Οι υλοτομικές πρακτικές και η διαρκής επέκταση των ευρωπαίων εποίκων στην καρδιά των παρθένων βορειοαμερικανικών δασών βρίσκονται στο επίκεντρο του επικού οικολογικού μυθιστορήματος της 90χρονης πλέον Αμερικανίδας Άννυ Πρου, γνωστής για την ριζωμένη στην «άγρια δύση» λογοτεχνική παραγωγή της.
Η δράση του ογκώδους αυτού βιβλίου εκκινεί στα τέλη του 17ου αιώνα όταν φτάνουν από την Γαλλία στο Κεμπέκ του Καναδά δυο νεαροί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Θέλουν να κάνουν την τύχη τους ως δασεργάτες και αργότερα ίσως ως ιδιοκτήτες γης στις παρθένες γαίες της επονομαζομένης τότε Νέας Γαλλίας. Πρόκειται για μια περιοχή αχανή και εξαιρετικά αραιοκατοικημένη, που αγκάλιαζε τις πρώτες αγγλικές αποικίες της Νέας Αγγλίας και έφτανε νότια, κατά μήκος των ποταμών Μισισίπι και Μιζούρι, ως τον Κόλπο του Μεξικού. Κύρια δραστηριότητα στα εδάφη αυτά ήταν το κυνήγι με αντικείμενο τη γούνα – τεράστιος κύκλος εργασιών παγκοσμίως. Μία μάλιστα από τις πολλές ενδιαφέρουσες υπο-ιστορίες που μας αφηγείται η συγγραφέας έχει να κάνει με την επέκταση του εμπορίου γούνας (και αργότερα ξυλείας) στην Κίνα της εποχής, μέσω της περίφημης Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Ειδικά οι κάστορες είναι περιζήτητοι και αφανίζονται μέχρις ενός σε ευρείες ζώνες της αμερικανικής επικράτειας. Ωστόσο δεν υστερούν οι σκίουροι, τα ελάφια, οι αλεπούδες, οι άλκες, οι αρκούδες και φυσικά τα εκατομμύρια βίσονες προς τα δυτικά.
Η αγγλογαλλική διαμάχη για γεωπολιτική επιρροή και φυσικούς πόρους μεταφέρεται και στις ινδιάνικες φυλές, τις οποίες προσεταιρίζονται άλλοτε οι μεν άλλοτε οι δε. Πρόκειται για εθνότητες που βρίσκονται ακόμη στο τροφοσυλλεκτικό στάδιο, με μηδενική γεωργική και μεταποιητική δραστηριότητα, που σπαράσσονται από ποικίλες μεταξύ τους έριδες. Προς τους εν γένει Ινδιάνους απευθύνεται πάντως η συμπάθεια της συγγραφέως, σε μια προσπάθεια ρομαντικής εξιδανίκευσης του τρόπου ζωής τους, σε σχέση πάντα με το δάσος, τα ποτάμια και τις λίμνες της Βόρειας Αμερικής. Προνομιακή φυλή στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι οι επονομαζόμενοι Μικμάκ που ζούσαν σε ένα τμήμα της σημερινής Πολιτείας του Μέιν και στην καναδική επαρχία του Νιου Μπράουνβαϊκ. Με μία γηγενή Μικμάκ θα παντρευτεί μάλιστα ο ένας εκ των δύο εποίκων, ο Ρενέ Σελ, και παρά τον σύντομο βίο του θα αποκτήσει απογόνους την πορεία των οποίων θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια του βιβλίου. Κοινό χαρακτηριστικό των ινδιάνικων φυλών είναι ο μάλλον μάταιος αγώνας να διατηρήσουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και τα ήθη τους, ενώ ταυτόχρονα προσχωρούν στον τρόπο ζωής των Λευκών. Οι πολιτισμικές αντιφάσεις που σκιαγραφούνται στο βιβλίο είναι πολλές και εν πολλοίς γνωστές, ωστόσο η συγγραφέας δίνει συγχωροχάρτι ακόμη και σε ορισμένες ακραία σκληρές πρακτικές των γηγενών, ενώ καταγγέλλει αντίστοιχες πρακτικές των λευκών εποίκων.
Ο έτερος εκ των δύο νεαρών μεταναστών, ο Σαρλ Ντικέ, καταφέρνει να αποδράσει από την επιστασία του ανάλγητου αφεντικού τους. Επιβιώνει ως εκ θαύματος στα παγωμένα καναδικά δάση, γίνεται κυνηγός και έμπορος, μπαρκάρει για την Ευρώπη και σταδιακά, μετά από τον γάμο του με την Ολλανδέζα απόγονο σημαντικών εμπόρων, θα χτίσει με βάση τον δασικό πλούτο μια μικρή αυτοκρατορία. Σε κάποιο σημείο φτάνει να συναλλάσσεται με τις Δυτικές Ινδίες, την Γαλλία, ακόμη και την Κίνα και την Αυστραλία. Μετονομάζεται μάλιστα σε Τσαρλς Ντιουκ καθώς διαβλέπει εγκαίρως την κυριαρχία των αγγλόφωνων στην ήπειρο. Τα κομμάτια της αφήγησης που αφορούν τα γενεαλογικά παρακλάδια των Ντιουκ ως τις μέρες μας είναι τα συναρπαστικότερα του βιβλίου καθώς εκεί αναπτύσσονται μετά λόγου γνώσεως σημαντικές θεματικές γραμμές: ο εποικισμός της αμερικανικής ηπείρου, οι μηχανισμοί πρόσκτησης και οικειοποίησης της γης, η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου, οι ιδεολογικές και νομικές διαμάχες περί τους φυσικούς πόρους, οι τεχνολογικές εξελίξεις, ακόμη και η αστική επέκταση σε κομβικές πόλεις όπως το Ντιτρόιτ και το Σικάγο.
Το βιβλίο παρακολουθεί τις ζωές δεκάδων απογόνων των αρχικών εποίκων. Ως εκ τούτου χρήσιμο είναι να καταφεύγει ο αναγνώστης στα γενεαλογικά διαγράμματα που παρατίθενται στο τέλος προκειμένου να μην χαθεί στον δαίδαλο των ονομάτων και των συγγενικών δεσμών, καθώς μάλιστα οι πορείες των δύο οικογενειών κάπου εφάπτονται. Διπλή τουλάχιστον θα είναι η απόλαυσή του αν καταφεύγει κάθε τόσο σε χάρτες ή γκουγκλάρει έστω τα τοπωνύμια, τις ινδιάνικες φυλές και κάποια ιστορικά ορόσημα. Η Πρου, άλλωστε, που έγινε διάσημη με την πεζογραφία της περί το Γουαϊόμινγκ ―τόπο εγκατάστασής της― και τις σε βάθος γνώσεις της για τη φύση και τα ήθη της υπαίθρου, είναι παράλληλα καλή δασκάλα. Ξέρει να μεταδίδει εύληπτα την τεράστια φιλολογία περί τις συγκρούσεις φύσης και πολιτισμού στην αμερικανική και όχι μόνο επικράτεια - οπότε επωφεληθείτε. Επιπλέον η γραφή είναι απλή, τριτοπρόσωπη, κλασσικά ρεαλιστικής κατεύθυνσης. Παρά δε τον διδακτισμό που επικρατεί σε κάποια κεφάλαια δεν της διαφεύγουν οι αντιφάσεις της ανθρώπινης περιπέτειας.
Η αμερικανική εποποιία του εποικισμού αναλύεται σε εντυπωσιακό βάθος από την Άνι Πρου με επίκεντρο βέβαια τους δασικούς πόρους ― το βασικό θέμα του βιβλίου. Ωστόσο παρακάμπτονται κάποιες καίριες ιστορικές στιγμές όπως η ίδια η Αμερικανική Επανάσταση, η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και κυρίως η διάλυση της Νέας Γαλλίας με την λεγόμενη «Αγορά της Λουιζιάνα» του 1803. Τη χρονιά αυτή, θυμίζω, ο Ναπολέων, στην κορύφωση της σύγκρουσής του με την βρετανική αυτοκρατορία, εκχώρησε στις αντιπάλους των Βρετανών νεότευκτες Ηνωμένες Πολιτείες όλη την αχανή ακατοίκητη περιοχή δυτικά του Μισισίπι, σχεδόν ως τον Ειρηνικό ωκεανό, υπερδιπλασιάζοντας πρακτικά την έκτασή τους. Από μυθοπλαστική άποψη θα είχαν την σημασία τους αυτά τα ορόσημα καθώς αφορούν με ποικίλους τρόπους το θέμα του βιβλίου. Επίσης παρακάμπτει τις πολιτικές προστασίας μεγάλων περιοχών μέσω της εγκαθίδρυσης Εθνικών Δρυμών, της ίδρυσης της αμερικανικής Δασικής Υπηρεσίας και άλλων πρώιμων παρεμβάσεων, ήδη κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα.
Σε ένα χαρακτηριστικό σύγχρονο διάλογο μεταξύ πατέρα και γιου, απογόνων μιας από τις δύο γενεαλογικές γραμμές του βιβλίου, συνοψίζεται η προβληματική της συγγραφέως [και η δική μου, άλλωστε, θα τολμούσα να πω]. Λέει μεταξύ άλλων ο ενήλικος γιος, ο Τσάρλι, όταν ο πατέρας του, ο Ντίτερ, του θέτει το ερώτημα τι είναι γι’ αυτόν το δάσος:
«…Οι άγριες δασικές εκτάσεις είναι τα μόνα πραγματικά δάση. Ολόκληρη η ατμόσφαιρα, το περιβάλλον, ο αέρας, οι μπλεγμένες ρίζες, οι ταπεινές φτέρες και οι λειχήνες, τα έντομα και οι αρρώστιες, το χώμα και το νερό, ο καιρός. Όλα αυτά τα κομμάτια φαίνεται πως πλέκονται μαζί και σχηματίζουν μια μεγάλη άγρια ορχήστρα. Ένα δάσος που ζει για τον εαυτό του και όχι προς όφελος της ανθρωπότητας».
«Μάλιστα, που ζει για τον εαυτό του», απαντά σκεφτικός ο Ντίτερ. «Αλλά τότε δεν πρόκειται για τη γη που διαχειριζόμαστε, όπου φυτεύουμε και φροντίζουμε δέντρα ώστε να παρέχουν εισόδημα στους ιδιοκτήτες, εργασία διά βίου στους δασεργάτες, σκιά και ευχαρίστηση στους λάτρεις της φύσης. Τα άγρια δάση δεν μπορεί να τα διαχειρισθεί κανείς. Γι’ αυτό τα κόβουμε, επωφελούμαστε από την ξυλεία τους και φυτεύουμε δέντρα…που μπορούμε να διαχειριστούμε. Η αντίληψή σου για ένα δάσος που ζει για τον εαυτό του δεν μπορεί να ενταχθεί στη σύγχρονη ζωή».
Βέβαια, βρισκόμαστε πλέον για τα καλά στον εικοστό αιώνα και η προβληματική για την διαχείριση της άγριας φύσης έχει αρχίσει να συμπυκνώνεται στις δυο παρά πάνω ιδεολογικές και πολιτικές γραμμές. Από τη μια το δάσος (και τα εν γένει αξιοποιήσιμα οικοσυστήματα) ως φυσικοί πόροι που αποδίδουν οικονομικά, δημιουργούν θέσεις εργασίας και ανάπτυξη. Από την άλλη η φύση ως έχουσα αυταξία, ως σύνολο ειδών και οικοτόπων που έχουν δικαίωμα στην επιβίωσή τους τόσο όσο και ο άνθρωπος. Ενδιάμεσα φυσικά θα βρούμε ποικίλες άλλες προσεγγίσεις με προεξάρχουσα την λεγόμενη αειφορική διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων και ποικίλων φυσικών πόρων από τους ιχθυοπληθυσμούς ως τα πουλιά και από την αγροτική βιοποικιλότητα ως τα ενεργειακά διαθέσιμα. Να σημειώσουμε ότι εν προκειμένω ο πατέρας (ο Ντίτερ) δεν είναι διόλου της άποψης ότι τα δάση πρέπει να τα υλοτομούμε μέχρι να αποκομισθεί και η τελευταία σκλήθρα, αλλά να τα διαχειριζόμαστε σε φυτείες όπου θα καλλιεργούνται τα αποδοτικότερα είδη, και σε θυλάκους «φυσικότητας» όπως λ.χ., κάνει η γερμανική δασολογία ― την οποία και θαυμάζει απερίφραστα. Άλλωστε, στην αντίθετη περίπτωση -αυτήν της αποψιλωτικής δασοκομίας- μεσοπρόθεσμα παύουμε να έχουμε οικονομικό αποτέλεσμα, άρα χρεωκοπούμε.
Αυτός ο Ντίτερ έχει δει (κι εμείς επίσης, ως αναγνώστες) τα περίφημα δάση της Νέας Αγγλίας να αποψιλώνονται πλήρως, τους ινδιάνικους πληθυσμούς να περιθωριοποιούνται βυθισμένοι στο αλκοόλ και την πορνεία, την διάβρωση του εδάφους να παίρνει τ’ απάνω χέρι, την φυσική βιοποικιλότητα να περιορίζεται. Έχει δει τις απεγνωσμένες προσπάθειες των εποίκων να στήσουν μια νέα κοινωνία μεταφέροντας στην καρδιά του άγριου φυσικού τοπίου τα ήθη της μητρόπολης. Και έχει δει επίσης τις τεχνολογικές εξελίξεις που από τη μια συντείνουν στην καταστροφή του δάσους, από την άλλη όμως προσφέρουν τη δυνατότητα μιας ηπιότερης διαχείρισης, με αύξηση της αποδοτικότητας, σταδιακή εγκαθίδρυση της νομιμότητας, απόδοση δικαιωμάτων στους δασεργάτες και τους αυτόχθονες, αλλά και ίδρυση σωματείων προστασίας της φύσης που στις μέρες μας η λειτουργία τους θεωρείται παραδειγματική. Ο Ντίτερ ανήκει θα λέγαμε στην πλευρά των οπαδών της «βιώσιμης ανάπτυξης» με όσα μπορεί να σημαίνει ο όρος, σε αντίθεση με τον γιο του, τον Τσάρλι, που ασπάζεται τον «οικοφονταμενταλισμό», θέλοντας πλέον να ασχοληθεί εκεί γύρω στο 1960 με τον αφάνταστο φυσικό πλούτο των τροπικών δασών που έμοιαζε τότε ατελεύτητος (αλλά δεν είναι, όπως του επισημαίνει σοφά και ο πατέρας του].
Ο μεταφραστής Γιώργος Κυριαζής έδωσε προφανώς μνημειώδη αγώνα για να αποδώσει ακόμη και μη μεταφρασμένους στα ελληνικά όρους από τον δασικό και οικολογικό τομέα. Νομίζω ότι τα κατάφερε μια χαρά. Η αφήγηση τσουλάει άκοπα και απολαυστικά. Αν πάντως δεν γνωρίζετε κάποια φυτικά ή ζωικά είδη, ένα καλό λεξικό κακό δεν θα κάνει.