Αναζητώντας το θαύμα

Αναζητώντας το θαύμα

Ηρώ Νικοπούλου, «Το θαύμα στην εντατική», εκδ. ΑΩ 2024




Η Ηρώ Νικοπούλου είναι πολύπλευρη δημιουργός: ζωγράφος, πεζογράφος, ποιήτρια. Μια πολύπλευρη προσέγγιση παρουσιάζουν οι τρεις ενότητες της νέας της ποιητικής συλλογής, Το θαύμα στην εντατική, που συνδυάζει το εσωστρεφές και το εξωστρεφές βλέμμα στραμμένο στο ον και στα συμβάντα που το περιστοιχίζουν, είτε πρόκειται για συναισθήματα και διαθέσεις είτε για την εμπειρία της πανδημίας, τον πόλεμο και την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Το θαύμα στην εντατική μπορεί να μας ξαφνιάσει με τη μεταφυσική διάσταση που προαναγγέλλει ο τίτλος της. Τα δύο ποιήματα που πλαισιώνουν την πρώτη ενότητα της συλλογής παρουσιάζουν το θαύμα. Tο ποίημα «Εμμαούς» που ανοίγει τη συλλογή έμμεσα αναφέρεται στην Ανάσταση του Χριστού ή σε κάποια υπερβατική αντίληψη της ζωής, απαραίτητη για την κατανόηση της έννοιας του θαύματος, μέσα από τον επώνυμο πίνακα που το ποιητικό υποκείμενο ατενίζει. Αυτό το σημαντικό Βιβλικό περιστατικό, που περιγράφεται στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, αναφέρεται στον θρίαμβο κατά του θανάτου και την παραμονή του Χριστού στην επίγεια ζωή. Ενέπνευσε ζωγράφους αλλά και ποιητές και η Νικοπούλου το συνδέει και με τα δύο είδη τέχνης. Ο πίνακας που προφανώς αναπαριστά την Πορεία προς Εμμαούς φαίνεται να ζωντανεύει, όπως ένας άλλος πίνακας στο διήγημα του Bernard Malamud «Still Life», καθώς εμπλέκεται με την παιδική ηλικία του ποιητικού προσώπου το οποίο οικειοποιείται τον Χριστό ή το αγαπημένο πρόσωπο με το οποίο τον ταυτίζει. Το θείο υπογραμμίζεται και από το κεφαλαίο γράμμα στον τελευταίο στίχο, «Αυτά σκεπτόμουν/ κι ασυναίσθητα άρχισα να στρώνω/ Το Τραπέζι» (11), που παραπέμπει στο γεύμα του Ευαγγελίου, σαν το ποιητικό πρόσωπο να προσκαλεί τον Χριστό «Μείνον μεθ' ημών ότι προς εσπέραν εστί» (Λουκ. ΚΔ 29), ή μια άλλη διάσταση που μεταμορφώνει την καθημερινή ρουτίνα. Η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, ακόμα πιο έντονη στο ποίημα «Γνώρισε κάποτε μια Βία» φανερώνει ένα «Ξανακερδισμένο Χρόνο».
Ο Νίτσε και ο Χάιντεγκερ αποδόμησαν τη μεταφυσική. Μολονότι και άλλα ποιήματα, όπως « ΤοΜεγαΘήτα », υπογραμμίζουν κάποιο μεταφυσικό υπόβαθρο της συλλογής (το Θ μας μεταφέρει στο θαύμα), ταυτόχρονα Το Θαύμα στην Εντατική δεν φαίνεται να αναιρεί την αποδόμησή της. Γιατί για θαύμα επίσης μιλάει άμεσα πια το τελευταίο ποίημα της ενότητας, «Ω όν», το θαύμα της ύπαρξης. Αλλά το λογοπαίγνιο στον τίτλο που αναφέρεται στο αυγό, ωόν, για το οποίο γίνεται λόγος στο ποίημα, αλλά και στην ύπαρξη, όν, προετοιμάζει τον αναγνώστη, ιδιαίτερα με το επιφώνημα Ω, για την τελική ειρωνεία που ανακαλεί το θαύμα. Η σκέψη λειτουργεί συνειρμικά, « πλακώνονται πάλι νταήδες/ άντε χάσου ρε κότα/ απαξιώνει ο ρήτορας » (35), καθώς η υποτίμηση του καβγατζή θέτει σε κίνηση ένα στοχασμό γύρω από την ύπαρξη, «Σκέπτομαι πάλι το αυγό/ μικρό κάδμιο σύμπαν σχήμα τέλειο στιλπνό» (35). Το επιφώνημα που θα μπορούσε να είναι θαυμασμού και δέους φαίνεται να είναι απόγνωσης. Θυμός, ανάγκη, άγνοια έχουν αναλώσει το θαύμα της ύπαρξης,

βράζει κι ο θυμός
των απανταχού θυμωμένων
θεριεύει η πείνα
θεριεύει κι η άγνοια
η ομελέτα να τη

Παρακαλώ τουλάχιστον
μ’ ευλαβική επίγνωση

καταναλώστε το θαύμα (35)

Σκηνές καθημερινότητας επιβεβαιώνουν την απουσία μιας τέτοιας ενόρασης και βιώματος από τη ζωή μας,

…εξαντλημένοι βουλιάζουμε σε καουμπόικα
σε τούρκικα σίριαλ πνιγμένα στο κλάμα
στην οθόνη απαγάγουν παιδάκια μας άγνωστα
τα δικά μας παίζουν βίντεο γκέιμς
(19)

Το θαύμα της τεχνολογίας, η οποία φιλοδοξεί να νικήσει τον θάνατο, και η κουλτούρα του μετα-ανθρώπινου δεν είναι πειστικά ούτε ελπιδοφόρα, όπως η εμφανής ειρωνεία δηλώνει στο ποίημα «Μήλα», «Κάτι ξέραν αυτοί/ και/ μιλούσαν για μήλα» (22). Το βιβλικό μήλο και η τεχνολογική μάρκα ταυτίζονται. Την αναπόδραστη θνητότητά μας κατάλαβε και ο ήρωας του Don DeLillo, Έρικ Πάκερ, εκπρόσωπος αυτής της μετα-ανθρωπιστικής κουλτούρας στο μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα Κοσμόπολις όπου ο DeLillo επικρίνει τις υπερβολές της τεχνοεπιστήμης.
Το «σαράκι» (22) στα «Μήλα» αντιστοιχεί στην εικόνα του « Προμηθέα που χαροπαλεύει στην εντατική » στο ποίημα « Στιγμιότυπα που βλέπει » (18). Η αναφορά στον εικονικό ήρωα της μυθολογίας που έδωσε στους ανθρώπους το δώρο της φωτιάς και της ελπίδας, υπογραμμίζει την απειλή που βαραίνει τον σύγχρονο άνθρωπο: το θαύμα της ύπαρξης είναι στην Εντατική και χαροπαλεύει.

Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ η συνείδηση της ύπαρξης δημιουργείται από συγκεκριμένες διαθέσεις, τον φόβο, την πλήξη και την αγωνία, που αναδύονται από το Dasein. Η ποιήτρια δεν επικρίνει μόνο έναν κόσμο που παραπαίει αλλά περιγράφει και αυτές τις διαθέσεις που αποκαλύπτουν το γεγονός της ύπαρξης, όπως στα ποιήματα, «Ο χρόνος που περνά και χάνεται» και «Κιβωτός». «Η πίσω αυλή» συγκεκριμένα περιγράφει αυτή τη μορφή πλήξης που διαρρηγνύει τους δεσμούς με το οικείο περιβάλλον,

Η μέρα σήμερα ίσως κυλήσει άδοξα
μόνο της κέρδος η αστραφτερή βροχή
πίσω απ’ τα τζάμια
κι εγώ σωσμένη πίσω
Στεγνή
(31)

Η αμφισημία των επιθέτων, «σωσμένη» και «στεγνή», και η ειρωνεία με την οποία χρωματίζουν το ποίημα φανερώνουν την πλήξη που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο. Οι καλλιτέχνες εκφράζουν αυτές τις διαθέσεις ενώ οι περισσότεροι προσπαθούν να τις αποφύγουν ή να τις ξεχάσουν, αλλοτριώνοντας έτσι τον εαυτό τους από το θαύμα. O καλλιτέχνης «μόνο έτσι κατορθώνει να Βλέπει» (58) λέει η ποιήτρια στο ποίημα «Ο ζωγράφος» από την τρίτη ενότητα «Άνθρωποι» της συλλογής. Πρόκειται για κατηγορίες ανθρώπων που περιγράφονται με έντονες εικόνες σχετικές με το επάγγελμά τους και το περιβάλλον τους. Η ευαισθησία ή η δυσκολία που τους χαρακτηρίζει και η ψυχολογική κατάσταση που η ποιήτρια απεικονίζει συνδέονται στενά με τη δουλειά τους. «Να κοιτάζεις για πολλή ώρα και από κοντά μέχρι να ανακαλύψεις εκ νέου τον τύπο, τη γενεσιουργό αρχή… το λόγο ύπαρξης των πραγμάτων » λέει ο Πιερ Μπουρντιέ και αυτό κάνει η ποιήτρια στρέφοντας ένα κοινωνιολογικό βλέμμα στον τρόπο που ένα επάγγελμα καθορίζει τη σχέση μας με τον κόσμο. Έτσι ο ευαισθητοποιημένος μελισσοκόμος «θρηνεί/ θρηνεί/ μόνος/ τις μέλισσες» (65), θύματα πυρκαγιών. Η τυπογραφική αλλαγή στη σελίδα που επισύρει την προσοχή του αναγνώστη σε αυτούς τους στίχους, επισημαίνει το μέγεθος της καταστροφής. «Ο ξυλουργός», «Αποπαίδι» «της Φολόης» στο πριονιστήριο,

δακρύζει κάνει τσιγάρο αναβάλλει
στους πεσμένους κάθεται κορμούς
χαϊδεύει τα λυγερά χλωρά κορμάκια
τα πιο μικρά έχουν ακόμα μάτια
(74),

και θρηνεί και αυτός για την καταστροφή του δάσους ενώ αφουγκράζεται της «Κάπελης το αγριεμένο πνεύμα» (74). Η ποιήτρια εισάγει ιδέες της βαθιάς οικολογίας μέσα από το βλέμμα ενός ταπεινού ξυλουργού.

Τα ποιήματα της δεύτερης ενότητας είναι ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά είτε συνδέονται με την Ιστορία είτε με την προσωπική ιστορία. Δεν πρόκειται μόνο για ιστορικούς τόπους αλλά επίσης και για τόπους σημαδεμένους από την ιδιωτική ιστορία, όπως «Το σπίτι στη Σαλαμίνα», το πρώτο ποίημα της ενότητας, αξιοσημείωτο για την συναισθηματική του φόρτιση, μαγεμένο από τους «φωτερο[ύς] του απόντες» (40),

Τώρα ζει μοναχό του
ανατολής και δύσης τη ρέμβη
μες στον πυκνό του αέρα
μπαινοβγαίνουν οι ώρες ψιθυριστά
(39).

Ιδεολογική φόρτιση χαρακτηρίζει το τελευταίο ποίημα-διαμαρτυρία της ενότητας που περιγράφει την καταστροφή ενός σχολείου στον προσφυγικό καταυλισμό Τζαμπαλίγια, «Γάζα», τόπος-ερείπιο και σύμβολο αδικίας και βαρβαρότητας,

το σχολείο είχε πετάξει
μ’ όλες τις τάξεις του χαμού…
εικόνες μπούκωσα βουβάθηκα κραυγές
κεριά πρόσωπα σβηστά
μάτια αβαθείς καθρέφτες
κίτρινες τσάντες σχολικές…

κοκκίνισαν σφαγμένα (52)

Αυτή η απεικόνιση ενός εξωτερικού κόσμου, που έχει αναλώσει ή καταπατήσει το θαύμα, και ενός εσωτερικού, που το αναζητά, μας υπενθυμίζει το ρόλο της ποίησης, εγρήγορση και παροδική ίαση ιδιαίτερα σε δύσκολους καιρούς, και καθιστά τον τίτλο διφορούμενο: ενώ αναφέρεται σε μια έκτακτη κατάσταση ταυτόχρονα μας καθησυχάζει και μας θαμπώνει: κάποιο θαύμα γίνεται στην Εντατική. Πιστοί και άπιστοι θα το δουν στις σελίδες της συλλογής.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: