Ο εκδορέας του σκότους

Ο εκδορέας του σκότους

Πέτρος Γκολίτσης, «Ο εκδορέας του σκότους», Θράκα 2024




Από το 2015 με τη συλλογή του Πέτρου Γκολίτση Η σάρκα των προσωρινών παρατηρούμε την πορεία μιας διαρκώς αυξανόμενης έντασης. Συγκεκριμένα, όπως έγραφα για την ποιητική σύνθεση «Σκάζοντας κρέας» το 2017, μια συλλογή που ακολουθεί τα ιστορικά γεγονότα, την κατάσταση της εποχής και της χώρας, τρία χρώματα κατεξοχήν κυριαρχούσαν. Το κόκκινο πλάι στο μαύρο και στο μωβ. Όχι όμως το μωβ της λεβάντας που είναι απαλό και ευωδιάζει αλλά το μωβ της μελανιάς, αφού τα χρώματα της συγκεκριμένης παλέτας δεν αναπαύονται ράθυμα το ένα πλάι στο άλλο αλλά εκρήγνυνται και κραυγάζουν όπως το αίμα που, αν και άφωνο ωστόσο αντηχεί τον θάνατο. Και πώς αλλιώς, αφού όλη η σύνθεση δεν είναι παρά μια σύγκρουση μετωπική με το Θείο, μια αγωνία να ερμηνευθεί το παράλογο που απειλητικά μας κυκλώνει. Ή μάλλον μια καταγγελία και ένα επιφώνημα διαρκείας, γιατί από τη σύγκρουση αυτή ο μόνος χαμένος μοιάζει να είναι ο άνθρωπος. Η πορεία συνεχίζεται και πλέον το 2020 βρισκόμαστε όλοι εκτεθειμένοι και γυμνοί, βανδαλισμένοι και κρεμασμένοι όμοια με σφάγια. Πρόκειται για τη συλλογή Σφαχτάρια στο λευκό όπου ως λαός, ως πρόσωπα, ως έθνος αλλά και ως καλλιτέχνες εκείνο που βιώνουμε είναι το απροστάτευτο των ονείρων.

Και ερχόμαστε στο 2024 όπου μετά τη δεκαπενταετή κρίση και παίρνοντας την απαιτούμενη απόσταση από τα γεγονότα ο Γκολίτσης αρνείται να αφήσει το ον να παραμένει σφαχτάρι κρεμασμένο.
Ως εκ τούτου επιστρέφει με έναν ρόλο ιδιότυπο και εκ πρώτης όψεως ανεδαφικό, αυτόν του εκδορέα. Μόνο που δεν επαγγέλλεται πια την αφαίρεση της δοράς των ζώων αλλά αντίθετα, έχοντας και ο ίδιος βιώσει την εκτεθειμένη ζωή που κρέμεται από το τσιγκέλι της, αποφασίζει να αφαιρέσει όχι απλώς τα ζώα από τον γάντζο τους ούτε και να διαχωρίσει την άνομη πράξη από τον πράττοντα. Αυτή τη φορά αναλαμβάνει να εντοπίσει και να γδάρει τον ηθικό αντί για τον φυσικό αυτουργό και αυτός είναι το ίδιο το σκότος.
Ωστόσο, κάτι ανάλογο ενέχει στη βάση του μια ματαιοπονία λόγω της ουτοπικής του διάστασης, καθώς παρόμοια ενέργεια δεν μπορεί να επιφέρει ολοκληρωτική λύτρωση και φως παρά μόνο να οδηγήσει στην αποκάλυψη των αλλεπάλληλων διαστρωματώσεων και πάλι του μαύρου.
Ίσως και αυτός είναι ο λόγος που στο τελευταίο ποίημά του αποχαιρετά την οικογένειά του και συγχωνεύεται με το σύμπαν.
Ο εκδορέας του σκότους πάντως ως μεγαλεπήβολη προοπτική δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε πως έχει μια θετική χροιά, εν αντιθέσει με τους τίτλους των προηγούμενων συλλογών, καθώς η βιοθεώρησή του μετατρέπεται εξελισσόμενη περνώντας από συγκεκριμένα στάδια.
Στο έργο του Γκολίτση έχει ενδιαφέρον να μιλήσουμε για τη χρονικότητα τόσο μεταφυσικά όσο και ιστορικά καθώς και για τον τρόπο που εκλαμβάνει την κίνηση του χρόνου και της εποχής. Η γραμμικότητα του χρόνου και το άχρονο του ενιαίου όλου απασχολούν τη γραφή του και έτσι συμπλέκονται τα παρελθόντα με τα μέλλοντα σε ένα παρόν διπλής θέασης και δυνατότητας απόλυτης συμπερίληψης.
Στο ποίημα «Η μαύρη Ιθάκη ή Η Άννα Καρύδη», ποίημα αφιερωμένο στον Τάσο Φάλκο Αρβανιτάκη όπου το πραγματολογικό πλαίσιο βασίζεται σε προσχέδιο θεατρικού του Αρβανιτάκη. Όπως πληροφορούμαστε από το εκτεταμένο μότο ή αλλιώς από την εισαγωγή του ποιήματος η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, καθώς η Άννα Καρύδη γεννημένη στη Μ. Ασία είναι μια γυναίκα που χάνει τέσσερα παιδιά. Σε μια σκηνή που θυμίζει Λόρκα η γυναίκα υποδέχεται μαυροντυμένη στο θεατρικό σανίδι ως φαντάσματα τα νεκρά της παιδιά. Το ένα χάθηκε στη Μικρά Ασία, το άλλο το πήρε η θάλασσα, το τρίτο το έχασε στην κατοχή και το άλλο από ατύχημα με ταξί. Η πραγματική αυτή ιστορία λειτουργώντας ως πλαίσιο εντάσσεται στο έτοιμο καλούπι της καβαφικής Ιθάκης και ντύνεται την καβαφική διπλή ειρωνεία που γυρνά τόσο στη φύση του πραγματικού όσο και στον ίδιο τον ποιητή. Χωρίς σε καμία περίπτωση να τείνει προς τη σάτιρα, η οποία αφαιρεί τον γράφοντα από την κατάσταση τοποθετώντας τον στη θέση εκείνου που κρίνει εξωσκηνικά τα τεκταινόμενα, επιλέγει την ειρωνεία η οποία δεν αφήνει τον συγγραφέα αλώβητο καθώς τον συμπεριλαμβάνει, τον περιέχει επιθυμώντας να μη μιλά εκτός του πόνου αλλά να μετέχει στον πνιγμό και στη σφαγή αντί να τα παρατηρεί.

Γράφει ο Γκολίτσης:

Σαν βγεις στον πηγαιμό για τις μαυροντυμένες / να εύχεσαι ποτέ σου να μη φτάσεις / να κάνεις σημειωτόν στο πουθενά / γύρω σου νυφικά που ολομαυρίζουν αρκεί να είναι άλλων νυφικά / Τους Τούρκους και τους Γερμανούς / τον θυμωμένο ταξιτζή, μην τους φοβάσαι / τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρεις αν μένει το κεφάλι σου ψηλά, αν εκλεκτή / φωτιά το πνεύμα και το σώμα σου έχει κάψει, / τους Τούρκους και τους Γερμανούς / τον τρελαμένο ταξιτζή δεν θα τους συναντήσεις / αν δεν τους κουβαλάς μες στο κεφάλι/ αν το κεφάλι σου στέκεται ακόμη στο λαιμό […]

Μέσα λοιπόν από έναν ιδιότυπο χρονικό συγκερασμό τον ακούμε να ταυτίζεται με τη μοίρα του άλλου και να συμφωνεί με τον Χέμινγουεϊ όταν έβαζε τον John Donne να λέει: […]Ο θάνατος του κάθε ανθρώπου λιγοστεύει κι εμένα γιατί είμαι δεμένος αξεδιάλυτα με ολάκερη την ανθρωπότητα. Γι’ αυτό μη στέλνεις ποτέ να ρωτήσεις για ποιον χτυπάει η καμπάνα. Η καμπάνα χτυπάει για σένα.
Σύμφωνα με αυτή τη λογική καταλήγει ο Γκολίτσης: Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα / ήδη θα το κατάλαβες πως είσαι εσύ ο Γιορκ / πως η Άννα είσαι εσύ // «Το μόνο κατηγόρημά σου πως υπήρξες.
Κάτι ανάλογο συναντούμε στο ποίημα «Lincoln in the Bardo». Ο τίτλος παραπέμπει στο πειραματικό μυθιστόρημα του Τζορτζ Σάντερς σύμφωνα με το οποίο ο Λίνκολν επισκέπτεται την κρύπτη του γιου του Γουίλι στο νεκροταφείο Oak Hill της Τζορτζτάουν. Η θιβετιανή λέξη bardo που σημαίνει «κενό» ή «ενδιάμεση κατάσταση» είναι η αστρική κατάσταση της ψυχής μετά τον θάνατο και πριν από την αναγέννηση που διαρκεί 49 ημέρες, προκειμένου να απελευθερωθεί πλήρως το πνεύμα και η ενέργειά του.

Ο Γκολίτσης βάζει τον Λίνκολν να επισκέπτεται τον τάφο του παιδιού του που πέθανε 11 χρονών και εκεί η γοερή κραυγή του πατέρα, αλλά και του πολιτικού ανδρός που έχει αποβιώσει επαναλαμβάνεται σαν μια ηχώ, με αποτέλεσμα να ακινητοποιείται σε μια στατική χωροχρονικότητα που δίνει μιαν άλλη αίσθηση, κάτι σαν τη συγχώνευση του χρόνου ή αλλιώς τη χωρική συσπείρωση του χρόνου, όπως αναφέρει ο Γιάννης Δάλλας στα Ευρυγώνια. Κάτι ανάλογο ισχύει και στο ποίημα που προαναφέραμε «Η μαύρη Ιθάκη ή Η Άννα Καρύδη» καθώς όλη η ζωή συσπειρώνεται σε ένα σημείο, λες και εναλλάσσονται οι χρονικότητες και ο ρυθμός του χρόνου να ανακαλεί αφετηριακά τη σύλληψη του Βιζυηνού:

Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά /που εχαιρόμουν μια φορά,/ έτσι σε μιαν ώρα,/ μες σ’ αυτή την χώρα/ όλα αλλάξαν τώρα!/ Και από τότε που θρηνώ/ το ξανθό και γαλανό/ και ουράνιο φως μου,/ μετεβλήθη εντός μου/ και ο ρυθμός του κόσμου. («Το φάσμα μου»)

Ο κόσμος μέσα από το βλέμμα της γραφής του Γκολίτση ακινητοποιείται, διαστέλλεται, συστέλλεται. Ένα zoom up σε ενώνει με το κοσμικό στοιχείο αλλά και ένα zoom out κάνει την κοσμολογική να εκλαμβάνεται ως κοσμική θεώρηση.
Στις προηγούμενες συλλογές του βασισμένος στις προσβάσεις της επιστημονικής εξέλιξης, στις πολλαπλές οπτικές και ακουστικές προσλαμβάνουσες αναφερόταν στους σελαγισμούς και τις ηλιακές καταιγίδες. Στην παρούσα συλλογή όλα αυτά μετασχηματίζονται σε ένα εύρημα που συναντάται στη γη και είναι αυτό μια μαύρη πέτρα από μετεωρίτη που ο ίδιος έπιασε σε μουσείο.

Αγγίζω τα πράγματα, / μια πέτρα κατάμαυρη / ̶ σαν από πίσσα, πέτρα κομήτη ̶ / πριν την πλησιάσω πετάει / την κατευθύνω / κοιτώντας το χέρι μου/ (τι στο καλό μού συμβαίνει;) («Ο άνεμος δεν φυσά πια στο Τσέρνομπιλ».)

Στην ποίηση του Γκολίτση συνδέεται το κοσμικό με το γήινο, η γη γίνεται μέρος ενός κοσμικού συνόλου, ο ίδιος παίζει με τις χωροχρονικότητες. Είμαστε μέρος του ουρανού, ενός ουρανού που δεν προσλαμβάνεται όμως με την αναγεννησιακή του διάσταση αλλά με μια επιδιωκόμενη ολοένα γείωση και σκληρότητα, καθώς τον αισθάνεται γεμάτο με διαστημικά σκουπίδια. Όλη αυτή η παράλληλη θέαση του άσπρου και του μαύρου δεν απηχεί παρά τη βαθύτερη ανάγκη του να λάβουν τα πράγματα την αληθινή τους διάσταση.
Τουτέστιν, αντί να εξιδανικεύονται και να μυθοποιούνται, να συγχωνεύονται με την ένυλη διάστασή τους, προκειμένου να αποϊδεοποιούνται.
Το μεταφυσικό και θρησκευτικό στοιχείο είναι ίσως εκείνα που συνέβαλαν στη μείωση της έντασης ανάμεσα στις συλλογές και προσέδωσαν μια κάποιου είδους συγκράτηση καθώς μοιάζει να είναι ανοιχτός στο αναπάντεχο.
Αποφεύγει, βέβαια, να τοποθετηθεί στον θεολογικό και ιστορικό χρόνο καθώς για τον ποιητή όλοι οι χρόνοι και τα συμβάντα τους δεν εκλαμβάνονται τόσο ως αφορμές αλλά ως πλαίσια που προτάσσουν κυρίως τη μορφή.
Οι πλέξεις, ο ρυθμός, τα μετρήματα από στίχο σε στίχο, αλλάζουν τα κέντρα του και θέτουν στο επίκεντρο πια ως μονάδα δομική του ποιήματος τη λέξη.
Τον ενδιαφέρει η φόρμα και πλέον υποχωρεί ο θυμός που επικρατούσε στις προηγούμενες συλλογές και τη θέση του παίρνει μια μελαγχολική, θα λέγαμε, απόσταση από την ένταση, η οποία όμως δεν μεταφράζεται ακριβώς σε παραίτηση.
Αν, ωστόσο, θα μιλούσαμε για κάποια μορφή της, αυτή θα ήταν μια παραίτηση από την ανάγκη να ξεχωρίσει το πρόσωπο μέσα από τις αναστατώσεις των καιρών.
Από την ανάγκη του, δηλαδή, να διακριθεί.
Τούτη η αποπροσωποποίηση προϋποθέτει ή και εξαγγέλλει τη συγχώνευση του νου με το κοσμικό καθώς στο κοσμικό διαλύεται το πρόσωπο και συγχωνεύεται με το εξωχωροχρονικό. Μοιάζει, άρα, να φεύγει από το Δυτικό πλαίσιο και χωρίς να κάνει φιλοσοφία ούτε και επιστήμη παρακολουθεί και μεταστοιχειώνει, πυκνώνει κάποιες σαρώσεις της εποχής και μας καλεί σε άλλου τύπου μετοχή.

[…] Αναφύομαι ―μαλακός― ̶ σαν το χόρτο / σαν το δέντρο το νέο, τρυφερός και ευέλικτος / παιχνιδίζω στους παλμούς του ανέμου / κανονίζω το σχήμα μου / τις στροφές και τους τρόπους του κόσμου / συναντώντας την πρώτη αθωότητα / τη μόνη πατρίδα στο βλέμμα // Στο πράσινο επιμένω ως πράσινο / και ξάφνου διαστέλλομαι/ στόμα που διάπλατα ανοίγει / τα μάτια μου στο πλάι τους αφήνουνε / γραμμές που ρέουν με το γέλιο̇ /μπροστά στο θαύμα του χώρου/ ανοίγω τους πνεύμονες / σαν λουλούδι που ανθίζει / στο μπλε, στο μπλαβί, και στο ελάχιστο/ του άσπρου που ποτέ του δεν σβήνει// Αναφύομαι μαλακός σαν το χόρτο[…] («Καμωμένοι από…»)

Στο ποίημα αυτό ακούω μιαν άτυπη συνομιλία με τον «Τελευταίο σταθμό» του Σεφέρη από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄.

Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο, άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν· σαν έρθει ο θέρος προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι.

Στην ποίηση του Γκολίτση ο άνθρωπος παρουσιάζεται εκτεθειμένος και αδύναμος, εύπιστος και εύθριπτος κι ενώ είναι όλος μια δυνατότητα πτήσης ελεύθερης και εναέριας σαν σμήνος, ωστόσο λυγίζει σαν βέλος και γέρνει ώς την άκρη του χώματος που τον μετατρέπει σε λάσπη.
Ένα μίγμα χρόνου και στάχτης ο άνθρωπος που σιτίζεται με τη σκληρότητα της πέτρας και μόνο το παιδί, αν θα μείνει παιδί, θα παραμείνει στο φως, αφού όλοι οι άλλοι εμείς τρεφόμαστε τη δυστοπία που επιβάλλει κάθε μορφής πείνας.
Το φως ή αλλιώς «άστρο μέσα σε άστρο» είναι εντέλει η μόνη ύπαρξη που παραπέμπει στη θύμηση, καθώς εγχαράσσεται εντός μας κάτι που ήδη υπήρξαμε και τείνουμε στην ανάκτηση και ανασύστασή του.

Φως και αγάπη μοναχά /κοινά εδώ, κοινά κι εκεί // παντού για πάντοτε στον κόσμο // Σας χαιρετώ, σας αγαπώ,/ και σας εμπεριέχω. («Ώρα να ξαναγίνω φως»)

Κι όπως γράφει στις Δοκιμές, Α΄ ο Σεφέρης: ο ποιητής ζει και δημιουργεί πάνω στ’ αχτινωτό τούτο υφάδι, ανάμεσα στο θάνατο και στο φως. Δεν υπάρχει πιο τέλεια εικόνα της μυστικής ζωής του ποιητή. Γαντζωμένος πάνω στη γλώσσα, ακολουθεί τα πλεγμένα κλωνιά της ώς τα βασίλεια τού θανάτου, όπου δε βλέπει παρά σκιές. Και πάλι, χωρίς να χάνει την πίστη του, συνεχίζει αυτή την πρόοδο, σίγουρος πως η ίδια κλωστή θα τον οδηγήσει στο φως: σήμερα, αύριο, ύστερα από χρόνια.

Το φως για τον Γκολίτση ολόιδια με την απουσία του καθορίζει τη μητρική γλώσσα της ανθρωπότητας, αυτήν της μεθόδου Μπράιγ, καθώς τα όντα ψηλαφούν και παραπαίουν γνωρίζοντας κατά βάθος ότι τα ξέφωτα είναι ο προορισμός τους.
Κι όμως ενώ έχει ανατεθεί στη γλώσσα να μας συμφιλιώσει με το ανοίκειο και την παραδοξότητα, εκείνη διαψεύδεται, γιατί το φως και η στέρησή του, η επαναλαμβανόμενη αιώρηση πάνω από το όλον δεν είναι παρά η αέναη αδικαίωτη κίνηση της ύπαρξης που καταφάσκει εντέλει στην αποτυχία της.
Το φως και η έλλειψή του, το άσκοπο των στόχων και η νεκρή ζωή όλα μια αφόρητη θηλιά που τον σπρώχνει να εύχεται τη λύση της.

Είθε ο κόσμος να μην είναι μόνο τα εγκόσμια / ένας σταυρός, ένα οστό και πουθενά τα όρια. («Μη μου τους κύκλους τάραττε»)

Γι’ αυτό, άλλωστε, και σε έναν κόσμο ορίων παραγγέλλει:

θραύσε τον χώρο θραύσε τον,/ που είναι γυάλινος / και πλέει στο νερό, επειδή γνωρίζει πως Δεν θα μας πάει μακριά αυτό το σώμα.

Όμως εκείνος συμπλέει και ταυτίζεται με οτιδήποτε κινείται, αναπνέει ή έχει αγαπηθεί, γιατί ο άλλος είναι απλώς όμοιος με εμάς και ο χρόνος συντομεύει και συντέμνεται, το τέλος πάντοτε ante portas, ένα τέλος που τόσο ρεαλιστικά και τραγικά αποδίδεται στο ποίημα «Ποίημα για την κάτω γνάθο»:

Ανοιγοκλείνοντας το στόμα της / στο τέλος πάντα χάσκει / η κάτω γνάθος κρέμεται / μπαίνουνε μύγες και βουίζουν / μαύρες γραμμές τον χώρο τον τυλίγουν / γίνεσαι / ̶ από τη μια / στην άλλη τη στιγμή ̶ / σκοτάδι.

Γι’ αυτό και κάθε επιφύλαξη, κάθε τάση σκεπτικισμού μπροστά στο αιφνίδιο της μετάβασης στην άγνωστη σκοτεινή στιγμή αμβλύνεται και ο Θεός για τον ποιητή παύει να είναι ζήτημα φωτός / παρά μονάχα αγάπη […]

Θα πει: στο πλέον απλό χορτάρι είναι ο θεός̇ / κοίτα πώς μόνο σε ένα φύλλο καταπράσινο / χωροποιείται ο κόσμος, μια βέργα πώς ανθίζει, / μια ανάδυση εκστατική που έστω για λίγο / έναν - έναν μάς σχηματίζει και μας εμφανίζει / ως κάτι το ενιαίο και εν μέρει ως αναπόσπαστο[…] («Η προσευχή»)

Η συλλογή αυτή μια διαμαρτυρία και ενέχει λόγο καταγγελτικό για το διαιρεμένο και το θνητό, για το πεπερασμένο και αδιάφορο για την τραγική μας φύση ή μήπως μια προσευχή για το ένα και αδιάσπαστο, το ενιαίο και επεκτεινόμενο, για το φως που αναβλύζει από το σκότος και το χλευάζει;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: