Ι
Η ποιητική συλλογή Mετά από μένα του Γιάννη Τζανετάκη εκδόθηκε πρόσφατα (Πόλις 2023, Βραβείο Ποίησης του Χάρτη) και προσφέρει μια αναστοχαστική ποιητική ματιά στους κύκλους της ζωής. Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη (Με πάνω τους το χνούδι- Άδεια ακρογιαλιά -Δίχως εσένα). Μία προφανής προοπτική θα ήταν να μιλήσει κανείς για τρία μέρη που χωρίζονται θεματικά αναγνωρίζοντας στην τελευταία ενότητα τη μνήμη που πονάει για τη χαμένη αδερφή, στη δεύτερη τη ζωή στο τώρα που με θλίψη κοιτά το τότε και στην πρώτη ενότητα την ανάμνηση αυτού που κάποτε ήταν. Μια άλλη ματιά θα μπορούσε να κάνει λόγο για χρονική διάκριση ή μάλλον για τη ματιά του ποιητικού υποκειμένου που επιμερίζεται σε διαφορετικές προοπτικές του βίου. Έχω την αίσθηση ότι αντί να επιχειρεί κανείς να αναγνωρίσει τις τομές μεταξύ των τριών μερών είναι μάλλον προτιμότερο να αναζητήσει τους αρμούς, που ενώνουν τα χωροχρονικά σημεία αναφοράς από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα της ποιητικής αυτής συλλογής.
Ο πόνος της απώλειας ενυπάρχει στα παιδικά χρόνια, ακόμη και αν δεν είναι αναγνωρίσιμος μέσα στις περιπέτειες του νεαρού βίου, όπως και η τρυφερότητα της νεότητας φωλιάζει μέσα στη θλίψη της ενήλικης ζωής. Η Καλαμάτα γίνεται έτσι μια θεατρική σκηνή, όπου διαδραματίζεται το έργο του χρόνου. Τα σκηνικά είναι όλα εκεί, μπροστά στα μάτια μας, αλλά εμφανίζονται κατά περίπτωση στην πράξη, όπου και ανήκουν. Ο Γιάννης Τζανετάκης χειρίζεται τα ποιητικά του εργαλεία με έναν τρόπο που ξαφνιάζει. Ο ποιητικός λόγος κερδίζει τη συναίνεση μας και όταν χαρά αισθάνεται κανείς, γλύκα, ευχαρίστηση από τη γεύση της ομορφιάς που απλώνεται σε ένα σκηνικό καθημερινότητας και προσιτού μεγαλείου, όλα ανασυντίθενται μπροστά μας ως έκπληξη, κωμωδία και δράμα μαζί. Ο ποιητής δεν μας καλεί να παρακολουθήσουμε την εμπειρία ενός παιδιού, αλλά να αντικρίσουμε τον κόσμο ως παιδιά με έκπληξη, δέος, τρόμο ταυτόχρονα με ακέραιη και γαλήνια χαρά: γύρω παντού βόμβος της γιορτής/ ώσπου αίφνης/ όλα σίγησαν (σ.11).
Στο σημείο αυτό φαίνεται ο τρόπος με τον οποίο ο Τζανετάκης κερδίζει με την ποίησή του τον αναγνώστη. Αποφεύγοντας τον υπερσυναισθηματισμό και κάθε βαρύγδουπο λόγο μιλά για τον χρόνο που φεύγει, που πάντα έφευγε και θα συνεχίσει να φεύγει αδιαφορώντας για τον παρατηρητή του. Κι όμως, όλη τελικά η έννοια του χρόνου εξαρτάται από τον παρατηρητή που τον βιώνει, τον καταγράφει και τον ενσωματώνει. Θα μπορούσε ίσως εδώ να γίνει μια παράλληλη αναφορά στην έννοια της «χρονικότητας» (“Zeitlichkeit”) και κατά πόσο τούτη αποτελεί ιδιότητα του κόσμου ή της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως το θέτει ο Χάιντεγκερ στο Είναι και Χρόνος (Sein und Zeit, 1927), τούτη όμως η παρέκβαση ίσως δεν δικαιολογείται από τις αρχικές προθέσεις του ποιητή, που σε αυτήν τη συλλογή εστιάζει περισσότερο στο ρέον υλικό της καθημερινής πραγματικότητας παρά στη φιλοσοφική ενατένισή της. Προς το παρόν λοιπόν την αφήνουμε κατά μέρος.
Μέσα σε αυτήν την αδιάκοπη σειρά πόνου και απώλειας αναρωτιέται κανείς αν είναι οι αναμνήσεις ένα σπίτι θλιβερό. Δεν το λέει αυτό η ποίηση του Τζανετάκη, υπενθυμίζει όμως ότι υπάρχει θλίψη σε κάθε δωμάτιο αυτού του σπιτιού και μάλιστα σε συλλογικό, σε προσωπικό και σε διαπροσωπικό επίπεδο είτε πρόκειται για κάτι απ’ το παρελθόν// ηδύ μαζί κι επώδυνο (σ.19) είτε για -άρωμα που ξεθύμανε (σ. 45)- είτε για την ατέλειωτη του χρόνου οριστικότητα «-και πια ποτέ δεν θα ‘ναι (σ. 55).
ΙΙ
Το πρώτο μέρος λοιπόν της συλλογής αναφέρεται στο παρελθόν που εξακολουθεί πεισματικά να γαντζώνεται στο παρόν τόσο του ποιητή όσο και του αναγνώστη. Δεν πρόκειται για έναν χρόνο που εκδιπλώνεται ως υπόμνηση αποκλειστικά στις φωτογραφίες, αλλά για μια εποχή, που ο παρατηρητής την αντικρίζει από το σήμερα και αναγνωρίζει την πραγματικότητά της. Ο ποιητής κατανοεί το παρελθόν, όπως ένας περιηγητής, που αντικρίζει την πόλη από ψηλό σημείο και μπορεί επιτέλους να δει την ρυμοτομία της και την ίδια της τη ζωή με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να το κάνει, όταν περπατούσε στους δρόμους της. Έτσι το παρελθόν δεν είναι κάτι που έχει οριστικά χαθεί αλλά κάτι που το βλέπει και το αναγνωρίζει από το σήμερα ο ποιητής ως κάτι που είναι ταυτόχρονα μακριά και κοντά, ανέγγιχτο αλλά και ευάλωτο στην πρόσληψη του.
Στο δεύτερο μέρος η ποίηση συνεχίζει να προσεγγίζει τη ζωή μέσα από το πρίσμα της μνήμης, η οποία όμως εδώ προσφέρει διπλή προοπτική. Τα ποιήματα οδηγούν σε μια ματιά – απολογισμό των όσων πέρασαν, αλλά ταυτόχρονα η ενατένισή τους οδηγεί στην συνειδητοποίηση όσων τώρα υπάρχουν. Οι στίχοι στο ΘΑ 'ΜΑΙ ΕΚΕΙ (σ. 46) δεν αποκρυπτογραφούν μόνο τη συλλογή, αλλά κι ό,τι βλέπουν τα μάτια μας στο πλάτωμα της μνήμης. Η ποίηση σε αυτό το σημείο σαρκώνεται σε ένα πλέγμα σχέσεων ανάμεσα στον ποιητή και στους αναγνώστες, ανάμεσα σε όσα υπήρξαν και σε όσα -δι’ αυτών- υπάρχουν. Όσα τελικά αναζητούμε κι όσα αισθανόμαστε πως χάθηκαν, ζουν στο εδώ και τώρα εν ετέρα μορφή και εμείς μοιάζουμε να είμαστε όσα σήμερα κερδίσαμε και όσα από καιρό χάθηκαν, μαζί και για χάρη αυτών, ώστε ο πόνος (θέλω να ξέρετε/ κι εγώ κάποτε υπήρξα) ν’ αγκαλιάζει σαν αδερφή του την άγρια χαρά της επίγνωσης (θα ‘μια εκεί/ εκεί// μετά από μένα). Όταν είμαστε νέοι δεν γνωρίζουμε πόσο πολύ θα χαρούμε κάποτε για όσα τότε μπορεί να βυθίζονται στα νερά του αυτονόητου και όταν μεγαλώνουμε δεν μπορούμε εύκολα να ζυγίσουμε πως το μέλλον μας υπάρχει ήδη στο απέραντο εκεί του παρελθόντος μας.
Στο τρίτο μέρος τα ποιήματα μιλούν για την ένταση ανάμεσα στο αναγκαίο και το αναπόφευκτο. Όσοι ζήσουν πρέπει να θρηνήσουν την απώλεια αυτών που έφυγαν, να πονέσουν αληθινά, για να λυτρωθούν αληθινά. Πρέπει να θυμούνται το πρόσωπο για να μπορέσουν κάποτε να ξεχάσουν τον πόνο που προκάλεσε η απώλειά του. Πρέπει να αισθανθούν απόλυτα αδύναμοι/ες για να μπορέσουν να πλοηγήσουν τα στοιχεία του κόσμου. Η προσταγή στον άνεμο (σ.54) δεν είναι αλαζονεία, αλλά μια φωνή όλο ελπίδα προς την υπέρβαση του ανυπέρβλητου (Φύγε τσακίσου/ άνεμε// από το μπαλκονάκι της// πάρε τα φύλλα/ κι άσ’ τηνε). Το τρίτο αυτό μέρος γεμίζει από εσωτερικές αντιθέσεις: από την ακινησία του θανάτου και την κίνηση της ζωής, από τον θόρυβο και την ησυχία, από τη νοσταλγία και το τέλος της (αδελφικής) αγάπης. Στο τέλος, «θα’ ναι άνοιξη/ -για πάντα πια-» (σ.58), οι ζωντανοί θα κληθούν να ζήσουν με τους ζωντανούς και οι νεκροί με την αγάπη των ζωντανών. Ωσάν οι άνθρωποι στο έργο του Γ. Τζανετάκη να μας εμπιστεύονται τη μορφή τους αποχωρώντας σε μια τελική λύση νοήματος, που αποκαλύπτει τα πάντα. Η βεβαιότητα πως ό,τι υπάρχει μετά από μένα δεν θα με περιλαμβάνει, αγκαλιάζει στην ποίηση την υπόσχεση ότι «θα είμαι εκεί».
ΙΙΙ
Ας τελειώσουμε σχεδόν όπως ξεκινήσαμε: το τοπίο και ο άνθρωπος που το κοιτάζει. Ποιο είναι αυτό το τοπίο και ποιος αυτός ο εαυτός; Στη συλλογή Μετά από Εμένα πρόκειται προφανώς για ένα αστικό περιβάλλον, που βγάζει σε θάλασσα. Με μια πρώτη ματιά θα έλεγε κανείς πως είναι η Καλαμάτα, η πόλη όμως σε αυτήν την περίπτωση σίγουρα αποτελεί ένα θεατρικό πρόπλασμα. Είναι δηλαδή ένα σκηνικό που ορίζει τον χώρο και τον χρόνο, όπου διαδραματίζονται τα τεκταινόμενα και μας βοηθά να κεντρίσουμε τον νου στο συγκεκριμένο, για να μπορέσει στη συνέχεια η σκέψη να εξακτινωθεί στο πέρα-από-εδώ του υποκειμένου. Άλλωστε, στο τρίτο μέρος ο χώρος μπορεί να είναι κάθε χώρος, καθώς η επικράτεια του θανάτου μοιάζει να είναι μια θεμελιακή ετερότητα. Σε αυτόν τον «κάθε χώρο» λαμβάνει χώρα και η διαδραμάτιση (enactment) μεταξύ ποιητή και αναγνώστη ως απορία, σύγκρουση και συν-κίνηση, δημιουργείται το ασυνείδητο εκείνο νήμα που τους ενώνει. Δεν πρόκειται λοιπόν για μία πόλη αλλά για κάθε πόλη. Και ο χρόνος; Ο εαυτός; Τα τρία μέρη της συλλογής, δίνουν καταρχάς την εντύπωση ενός υποκειμένου σε διαφορετικούς κύκλους ζωής. Στην πραγματικότητα ο αναγνώστης κατανοεί στο τέλος ότι το παρελθόν και το παρόν αντικρίζονται από το ίδιο σημείο. Πρόκειται για τον εαυτό που στοχάζεται τον εαυτό σε μια ενορατική συνθήκη, όπου το παρελθόν και το παρόν συγκλίνουν. Τούτες οι στιγμές είναι σπάνιες στη ζωή μας και γι’ αυτό το ποιητικό αυτό έργο γενναιόδωρα μας χαρίζει όχι μόνο την εμπειρία του ίδιου του ποιητή, αλλά και την ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε αυτές τις ίδιες τις στιγμές στη δική μας ζωή, στην κρίση των πραγμάτων.
Η ποιητική αυτή συλλογή είναι ένα οδοιπορικό από μια εποχή που δεν υπάρχει πια προς τη θύμηση ενός ανθρώπου που σταμάτησε να υπάρχει ανάμεσά μας αναδεικνύοντας την παλινδρόμηση και την παραδοξότητα του χρονικού εκκρεμούς. Μέσα στην ακατάλυτη ροή των γεγονότων, των στιγμών και των αλλαγών η ποίηση σαρκώνει με τον λόγο την αίσθηση και την εμπειρία της απουσίας, την οποία όμως διαρκώς δεξιωνόμαστε στο πανδοχείο της ύπαρξης. Είμαστε άνθρωποι στον βαθμό που συνειδητοποιούμε την απώλεια και υπερβαίνουμε το όποιο τέλος αυτή σηματοδοτεί εντάσσοντας στον πεπερασμένο ορίζοντά μας τη συνέχεια ως διαδοχή. Ο λόγος περιγράφει το απροσδόκητα «εδώ είναι - δεν υπάρχει (πια)»: όσο εμείς υπάρχουμε, οι άλλοι εξακολουθούν να υπάρχουν στον ορίζοντα της ζωής μας και όταν εμείς θα πάψουμε να υπάρχουμε θα συνεχίσουμε ως του ανέμου συνοδεία και των ανθρώπων ανάμνηση. Έτσι οι μέρες της ζωής μας είναι οι μέρες μας κι ο χρόνος γίνεται ο τρόπος και ο τόπος της ζωής μας. Με τον λόγο του Ph. Larkin: Για ποιον λόγο υπάρχουν οι μέρες;/ Οι μέρες είναι το μέρος, όπου ζούμε./ Έρχονται, μας ξυπνούν/ ξανά και ξανά./Είναι για να είμαστε ευτυχισμένοι:/ Πού μπορούμε να ζήσουμε εκτός από τις μέρες; (Days).
Ο Γιάννης Τζανετάκης είναι από τις σημαντικές ποιητικές φωνές μας και το Μετά από μένα ένα λεπτοτέχνημα τόσο αέρινο που δεν βαστά ούτε τελεία. Ένα υφάδι τόσο διάφανο που βλέπεις στις όψεις του τις δυο πλευρές του χρόνου.