Ο εκδορέας του σκότους

Ο εκδορέας του σκότους

Πέτρος Γκολίτσης, «Ο εκδορέας του σκότους», Θράκα 2024




Από το 2015 με τη συλ­λο­γή του Πέ­τρου Γκο­λί­τση Η σάρ­κα των προ­σω­ρι­νών πα­ρα­τη­ρού­με την πο­ρεία μιας διαρ­κώς αυ­ξα­νό­με­νης έντα­σης. Συ­γκε­κρι­μέ­να, όπως έγρα­φα για την ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση «Σκά­ζο­ντας κρέ­ας» το 2017, μια συλ­λο­γή που ακο­λου­θεί τα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα, την κα­τά­στα­ση της επο­χής και της χώ­ρας, τρία χρώ­μα­τα κα­τε­ξο­χήν κυ­ριαρ­χού­σαν. Το κόκ­κι­νο πλάι στο μαύ­ρο και στο μωβ. Όχι όμως το μωβ της λε­βά­ντας που εί­ναι απα­λό και ευω­διά­ζει αλ­λά το μωβ της με­λα­νιάς, αφού τα χρώ­μα­τα της συ­γκε­κρι­μέ­νης πα­λέ­τας δεν ανα­παύ­ο­νται ρά­θυ­μα το ένα πλάι στο άλ­λο αλ­λά εκρή­γνυ­νται και κραυ­γά­ζουν όπως το αί­μα που, αν και άφω­νο ωστό­σο αντη­χεί τον θά­να­το. Και πώς αλ­λιώς, αφού όλη η σύν­θε­ση δεν εί­ναι πα­ρά μια σύ­γκρου­ση με­τω­πι­κή με το Θείο, μια αγω­νία να ερ­μη­νευ­θεί το πα­ρά­λο­γο που απει­λη­τι­κά μας κυ­κλώ­νει. Ή μάλ­λον μια κα­ταγ­γε­λία και ένα επι­φώ­νη­μα διαρ­κεί­ας, για­τί από τη σύ­γκρου­ση αυ­τή ο μό­νος χα­μέ­νος μοιά­ζει να εί­ναι ο άν­θρω­πος. Η πο­ρεία συ­νε­χί­ζε­ται και πλέ­ον το 2020 βρι­σκό­μα­στε όλοι εκτε­θει­μέ­νοι και γυ­μνοί, βαν­δα­λι­σμέ­νοι και κρε­μα­σμέ­νοι όμοια με σφά­για. Πρό­κει­ται για τη συλ­λο­γή Σφα­χτά­ρια στο λευ­κό όπου ως λα­ός, ως πρό­σω­πα, ως έθνος αλ­λά και ως καλ­λι­τέ­χνες εκεί­νο που βιώ­νου­με εί­ναι το απρο­στά­τευ­το των ονεί­ρων.

Και ερ­χό­μα­στε στο 2024 όπου με­τά τη δε­κα­πε­ντα­ε­τή κρί­ση και παίρ­νο­ντας την απαι­τού­με­νη από­στα­ση από τα γε­γο­νό­τα ο Γκο­λί­τσης αρ­νεί­ται να αφή­σει το ον να πα­ρα­μέ­νει σφα­χτά­ρι κρε­μα­σμέ­νο.
Ως εκ τού­του επι­στρέ­φει με έναν ρό­λο ιδιό­τυ­πο και εκ πρώ­της όψε­ως ανε­δα­φι­κό, αυ­τόν του εκ­δο­ρέα. Μό­νο που δεν επαγ­γέλ­λε­ται πια την αφαί­ρε­ση της δο­ράς των ζώ­ων αλ­λά αντί­θε­τα, έχο­ντας και ο ίδιος βιώ­σει την εκτε­θει­μέ­νη ζωή που κρέ­με­ται από το τσι­γκέ­λι της, απο­φα­σί­ζει να αφαι­ρέ­σει όχι απλώς τα ζώα από τον γάν­τζο τους ού­τε και να δια­χω­ρί­σει την άνο­μη πρά­ξη από τον πράτ­το­ντα. Αυ­τή τη φο­ρά ανα­λαμ­βά­νει να εντο­πί­σει και να γδά­ρει τον ηθι­κό αντί για τον φυ­σι­κό αυ­τουρ­γό και αυ­τός εί­ναι το ίδιο το σκό­τος.
Ωστό­σο, κά­τι ανά­λο­γο ενέ­χει στη βά­ση του μια μα­ταιο­πο­νία λό­γω της ου­το­πι­κής του διά­στα­σης, κα­θώς πα­ρό­μοια ενέρ­γεια δεν μπο­ρεί να επι­φέ­ρει ολο­κλη­ρω­τι­κή λύ­τρω­ση και φως πα­ρά μό­νο να οδη­γή­σει στην απο­κά­λυ­ψη των αλ­λε­πάλ­λη­λων δια­στρω­μα­τώ­σε­ων και πά­λι του μαύ­ρου.
Ίσως και αυ­τός εί­ναι ο λό­γος που στο τε­λευ­ταίο ποί­η­μά του απο­χαι­ρε­τά την οι­κο­γέ­νειά του και συγ­χω­νεύ­ε­ται με το σύ­μπαν.
Ο εκ­δο­ρέ­ας του σκό­τους πά­ντως ως με­γα­λε­πή­βο­λη προ­ο­πτι­κή δεν μπο­ρού­με πα­ρά να ανα­γνω­ρί­σου­με πως έχει μια θε­τι­κή χροιά, εν αντι­θέ­σει με τους τί­τλους των προη­γού­με­νων συλ­λο­γών, κα­θώς η βιο­θε­ώ­ρη­σή του με­τα­τρέ­πε­ται εξε­λισ­σό­με­νη περ­νώ­ντας από συ­γκε­κρι­μέ­να στά­δια.
Στο έρ­γο του Γκο­λί­τση έχει εν­δια­φέ­ρον να μι­λή­σου­με για τη χρο­νι­κό­τη­τα τό­σο με­τα­φυ­σι­κά όσο και ιστο­ρι­κά κα­θώς και για τον τρό­πο που εκλαμ­βά­νει την κί­νη­ση του χρό­νου και της επο­χής. Η γραμ­μι­κό­τη­τα του χρό­νου και το άχρο­νο του ενιαί­ου όλου απα­σχο­λούν τη γρα­φή του και έτσι συ­μπλέ­κο­νται τα πα­ρελ­θό­ντα με τα μέλ­λο­ντα σε ένα πα­ρόν δι­πλής θέ­α­σης και δυ­να­τό­τη­τας από­λυ­της συ­μπε­ρί­λη­ψης.
Στο ποί­η­μα «Η μαύ­ρη Ιθά­κη ή Η Άν­να Κα­ρύ­δη», ποί­η­μα αφιε­ρω­μέ­νο στον Τά­σο Φάλ­κο Αρ­βα­νι­τά­κη όπου το πραγ­μα­το­λο­γι­κό πλαί­σιο βα­σί­ζε­ται σε προ­σχέ­διο θε­α­τρι­κού του Αρ­βα­νι­τά­κη. Όπως πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε από το εκτε­τα­μέ­νο μό­το ή αλ­λιώς από την ει­σα­γω­γή του ποι­ή­μα­τος η ιστο­ρία βα­σί­ζε­ται σε πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα, κα­θώς η Άν­να Κα­ρύ­δη γεν­νη­μέ­νη στη Μ. Ασία εί­ναι μια γυ­ναί­κα που χά­νει τέσ­σε­ρα παι­διά. Σε μια σκη­νή που θυ­μί­ζει Λόρ­κα η γυ­ναί­κα υπο­δέ­χε­ται μαυ­ρο­ντυ­μέ­νη στο θε­α­τρι­κό σα­νί­δι ως φα­ντά­σμα­τα τα νε­κρά της παι­διά. Το ένα χά­θη­κε στη Μι­κρά Ασία, το άλ­λο το πή­ρε η θά­λασ­σα, το τρί­το το έχα­σε στην κα­το­χή και το άλ­λο από ατύ­χη­μα με τα­ξί. Η πραγ­μα­τι­κή αυ­τή ιστο­ρία λει­τουρ­γώ­ντας ως πλαί­σιο εντάσ­σε­ται στο έτοι­μο κα­λού­πι της κα­βα­φι­κής Ιθά­κης και ντύ­νε­ται την κα­βα­φι­κή δι­πλή ει­ρω­νεία που γυρ­νά τό­σο στη φύ­ση του πραγ­μα­τι­κού όσο και στον ίδιο τον ποι­η­τή. Χω­ρίς σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση να τεί­νει προς τη σά­τι­ρα, η οποία αφαι­ρεί τον γρά­φο­ντα από την κα­τά­στα­ση το­πο­θε­τώ­ντας τον στη θέ­ση εκεί­νου που κρί­νει εξω­σκη­νι­κά τα τε­κται­νό­με­να, επι­λέ­γει την ει­ρω­νεία η οποία δεν αφή­νει τον συγ­γρα­φέα αλώ­βη­το κα­θώς τον συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει, τον πε­ριέ­χει επι­θυ­μώ­ντας να μη μι­λά εκτός του πό­νου αλ­λά να με­τέ­χει στον πνιγ­μό και στη σφα­γή αντί να τα πα­ρα­τη­ρεί.

Γρά­φει ο Γκο­λί­τσης:

Σαν βγεις στον πη­γαι­μό για τις μαυ­ρο­ντυ­μέ­νες / να εύ­χε­σαι πο­τέ σου να μη φτά­σεις / να κά­νεις ση­μειω­τόν στο που­θε­νά / γύ­ρω σου νυ­φι­κά που ολο­μαυ­ρί­ζουν αρ­κεί να εί­ναι άλ­λων νυ­φι­κά / Τους Τούρ­κους και τους Γερ­μα­νούς / τον θυ­μω­μέ­νο τα­ξι­τζή, μην τους φο­βά­σαι / τέ­τοια στο δρό­μο σου πο­τέ σου δε θα βρεις αν μέ­νει το κε­φά­λι σου ψη­λά, αν εκλε­κτή / φω­τιά το πνεύ­μα και το σώ­μα σου έχει κά­ψει, / τους Τούρ­κους και τους Γερ­μα­νούς / τον τρε­λα­μέ­νο τα­ξι­τζή δεν θα τους συ­να­ντή­σεις / αν δεν τους κου­βα­λάς μες στο κε­φά­λι/ αν το κε­φά­λι σου στέ­κε­ται ακό­μη στο λαι­μό […]

Μέ­σα λοι­πόν από έναν ιδιό­τυ­πο χρο­νι­κό συ­γκε­ρα­σμό τον ακού­με να ταυ­τί­ζε­ται με τη μοί­ρα του άλ­λου και να συμ­φω­νεί με τον Χέ­μιν­γου­εϊ όταν έβα­ζε τον John Donne να λέ­ει: […]Ο θά­να­τος του κά­θε αν­θρώ­που λι­γο­στεύ­ει κι εμέ­να για­τί εί­μαι δε­μέ­νος αξε­διά­λυ­τα με ολά­κε­ρη την αν­θρω­πό­τη­τα. Γι’ αυ­τό μη στέλ­νεις πο­τέ να ρω­τή­σεις για ποιον χτυ­πά­ει η κα­μπά­να. Η κα­μπά­να χτυ­πά­ει για σέ­να.
Σύμ­φω­να με αυ­τή τη λο­γι­κή κα­τα­λή­γει ο Γκο­λί­τσης: Έτσι σο­φός που έγι­νες, με τό­ση πεί­ρα / ήδη θα το κα­τά­λα­βες πως εί­σαι εσύ ο Γιορκ / πως η Άν­να εί­σαι εσύ // «Το μό­νο κα­τη­γό­ρη­μά σου πως υπήρ­ξες.
Κά­τι ανά­λο­γο συ­να­ντού­με στο ποί­η­μα «Lincoln in the Bardo». Ο τί­τλος πα­ρα­πέ­μπει στο πει­ρα­μα­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα του Τζορτζ Σά­ντερς σύμ­φω­να με το οποίο ο Λίν­κολν επι­σκέ­πτε­ται την κρύ­πτη του γιου του Γουί­λι στο νε­κρο­τα­φείο Oak Hill της Τζορ­τζ­τά­ουν. Η θι­βε­τια­νή λέ­ξη bardo που ση­μαί­νει «κε­νό» ή «εν­διά­με­ση κα­τά­στα­ση» εί­ναι η αστρι­κή κα­τά­στα­ση της ψυ­χής με­τά τον θά­να­το και πριν από την ανα­γέν­νη­ση που διαρ­κεί 49 ημέ­ρες, προ­κει­μέ­νου να απε­λευ­θε­ρω­θεί πλή­ρως το πνεύ­μα και η ενέρ­γειά του.

Ο Γκο­λί­τσης βά­ζει τον Λίν­κολν να επι­σκέ­πτε­ται τον τά­φο του παι­διού του που πέ­θα­νε 11 χρο­νών και εκεί η γο­ε­ρή κραυ­γή του πα­τέ­ρα, αλ­λά και του πο­λι­τι­κού αν­δρός που έχει απο­βιώ­σει επα­να­λαμ­βά­νε­ται σαν μια ηχώ, με απο­τέ­λε­σμα να ακι­νη­το­ποιεί­ται σε μια στα­τι­κή χω­ρο­χρο­νι­κό­τη­τα που δί­νει μιαν άλ­λη αί­σθη­ση, κά­τι σαν τη συγ­χώ­νευ­ση του χρό­νου ή αλ­λιώς τη χω­ρι­κή συ­σπεί­ρω­ση του χρό­νου, όπως ανα­φέ­ρει ο Γιάν­νης Δάλ­λας στα Ευ­ρυ­γώ­νια. Κά­τι ανά­λο­γο ισχύ­ει και στο ποί­η­μα που προ­α­να­φέ­ρα­με «Η μαύ­ρη Ιθά­κη ή Η Άν­να Κα­ρύ­δη» κα­θώς όλη η ζωή συ­σπει­ρώ­νε­ται σε ένα ση­μείο, λες και εναλ­λάσ­σο­νται οι χρο­νι­κό­τη­τες και ο ρυθ­μός του χρό­νου να ανα­κα­λεί αφε­τη­ρια­κά τη σύλ­λη­ψη του Βι­ζυ­η­νού:

Σαν μ’ αρ­πά­χθη­κε η χα­ρά /που εχαι­ρό­μουν μια φο­ρά,/ έτσι σε μιαν ώρα,/ μες σ’ αυ­τή την χώ­ρα/ όλα αλ­λά­ξαν τώ­ρα!/ Και από τό­τε που θρη­νώ/ το ξαν­θό και γα­λα­νό/ και ου­ρά­νιο φως μου,/ με­τε­βλή­θη εντός μου/ και ο ρυθ­μός του κό­σμου. («Το φά­σμα μου»)

Ο κό­σμος μέ­σα από το βλέμ­μα της γρα­φής του Γκο­λί­τση ακι­νη­το­ποιεί­ται, δια­στέλ­λε­ται, συ­στέλ­λε­ται. Ένα zoom up σε ενώ­νει με το κο­σμι­κό στοι­χείο αλ­λά και ένα zoom out κά­νει την κο­σμο­λο­γι­κή να εκλαμ­βά­νε­ται ως κο­σμι­κή θε­ώ­ρη­ση.
Στις προη­γού­με­νες συλ­λο­γές του βα­σι­σμέ­νος στις προ­σβά­σεις της επι­στη­μο­νι­κής εξέ­λι­ξης, στις πολ­λα­πλές οπτι­κές και ακου­στι­κές προ­σλαμ­βά­νου­σες ανα­φε­ρό­ταν στους σε­λα­γι­σμούς και τις ηλια­κές κα­ται­γί­δες. Στην πα­ρού­σα συλ­λο­γή όλα αυ­τά με­τα­σχη­μα­τί­ζο­νται σε ένα εύ­ρη­μα που συ­να­ντά­ται στη γη και εί­ναι αυ­τό μια μαύ­ρη πέ­τρα από με­τε­ω­ρί­τη που ο ίδιος έπια­σε σε μου­σείο.

Αγ­γί­ζω τα πράγ­μα­τα, / μια πέ­τρα κα­τά­μαυ­ρη / ̶ σαν από πίσ­σα, πέ­τρα κο­μή­τη ̶ / πριν την πλη­σιά­σω πε­τά­ει / την κα­τευ­θύ­νω / κοι­τώ­ντας το χέ­ρι μου/ (τι στο κα­λό μού συμ­βαί­νει;) («Ο άνε­μος δεν φυ­σά πια στο Τσέρ­νο­μπιλ».)

Στην ποί­η­ση του Γκο­λί­τση συν­δέ­ε­ται το κο­σμι­κό με το γή­ι­νο, η γη γί­νε­ται μέ­ρος ενός κο­σμι­κού συ­νό­λου, ο ίδιος παί­ζει με τις χω­ρο­χρο­νι­κό­τη­τες. Εί­μα­στε μέ­ρος του ου­ρα­νού, ενός ου­ρα­νού που δεν προ­σλαμ­βά­νε­ται όμως με την ανα­γεν­νη­σια­κή του διά­στα­ση αλ­λά με μια επι­διω­κό­με­νη ολο­έ­να γεί­ω­ση και σκλη­ρό­τη­τα, κα­θώς τον αι­σθά­νε­ται γε­μά­το με δια­στη­μι­κά σκου­πί­δια. Όλη αυ­τή η πα­ράλ­λη­λη θέ­α­ση του άσπρου και του μαύ­ρου δεν απη­χεί πα­ρά τη βα­θύ­τε­ρη ανά­γκη του να λά­βουν τα πράγ­μα­τα την αλη­θι­νή τους διά­στα­ση.
Του­τέ­στιν, αντί να εξι­δα­νι­κεύ­ο­νται και να μυ­θο­ποιού­νται, να συγ­χω­νεύ­ο­νται με την ένυ­λη διά­στα­σή τους, προ­κει­μέ­νου να αποϊ­δε­ο­ποιού­νται.
Το με­τα­φυ­σι­κό και θρη­σκευ­τι­κό στοι­χείο εί­ναι ίσως εκεί­να που συ­νέ­βα­λαν στη μεί­ω­ση της έντα­σης ανά­με­σα στις συλ­λο­γές και προ­σέ­δω­σαν μια κά­ποιου εί­δους συ­γκρά­τη­ση κα­θώς μοιά­ζει να εί­ναι ανοι­χτός στο ανα­πά­ντε­χο.
Απο­φεύ­γει, βέ­βαια, να το­πο­θε­τη­θεί στον θε­ο­λο­γι­κό και ιστο­ρι­κό χρό­νο κα­θώς για τον ποι­η­τή όλοι οι χρό­νοι και τα συμ­βά­ντα τους δεν εκλαμ­βά­νο­νται τό­σο ως αφορ­μές αλ­λά ως πλαί­σια που προ­τάσ­σουν κυ­ρί­ως τη μορ­φή.
Οι πλέ­ξεις, ο ρυθ­μός, τα με­τρή­μα­τα από στί­χο σε στί­χο, αλ­λά­ζουν τα κέ­ντρα του και θέ­τουν στο επί­κε­ντρο πια ως μο­νά­δα δο­μι­κή του ποι­ή­μα­τος τη λέ­ξη.
Τον εν­δια­φέ­ρει η φόρ­μα και πλέ­ον υπο­χω­ρεί ο θυ­μός που επι­κρα­τού­σε στις προη­γού­με­νες συλ­λο­γές και τη θέ­ση του παίρ­νει μια με­λαγ­χο­λι­κή, θα λέ­γα­με, από­στα­ση από την έντα­ση, η οποία όμως δεν με­τα­φρά­ζε­ται ακρι­βώς σε πα­ραί­τη­ση.
Αν, ωστό­σο, θα μι­λού­σα­με για κά­ποια μορ­φή της, αυ­τή θα ήταν μια πα­ραί­τη­ση από την ανά­γκη να ξε­χω­ρί­σει το πρό­σω­πο μέ­σα από τις ανα­στα­τώ­σεις των και­ρών.
Από την ανά­γκη του, δη­λα­δή, να δια­κρι­θεί.
Τού­τη η απο­προ­σω­πο­ποί­η­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει ή και εξαγ­γέλ­λει τη συγ­χώ­νευ­ση του νου με το κο­σμι­κό κα­θώς στο κο­σμι­κό δια­λύ­ε­ται το πρό­σω­πο και συγ­χω­νεύ­ε­ται με το εξω­χω­ρο­χρο­νι­κό. Μοιά­ζει, άρα, να φεύ­γει από το Δυ­τι­κό πλαί­σιο και χω­ρίς να κά­νει φι­λο­σο­φία ού­τε και επι­στή­μη πα­ρα­κο­λου­θεί και με­τα­στοι­χειώ­νει, πυ­κνώ­νει κά­ποιες σα­ρώ­σεις της επο­χής και μας κα­λεί σε άλ­λου τύ­που με­το­χή.

[…] Ανα­φύ­ο­μαι ―μα­λα­κός― ̶ σαν το χόρ­το / σαν το δέ­ντρο το νέο, τρυ­φε­ρός και ευ­έ­λι­κτος / παι­χνι­δί­ζω στους παλ­μούς του ανέ­μου / κα­νο­νί­ζω το σχή­μα μου / τις στρο­φές και τους τρό­πους του κό­σμου / συ­να­ντώ­ντας την πρώ­τη αθω­ό­τη­τα / τη μό­νη πα­τρί­δα στο βλέμ­μα // Στο πρά­σι­νο επι­μέ­νω ως πρά­σι­νο / και ξάφ­νου δια­στέλ­λο­μαι/ στό­μα που διά­πλα­τα ανοί­γει / τα μά­τια μου στο πλάι τους αφή­νου­νε / γραμ­μές που ρέ­ουν με το γέ­λιο̇ /μπρο­στά στο θαύ­μα του χώ­ρου/ ανοί­γω τους πνεύ­μο­νες / σαν λου­λού­δι που αν­θί­ζει / στο μπλε, στο μπλα­βί, και στο ελά­χι­στο/ του άσπρου που πο­τέ του δεν σβή­νει// Ανα­φύ­ο­μαι μα­λα­κός σαν το χόρ­το[…] («Κα­μω­μέ­νοι από…»)

Στο ποί­η­μα αυ­τό ακούω μιαν άτυ­πη συ­νο­μι­λία με τον «Τε­λευ­ταίο σταθ­μό» του Σε­φέ­ρη από το Ημε­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β΄.

Ο άν­θρω­πος εί­ναι μα­λα­κός και δι­ψα­σμέ­νος σαν το χόρ­το, άπλη­στος σαν το χόρ­το, ρί­ζες τα νεύ­ρα του κι απλώ­νουν· σαν έρ­θει ο θέ­ρος προ­τι­μά να σφυ­ρί­ξουν τα δρε­πά­νια στ’ άλ­λο χω­ρά­φι.

Στην ποί­η­ση του Γκο­λί­τση ο άν­θρω­πος πα­ρου­σιά­ζε­ται εκτε­θει­μέ­νος και αδύ­να­μος, εύ­πι­στος και εύ­θρι­πτος κι ενώ εί­ναι όλος μια δυ­να­τό­τη­τα πτή­σης ελεύ­θε­ρης και ενα­έ­ριας σαν σμή­νος, ωστό­σο λυ­γί­ζει σαν βέ­λος και γέρ­νει ώς την άκρη του χώ­μα­τος που τον με­τα­τρέ­πει σε λά­σπη.
Ένα μίγ­μα χρό­νου και στά­χτης ο άν­θρω­πος που σι­τί­ζε­ται με τη σκλη­ρό­τη­τα της πέ­τρας και μό­νο το παι­δί, αν θα μεί­νει παι­δί, θα πα­ρα­μεί­νει στο φως, αφού όλοι οι άλ­λοι εμείς τρε­φό­μα­στε τη δυ­στο­πία που επι­βάλ­λει κά­θε μορ­φής πεί­νας.
Το φως ή αλ­λιώς «άστρο μέ­σα σε άστρο» εί­ναι εντέ­λει η μό­νη ύπαρ­ξη που πα­ρα­πέ­μπει στη θύ­μη­ση, κα­θώς εγ­χα­ράσ­σε­ται εντός μας κά­τι που ήδη υπήρ­ξα­με και τεί­νου­με στην ανά­κτη­ση και ανα­σύ­στα­σή του.

Φως και αγά­πη μο­να­χά /κοι­νά εδώ, κοι­νά κι εκεί // πα­ντού για πά­ντο­τε στον κό­σμο // Σας χαι­ρε­τώ, σας αγα­πώ,/ και σας εμπε­ριέ­χω. («Ώρα να ξα­να­γί­νω φως»)

Κι όπως γρά­φει στις Δο­κι­μές, Α΄ ο Σε­φέ­ρης: ο ποι­η­τής ζει και δη­μιουρ­γεί πά­νω στ’ αχτι­νω­τό τού­το υφά­δι, ανά­με­σα στο θά­να­το και στο φως. Δεν υπάρ­χει πιο τέ­λεια ει­κό­να της μυ­στι­κής ζω­ής του ποι­η­τή. Γαν­τζω­μέ­νος πά­νω στη γλώσ­σα, ακο­λου­θεί τα πλεγ­μέ­να κλω­νιά της ώς τα βα­σί­λεια τού θα­νά­του, όπου δε βλέ­πει πα­ρά σκιές. Και πά­λι, χω­ρίς να χά­νει την πί­στη του, συ­νε­χί­ζει αυ­τή την πρό­ο­δο, σί­γου­ρος πως η ίδια κλω­στή θα τον οδη­γή­σει στο φως: σή­με­ρα, αύ­ριο, ύστε­ρα από χρό­νια.

Το φως για τον Γκο­λί­τση ολόι­δια με την απου­σία του κα­θο­ρί­ζει τη μη­τρι­κή γλώσ­σα της αν­θρω­πό­τη­τας, αυ­τήν της με­θό­δου Μπράιγ, κα­θώς τα όντα ψη­λα­φούν και πα­ρα­παί­ουν γνω­ρί­ζο­ντας κα­τά βά­θος ότι τα ξέ­φω­τα εί­ναι ο προ­ο­ρι­σμός τους.
Κι όμως ενώ έχει ανα­τε­θεί στη γλώσ­σα να μας συμ­φι­λιώ­σει με το ανοί­κειο και την πα­ρα­δο­ξό­τη­τα, εκεί­νη δια­ψεύ­δε­ται, για­τί το φως και η στέ­ρη­σή του, η επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη αιώ­ρη­ση πά­νω από το όλον δεν εί­ναι πα­ρά η αέ­ναη αδι­καί­ω­τη κί­νη­ση της ύπαρ­ξης που κα­τα­φά­σκει εντέ­λει στην απο­τυ­χία της.
Το φως και η έλ­λει­ψή του, το άσκο­πο των στό­χων και η νε­κρή ζωή όλα μια αφό­ρη­τη θη­λιά που τον σπρώ­χνει να εύ­χε­ται τη λύ­ση της.

Εί­θε ο κό­σμος να μην εί­ναι μό­νο τα εγκό­σμια / ένας σταυ­ρός, ένα οστό και που­θε­νά τα όρια. («Μη μου τους κύ­κλους τά­ρατ­τε»)

Γι’ αυ­τό, άλ­λω­στε, και σε έναν κό­σμο ορί­ων πα­ραγ­γέλ­λει:

θραύ­σε τον χώ­ρο θραύ­σε τον,/ που εί­ναι γυά­λι­νος / και πλέ­ει στο νε­ρό, επει­δή γνω­ρί­ζει πως Δεν θα μας πά­ει μα­κριά αυ­τό το σώ­μα.

Όμως εκεί­νος συ­μπλέ­ει και ταυ­τί­ζε­ται με οτι­δή­πο­τε κι­νεί­ται, ανα­πνέ­ει ή έχει αγα­πη­θεί, για­τί ο άλ­λος εί­ναι απλώς όμοιος με εμάς και ο χρό­νος συ­ντο­μεύ­ει και συ­ντέ­μνε­ται, το τέ­λος πά­ντο­τε ante portas, ένα τέ­λος που τό­σο ρε­α­λι­στι­κά και τρα­γι­κά απο­δί­δε­ται στο ποί­η­μα «Ποί­η­μα για την κά­τω γνά­θο»:

Ανοι­γο­κλεί­νο­ντας το στό­μα της / στο τέ­λος πά­ντα χά­σκει / η κά­τω γνά­θος κρέ­με­ται / μπαί­νου­νε μύ­γες και βουί­ζουν / μαύ­ρες γραμ­μές τον χώ­ρο τον τυ­λί­γουν / γί­νε­σαι / ̶ από τη μια / στην άλ­λη τη στιγ­μή ̶ / σκο­τά­δι.

Γι’ αυ­τό και κά­θε επι­φύ­λα­ξη, κά­θε τά­ση σκε­πτι­κι­σμού μπρο­στά στο αιφ­νί­διο της με­τά­βα­σης στην άγνω­στη σκο­τει­νή στιγ­μή αμ­βλύ­νε­ται και ο Θε­ός για τον ποι­η­τή παύ­ει να εί­ναι ζή­τη­μα φω­τός / πα­ρά μο­νά­χα αγά­πη […]

Θα πει: στο πλέ­ον απλό χορ­τά­ρι εί­ναι ο θε­ός̇ / κοί­τα πώς μό­νο σε ένα φύλ­λο κα­τα­πρά­σι­νο / χω­ρο­ποιεί­ται ο κό­σμος, μια βέρ­γα πώς αν­θί­ζει, / μια ανά­δυ­ση εκ­στα­τι­κή που έστω για λί­γο / έναν - έναν μάς σχη­μα­τί­ζει και μας εμ­φα­νί­ζει / ως κά­τι το ενιαίο και εν μέ­ρει ως ανα­πό­σπα­στο[…] («Η προ­σευ­χή»)

Η συλ­λο­γή αυ­τή μια δια­μαρ­τυ­ρία και ενέ­χει λό­γο κα­ταγ­γελ­τι­κό για το διαι­ρε­μέ­νο και το θνη­τό, για το πε­πε­ρα­σμέ­νο και αδιά­φο­ρο για την τρα­γι­κή μας φύ­ση ή μή­πως μια προ­σευ­χή για το ένα και αδιά­σπα­στο, το ενιαίο και επε­κτει­νό­με­νο, για το φως που ανα­βλύ­ζει από το σκό­τος και το χλευά­ζει;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: