Δύο ελπιδοφόρες νέες ποιητικές φωνές

Δύο ελπιδοφόρες νέες ποιητικές φωνές

Σταυρούλα Παπαδάκη, «Και ο κόσμος τι θα πει»; (Κάπα Εκδοτική 2023) & Χρίστος Κινάνι, «Προσάναμμα» (Κάπα Εκδοτική 2024)

Μελε­τώ­ντας με εν­δια­φέ­ρον τα πρώ­τα ποι­η­τι­κά βι­βλία της Σταυ­ρού­λας Πα­πα­δά­κη (Και ο κό­σμος τι θα πει;, 2023) και του Χρί­στου Κι­νά­νι (Προ­σά­ναμ­μα, 2024), σε μι­κρό στε­νό­μα­κρο σχή­μα και με εξαι­ρε­τι­κή καλ­λι­τε­χνι­κή φρο­ντί­δα στο στή­σι­μο και τη σχε­δί­α­ση των εξώ­φυλ­λων από την Κά­πα Εκ­δο­τι­κή,* δο­κι­μά­ζει κα­νείς μια ευ­χά­ρι­στη έκ­πλη­ξη, κα­θώς δια­πι­στώ­νει πως οι δύο δη­μιουρ­γοί κα­τα­θέ­τουν έναν αξιό­λο­γο, αρ­κε­τά δου­λε­μέ­νο, ποι­η­τι­κό λό­γο, ο οποί­ος χαρ­το­γρα­φεί τον σύγ­χρο­νο ψυ­χι­σμό.
Κα­ταρ­χάς, η ποί­η­ση και των δύο κι­νεί­ται στα όρια της προ­σω­πι­κής κα­τά­θε­σης, κα­θώς το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο μοιά­ζει να απο­τυ­πώ­νει στους στί­χους ατο­μι­κές σκέ­ψεις και συ­ναι­σθή­μα­τα. Σε μια δεύ­τε­ρη ανά­γνω­ση, όμως, βλέ­που­με ότι ανοί­γε­ται και σε ευ­ρύ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα, όχι όμως με κά­ποια συ­γκρο­τη­μέ­νη ιδε­ο­λο­γι­κή στό­χευ­ση, αλ­λά μέ­σα από τη σκο­πιά του ατο­μι­κού βιώ­μα­τος, όπως στους πα­ρα­κά­τω στί­χους της Πα­πα­δά­κη για τους πρό­σφυ­γες: «Οι άν­θρω­ποι στη θά­λασ­σα / έχουν ονό­μα­τα / και αγα­πη­μέ­να βι­βλία / […] / αν εξαι­ρέ­σεις τη γη που λεί­πει / κά­τω απ’ τα πό­δια τους / έχουν σχε­δόν ό,τι και εμείς» («Σχε­δόν», σ. 57). Στα ποι­ή­μα­τα της Πα­πα­δά­κη το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο προ­σπα­θεί να για­τρέ­ψει τις προ­σω­πι­κές του πλη­γές και ρωγ­μές, στο­χά­ζε­ται πά­νω στον έρω­τα, τον θά­να­το και την απώ­λεια, ανα­ζη­τώ­ντας τον υπαρ­ξια­κό του αυ­το­προσ­διο­ρι­σμό και σκο­πό, δια­πραγ­μα­τευό­με­νο τη σχέ­ση του με τη μη­τέ­ρα και το πα­ρα­δο­σια­κό μη­τρι­κό πρό­τυ­πο, αλ­λά και με τις γε­νι­κό­τε­ρες κοι­νω­νι­κές αντι­λή­ψεις για τον ρό­λο της γυ­ναί­κας. Μέ­σα από αυ­τή τη δια­πραγ­μά­τευ­ση, έμ­με­σα η ποι­ή­τρια ανα­δει­κνύ­ει όχι μό­νο το ατο­μι­κό αδιέ­ξο­δο, αλ­λά ασκεί κρι­τι­κή στον κοι­νω­νι­κό κομ­φορ­μι­σμό, την κα­θη­με­ρι­νή ρου­τί­να, την κοι­νω­νι­κή απο­μό­νω­ση της πό­λης και της ψη­φια­κής επο­χής, τις μι­κρο­α­στι­κές εμ­μο­νές, τον κα­τα­να­λω­τι­σμό και την απα­ξί­ω­ση του ποι­η­τι­κού λό­γου. Η συλ­λο­γι­κή ανα­γω­γή των ατο­μι­κών αδιε­ξό­δων που πραγ­μα­τεύ­ο­νται οι δύο συλ­λο­γές γί­νε­ται εύ­λη­πτη και από τους ακρο­τε­λεύ­τιους στί­χους της συλ­λο­γής της Πα­πα­δά­κη, όπου κα­τα­λή­γει ευ­χό­με­νη: «Μια μέ­ρα / ας περ­πα­τή­σου­με / στον κό­σμο / έχο­ντας απο­δε­χτεί / πως όλοι το ίδιο / υπο­φέ­ρου­με // τό­τε ίσως χω­ρέ­σου­με / κά­τω απ’ τη με­γά­λη φτε­ρού­γα / κά­ποιου θε­ού» (σ. 74). Με ανά­λο­γα υπαρ­ξια­κά θέ­μα­τα κα­τα­πιά­νε­ται και η ποί­η­ση του Κι­νά­νι, μό­νο που εδώ το ερω­τι­κό συ­ναί­σθη­μα δια­δρα­μα­τί­ζει ση­μα­ντι­κό­τε­ρο ρό­λο από ότι στη συλ­λο­γή της Πα­πα­δά­κη. Γρά­φει εν­δει­κτι­κά ο Κι­νά­νι: «Τρο­φή μας ο Έρω­τας / κι ο Έρω­τας διέ­πει τα Πά­ντα» («Της Πιε­ρί­νας», σ. 39).
Και οι δύο συλ­λο­γές αφη­γού­νται τον εσω­τε­ρι­κό αγώ­να ενός εύ­θραυ­στου ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου με τις σκιές που το στοι­χειώ­νουν και την υπαρ­ξια­κή του πο­ρεία προς κά­ποια λύ­τρω­ση. Η Πα­πα­δά­κη πα­ρο­μοιά­ζει αυ­τόν τον εύ­θραυ­στο εαυ­τό με μια πε­τα­λού­δα: «που κο­λυ­μπού­σε και ξε­γε­λού­σε / ενώ πνι­γό­ταν / μες στα σκο­τά­δια της» («Κο­λυμ­βή­τρια», σ. 21). Σε κα­μιά από τις δύο συλ­λο­γές, όμως, δεν υπάρ­χουν αξιώ­σεις σω­τη­ρί­ας ή η βε­βαιό­τη­τα της λύ­τρω­σης. Οι στί­χοι στο οπι­σθό­φυλ­λο της συλ­λο­γής του Κι­νά­νι εί­ναι εν­δει­κτι­κοί αυ­τής της αμ­φι­βο­λί­ας: «Εί­τε απο­θη­κευ­τεί / –εν τέ­λει– / η στά­χτη / σε κα­λαί­σθη­τα δο­χεία, / εί­τε θρέ­ψει / την ανα­γέν­νη­ση του φοί­νι­κα, / εί­ναι άκρως δια­σκε­δα­στι­κό το φλέ­γε­σθαι». Στη συλ­λο­γή της Πα­πα­δά­κη εί­ναι διά­χυ­τη η αμ­φι­τα­λά­ντευ­ση ανά­με­σα στην ανα­γκαία λή­θη των αγα­πη­μέ­νων της νε­κρών με την υπέρ­βα­ση των στε­ρε­ο­τύ­πων που κου­βα­λά η μνή­μη τους και στον φό­βο της απο­τί­να­ξης όλων αυ­τών των προ­γο­νι­κών σκιών ή της ενη­λι­κί­ω­σης. Ίσως γι’ αυ­τό ομο­λο­γεί η ποι­ή­τρια ότι: «στρα­τιώ­της δεν εί­μαι, μό­νο πα­λεύω / ισορ­ρο­πώ­ντας / πά­νω στα άλο­γα αυ­τού του κό­σμου» («Στρα­τιω­τά­κι», σσ. 54-55).
Όπως γί­νε­ται αντι­λη­πτό, το πα­ρελ­θόν και οι μνή­μες απο­τε­λούν βα­σι­κό ποι­η­τι­κό υλι­κό στην ει­κο­νο­πλα­σία και των δύο ποι­η­τών. Μια ποι­κι­λία ει­κό­νων (οσφρη­τι­κές, ακου­στι­κές, οπτι­κές, γευ­στι­κές), οι οποί­ες κι­νη­το­ποιούν όλες τις αι­σθή­σεις του ανα­γνώ­στη, συν­δέ­ουν το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο με το πα­ρελ­θόν. Όπως εν­δει­κτι­κά γρά­φει ο Κι­νά­νι, μέ­σω των αι­σθή­σε­ων: «εί­μαι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος να σε μη­ρυ­κά­ζω και να σε μυ­ρί­ζω και να μοι­ρά­ζω τα μέ­ρη σου στα χαρ­τιά για να σε μη­ρυ­κά­ζω / πού και πού, / να, / ξέ­ρεις, / έτσι, / για λί­γο» («Μη­ρυ­κα­στι­κές», σ. 37). Εκτός, όμως, από τη μνή­μη, αξιο­ποιεί­ται ση­μα­ντι­κά και η εμπει­ρία της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, με ει­κό­νες και σκη­νές φαι­νο­με­νι­κά ασή­μα­ντες να λει­τουρ­γούν υπο­βλη­τι­κά και να απο­κτούν ποι­η­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο, όπως ο κα­φές στο ποί­η­μα του Κι­νά­νι: «Εί­μαι ξε­θυ­μα­σμέ­νος / κα­φές μες στο φλι­τζά­νι σου∙ / Κα­μέ­νο καϊ­μά­κι, / εξα­σθε­νη­μέ­νο το άρω­μά μου / πα­λεύ­ει μά­ταια να σε φτά­σει» («Ο κα­φές», σ. 25). Ένα άλ­λο επί­σης κοι­νό στοι­χείο εί­ναι η σω­μα­τι­κή διά­στα­ση των ει­κό­νων, κα­θώς πολ­λές σκη­νές ανά­γο­νται ακό­μη και στις πιο αντιαι­σθη­τι­κές, «πε­ζές» σω­μα­τι­κές λει­τουρ­γί­ες. Η Πα­πα­δά­κη γρά­φει: «η χα­ρά εί­ναι σαν μα­τω­μέ­νο γό­να­το / που τσού­ζει και το φυ­σάς / και όσο πλη­ρώ­νω το τί­μη­μα / σκέ­φτο­μαι τα χεί­λη / που γλεί­φουν και φυ­σούν / και πέ­φτω, όλο πέ­φτω» («Μα­τω­μέ­νο γό­να­το», σ. 32). Με αυ­τό τον τρό­πο το αφη­ρη­μέ­νο του ποι­η­τι­κού στο­χα­σμού ή του συ­ναι­σθή­μα­τος γειώ­νε­ται, ζω­ντα­νεύ­ει, με­τα­φρά­ζε­ται σε μια δυ­να­τή, ποι­κι­λό­χρω­μη ει­κο­νο­ποι­ία, για να με­ταγ­γι­στεί πιο άμε­σα στον ανα­γνώ­στη.
Στις δύο υπό με­λέ­τη συλ­λο­γές η αμε­σό­τη­τα του ποι­η­τι­κού λό­γου υπη­ρε­τεί­ται όχι μό­νο με την πλού­σια ει­κο­νο­πλα­σία, αλ­λά και με τον εσω­τε­ρι­κό μο­νό­λο­γο, τις έν­θε­τες προ­φο­ρι­κές εκ­φρά­σεις σε ευ­θύ λό­γο, την απεύ­θυν­ση σε β΄ ενι­κό και την πρω­το­πρό­σω­πη αφή­γη­ση, όπως στους πα­ρα­κά­τω στί­χους της Πα­πα­δά­κη: «Φο­βά­μαι, μου εί­πες / άνα­ψε το φως / και ’γω γέ­λα­σα / ρώ­τη­σα / παι­δά­κι εί­σαι; / όχι πια, μου εί­πες» («Διά­λο­γος», σ. 25). Πα­ράλ­λη­λα, το πε­ριε­χό­με­νο αρ­θρώ­νε­ται με απλό, αφη­γη­μα­τι­κό λό­γο, δια­σκε­λι­σμέ­νο και θρυμ­μα­τι­σμέ­νο σε κο­φτούς στί­χους και μι­κρές προ­τά­σεις. Αυ­τό προσ­δί­δει στο ποί­η­μα λι­τό, κο­φτε­ρό και ορ­μη­τι­κό ύφος, βοη­θώ­ντας τον ανα­γνώ­στη να εστιά­σει ρυθ­μι­κά και νοη­μα­τι­κά σε συ­γκε­κρι­μέ­νες λέ­ξεις ή φρά­σεις, τις οποί­ες θέ­λουν να απο­μο­νώ­σουν και να δώ­σουν έμ­φα­ση οι δη­μιουρ­γοί. Γι’ αυ­τό, πα­ρα­τη­ρώ­ντας κα­νείς με προ­σο­χή τους δια­σκε­λι­σμούς, δια­πι­στώ­νει ότι δεν εί­ναι τυ­χαί­οι, αλ­λά εναρ­μο­νί­ζο­νται με τη ροή του ρυθ­μού και του νο­ή­μα­τος. Εν­δει­κτι­κά, οι πα­ρα­κά­τω δια­σκε­λι­σμέ­νοι στί­χοι του Κι­νά­νι: «Κι η στά­ση σου: / πα­ρο­δι­κή, / όπως η ηδο­νή πριν την ανα­χώ­ρη­ση, / απα­γο­ρευ­μέ­νη, / όπως η διέ­λευ­ση πε­ζών / μέ­σα από τις γραμ­μές, / και μυ­στι­κή, / όπως η σύ­να­ξη των κο­ρά­κων» («Οι εν­διά­με­σες αντα­πο­κρί­σεις», σ. 28). Ακό­μη και σε μια πε­ρί­πτω­ση που υπάρ­χει ομοιο­κα­τα­λη­ξία στο βι­βλίο της Πα­πα­δά­κη, οι δύο ζευ­γα­ρω­τές ομοιο­κα­τα­λη­ξί­ες συ­ντο­νί­ζο­νται με το νό­η­μα: «Περ­νούν τα χρό­νια / γι’ αυ­τούς στα βα­γό­νια / για εμάς εδώ στις απο­βά­θρες / δεν έχει ο θε­ός / ού­τε ο και­ρός» (σ. 38). Η εκ­φρα­στι­κή επι­μέ­λεια τεκ­μαί­ρε­ται και από άλ­λα στοι­χεία: το επι­με­λη­μέ­νο λε­ξι­λό­γιο που συ­γκε­ρά­ζει την προ­φο­ρι­κή αρ­γκό με τη λο­γο­τε­χνι­κή γλώσ­σα, τις ευ­ρη­μα­τι­κές σύν­θε­τες λέ­ξεις (λ.χ. αστειο­α­πλό, αθω­ο­φώς, υδρο­γρα­φώ), τη σχη­μα­τι­κή το­πο­θέ­τη­ση λέ­ξε­ων ή συλ­λα­βών και την εναλ­λα­γή της στοί­χι­σης των στί­χων στο τυ­πω­μέ­νο χαρ­τί. Τέ­λος, η διά­τα­ξη των ποι­η­μά­των εντός των συλ­λο­γών και η ομα­δο­ποί­η­σή τους σε ενό­τη­τες με νοη­μα­τι­κή συ­νά­φεια προσ­δί­δουν μια ροή στην ανά­γνω­ση των βι­βλί­ων. Τα ποι­ή­μα­τα δεν εί­ναι ατά­κτως ερ­ριμ­μέ­να, αλ­λά η σει­ρά το­πο­θέ­τη­σής τους δη­μιουρ­γεί έναν νοη­μα­τι­κό μί­το, που κα­θο­δη­γεί τον ανα­γνώ­στη μέ­σα στο στο­χα­στι­κό και συ­ναι­σθη­μα­τι­κό λα­βύ­ριν­θο του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου.
Όλες αυ­τές οι εκ­φρα­στι­κές αρε­τές, που επι­ση­μάν­θη­καν πα­ρα­πά­νω, δεν εί­ναι πρω­τό­φα­ντες ού­τε συ­νι­στούν και­νο­το­μία στην ποι­η­τι­κή γρα­φή. Ωστό­σο, μαρ­τυ­ρούν μια αξιό­λο­γη προ­σπά­θεια της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης να χαρ­το­γρα­φή­σει την ψυ­χο­γε­ω­γρα­φία των και­ρών μας, με έναν λό­γο που ακου­μπά στην ποι­η­τι­κή πα­ρά­δο­ση χω­ρίς να τη μι­μεί­ται δου­λι­κά, που αξιο­ποιεί ως πρώ­τη ύλη την τρέ­χου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα χω­ρίς να τη με­τα­φέ­ρει ανε­πε­ξέρ­γα­στη και που προ­σπα­θεί να με­τα­δώ­σει στον ανα­γνώ­στη άμε­σα και απέ­ριτ­τα την αλή­θεια του προ­σω­πι­κού βιώ­μα­τος. Όλα αυ­τά απο­τε­λούν ισχυ­ρά εχέγ­γυα για μια ελ­πι­δο­φό­ρα συ­νέ­χεια και στα επό­με­να ποι­η­τι­κά βή­μα­τα των δύο δη­μιουρ­γών. Τα ανα­μέ­νου­με, λοι­πόν.


______________
* Οι δύο συλ­λο­γές ανή­κουν στη σει­ρά «Φλέ­ξη», υπό τη διεύ­θυν­ση του ποι­η­τή Γιώρ­γου Δο­μια­νού και με τη δη­μιουρ­γι­κή σφρα­γί­δα του βρα­βευ­μέ­νου στα Ελ­λη­νι­κά Βρα­βεία Σχε­δια­σμού Οπτι­κής Επι­κοι­νω­νί­ας ΕΒΓΕ Ιω­άν­νη Τσί­γκα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: