημα που περιέχει τον εν λόγω στίχο εντοπίζεται ακριβώς στο μέσον, στην καρδιά του βιβλίου της, εκεί που η ποιήτρια απευθύνεται απερίφραστα, ανερυθρίαστα θα έλεγε κανείς, στην ίδια τη συγκίνηση, κατονομάζοντάς την: «Συγκίνηση, / των ματιών που συνομιλούν ανοιχτά, / με όσα με χορδίζουν. Συγκίνηση, / λίγο πριν την εκκίνηση των δονήσεων / που κάνουν τα σώματα παγκόσμια». Ίσως πρόκειται, όσο κι αν διακινδυνεύω μια παρανάγνωση εδώ, για ένα ποιητικό βιβλίο σχετικά με το τι σημαίνει να συγκινείσαι με την ύπαρξη, τη δική σου και των άλλων, των φυσικών και των ανθρώπινων πραγμάτων· η κατά Χάιντεγκερ ερριμενότητά μας, η κατάσταση του να είμαι ριγμένη μέσα στον κόσμο, ως πηγή ευχαρίστησης όμως, όχι ατελεύτητης αγωνίας.
Προτού ξεκινήσω να διαβάζω ένα καινούργιο βιβλίο, πολλώ δε μάλλον ποίησης, συχνά διστάζω μπροστά στον τίτλο: μήπως περιέχει κάποια κρυφή ένδειξη για το πώς οφείλει να διαβαστεί; Γνωρίζουμε ότι δεν είναι όλα τα βιβλία το ίδιο: ορισμένα τα περικυκλώνεις, κάποια τα διασχίζεις απρόσκοπτα, σε άλλα καταπλέεις. Στην περίπτωση της Πετρίδου εμπιστεύτηκα τον τίτλο: Οι θάλασσες τον χειμώνα. Πολλές θάλασσες, που μας προσκαλούν να αφεθούμε σε αυτές, να μας παρασύρουν τα ρεύματά τους, καθώς το ένα οδηγεί στο επόμενο, το κάθε κύμα διαλύεται μέσα στο άλλο, διασταυρώνονται, αφρίζουν, αποχαιρετιούνται. Αλλεπάλληλα ρεύματα αναδύονται, ποικίλων θερμοκρασιών: οι θάλασσες της γλώσσας, της μνήμης, της φύσης, του σώματος, της ερωτικής επαφής.
Στο βιβλίο αυτό, το πρώτο της ποιήτριας, το οποίο συμπεριλήφθηκε στη Βραχεία Λίστα για το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα, οι θάλασσες είναι πολλές, όχι μία, όπως επισημαίνει ο τίτλος, και πρέπει να επιμείνουμε σε αυτό το σημείο. Η πληθυντικότητα επανέρχεται διαρκώς σαν αίτημα, σαν αδήριτη ανάγκη. «Δίπλα σου θα αισθάνομαι πληθυντική και αυτό θα ρημάζει κάθε αγωνία», γράφει η ποιήτρια, εγείροντας μια άγρια χαρά της πολλαπλότητας. Τι σημαίνει άραγε να μπορεί το είδωλό σου να αντανακλάται σε κάθε φυσική μορφή, σαν τη μέλισσα που «καθρεφτίζεται στα δόντια ενός ζώου»; Και αλλού αναρωτιέται: «Αν μου απευθύνομαι στον πληθυντικό θα καταφέρω να σαρώσω τις αντιθέσεις;». Ένα επιτελεστικό, ρευστό, ασταθές, μεταμορφικό και ριζωματικό «εμείς» στη θέση ενός άκαμπτου, στατικού, μονοσήμαντου «εγώ» ίσως πράγματι καταφέρει να ενσωματώσει, ακόμα και να περισώσει, όλα όσα με συναποτελούν. «Ο καθρέφτης απέναντι σε έναν άλλο καθρέφτη / συσπειρώνει / το αχανές όλων των υπάρξεων», όπως γράφει. Καλειδοσκόπια, κάτοπτρα, μορφές που καθρεφτίζονται, διαθλώνται, εξαφανίζονται η μία μέσα στην άλλη, υπερτονίζοντας τη ρευστότητα του εαυτού (ή της εαυτής), υπονομεύοντας την αντίληψή του ως συμπαγούς, αυτόνομης, αδιαίρετης οντότητας, με τον τρόπο που αξιωματικά επιτάσσει μια αυστηρά καρτεσιανή θεώρηση του ανθρώπινου.
Απολύτως κρίσιμη και επιτακτική, λοιπόν, αναδεικνύεται αυτή η κατάφαση της πολλαπλότητας, με τα φωτεινά και τα σκοτεινά της, με την «πλήξη και την πληγή», όπως γράφει η Πετρίδου. Και αυτό ακριβώς διαισθάνομαι ότι επιχειρεί η ίδια στις Θάλασσες τον χειμώνα. Η ποιητική φωνή της αγωνίζεται να περικλείσει τα πάντα μέσα της, με γενναιοδωρία όμως, όχι με αδηφαγία· να συνυπάρξουν μέσα της το ιερό και το βέβηλο· να συμπορευτούν το υψηλό με το ταπεινό· η υπερρεαλιστική επίκληση προς τη μητέρα, της οποία στο στομάχι ξεχειλίζει από «πλατάνια τρομερά», να συμβαδίσει με ένα φαινομενικά πεζό ερώτημα για τα χαρτιά που χρειάζονται στην εφορία. Χωρίς ιεράρχηση στα πράγματα, χωρίς να μένει κάτι απρόσκλητο στο θαύμα της πληθυντικής στιγμής. Ένα πλουραλιστικό σύμπαν στο οποίο ακόμα και ο φόβος «με κρατάει σχεδόν τρυφερά από το χέρι», με τρόπο που απηχεί μια ντελεζιάνη εννοιολόγηση του κόσμου ως αντι-ιεραρχικού δικτύου από θραυσματικές πολλαπλότητες και απειράριθμες σχέσεις, «διαφορετικές πορείες του γίγνεσθαι σε έναν ιστό ριζωματικών συνδέσεων», μια «θεώρηση του υποκειμένου ως ροή διαδοχικών γίγνεσθαι».[1]
Αυτή η κατάφαση της πολλαπλότητας, εκτός από τη χαρά, ενδεχομένως υποκρύπτει και την υπέρβασή της, μια jouissance με τον τρόπο που το θέτει η φιλόσοφος Hélène Cixous στην ανάλυσή της περί της Écriture féminine: όχι τόσο με την έννοια μιας ουσιοκρατικά εννοούμενης γυναικείας ευαισθησίας όσο με την έννοια μιας γραφής που προτάσσει ένα βίωμα μυστικιστικό και μεταιχμιακό, που ευνοεί μια αισθησιακή και αχαλίνωτη διάσχιση των ορίων. Δεν είναι ίσως τυχαίο το γεγονός ότι Οι θάλασσες τον χειμώνα –βιβλίο ποίησης περισσότερο στα μάτια μου παρά ποιητική συλλογή λόγω της θεματικής και αισθητικής συνοχής του– εγκαινιάζεται με μια τέτοια σκηνή ανακάλυψης, η οποία συνδέει εξαρχής τα δύο ρεύματα της γλώσσας και της φύσης: ««Ανακάλυψα μία καινούργια πρόταση / που αρχίζει με χορτάρι». Καθώς οι λέξεις φύονται στη γλώσσα, η ποιήτρια αναπτύσσει μια πολυαισθητηριακή σχέση μαζί της αλλά και με τις υφές και τις γεύσεις: από την αλμύρα των λέξεων («η γλώσσα σου θα γεμίσει δάκρυα») μέχρι τα «ιδρωμένα χέρια σ’ έναν τοίχο», κάθε γραμμή πάλλεται, πάνω σε χώματα, επιφάνειες, επιδερμίδες.
Όσο όμως η Πετρίδου αγάλλεται με τις δυνατότητες της γλώσσας, άλλο τόσο μοιάζει να αναρωτιέται για την επίδρασή της. Όπως γράφει: «Όλοι οι άνθρωποι / μέσα στις προτάσεις ημερεύουμε». Αμφίσημο αυτό το «ημερεύουμε». Εξανθρωπιζόμαστε μέσα από τη γλώσσα; Ή παραδινόμαστε σε αυτήν, εξουδετερωμένοι; Και άλλου αναφέρει: «Το άχρονο κρύβεται κάτω από την γλώσσα σου». Η γλώσσα κυριολεκτικά, ως όργανο, αλλά και μεταφορικά: γίνεται, μέσω της γλώσσας, να υπάρξω εκτός χρόνου ή χώρου, «παράταιρη στον χώρο», όπως γράφει, εκτός της ευθείας που «πλάσαμε εμείς για να μη βάλουμε τα κλάματα»; Ιδίως δε εκτός μιας τελεολογικής, ασφυκτικής χρονικότητας; Η ανάγκη για επινόηση μιας νέας γλώσσας, που θα περιγράψει τα πράγματα αλλιώς, επανέρχεται δριμύτερη: «Καινούργιο φωνήεν που ανακάλυψε η θάλασσα», γράφει κάπου, σαν η γλώσσα και η φύση να αυτονομούνται και να ανακαλύπτουν εκ νέου η μία την άλλη. Κι αλλού, σαν να συλλογίζεται πώς γίνεται να υπερβαθεί η γλώσσα μέσω του σώματος, πώς να βιώσουμε τη γλώσσα εν σώματι σαν δύο κορμιά που συναντιούνται σε μια ερωτική χορογραφία, αναφέρει: «Ο συντονισμός μας μοιάζει / με σημείο στίξης που καταργήθηκε από την γραμματική» καθώς και «Θα ήθελα το σώμα σου να εκκινεί με ένα αν».
Αυτό το «αν» καλούμαστε να βιώσουμε εδώ, την «ανάλωση κατά προτίμηση λίγο πριν την επιδίωξη της λέξης» που αναφέρει η Πετρίδου, την αδυνατότητα της γλώσσας, αυτό που πάντα περισσεύει και δεν μπορεί να εκφραστεί με τη γλώσσα. Πρόκειται ενδεχομένως για αυτό που ο φιλόσοφος και ψυχολόγος Γιουτζίν Τζέντλιν ονόμασε τη βιωμένη αίσθηση των πραγμάτων, την οποία όλες μας, σαν ποιήτριες του βιβλίου που είναι η ζωή μας, πασχίζουμε να εντοπίσουμε, ψάχνοντας εκείνη τη μία, την κατάλληλη λέξη που θα αποτελέσει τη χειρολαβή της βαλίτσας η οποία θα μεταφέρει το όλον της εμπειρίας μας, με ακέραιη την πολυπλοκότητα που ενέχεται σε αυτήν.[2] «Η κάθε λέξη να εκφέρεται με την ακρίβεια που της πρέπει», γράφει η Πετρίδου, ψάχνοντας τα ακριβή λόγια που θα αποτυπώσουν τη δική της βιωμένη αίσθηση. Ακόμα κι αν χρειαστεί να αρχίσουμε να «καταργούμε τα ρήματα», όπως λέει αλλού. Ακόμα κι αν χρειαστεί να στραφούμε στη σιωπή: «Κάποτε θα γίνει μεγάλος ντόρος για την σιωπή». Ακόμα κι αν χρειαστεί «να μιλάμε λίγο πιο σιγά / για να μπορούμε κυρίως / ν’ ακούμε την φωνή μας». Ν’ αφουγκραστούμε αυτό που μπορεί να γεννηθεί στην ησυχία. Αλλά και μια γλώσσα που να μπορεί να διασαλεύσει τους περιορισμούς του χρόνου, αφού οι άνθρωποι υπάρχουμε συγχρόνως στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον: «Θα ήθελα να μπορείς να μιλάς όπως τότε και όπως θα».
Μερικές φορές νιώθουμε ότι υπάρχει κάτι στη ζωή το οποίο δεν κατανοούμε, κάτι στο οποίο δεν έχουμε πρόσβαση, κι είναι αυτό που μας συγκινεί, αλλά και αυτό που μας πληγώνει, μας γεμίζει τρόμο ακόμα, κάτι το ακατανόητο. Σε ό,τι κι αν κάνουμε ή βλέπουμε υπάρχει ένα περίσσευμα, ένα υπόλοιπο ζωής το οποίο δεν καταλαβαίνουμε. Αυτό καλούμαστε να ανακαλέσουμε στη μνήμη διαβάζοντας τον στίχο της Πετρίδου: «διαβάζω για ανθρώπους που πέθαναν επειδή έλεγαν πως ο κόσμος είναι ακατάληπτος». Σαν οι Θάλασσες τον χειμώνα να ιχνηλατούν τούτο το υπόλοιπο, με το βλέμμα στραμμένο τόσο στο παρελθόν όσο και σε ένα διαρκές μέλλον: «κοιτάνε μόνο ως εκεί που φτάνει το μέλλον» και «χτυπάμε παλαμάκια για να σουρώσουμε ό,τι σταγόνα απέμεινε απ’ το μέλλον». Αναρωτιέμαι αν για την τριαντάχρονη ποιήτρια πρόκειται για ένα βιβλίο απολογισμού και συνάμα ενατένισης του μέλλοντος: «Όλα όσα παραδέχομαι λιώνουν κάπου γύρω στα τριάντα», παραδέχεται, και παρακάτω «δεν έγινα / δεν έφερα / λυπάμαι / η απόλαυση αναδύεται σαν καινούργια / ευτυχώς ξεχνώ». Ίσως όμως αυτό να μην έχει σημασία όσο έχει το αδιάλειπτο, πρωτεϊκό παιχνίδι μεταμορφώσεων στο οποίο επιδίδεται ξέφρενα, σαν άλλη Σύλβια Πλαθ: «αμμώδης / αφρισμένη / σκορπίζομαι / το δάχτυλό μου σφηνωμένο στην γη / θα βγάλει άνθος / τα δόντια μου / θα εκτοξευθούν / σαν σφαίρες». Ή αλλού, σαν ζωντανό γλυπτό από ήχο, σάρκα και φως: «Τα πλευρά μου φέγγιζαν, έγχορδα και ηχηρά». Η ποιητική φωνή της θα μπορούσε τελικά να συνοψιστεί στην παρακάτω εικόνα: «Λένε πως μια κοπέλα κάποτε έγινε λίμνη / πολλοί γύρω της της έλεγαν / πως μοιάζει πολύ σημαντική / αυτή όμως μια μέρα / ομολόγησε / με το κεφάλι χωμένο στη γη / πως θα ‘θελε / να είναι συμπαντική». Μια λαχτάρα για ακόμα μεγαλύτερη διεύρυνση, να μπορώ να απλωθώ ως τα απώτατα σημεία του ορίζοντα, να αγκαλιάσω τα πάντα μέσα μου, αφού «είναι μεγάλη ευδαιμονία να μπορείς να συντονίζεσαι με τον παλμό κάθε οντότητας· να συνασθαίνεσαι τα μέταλλα, τα νερά και τα φυτά»,[3] όπως παραληρούσε ο σχιζοφρενής Λεντς στην ομότιτλη νουβέλα του Γκέοργκ Μπύχνερ. Η ποίηση, όπως και η τρέλα, η προσευχή, το όνειρο, το πένθος, ο έρωτας, είναι μια κατεξοχήν οριακή εμπειρία (expérience limite), ως αυτό που μου επιτρέπει να σταθώ έξω από τον εαυτό μου, εκ-στατικά.[4] Επικυρώνει μια επαφή με το αιώνιο, με αυτό που βρίσκεται έξω από εμάς και όμως κινείται μέσα μας. Μας υπενθυμίζει ότι ούτε τα σώματά μας δεν μας ανήκουν εντελώς, όπως είχε σημειώσει εύστοχα σε ένα κείμενό της περί τρωτότητας η Τζούντιθ Μπάτλερ.[5]
Από τη φύση των πρώτων εικόνων του βιβλίου όμως, από ένα πληθυντικό «εγώ», καταλήγουμε, στο κλείσιμο, σε ένα τοπίο αστικό, μία από τις πολλές θάλασσες του τίτλου. Αλλά και σε μια αίσθηση επείγοντος, στο να βρεθεί ένα μη απολογητικό «μαζί». Η συν-κίνηση είναι άλλωστε και κίνηση με τους άλλους: «Θα συνυπάρξω και θα συνωστιστώ ευθέως / στις συσσωρεύσεις / χωρίς εξήγηση». Και η ποιήτρια μας αποχαιρετά με μια εικόνα φαινομενικά μετέωρη, στη γωνία των οδών Φυλής και Ηπείρου. Τοίχοι, κράνη, ράμφη, υφές σκληρές, οξείες, συμπαγείς, υφές απρόσμενα επιθετικές, που προμηνύουν για μια επικείμενη σύγκρουση στον δημόσιο χώρο. Όλα ακίνητα. Όλα μοιάζουν να ζητάνε λίγο ακόμα χώρο, να φυσάνε «τα σήματά τους / με μια βαριά εκπνοή». Μπορεί να βγει αυτή η ανάσα; Στον απόηχο κινημάτων όπως το Black Lives Matter, ο δρόμος στοιχειώνεται πλέον από το impossible breathing, από την εμβληματική, επιθανάτια φράση του δολοφονημένου George Floyd.[6] Η αδυνατότητα του να ανασάνω μετασχηματίζεται στις Θάλασσες τον χειμώνα σε έναν ακίνητο πίνακα εκπνοής – πόσο να κρατήσω την ανάσα μου μπροστά σε όλα όσα με περιβάλλουν; Αλλά η Πετρίδου μάς είχε δώσει πρωτύτερα ήδη την απάντηση, τόσο για την εισπνοή όσο και για την εκπνοή, οραματιζόμενη έναν ου τόπο, ο οποίος, όπως όλες οι ουτοπίες, δύναται να δράσει περισσότερο ως κοινωνικοπολιτική υπόσχεση για το παρόν παρά ως φαντασίωση του μέλλοντος: «Σε αυτόν τον τόπο η αναπνοή θα είναι αχρείαστη, καθώς όλα θα μοιάζουν με ανάσα». Κόντρα στην απομάγευση, μας υπενθυμίζει ότι το παν είναι να χάνουμε, ναι, να χάνουμε, ξανά και ξανά και για όσες φορές χρειαστεί, την ψυχραιμία μας, είτε μπροστά στη μαγεία των πραγμάτων είτε μπροστά στη φρίκη τους: «Η ψυχραιμία / με ταράζει κυρίως γιατί το αίμα δείχνει πάντα κόκκινο». Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε μέσα στον κόσμο, ενσώματα, πάντα σε ροή, πάντα σε σχέση με τις θάλασσες γύρω μας, μέσα μας, έξω μας. Για όσο αντέχουμε.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: