1. Οι αποβάθρες του Λονδίνου

1. Οι αποβάθρες του Λονδίνου

«Για πού το ’βαλες, ω υπέροχο πλοίο», ρώτησε ο ποιητής όπως ήταν ξαπλωμένος στην ακτή και έβλεπε το μεγάλο ιστιοφόρο να χάνεται στον ορίζοντα. Ίσως, όπως φανταζόταν, να έφευγε για κάποιο λιμάνι στον Ειρηνικό· μια μέρα όμως, σχεδόν σίγουρα, πρέπει το πλοίο να είχε ακούσει ένα ακαταμάχητο κάλεσμα να περάσει από το Νορθ Φόρλαντ και τα μέρη του Ρικάλβερ, και τότε μπήκε στα στενά νερά του λιμανιού του Λονδίνου, διέπλευσε τις χαμηλές όχθες του Γκρέιβσεντ και του Νόρθφλιτ και του Τίλμπερι, έφτασε μέχρι το Έριθ Ριτς και το Μπάρκινγκ Ριτς και το Γκάλιονς Ριτς, πέρασε μπροστά από τα εργοστάσια αερίου και επεξεργασίας λυμάτων, ώσπου ακριβώς σαν αυτοκίνητο σε πάρκινγκ βρήκε έναν χώρο που προοριζόταν γι’ αυτό στα βαθιά νερά του λιμανιού. Εκεί μάζεψε τα πανιά του και έριξε άγκυρα.

Όσο ρομαντικά και ελεύθερα και ιδιόρρυθμα και αν φαίνονται, δεν υπάρχει ούτε ένα πλοίο σχεδόν στην ανοιχτή θάλασσα που αργά ή γρήγορα δεν θ’ αγκυροβολήσει στο λιμάνι του Λονδίνου. Από ένα μικρό σκάφος στη μέση του νερού μπορεί κανείς να τα δει ν’ ανεβαίνουν κολυμπώντας το ποτάμι με όλα τα σημάδια του ταξιδιού τους ακόμη πάνω τους. Υπερωκεάνια με πολλά καταστρώματα καταπλέουν με τους εξώστες τους και τα σκέπαστρά τους και με τους επιβάτες τους να κρατούν σφιχτά τις τσάντες τους και να γέρνουν πάνω στην κουπαστή, ενώ από κάτω ασιανοί ναύτες τρέχουν ασταμάτητα πίσω μπρος – χίλια τέτοια μεγάλα πλοία επιστρέφουν κάθε εβδομάδα του έτους στη χώρα τους για ν’ αγκυροβολήσουν στις προβλήτες του Λονδίνου. Ανοίγουν μεγαλοπρεπώς δρόμο μέσα από ένα πλήθος από ατμοφορτηγίδες, μαούνες, φορτωμένα καρβουνιάρικα και λικνιζόμενα κόκκινα ιστιοφόρα, τα οποία, όσο ερασιτεχνικά και αν φαίνονται, μεταφέρουν τούβλα από το Χάργουιτς ή τσιμέντο από το Κόλτσεστερ – γιατί όλα έχουν να κάνουν με κάποιου είδους επιχειρηματικότητα· δεν υπάρχουν πλοία αναψυχής στο ποτάμι αυτό. Ελκόμενα από κάποιο ακαταμάχητο ρεύμα φτάνουν στο παραχωρημένο αγκυροβόλιό τους από τις θύελλες και τις νηνεμίες της θάλασσας, τη σιωπή και τη μοναξιά της. Οι μηχανές σταματούν· τα πανιά διπλώνονται, και ξαφνικά τα φανταχτερά φουγάρα και τα ψηλά κατάρτια δείχνουν αταίριαστα μπροστά σε μια σειρά εργατόσπιτα, μπροστά στους μαύρους τοίχους τεράστιων αποθηκών. Μια παράξενη αλλαγή λαμβάνει χώρα. Δεν έχουν πια το κατάλληλο σκηνικό της θάλασσας και του ουρανού πίσω τους, ούτε πια τον κατάλληλο χώρο για να απλωθούν. Αράζουν αιχμάλωτα, σαν αιωρούμενα και φτερωτά πλάσματα που έχουν πιαστεί από το πόδι και κείτονται δεμένα στην ξηρά.

Με τη θάλασσα να γεμίζει με το αλάτι της τα ρουθούνια μας τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο συναρπαστικό από το να βλέπουμε τα πλοία καθώς ανεβαίνουν τον Τάμεση – τα μεγάλα πλοία, τα μικρά πλοία, τα καταπονημένα και τα υπέροχα, πλοία από την Ινδία, από τη Ρωσία, από τη Νότια Αμερική, πλοία από την Αυστραλία, τα οποία από σιωπή και κινδύνους και μοναξιά άγνωστη για μας, έρχονται στο λιμάνι ν’ αράξουν. Μόλις όμως ρίξουν άγκυρα, μόλις οι γερανοί αρχίσουν να βυθίζονται και να στρέφονται είναι σαν να έχει εξαφανιστεί κάθε ρομαντισμός. Αν στρίψουμε και, προσπερνώντας τ’ αγκυροβολημένα πλοία, κατευθυνθούμε προς το Λονδίνο, θα δούμε σίγουρα την πιο θλιβερή θέα στον κόσμο. Κατά μήκος των οχθών του ποταμού είναι αραδιασμένες άθλιες, ετοιμόρροπες αποθήκες. Είναι στριμωγμένες σε έδαφος που η λάσπη το έχει κάνει επίπεδο και γλιτσερό. Όλες τις χαρακτηρίζει ο ίδιος αέρας εξαθλίωσης και κατασκευαστικής προχειρότητας. Αν ένα παράθυρο σπάσει, παραμένει σπασμένο. Μια πυρκαγιά που πρόσφατα καταμαύρισε και φουσκάλιασε μια από αυτές φαίνεται ότι δεν την κατέστησε πιο έρημη και πιο άχαρη από τη διπλανή της. Πίσω από τα κατάρτια και τα φουγάρα απλώνεται μια δυσοίωνη πόλη-νάνος με εργατόσπιτα, ενώ στο προσκήνιο γερανοί και αποθήκες, σκαλωσιές και δεξαμενές αερίου κατά μήκος των οχθών σχηματίζουν μια σκελετόμορφη αρχιτεκτονική.

Όταν κανείς ξαφνικά, μετά από στρέμματα και στρέμματα τέτοιας ερήμωσης, πλέει μπροστά από ένα παλιό πέτρινο σπίτι που στέκει σε ένα πραγματικό χωράφι, με πραγματικά δέντρα που μεγαλώνουν σε συστάδες, το θέαμα προβληματίζει. Είναι δυνατόν να υπάρχει γη, να υπήρχαν κάποτε χωράφια και καλλιέργειες κάτω από αυτή την ερήμωση και την ακαταστασία; Δέντρα και χωράφια μοιάζουν να επιβιώνουν αφύσικα σαν δείγμα άλλου πολιτισμού ανάμεσα στα εργοστάσια ταπετσαριών και σαπωνοποιίας που έχουν καταπατήσει παλιούς χλοοτάπητες και λιακωτά. Ακόμη πιο αφύσικα προσπερνά κανείς μια παλιά γκρίζα εκκλησία σε κάποια ύπαιθρο, η οποία ακόμη χτυπά τις καμπάνες της και διατηρεί την αυλή της καταπράσινη, ωσάν ακόμη από τα χωράφια να έρχονταν χωρικοί στη θεία λειτουργία. Πιο κάτω ένα πανδοχείο με εξώστεγα τοξωτά παράθυρα ακόμη έχει έναν παράξενο αέρα προσφοράς χαράς και απόλαυσης. Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα ήταν το αγαπημένο θέρετρο των ηδονοθήρων και εμφανιζόταν σε μερικές από τις πιο διάσημες υποθέσεις διαζυγίων της εποχής. Τώρα οι ηδονές έχουν εξαφανιστεί και η εργασία πήρε τη θέση τους· και αυτό στέκει εκεί σαν ρημαγμένη ομορφιά με τη βραδινή της τουαλέτα, αγναντεύοντας λασπότοπους και βιοτεχνίες κεριών, ενώ δύσοσμοι λόφοι από χώμα, πάνω στους οποίους φορτηγά αδειάζουν ασταμάτητα νέους σωρούς, έχουν καταλάβει ολοσχερώς τα χωράφια όπου, πριν από εκατό χρόνια, περιπλανιούνταν εραστές και μάζευαν βιολέτες.

Καθώς ανεβαίνουμε ατμοπλοϊκώς τον ποταμό με κατεύθυνση το Λονδίνο, συναντάμε τα σκουπίδια του να κατεβαίνουν. Μαούνες γεμάτες παλιούς κάδους, ξυραφάκια, ουρές ψαριών, εφημερίδες και στάχτες – οτιδήποτε αφήνουμε στα πιάτα μας και ρίχνουμε στους σκουπιδοτενεκέδες μας πετιέται στην πιο έρημη γη του κόσμου. Οι μεγάλοι σωροί βγάζουν αναθυμιάσεις και καπνό και κρύβουν αναρίθμητους αρουραίους, και πάνω τους φυτρώνει ένα απαίσιο, τραχύ χόρτο, και αναδίδουν μια διαπεραστική δυσοσμία για πενήντα χρόνια. Οι χωματερές γίνονται όλο και πιο ψηλές και όλο και πιο ογκώδεις, οι πλευρές τους πιο απότομες, γεμάτες τενεκεδένια κουτιά, και χρόνο με τον χρόνο οι στάχτες κάνουν τις κορυφές τους πιο μυτερές. Και όμως, μπροστά από όλη αυτή τη βρομιά αρμενίζει ανεπηρέαστο ένα μεγάλο πλοίο της γραμμής με προορισμό την Ινδία. Ανοίγει δρόμο ανάμεσα σε μαούνες φορτωμένες απορρίμματα και μαούνες φορτωμένες υγρά απόβλητα και βυθοκόρους, και βγαίνει στη θάλασσα. Λίγο πιο πέρα, στο αριστερό μας χέρι, μένουμε ξαφνικά κατάπληκτοι – το θέαμα ανατρέπει για άλλη μια φορά όλες μας τις αναλογίες – μπροστά στα κτήρια που δείχνουν να είναι τα πιο επιβλητικά που κατασκεύασε ποτέ ανθρώπινο χέρι. Το Νοσοκομείο Γκρίνουιτς με όλους του τους κίονες και τους θόλους καταλήγει με τέλεια συμμετρία στην άκρη του νερού και κάνει το ποτάμι μια μεγαλοπρεπή υδάτινη οδό και πάλι, όπου κάποτε οι ευγενείς της Αγγλίας έκαναν με άνεση τον περίπατό τους πάνω σε πράσινους χλοοτάπητες ή κατέβαιναν πέτρινα σκαλοπάτια για να επιβιβαστούν στα σκάφη αναψυχής τους. Καθώς πλησιάζουμε στη Γέφυρα του Πύργου η αυτοπεποίθηση της πόλης αρχίζει να γίνεται αισθητή. Τα κτήρια πυκνώνουν και δείχνουν μαζικά το ύψος τους. Ο ουρανός φαίνεται φορτωμένος με πιο βαριά, πιο μαβιά σύννεφα. Οι θόλοι διογκώνονται· κωδωνοστάσια που ξάσπρισε ο χρόνος αναμειγνύονται με τις καμινάδες των εργοστασίων, αιχμηρές στην κορυφή σε σχήμα μολυβιού. Μπορείς ν’ ακούσεις τη βουή και την αντήχηση του ίδιου του Λονδίνου. Εδώ επιτέλους έχουμε καταφτάσει σ’ αυτήν τη συμπαγή και αξιοθαύμαστη κυκλική κατασκευή από αρχαία πέτρα, όπου τόσα τύμπανα έχουν ηχήσει και τόσα κεφάλια έχουν πέσει, στον ίδιο τον Πύργο του Λονδίνου. Αυτός είναι ο κόμβος, το κλειδί, το κέντρο όλων αυτών των διάσπαρτων εκτάσεων σκελετόμορφης ερήμωσης και μυρμηγκικής δραστηριότητας. Εδώ βρυχάται και μουρμουρίζει εκείνο το άγριο τραγούδι της πόλης που έχει καλέσει τα πλοία από τη θάλασσα και τα έχει οδηγήσει στην αιχμαλωσία κάτω από τις αποθήκες του.

Από την πλευρά τώρα της αποβάθρας κοιτάμε μέσα στην καρδιά του πλοίου που το έχουν δελεάσει να εγκαταλείψει το ταξίδι του και το έχουν προσδέσει στη στεριά. Οι επιβάτες και οι αποσκευές τους έχουν εξαφανιστεί· οι ναύτες έχουν επίσης φύγει. Ακούραστοι γερανοί έχουν τώρα πιάσει δουλειά, βυθίζονται και στρέφονται, στρέφονται και βυθίζονται. Βαρέλια, σάκοι, κιβώτια συλλέγονται από το αμπάρι και μεταφέρονται μεθοδικά στην ακτή. Ρυθμικά, επιδέξια, με μια τάξη που προσφέρει κάποια αισθητική απόλαυση το ένα βαρέλι διαδέχεται το άλλο, το ένα κιβώτιο το άλλο, το ένα δοχείο το άλλο, το ένα πίσω από το άλλο, το ένα πάνω στο άλλο, το ένα δίπλα στο άλλο σε μια ατελείωτη παράταξη στους διαδρόμους και τις στοές μέσα στις αχανείς, χαμηλοτάβανες, εντελώς απλές και αισθητικά λιτές αποθήκες. Ξυλεία, σίδηρος, σιτηρά, κρασί, ζάχαρη, χαρτί, ξύγκι, φρούτα – οτιδήποτε έχει μαζέψει το πλοίο από τις πεδιάδες, από τα δάση, από τα βοσκοτόπια όλου του κόσμου ανυψώνεται εδώ από το αμπάρι του και τοποθετείται στη σωστή του θέση. Κάθε εβδομάδα ξεφορτώνονται χίλια πλοία με χίλια φορτία. Και κάθε συσκευασία αυτού του τεράστιου και ποικίλου εμπορεύματος όχι μόνο συλλέγεται και στοιβάζεται με ακρίβεια στη θέση της, αλλά κάθε μια από αυτές ζυγίζεται και ανοίγεται, ώστε να λαμβάνεται δείγμα της και να καταγράφεται, και ξανασφραγίζεται και τοποθετείται χωρίς βιασύνη ή απώλεια ή επίσπευση ή σύγχυση στη θέση της από πολύ λίγους άντρες απλά ντυμένους, οι οποίοι εργάζονται τέλεια οργανωμένοι για το κοινό συμφέρον – γιατί οι αγοραστές θα βασιστούν στον λόγο τους και θα συμμορφωθούν με την απόφασή τους – και παρόλ’ αυτά μπορούν να σταματήσουν τη δουλειά τους και να πουν στον περιστασιακό επισκέπτη: «Θα θέλατε να δείτε τι βρίσκουμε μερικές φορές σε σακιά με κανέλα; Δείτε αυτό το φίδι!»

Ένα φίδι, ένας σκορπιός, ένα σκαθάρι, ένας σβόλος κεχριμπάρι, ένας χαλασμένος χαυλιόδοντας, μια λεκάνη με υδράργυρο – αυτά είναι μερικά από τα σπάνια και περίεργα πράγματα που έχουν συλλεχθεί από αυτό το τεράστιο εμπόρευμα και έχουν τοποθετηθεί πάνω σ’ ένα τραπέζι. Αλλά πέρα από αυτή τη μοναδική υποχώρηση στην περιέργεια, το πνεύμα στις αποβάθρες είναι έντονα χρηστικό. Παράξενα, όμορφα, σπάνια πράγματα μπορεί να εμφανίζονται, αλλά τότε ελέγχεται αμέσως η εμπορική τους αξία. Στο πάτωμα, ανάμεσα στους κύκλους από χαυλιόδοντες, βρίσκεται ένας σωρός από πιο μεγάλους και πιο καφετιούς χαυλιόδοντες. Είναι πράγματι καφετιοί, γιατί αυτοί είναι οι χαυλιόδοντες των μαμούθ που ήταν θαμμένα στους πάγους της Σιβηρίας για πενήντα χιλιάδες χρόνια· πενήντα χιλιάδες χρόνια είναι όμως ύποπτος αριθμός στα μάτια των ειδικών του ελεφαντόδοντου. Ο χαυλιόδοντας των μαμούθ συνήθως σκεβρώνει· δεν μπορείς να κατασκευάσεις μπάλες μπιλιάρδου από το μαμούθ, παρά μόνο λαβές ομπρελών και τις πλάτες του φθηνότερου είδους καθρέφτη χειρός. Έτσι όταν αγοράζετε μια ομπρέλα ή έναν καθρέφτη που δεν είναι πολύ καλής ποιότητας, είναι πιθανό ότι αγοράζετε τον χαυλιόδοντα ενός ζώου που περιφερόταν στα δάση της Ασίας πριν η Αγγλία γίνει νησί.

Ένας χαυλιόδοντας βγάζει μια μπάλα μπιλιάρδου, ένας άλλος χρησιμεύει για ένα κόκκαλο παπουτσιών – όλα τα προϊόντα του κόσμου έχουν εξεταστεί και βαθμολογηθεί ανάλογα με τη χρήση και την αξία τους. Το εμπορικό δαιμόνιο είναι τόσο ευρηματικό και ακαταπόνητο που ξεπερνά τα όρια της φαντασίας. Δεν υπάρχει ούτε ένα απ’ όλα τα πολυάριθμα προϊόντα και όλα τα απορρίμματα της γης που δεν έχει εξεταστεί και για το οποίο δεν έχει βρεθεί κάποια πιθανή χρήση. Τα δέματα μαλλιού που τώρα αιωρούνται πάνω από το αμπάρι ενός πλοίου από την Αυστραλία είναι, για εξοικονόμηση χώρου, τυλιγμένα με σιδερένια τσέρκια, αλλά τα τσέρκια δεν βρομίζουν το πάτωμα· στέλνονται στη Γερμανία και γίνονται ξυράφια ασφαλείας. Το ίδιο το μαλλί βγάζει μια τραχιά λιπαρότητα. Το λίπος αυτό, το οποίο κάνει κακό στις κουβέρτες, χρησιμεύει, δια της εκχυλίσεως, στην παρασκευή κρέμας προσώπου. Ακόμη και οι κολλιτσίδες που κολλάνε στο μαλλί σε ορισμένες ράτσες προβάτων έχουν τη χρήση τους, γιατί αποδεικνύουν ότι τα πρόβατα αναμφίβολα τρέφονταν σε κάποια πλούσια βοσκοτόπια. Ούτε μια κολλιτσίδα, ούτε μια τούφα μαλλί, ούτε ένα σιδερένιο τσέρκι δεν αγνοείται. Και η κατάλληλη πρακτικότητα όλων των πραγμάτων, η προνοητικότητα και η ετοιμότητα που έχει φροντίσει για κάθε διαδικασία, έρχεται, σαν από την πίσω πόρτα, να προσφέρει αυτό το στοιχείο ομορφιάς που κανείς στις αποβάθρες, ούτε για μισό δευτερόλεπτο, δεν έχει ποτέ σκεφτεί. Η αποθήκη είναι απολύτως κατάλληλη να είναι αποθήκη· ο γερανός να είναι γερανός. Η ομορφιά επομένως αρχίζει να τρυπώνει παντού. Οι γερανοί βυθίζονται και στρέφονται και υπάρχει ρυθμός στην κανονικότητά τους. Οι τοίχοι της αποθήκης είναι διάπλατα ανοιχτοί για να δέχονται σάκους και βαρέλια· μέσα από αυτούς όμως βλέπει κανείς όλες τις στέγες του Λονδίνου, τα κατάρτια και τα καμπαναριά του, και τις φυσικές, δυνατές κινήσεις των αντρών που φορτώνουν και ξεφορτώνουν. Επειδή τα βαρέλια κρασιού πρέπει να τοποθετούνται πλαγιασμένα σε δροσερούς, θολωτούς χώρους, όλο το μυστήριο του αμυδρού φωτισμού και όλη η ομορφιά των χαμηλών αψίδων προσφέρονται ως κάτι επιπρόσθετο.

Τα θολωτά κελάρια κρασιού δημιουργούν μια εικόνα εξαιρετικής επισημότητας. Ανεμίζοντας μέσα σ’ έναν απέραντο καθεδρικό ναό, σε μια μισοσκότεινη ιερατική ατμόσφαιρα, μακριές ξύλινες ράβδους, στις οποίες έχουν στερεωθεί φανάρια, κοιτάζουμε το ένα μετά το άλλο τα πλαγιασμένα βαρέλια που ωριμάζουν με σιγουριά και τελειοποιούνται αργά αργά. Θα μπορούσαμε να είμαστε ιερείς που προσεύχονται στον ναό κάποιας σιωπηλής θρησκείας και όχι απλοί οινοδοκιμαστές και τελωνειακοί υπάλληλοι, καθώς περιπλανιόμαστε, ανεμίζοντας τις λάμπες μας, διασχίζοντας το ένα κλίτος μετά το άλλο. Μια κίτρινη γάτα βαδίζει μπροστά μας· κατά τ’ άλλα δεν υπάρχει ψυχή στα κελάρια. Εδώ βρίσκονται πλάι πλάι τα αντικείμενα της λατρείας μας γεμάτα γλυκό ποτό και αναβλύζουν κόκκινο κρασί μόλις ανοίξουμε την κάνουλα. Μια κρασάτη γλύκα σαν θυμίαμα πλημμυρίζει τα θολωτά κελάρια. Εδώ και εκεί καίει μια φλόγα αερίου, όχι όμως για να φωτίσει ή επειδή τονίζει την ομορφιά της ατέλειωτης πομπής των πράσινων και γκρίζων αψίδων στη μια στοά μετά την άλλη, αλλά απλά επειδή τόση θερμότητα απαιτείται για να μεστώσει το κρασί. Η χρήση παράγει ομορφιά ως υποπροϊόν της. Από τις χαμηλές αψίδες κρέμονται λευκές τούφες που μοιάζουν με ακατέργαστο βαμβάκι. Πρόκειται για μούχλα, αλλά δεν έχει σημασία αν είναι ωραία ή ειδεχθής· είναι ευπρόσδεκτη γιατί αποδεικνύει ότι ο αέρας έχει τον σωστό βαθμό υγρασίας για την υγεία του πολύτιμου υγρού.

Ακόμη και η αγγλική γλώσσα έχει προσαρμοστεί στις ανάγκες του εμπορίου. Γύρω από τα αντικείμενα έχουν σχηματιστεί λέξεις και έχουν πάρει το επακριβές τους περίγραμμα. Μάταια θα έψαχνε κανείς στο λεξικό για το τι εννοούν στις αποθήκες με τις λέξεις “valinch”, “shrive”, “shirt” και “flogger”, που όμως έχουν φυσική θέση στη γλώσσα των αποθηκών. Έτσι και το ελαφρύ χτύπημα και στις δύο πλευρές του βαρελιού που κάνει το πώμα να τιναχτεί είναι κάτι που επιτεύχθηκε μετά από χρόνια δοκιμών και πειραμάτων. Είναι από τις πιο γρήγορες, τις πιο αποτελεσματικές κινήσεις. Μεγαλύτερη επιδεξιότητα δεν μπορεί να υπάρξει.

Το μόνο πράγμα που νιώθει κανείς ότι μπορεί να αλλάξει τη ρουτίνα στις αποβάθρες είναι κάποια αλλαγή σε μας τους ίδιους. Ας υποθέσουμε για παράδειγμα ότι σταματάμε να πίνουμε κόκκινο κρασί ή επιλέγουμε να χρησιμοποιούμε καουτσούκ αντί για μαλλί στις κουβέρτες μας, όλος τότε ο μηχανισμός παραγωγής και διανομής θα αναστατωνόταν και θα επεδίωκε να αναπροσαρμοστεί. Εμείς είμαστε – τα γούστα μας, οι μόδες μας, οι ανάγκες μας – που κάνουμε τους γερανούς να βυθίζονται και να στρέφονται, που καλούμε τα πλοία να έρθουν από τη θάλασσα. Το σώμα μας είναι ο πλοίαρχός τους. Απαιτούμε να έχουμε παπούτσια, γούνες, τσάντες, θερμάστρες, λάδι, ρυζόγαλο, κεριά· και μας τα φέρνουν. Το εμπόριο μας παρακολουθεί με αγωνία για να δει ποιες νέες επιθυμίες αρχίζουν να αναπτύσσονται μέσα μας, ποιες νέες αντιπάθειες. Αισθάνεται κανείς ότι είναι ένα σημαντικό, ένα σύνθετο, ένα απαραίτητο ον, όπως στέκει στην προκυμαία και βλέπει τους γερανούς να ανυψώνουν αυτό το βαρέλι, εκείνο το κιβώτιο, ένα δέμα ακόμη από τα αμπάρια των πλοίων που έχουν πιάσει λιμάνι. Επειδή επιλέγουμε να καπνίζουμε τσιγάρα, αιωρούνται πάνω από την ακτή όλα αυτά τα βαρέλια με καπνό Βιρτζίνια. Κοπάδια και κοπάδια προβάτων στην Αυστραλία έχουν υποταχθεί στο ψαλίδι, επειδή χρειαζόμαστε μάλλινα παλτά τον χειμώνα. Όσο για την ομπρέλα που κουνάμε βαριεστημένα πέρα δώθε, κάποιο μαμούθ που πριν από πενήντα χιλιάδες χρόνια μούγκριζε σε βάλτους έχει δώσει τον χαυλιόδοντά του για να γίνει η λαβή.

Στο μεταξύ το πλοίο που ύψωσε τη σημαία αναχώρησης αφήνει αργά αργά την αποβάθρα· έχει για άλλη μια φορά βάλει πλώρη για την Ινδία ή την Αυστραλία. Στο λιμάνι του Λονδίνου όμως οι καρότσες στριμώχνονται στον μικρό δρόμο που βγάζει από την αποβάθρα – γιατί μεγάλη πώληση έχει λάβει χώρα και τα καματερά άλογα πασχίζουν και αγκομαχούν να μεταφέρουν το μαλλί σε όλη την Αγγλία.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: