7. Περιδιάβαση στους δρόμους. Μια λονδρέζικη περιπέτεια

«...το κροτάλισμα ενός οργανέτου ...»
«...το κροτάλισμα ενός οργανέτου ...»

Κανένας ίσως δεν ένιωσε ποτέ πάθος για ένα μολυβένιο κοντύλι. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που μπορεί να επιθυμούμε διακαώς να έχουμε ένα δικό μας μολύβι· στιγμές που είμαστε έτοιμοι να έχουμε έναν λόγο, μια δικαιολογία να διασχίσουμε το μισό Λονδίνο μεταξύ τσαγιού και δείπνου. Όπως το κυνήγι της αλεπούς συμβάλλει στη διατήρηση του πληθυσμού των αλεπούδων και ο παίκτης του γκολφ παίζει για να προστατέψει τους ανοιχτούς χώρους από τους εργολάβους, έτσι όταν μας έρχεται η επιθυμία να πάμε να περιδιαβάσουμε το μολύβι γίνεται πρόσχημα και καθώς σηκωνόμαστε λέμε: «Πρέπει πράγματι ν’ αγοράσω ένα μολύβι», λες και με πρόφαση τη δικαιολογία αυτή θα μπορούσαμε να ενδώσουμε με ασφάλεια στη μεγαλύτερη απόλαυση της ζωής στην πόλη τον χειμώνα – να περιδιαβάσουμε στους δρόμους του Λονδίνου.

Η ώρα πρέπει να είναι βράδυ και η εποχή χειμώνας, γιατί τον χειμώνα η σαμπανί φωτεινότητα του αέρα και η κοινωνικότητα στους δρόμους είναι ευεργετικές. Δεν μας περιπαίζει τότε, όπως το καλοκαίρι, η επιθυμία μας για σκιά και μοναξιά και γλυκό αεράκι από τα λιβάδια. Η βραδινή ώρα μάς παρέχει επίσης την ανευθυνότητα που προσφέρει το σκοτάδι και το φως της λάμπας. Δεν είμαστε πια εντελώς μόνοι μας. Καθώς βγαίνουμε από το σπίτι ένα ωραίο βράδυ μεταξύ τέσσερις και έξι, αποβάλλουμε τον εαυτό μας με τον οποίο μας γνωρίζουν οι φίλοι μας και γινόμαστε μέρος αυτού του τεράστιου δημοκρατικού στρατού των ανώνυμων πλανήτων, των οποίων η συντροφιά είναι τόσο ευχάριστη μετά τη μοναξιά του δωματίου μας. Διότι στο δικό μας δωμάτιο καθόμαστε περιτριγυρισμένοι από αντικείμενα που εκφράζουν μονίμως την παράξενη ιδιοσυγκρασία μας και επιβάλλουν τις αναμνήσεις των δικών μας εμπειριών. Αυτό το μπολ πάνω από το τζάκι, για παράδειγμα, αγοράστηκε μια ανεμοδαρμένη μέρα στη Μάντοβα. Φεύγαμε από το μαγαζί όταν η μοχθηρή ηλικιωμένη γυναίκα τράβηξε τις φούστες μας και είπε ότι θα την έβρισκε πείνα μια απ’ αυτές τις μέρες, «Πάρτε το!» όμως, κλαψούρισε και έχωσε το γαλανόλευκο πορσελάνινο μπολ στα χέρια μας, σαν να μην ήθελε ποτέ να της θυμίζουν τη δονκιχωτική γενναιοδωρία της. Κι έτσι ένοχα, αλλά με την υποψία βέβαια ότι μας είχαν γδάρει πολύ άσχημα, επιστρέψαμε με το μπολ στο μικρό ξενοδοχείο όπου, μέσα στη νύχτα, ο ξενοδόχος μάλωνε τόσο βίαια με τη γυναίκα του, που όλοι σκύψαμε και κοιτάξαμε κάτω στην αυλή, όπου είδαμε τα κλήματα τυλιγμένα γύρω από τις κολόνες και τ’ άστρα να λάμπουν άσπρα στον ουρανό. Η στιγμή αποθανατίστηκε, σφραγίστηκε ανεξίτηλα σαν νόμισμα ανάμεσα σ’ ένα εκατομμύριο άλλες που παρήλθαν ανεπαίσθητα. Εκεί ήταν και ο μελαγχολικός Άγγλος που σηκώθηκε ανάμεσα στα φλιτζάνια του καφέ και τα μικρά σιδερένια τραπέζια και αποκάλυψε τα μυστικά της ψυχής του – όπως κάνουν οι ταξιδιώτες. Όλ’ αυτά – η Ιταλία, ο αέρας του πρωινού, τα τυλιγμένα κλήματα στις κολόνες, ο Άγγλος και τα μυστικά της ψυχής του – υψώνονται σαν σύννεφο από το πορσελάνινο μπολ στο ράφι πάνω από το τζάκι. Και κει, καθώς το βλέμμα μας πέφτει στο πάτωμα, υπάρχει αυτός ο καφετής λεκές στο χαλί. Ο κύριος Λόιντ Τζορτζ τον έκανε αυτόν. «Ο άνθρωπος είναι διάβολος!» είπε ο κύριος Κάμινγκς, αφήνοντας κάτω τη χύτρα με την οποία σκόπευε να γεμίσει την τσαγιέρα και προξενώντας έτσι έναν καμένο καφετή κύκλο στο χαλί.

Όταν όμως η πόρτα κλείνει πίσω μας όλ’ αυτά εξαφανίζονται. Το κάλυμμα που σαν όστρακο έχουν απεκκρίνει οι ψυχές μας για να στεγάσουν τον εαυτό τους, για να δημιουργήσουν για τον εαυτό τους ένα σχήμα που διαφέρει από των άλλων, έχει σπάσει και απ’ όλες αυτές τις τσαλάκες και τις τραχύτητες έχει μείνει ένα κεντρικό στρείδι διορατικότητας, ένα τεράστιο μάτι. Πόσο ωραίος είναι ένας δρόμος τον χειμώνα! Αποκαλύπτεται και αποκρύπτεται αυτοστιγμεί. Εδώ μπορεί κανείς αόριστα να εντοπίσει συμμετρικές, ευθείες λεωφόρους από πόρτες και παράθυρα· εδώ κάτω από τις λάμπες αιωρούνται νησιά χλομού φωτός, το οποίο διασχίζουν γρήγορα φωτεροί άντρες και φωτερές γυναίκες, που παρ΄όλη τη φτώχεια και το χάλι τους έχουν εμφάνιση εξωπραγματική, έναν αέρα θριάμβου, σαν να είχαν ξεφύγει από τη ζωή, έτσι που η ζωή, που με δόλο έχασε τη λεία της, ακολουθεί τον δρόμο της παραπαίοντας μόνη της. Τελικά όμως γλιστράμε μόνο απαλά πάνω σε μια επιφάνεια. Το μάτι δεν είναι ούτε ανθρακωρύχος ούτε δύτης ούτε κυνηγός κρυμμένου θησαυρού. Αφήνει τη ροή του ρεύματος να μας μεταφέρει απαλά· ο εγκέφαλος ξεκουράζεται, κάνει παύσεις, κοιμάται ίσως καθώς εκείνο κοιτά.

Τι ωραίος που είναι τότε ένας δρόμος του Λονδίνου με τις οάσεις του από φως και τα μεγάλα σύδεντρά του από σκοτάδι, και στη μια μεριά του ίσως κάποιος χώρος διάσπαρτος με δέντρα και χορταριασμένος, όπου η νύχτα ετοιμάζεται φυσιολογικά να κοιμηθεί, και καθώς περνάει κανείς το σιδερένιο κιγκλίδωμα ακούει εκείνα τα μικρά τριξίματα και το σάλεμα των φύλλων και των κλαριών που λες και τον παρακινούν να φαντάζεται τη σιωπή αγρών ολόγυρά τους, το κράξιμο μιας κουκουβάγιας, και πέρα μακριά το κροτάλισμα ενός τρένου στην κοιλάδα. Αλλά εδώ είναι Λονδίνο, μας υπενθυμίζεται. Ψηλά ανάμεσα στα γυμνά δέντρα κρέμονται μακρόστενα πλαίσια από κοκκινοκίτρινο φως ― παράθυρα. Υπάρχουν φωτεινά σημεία που λάμπουν σταθερά σαν κοντινά άστρα-λάμπες· αυτός ο κενός χώρος, ο οποίος κρατά την ύπαιθρο μέσα του και την ησυχία της, δεν είναι παρά μια πλατεία του Λονδίνου, τριγυρισμένη από γραφεία και σπίτια, όπου αυτήν την ώρα δυνατά φώτα καίνε πάνω από χάρτες, πάνω από έγγραφα, πάνω από γραφεία, όπου κάθονται υπάλληλοι και με βρεγμένο δείκτη ξεφυλλίζουν αρχεία με ατελείωτες αλληλογραφίες· ή το φως της φωτιάς τρεμοπαίζει και διαχέεται, το φως της λάμπας πέφτει πάνω στη γαλήνη κάποιου σαλονιού, στις πολυθρόνες του, στα χαρτιά του, στις πορσελάνες του, στο τεχνουργημένο με ενθέματα τραπέζι του και στη μορφή μιας γυναίκας που μετρά προσεχτικά τον επακριβή αριθμό των κουταλιών τσαγιού που ― κοιτάζει την πόρτα σαν ν’ άκουσε ένα κουδούνι κάτω και κάποιον να ρωτά, είναι η κυρία μέσα;

Εδώ όμως πρέπει οπωσδήποτε να σταματήσουμε. Κινδυνεύουμε να ψάξουμε βαθύτερα απ’ όσο εγκρίνει το μάτι· επιβραδύνουμε το ταξίδι μας στην ομαλή ροή πιάνοντας ένα κλαδί ή μια ρίζα. Ανά πάσα στιγμή το κοιμισμένο πλήθος μπορεί να σηκωθεί και ως απόκριση να ξυπνήσει μέσα μας χίλια βιολιά και σάλπιγγες· το πλήθος των ανθρώπινων όντων μπορεί να ξεσηκωθεί και να μας κατακλύσει με όλες τις παραξενιές και τα βάσανα και τις ποταπότητές του. Ας χαζολογήσουμε ακόμη λίγο και για μια στιγμή ας αρκεστούμε στις επιφάνειες μόνο ― στη στιλπνή λάμψη των λεωφορείων, στη σαρκική αίγλη των κρεοπωλείων με τα κίτρινα λαγόνια και τις μαβιές μπριζόλες τους, στις μπλε και κόκκινες ανθοδέσμες που λάμπουν τόσο γενναία μέσα από το τζάμι στα παράθυρα των ανθοπωλείων.

Γιατί το μάτι έχει αυτή την παράξενη ιδιότητα: αναπαύεται στην ομορφιά μόνο· σαν πεταλούδα αναζητά το χρώμα και απολαμβάνει τη ζεστασιά. Μέσα σε μια χειμωνιάτικη νύχτα όπως αυτή, όταν η φύση κοπιάζει να στιλβωθεί και να καλλωπιστεί, προσφέρει και πάλι τα ωραιότερα τρόπαια, αποσπά μικρούς σβόλους από σμαράγδι και κοράλλι σαν να ήταν όλη η γη φτιαγμένη από πολύτιμη πέτρα. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει (μιλάμε για το συνηθισμένο μη επαγγελματικό μάτι) είναι να συνδυάσει αυτά τα τρόπαια με τέτοιον τρόπο, ώστε ν’ αναδεικνύει τις πιο σκοτεινές γωνίες και σχέσεις. Έτσι μετά από μια παρατεταμένη δίαιτα μ’ αυτό το απλό, ζαχαρούχο φαγητό, με ομορφιά καθαρή και αμιγή, συνειδητοποιούμε τον κορεσμό. Σταματάμε στην πόρτα του καταστήματος υποδημάτων, βρίσκοντας μια μικρή δικαιολογία που δεν έχει καμιά σχέση με τον πραγματικό μας λόγο, για να τελειώνουμε με τα φωτεινά υπάρχοντα των δρόμων και ν’ αποσυρθούμε σε κάποιο πιο σκοτεινό θάλαμο της ύπαρξης, όπου μπορούμε να ρωτήσουμε, καθώς τοποθετούμε υπάκουα το αριστερό μας πόδι στον ποδοστάτη: «Πώς είναι λοιπόν να είσαι νάνος;»

Εκείνη μπήκε μέσα συνοδευόμενη από δύο γυναίκες που, καθώς είχαν κανονικό μέγεθος, έμοιαζαν με καλοκάγαθους γίγαντες δίπλα της. Χαμογελώντας στα κορίτσια του μαγαζιού έδειχναν και ν’ αρνούνται κάθε σχέση με την παραμόρφωσή της και να τη διαβεβαιώνουν για την προστασία τους. Εκείνη είχε την εύθικτη αλλά απολογητική έκφραση που είναι συνηθισμένη στα πρόσωπα των παραμορφωμένων. Χρειαζόταν την καλοσύνη τους, αλλά την απεχθανόταν. Όταν όμως κλήθηκε η νεαρή υπάλληλος και οι γιγάντισσες, χαμογελώντας ανεκτικά, ζήτησαν παπούτσια γι’ «αυτήν την κυρία» και η κοπέλα έσπρωξε τον μικρό ποδοστάτη μπροστά της, ο νάνος πρόβαλε το πόδι του με μια ορμητικότητα που φαινόταν να διεκδικεί όλη μας την προσοχή. Δέστε το! Δέστε το! Δέστε το!», φαινόταν ν’ αξιώνει απ’ όλους μας, καθώς έτεινε το πόδι της, «γιατί έχετε μπροστά σας το καλλίγραμμο, με τέλειες αναλογίες πόδι μιας ωραία αναπτυγμένης γυναίκας. Ήταν τοξωτό· ήταν αριστοκρατικό. Όλη της η συμπεριφορά άλλαξε καθώς το κοιτούσε ν’ αναπαύεται στον ποδοστάτη. Έδειχνε ανακουφισμένη και ικανοποιημένη. Η συμπεριφορά της ήταν γεμάτη αυτοπεποίθηση. Ζητούσε το ένα παπούτσι μετά το άλλο· δοκίμαζε το ένα ζευγάρι μετά το άλλο. Σηκώθηκε και έκανε πιρουέτες μπροστά σ’ έναν καθρέφτη που αντανακλούσε μόνο το πόδι με κίτρινα παπούτσια, με φαιοκίτρινα παπούτσια, με παπούτσια από δέρμα σαύρας. Σήκωσε τη μικρή της φούστα κι έδειξε τα μικρά πόδια της. Σκεφτόταν ότι τελικά τα πόδια είναι το πιο σημαντικό μέρος σ’ όλον τον άνθρωπο· γυναίκες, είπε στον εαυτό της, έχουν αγαπηθεί μόνο για τα πόδια τους. Μη βλέποντας παρά μόνο τα πόδια της, φαντάστηκε ίσως ότι το υπόλοιπο σώμα της ήταν ένα μ’ αυτά τα όμορφα πόδια. Ήταν φτωχικά ντυμένη, αλλά έτοιμη να ξοδέψει πολλά χρήματα για τα παπούτσια της. Και καθώς αυτή ήταν η μόνη περίπτωση που δεν φοβόταν να την κοιτάζουν, αλλά λαχταρούσε οπωσδήποτε να την προσέχουν, ήταν έτοιμη να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε τέχνασμα για να παρατείνει τον χρόνο επιλογής και δοκιμών. Κοιτάξτε τα πόδια μου, φαινόταν να λέει, καθώς έκανε ένα βήμα προς τα δω και μετά ένα βήμα προς τα κει. Η νεαρή υπάλληλος πρέπει να της είπε κάτι κολακευτικό, γιατί ξαφνικά το πρόσωπό της φωτίστηκε από έκσταση. Τελικά όμως οι γιγάντισσες, όσο καλοπροαίρετες και αν ήταν, είχαν τις δικές τους υποθέσεις να φροντίσουν· έπρεπε εκείνη ν’ αποφασίσει, έπρεπε να καταλήξει τι θα διάλεγε. Κάποια στιγμή διάλεξε ένα ζευγάρι και καθώς έφευγε βαδίζοντας ανάμεσα στις φύλακές της, με το δέμα να αιωρείται από το δάχτυλό της, η έκσταση έσβησε, η επίγνωση επέστρεψε, η παλιά ευθιξία, η παλιά απολογητική στάση επανήλθαν, και όταν έφτασε στον δρόμο και πάλι δεν ήταν παρά ένας νάνος.

Η γυναίκα όμως είχε αλλάξει τη διάθεσή μας· είχε δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα η οποία, καθώς ακολουθούσαμε τη γυναίκα αυτή έξω στον δρόμο, έδειχνε στ’ αλήθεια να παράγει κυφούς, διαστρεβλωμένους, παραμορφωμένους. Δύο γενειοφόροι άνδρες, αδέλφια προφανώς, εντελώς τυφλοί, στηριζόμενοι με το ένα χέρι στο κεφάλι ενός μικρού αγοριού ανάμεσά τους, βάδιζαν στον δρόμο. Περπατούσαν με το επίμονο, αλλά τρεμάμενο βάδισμα των τυφλών, το οποίο φαίνεται να προσδίδει στην πορεία τους κάτι από τον τρόμο και το αναπόφευκτο της μοίρας που τους έχει βρει. Όπως η μικρή συνοδεία περνούσε κοιτάζοντας ίσια μπρος, έδειχνε να διανοίγει δρόμο ανάμεσα στους περαστικούς με την ορμή της σιωπής της, την αποφασιστικότητά της, τη δυστυχία της. Πράγματι, η νάνος είχε ξεκινήσει έναν τρικλιστό, γκροτέσκο χορό, στον οποίο όλοι στον δρόμο τώρα συμμετείχαν: η σφιχτά τυλιγμένη σε λαμπερό δέρμα φώκιας εύσωμη κυρία· το νοητικά καθυστερημένο αγόρι που πιπίλιζε το ασημένιο κεφάλι του μπαστουνιού του· ο γέρος που καθόταν ανακούρκουδα σ’ ένα κατώφλι σαν να τον είχε κυριεύσει ξαφνικά ο παραλογισμός του ανθρώπινου θεάματος και ήθελε να το παρακολουθήσει – όλοι συμμετείχαν στο τρίκλισμα και στον παλμό του χορού του νάνου.

Σε ποιες ρωγμές και τρύπες, θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, διαμένει αυτή η σακατεμένη συντροφιά των χωλών και των τυφλών; Ίσως εδώ στις σοφίτες αυτών των στενών παλιών σπιτιών ανάμεσα στο Χόλμπορν και το Σόχο, όπου οι άνθρωποι έχουν πολύ αλλόκοτα ονόματα και κάνουν έναν σωρό περίεργες δουλειές: κατασκευάζουν φύλλα χρυσού, φυσούνες ακορντεόν, ντύνουν κουμπιά ή συντηρούνται, με ακόμη μεγαλύτερη φαντασία, διακινώντας φλιτζάνια χωρίς πιατάκια, πορσελάνινες λαβές ομπρελών και πολύχρωμες εικόνες αγίων μαρτύρων. Εκεί μένουν και φαίνεται σαν η κυρία με το σακάκι από δέρμα φώκιας να βρίσκει υποφερτή τη ζωή, περνώντας τη μέρα της μ’ αυτόν που φτιάχνει φυσούνες ακορντεόν ή με τον άντρα που ντύνει κουμπιά· μια ζωή που είναι τόσο φανταστική δεν μπορεί να είναι εντελώς τραγική. Δεν φθονούν, σκεφτόμαστε, την ευημερία μας, όταν ξαφνικά, στρίβοντας στη γωνία, συναντάμε έναν γενειοφόρο Εβραίο, άγριο, σημαδεμένο από την πείνα, ο οποίος μας κοιτά μέσα από τη δυστυχία του· ή προσπερνάμε το κυφό σώμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας, πεταμένης και εγκαταλειμμένης στα σκαλιά ενός δημόσιου κτηρίου, μ’ ένα παλτό πάνω της σαν κάλυμμα βιαστικά ριγμένο πάνω σ’ ένα νεκρό άλογο ή γάιδαρο. Μπροστά σε τέτοιες εικόνες νιώθεις τα νεύρα της σπονδυλικής στήλης να έχουν σηκωθεί όρθια· μια ξαφνική λάμψη τυφλώνει τα μάτια μας· τίθεται ένα ερώτημα που δεν βρίσκει απάντηση ποτέ. Αρκετά συχνά αυτά τα ανθρώπινα ερείπια επιλέγουν να πλαγιάζουν πολύ κοντά σε θέατρα, σε απόσταση ακοής από οργανέτα, σχεδόν σε απόσταση αγγίγματος, όσο πλησιάζει η νύχτα, από τα παλτά με πούλιες και τα λαμπερά πόδια των χορευτών και αυτών που βγαίνουν να δειπνήσουν. Πλαγιάζουν κοντά σε βιτρίνες, όπου το εμπόριο, σ’ έναν κόσμο από ηλικιωμένες γυναίκες παρατημένες σε κατώφλια, από τυφλούς άντρες και χωλούς νάνους, προσφέρει καναπέδες που στηρίζονται σε επίχρυσους λαιμούς περήφανων κύκνων, τραπέζια με ενθέματα που δείχνουν καλάθια με πολύχρωμα φρούτα, μπουφέδες καλυμμένους με πράσινο μάρμαρο για να μπορούν ν’ αντέχουν το βάρος από τα κεφάλια των αγριογούρουνων και χαλιά που ξεθώριασαν με τον χρόνο, τόσο που τα γαρίφαλά τους έχουν σχεδόν εξαφανιστεί σε μια ανοιχτοπράσινη θάλασσα.

Καθώς όλα περνούν και φεγγρίζουν δείχνουν τυχαία αλλά θαυματουργά πασπαλισμένα με ομορφιά, λες και η παλίρροια του εμπορίου που εναποθέτει το φορτίο της με τέτοια ακρίβεια και πεζότητα στις ακτές της Όξφορντ Στριτ τη νύχτα αυτή δεν είχε ξεβράσει τίποτε άλλο παρά θησαυρό. Χωρίς να σκέφτεται ν’ αγοράσει κάτι το μάτι είναι παιχνιδιάρικο και γενναιόδωρο, δημιουργεί, διακοσμεί, βελτιώνει. Καθώς κανείς στέκεται στον δρόμο μπορεί να κατασκευάσει όλα τα δωμάτια ενός φανταστικού σπιτιού και να τα επιπλώσει όπως θέλει με καναπέ, τραπέζι, τάπητες. Το χαλί αυτό θα κάνει για το χολ. Αυτό το αλαβάστρινο μπολ θα τοποθετηθεί σε σκαλιστό τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. Οι γιορτές μας θα αντικατοπτρίζονται σ' εκείνον τον βαρύ, στρογγυλό καθρέφτη. Όταν όμως έχουμε κατασκευάσει και επιπλώσει το σπίτι δεν έχουμε ευτυχώς καμιά υποχρέωση να το αποκτήσουμε· μπορούμε να το αποσυναρμολογήσουμε στο λεπτό και να κατασκευάσουμε και να επιπλώσουμε ένα άλλο σπίτι με άλλες καρέκλες και άλλους καθρέφτες. Ή ας επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να απολαύσουν κοσμηματοπωλεία με αντίκες, ανάμεσα σε δίσκους με δαχτυλίδια και μεγάλα περιδέραια. Ας διαλέξουμε αυτά τα μαργαριτάρια, για παράδειγμα, και μετά ας φανταστούμε πώς θα άλλαζε η ζωή μας, αν τα φορούσαμε. Η ώρα είναι με μιας δύο με τρεις το πρωί. Οι λάμπες ρίχνουν ένα πολύ λευκό φως στους έρημους δρόμους του Μέιφερ. Μόνο αυτοκίνητα κυκλοφορούν την ώρα αυτή, επικρατεί μια αίσθηση κενού, ελαφρότητας, κρυφής απόλαυσης. Φορώντας μαργαριτάρια, ντυμένος μεταξωτά ρούχα, βγαίνει κάποιος σ’ ένα μπαλκόνι με θέα τους κήπους του κοιμισμένου Μέιφερ. Υπάρχουν λίγα φώτα αναμμένα στα υπνοδωμάτια σπουδαίων ευγενών που επέστρεψαν από τ’ ανάκτορα, υπηρετών με μεταξωτές κάλτσες, πλουσίων χηρών που έχουν σφίξει χέρια πολιτικών προσωπικοτήτων. Μια γάτα αργοπερπατά κατά μήκος του τοίχου του κήπου. Παράφορες ερωτικές συριστικές συμπτύξεις λαμβάνουν χώρα στα πιο σκοτεινά μέρη του δωματίου πίσω από χοντρές πράσινες κουρτίνες. Βαδίζοντας αργά σαν να έκανε περίπατο σε μια βεράντα, κάτω από την οποία απλώνονται στον ήλιο οι κομητείες και οι νομοί της Αγγλίας, ο ηλικιωμένος πρωθυπουργός αφηγείται στην τάδε κυρία με τις μπούκλες και τα σμαράγδια τα πραγματικά γεγονότα κάποιας μεγάλης κρίσης στις υποθέσεις της χώρας. Είναι σαν να ταξιδεύουμε στην κορυφή του ψηλότερου καταρτιού του πιο πελώριου πλοίου· και όμως την ίδια στιγμή γνωρίζουμε ότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία· δεν αποδεικνύεται έτσι η αγάπη, ούτε τα μεγάλα επιτεύγματα περατώνονται έτσι· παίζουμε έτσι με τη στιγμή και κορδωνόμαστε λίγο, καθώς στεκόμαστε στο μπαλκόνι βλέποντας τη φεγγαρόφωτη γάτα ν’ αργοπερπατά κατά μήκος του τοίχου του κήπου της πριγκίπισσας Μαίρης.

Τι πιο παράλογο όμως; Στην πραγματικότητα η ώρα είναι έξι ακριβώς· είναι ένα χειμωνιάτικο βράδυ· πάμε ως τη Στραντ ν’ αγοράσουμε ένα μολύβι· πώς γίνεται, λοιπόν, να είμαστε πάνω σ’ ένα μπαλκόνι, φορώντας μαργαριτάρια τον Ιούνιο; Τι πιο παράλογο; Ωστόσο πρόκειται για παράνοια της φύσης, όχι δική μας. Όταν ξεκίνησε να κάνει το σημαντικότερο αριστούργημά της, τη δημιουργία του ανθρώπου, θα έπρεπε να είχε σκεφτεί ένα μόνο πράγμα. Γυρνώντας όμως το κεφάλι της, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της, προς τον καθέναν μας άφησε να εισχωρήσουν ένστικτα και επιθυμίες που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την κύρια ύπαρξή μας, έτσι που έχουμε κάθε είδους χαρακτηριστικά, είμαστε ποικιλόμορφοι, μπερδεμένοι· τα χρώματα έχουν ξεθωριάσει. Είναι ο αληθινός εαυτός μας αυτός που στέκεται στο πεζοδρόμιο τον Ιανουάριο ή αυτός που σκύβει από το μπαλκόνι τον Ιούνιο; Είμαι εδώ ή είμαι εκεί; Ή μήπως ο αληθινός εαυτός μας δεν είναι ούτε αυτό ούτε εκείνο, ούτε εδώ ούτε εκεί, αλλά κάτι τόσο ποικίλο και περιπλανώμενο που μόνο όταν δίνουμε τα ηνία στις επιθυμίες του και τον αφήνουμε να διαλέξει τον δρόμο του ανεμπόδιστα είμαστε πράγματι ο εαυτός μας; Οι περιστάσεις επιβάλλουν ενότητα· για λόγους ευκολίας ένας άντρας πρέπει να είναι μια ολότητα. Ο καλός πολίτης όταν ανοίγει την πόρτα του το βράδυ πρέπει να είναι τραπεζίτης, παίκτης του γκολφ, σύζυγος, πατέρας· όχι ένας νομάς που περιπλανιέται στην έρημο, ένας μυσταγωγός που ατενίζει τον ουρανό, ένας έκφυλος στις φτωχογειτονιές του Σαν Φρανσίσκο, ένας στρατιώτης που ηγείται μιας επανάστασης, ένας παρίας που ουρλιάζει από σκεπτικισμό και μοναξιά. Όταν ανοίγει την πόρτα του πρέπει να στρώνει με τα δάχτυλα τα μαλλιά του και να βάζει την ομπρέλα στην ομπρελοθήκη, όπως κάνουν όλοι.

Εδώ όμως, και ήταν καιρός, συναντάμε και τα παλαιοβιβλιοπωλεία. Εδώ βρίσκουμε αγκυροβόλιο από τα ορμητικά αυτά ρεύματα της ύπαρξης· εδώ βρίσκουμε την ισορροπία μας μετά από τα μεγαλεία και τις δυστυχίες των δρόμων. Το ίδιο το θέαμα της συζύγου του βιβλιοπώλη με το πόδι της στο κιγκλίδωμα του τζακιού, όπως είναι καθισμένη δίπλα στα κάρβουνα που καίνε ωραία και προστατευμένη από την πόρτα, είναι μια νηφάλια και χαρούμενη στιγμή. Δεν διαβάζει ποτέ κάτι, ή μάλλον την εφημερίδα μόνο· η κουβέντα της, όταν δεν αφορά την πώληση βιβλίων, κάτι που κάνει με χαρά, αφορά καπέλα· της αρέσει το καπέλο να είναι πρακτικό, λέει, αλλά και όμορφο. Ω, όχι, δεν ζουν στο μαγαζί· ζουν στο Μπρίξτον· πρέπει να έχει λίγο πράσινο να το φροντίζει. Το καλοκαίρι ένα βάζο με λουλούδια που καλλιεργήθηκαν στον δικό της κήπο στέκει πάνω σε κάποια σκονισμένη στοίβα βιβλία για να ζωντανεύει το κατάστημα. Βιβλία σε κάθε σημείο· και πάντα μας πλημμυρίζει η ίδια αίσθηση περιπέτειας. Τα μεταχειρισμένα βιβλία είναι άγρια βιβλία, άστεγα βιβλία· έχουν συγκεντρωθεί σε απέραντα σμήνη με πλουμιστά φτερά και έχουν μια γοητεία που λείπει από τους εξημερωμένους τόμους της βιβλιοθήκης. Επιπλέον, σ’ αυτήν την τυχαία και πολυποίκιλη παρέα μπορεί να πέσουμε πάνω σε κάποιον εντελώς άγνωστό μας που, με λίγη τύχη, θα γίνει ο καλύτερος φίλος που έχουμε στον κόσμο. Υπάρχει εδώ πάντα η ελπίδα, όταν κατεβάζουμε κάποιο γκριζόλευκο βιβλίο από ένα ψηλό ράφι που δείχνει φθαρμένο και εγκαταλελειμμένο, να συναντήσουμε κάποιον που έφυγε έφιππος πριν πάνω από εκατό χρόνια για να εξερευνήσει την αγορά μαλλιού στα Μίντλαντς και στην Ουαλία· έναν άγνωστο ταξιδιώτη που έμενε σε πανδοχεία, έπινε την μπίρα του, παρατηρούσε ωραία κορίτσια και σοβαρά έθιμα, τα κατέγραφε όλα τυπικά, επίπονα από καθαρή αγάπη (το βιβλίο εκδόθηκε με δικά του έξοδα)· ήταν απείρως ανιαρός, φλύαρος και ακριβολόγος, και έτσι άφηνε να εισρέει ασυνείδητα το ίδιο το άρωμα από τις δεντρομολόχες και τον σανό μαζί με μια τέτοια αυτοπροσωπογραφία του που για πάντα τού δίνει μια θέση στο ζεστό παραγώνι του μυαλού μας. Μπορείς να τον αγοράσεις με δεκαοχτώ πένες τώρα. Γράφει τρία σελίνια και έξι πένες, αλλά η γυναίκα του βιβλιοπώλη, βλέποντας πόσο φθαρμένο είναι το εξώφυλλο και πόσον καιρό το βιβλίο έχει παραμείνει ανέγγιχτο από τότε που αγοράστηκε σε μια εκποίηση βιβλιοθήκης κάποιου κυρίου στο Σάφοκ, θα το αφήσει στην τιμή αυτή.

Έτσι, ρίχνοντας ματιές στο εσωτερικό του βιβλιοπωλείου, κάνουμε και άλλες τέτοιες ξαφνικές, απρόβλεπτες φιλίες με τους άγνωστους και τους εξαφανισμένους, των οποίων το μόνο ιστορικό στοιχείο είναι, για παράδειγμα, το μικρό αυτό βιβλίο με ποιήματα, το τόσο ωραία τυπωμένο, με τόσο όμορφα χαραγμένη επίσης την προσωπογραφία του συγγραφέα. Καθότι ήταν ποιητής και πνίγηκε πρόωρα, και η ποίησή του, που είναι ήπια και τυπική και πομπώδης, ακόμη εκπέμπει έναν εύθραυστο σαν της φλογέρας ήχο, σαν αυτόν από ένα οργανάκι που κάποιος ηλικιωμένος Ιταλός οργανοπαίκτης με κοτλέ σακάκι παίζει μοιρολατρικά σ’ ένα στενάκι. Υπάρχουν επίσης σειρές επί σειρών από περιηγήτριες, ακατάβλητες γεροντοκόρες αυτές, που ακόμη μιλούν για τις ταλαιπωρίες που πέρασαν και τα ηλιοβασιλέματα που θαύμασαν στην Ελλάδα όταν η βασίλισσα Βικτώρια ήταν κορίτσι. Μια περιοδεία στην Κορνουάλη με επίσκεψη στα ορυχεία κασσίτερου θεωρήθηκε άξια ογκώδους καταγραφής. Άνθρωποι ταξίδευαν αργά στον Ρήνο και έκαναν ο ένας την προσωπογραφία του άλλου με ινδικό μελάνι, διαβάζοντας καθισμένοι στο κατάστρωμα δίπλα σε μια κουλούρα σχοινιού· μετρούσαν τις διαστάσεις των πυραμίδων· ήταν μακριά από τον πολιτισμό για χρόνια· προσηλύτιζαν νέγρους σε ελώδεις περιοχές με λοιμώδεις νόσους. Αυτό το να γεμίζεις τις βαλίτσες σου και να αναχωρείς, να εξερευνάς ερήμους και να σε πιάνει πυρετός, να εγκαθίστασαι στην Ινδία για όλη σου τη ζωή, να διεισδύεις ακόμη και στην Κίνα και μετά να επιστρέφεις και να κάνεις μια επαρχιώτική ζωή στο Έντμοντον, όλ’ αυτά σκαμπανεβάζουν και κλυδωνίζονται πάνω στο σκονισμένο πάτωμα σαν ταραγμένη θάλασσα. Τόσο ανήσυχοι είναι οι Άγγλοι, με τα κύματα μπροστά στην πόρτα τους. Τα νερά των ταξιδιών και των περιπετειών φαίνονται να ξεσπούν πάνω σε μικρά νησιά σοβαρής προσπάθειας και ισόβιας εργατικότητας, τα οποία σχηματίζουν μια οδοντωτή κολόνα στο πάτωμα. Στους σωρούς αυτούς από δεμένους, βαθυκόκκινους τόμους με επίχρυσα μονογράμματα στη ράχη, βαθυστόχαστοι κληρικοί επεξηγούν τα ευαγγέλια· ακούμε μελετητές που με τα σφυριά και τα σκαρπέλα τους σμιλεύουν τα αρχαία κείμενα του Ευριπίδη και του Αισχύλου. Ο στοχασμός, ο σχολιασμός, η επεξήγηση συνεχίζονται με πολύ έντονο ρυθμό παντού γύρω μας και πάνω απ’ όλα τα πράγματα· σαν μια επακριβής, αέναη παλίρροια εισρέει η αρχαία θάλασσα της μυθοπλασίας. Αμέτρητοι τόμοι αφηγούνται πώς ο Άρθουρ αγαπούσε τη Λάουρα και χώρισαν και ήταν δυστυχισμένοι και μετά συναντήθηκαν και έζησαν ευτυχισμένοι για πάντα, όπως γινόταν τότε που η Βικτώρια κυβερνούσε τα νησιά αυτά.

Ο αριθμός των βιβλίων στον κόσμο είναι άπειρος και αναγκάζεσαι να ρίχνεις μια ματιά μόνο, να γνέφεις και να συνεχίζεις τη μέρα σου μετά από μια σύντομη συζήτηση, μια λάμψη κατανόησης, όπως όταν έξω στον δρόμο πιάνεις μια λέξη στα πεταχτά και από μια τυχαία φράση κατασκευάζεις μια ολόκληρη ζωή. Μιλούν τώρα για μια γυναίκα που λέγεται Κέιτ, πώς «της μίλησα πολύ ευθέως χθες βράδυ... αν νομίζεις ότι δεν αξίζω δεκάρα, της είπα...». Δεν θα μάθουμε όμως ποτέ ποια είναι η Κέιτ και σε ποια κρίση στη φιλία τους αναφέρεται η δεκάρα αυτή· διότι η Κέιτ χάνεται στη ζέση της ευφράδειάς τους· κι εδώ, στη γωνία του δρόμου, ανοίγει μια άλλη σελίδα του βιβλίου της ζωής στη θέα δύο ανδρών που συσκέπτονται κάτω από τον φανοστάτη. Διαβάζουν προσεχτικά το τελευταίο τηλεγράφημα με τα πιο πρόσφατα νέα του Νιούμαρκετ. Μήπως νομίζουν ότι η μοίρα θα μετατρέψει κάποτε τα κουρέλια τους σε γούνες και ποπλίνες, θα τους φορέσει αλυσίδες ρολογιών και θα βάλει διαμαντένιες καρφίτσες εκεί που τώρα υπάρχει ένα κουρελιάρικο ανοιχτό πουκάμισο; Αλλά το κύριο ρεύμα των περιπατητών την ώρα αυτή περνά πολύ γρήγορα για να μας επιτρέπει να κάνουμε τέτοιες ερωτήσεις. Στο σύντομο αυτό πέρασμα από τη δουλειά στο σπίτι είναι απορροφημένοι από κάποιο ναρκωτικό όνειρο, αφού τώρα είναι απελευθερωμένοι από τα δεσμά του γραφείου και στα μάγουλά τους χτυπά καθαρός αέρας. Φορούν αυτά τα φωτεινά ρούχα, τα οποία πρέπει να κρεμάσουν και να κλειδώσουν για όλη την υπόλοιπη μέρα, και είναι σπουδαίοι παίκτες του κρίκετ, διάσημοι ηθοποιοί, στρατιώτες που έχουν σώσει τη χώρα τους τη στιγμή ακριβώς που έπρεπε. Ονειρεύονται, χειρονομούν, συχνά μουρμουρίζουν μερικές λέξεις δυνατά καθώς περπατούν στη Στραντ και μετά διασχίζουν τη γέφυρα του Βατερλό, όπου θα χωθούν σε μακριά, θορυβώδη τρένα προς κάποια περιποιημένη μικρή βίλα στο Μπαρνς ή στο Σέρμπιτον, όπου η θέα του ρολογιού στο χολ και η μυρωδιά του βραδινού φαγητού στο υπόγειο ανοίγουν τρύπες στο όνειρο.

Τώρα όμως φτάσαμε στη Στραντ και καθώς κοντοστεκόμαστε στο κράσπεδο μια μικρή ράβδος, όσο περίπου ένα ανθρώπινο δάχτυλο, αρχίζει να τοποθετείται σαν μπάρα κάθετα στην ταχύτητα και την αφθονία της ζωής. «Πρέπει πράγματι – πρέπει πράγματι», αυτό λέμε. Το μυαλό, δίχως να διερευνήσει την απαίτηση αυτή, στέκεται προσοχή μπροστά στον γνωστό μας τύραννο. Πρέπει, πάντα πρέπει, να κάνουμε αυτό ή εκείνο· απλά δεν μας επιτρέπεται ν’ απολαμβάνουμε τον εαυτό μας. Δεν ήταν για τον λόγο αυτόν που πριν από λίγο καιρό εφεύραμε τη δικαιολογία και επινοήσαμε την ανάγκη ν’ αγοράζουμε κάτι; Τι όμως ήταν αυτό; Α, τώρα θυμόμαστε, ήταν ένα μολύβι. Ας πάμε τότε ν’ αγοράσουμε αυτό το μολύβι. Αλλά τη στιγμή που στρεφόμαστε για να υπακούσουμε στην εντολή αυτή, ένας άλλος εαυτός μας αμφισβητεί το δικαίωμα του τυράννου να επιμένει. Η συνηθισμένη σύγκρουση κάνει την εμφάνισή της· πίσω από τη ράβδο του καθήκοντος βλέπουμε απλωμένο όλο το εύρος του ποταμού Τάμεση – πλατύς, πένθιμος, γαλήνιος. Και το βλέπουμε μέσα από τα μάτια κάποιου που ένα καλοκαιρινό βράδυ, εντελώς ξέγνοιαστος, σκύβει από το Εμπάνκμεντ. Ας αναβάλουμε την αγορά του μολυβιού· ας πάμε ν’ αναζητήσουμε αυτό το άτομο – και σύντομα γίνεται φανερό ότι το άτομο αυτό είμαστε εμείς οι ίδιοι. Διότι αν μπορούσαμε να στεκόμαστε εκεί που στεκόμασταν πριν από έξι μήνες, δεν θα έπρεπε να είμαστε και πάλι όπως ήμασταν τότε – ήρεμοι, απόμακροι, ικανοποιημένοι; Ας προσπαθήσουμε λοιπόν. Το ποτάμι όμως είναι πιο άγριο και πιο γκρίζο απ’ όσο θυμόμαστε. Η παλίρροια χύνεται στη θάλασσα. Κατεβάζει μαζί της ένα ρυμουλκό και δύο φορτηγίδες, των οποίων το φορτίο άχυρου είναι σφιχτά δεμένο κάτω από μουσαμάδες. Κοντά μας βρίσκεται επίσης ένα ζευγάρι που σκύβει από το κιγκλίδωμα με την περίεργη έλλειψη αυτοσυνειδησίας που έχουν οι εραστές, λες και η σπουδαιότητα της σχέσης τους με την οποία τώρα ασχολούνται διεκδικεί, χωρίς αμφιβολία, την επιείκεια του ανθρώπινου γένους. Ό,τι βλέπουμε και ό,τι ακούμε τώρα δεν έχει τίποτε από την ποιότητα του παρελθόντος· ούτε έχουμε κάποιο μερίδιο στην ηρεμία του ανθρώπου που πριν από έξι μήνες στεκόταν ακριβώς εδώ που στεκόμαστε εμείς τώρα. Η δική του είναι η ευτυχία του θανάτου· η δική μας είναι η ανασφάλεια της ζωής. Αυτός δεν έχει μέλλον· το μέλλον ακόμη και τώρα εισβάλλει στη γαλήνη μας. Μόνο όταν κοιτάζουμε το παρελθόν και αφαιρούμε από αυτό το στοιχείο της αβεβαιότητας, μπορούμε να απολαμβάνουμε τέλεια γαλήνη. Όπως έχουν τα πράγματα τώρα πρέπει να στρίψουμε, να ξαναδιασχίσουμε τη Στραντ, πρέπει να βρούμε ένα κατάστημα όπου, έστω και την ώρα αυτή, θα είναι σε θέση να μας πουλήσουν ένα μολύβι.



«...βλέπουμε απλωμένο όλο το εύρος του ποταμού Τάμεση – πλατύς, πένθιμος, γαλήνιος»


Είναι πάντα μια περιπέτεια να μπαίνεις σ’ ένα νέο δωμάτιο, γιατί η ατμόσφαιρά του είναι το απόσταγμα των ζωών και των χαρακτήρων των ιδιοκτητών του, και μόλις μπαίνουμε σ’ αυτό μας πλημμυρίζει ένα νέο κύμα συναισθημάτων. Εδώ στο χαρτοπωλείο οι άνθρωποι χωρίς αμφιβολία μάλωναν. Ο θυμός τους τάραξε τον αέρα. Σταμάτησαν και οι δύο· η ηλικιωμένη γυναίκα – ήταν προφανώς παντρεμένο ζευγάρι – αποσύρθηκε σ’ ένα πίσω δωμάτιο· ο ηλικιωμένος άντρας, του οποίου το στρογγυλό μέτωπο και τα σφαιρικά μάτια θα ταίριαζαν καλά στην προμετωπίδα κάποιου ελισαβετιανού βιβλίου, παρέμεινε για να μας εξυπηρετήσει. «Μολύβι, μολύβι», επανέλαβε, «βέβαια, βέβαια». Ακουγόταν αφηρημένος, αλλά και με τη διαχυτικότητα κάποιου, του οποίου τα συναισθήματα έχουν φουντώσει και έχουν συγκρατηθεί στην πλήρη ορμή τους. Άρχισε ν’ ανοίγει το ένα κουτί μετά το άλλο και να τα κλείνει πάλι. Είπε ότι ήταν πολύ δύσκολο να βρει κάτι, επειδή διέθεταν τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα. Άρχισε να διηγείται μια ιστορία για κάποιον νομικό που είχε βρει μεγάλο μπελά λόγω της συμπεριφοράς της συζύγου του. Τον γνώριζε χρόνια· είχε δεσμούς με το Τεμπλ και τους νομικούς του εδώ και μισόν αιώνα, είπε, σαν να ήθελε να τον ακούσει η γυναίκα του στο πίσω δωμάτιο. Αναποδογύρισε ένα κουτί με λαστιχάκια. Τελικά, εξοργισμένος με την ανικανότητά του, έσπρωξε την παλινδρομική πόρτα και φώναξε άγρια: «Πού τα φυλάς τα μολύβια;», λες και η γυναίκα του τα είχε κρύψει. Η ηλικιωμένη κυρία ήρθε μέσα. Δίχως να κοιτάξει κανέναν και μ’ έναν λεπτό αέρα δικαιολογημένης αυστηρότητας έβαλε το χέρι της πάνω στο σωστό κουτί. Υπήρχαν μολύβια εκεί. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να κάνει χωρίς αυτή; Δεν του ήταν απαραίτητη; Για να τους κρατήσει κανείς εκεί και να καταφέρει να στέκονται δίπλα δίπλα με επιβεβλημένη ουδετερότητα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός στην επιλογή των μολυβιών· αυτό ήταν υπερβολικά μαλακό, εκείνο υπερβολικά σκληρό. Αυτοί στέκονταν σιωπηλοί και κοιτούσαν. Όσο περισσότερο στέκονταν εκεί, τόσο πιο πολύ ηρεμούσαν· η έξαψή τους μειωνόταν, ο θυμός τους εξαφανιζόταν. Ο διαπληκτισμός τώρα έληξε χωρίς κανείς τους να πει λέξη. Ο ηλικιωμένος άντρας, που δεν θα ντρόπιαζε τη σελίδα του τίτλου τού Μπεν Τζόνσον, έβαλε το κουτί πίσω στη σωστή του θέση, υποκλίθηκε βαθιά, μας καληνύχτισε, και τότε εξαφανίστηκαν και οι δυο. Εκείνη θα καταπιανόταν με το ράψιμό της· εκείνος θα διάβαζε την εφημερίδα του· το καναρίνι θα σκορπούσε αμερόληπτα σπόρους πάνω τους. Ο διαπληκτισμός είχε λήξει.

Στα λεπτά αυτά που ένα φάντασμα είχε αναζητηθεί, ένας καβγάς είχε καταλαγιάσει και ένα μολύβι είχε αγοραστεί, οι δρόμοι είχαν αδειάσει εντελώς. Η ζωή είχε αποσυρθεί στον τελευταίο όροφο και οι λάμπες είχαν ανάψει. Το πεζοδρόμιο ήταν στεγνό και σκληρό· ο δρόμος ήταν από σφυρήλατο ασήμι. Πηγαίνοντας με τα πόδια σπίτι μέσα στην ερημιά μπορούσε κανείς να διηγηθεί στον εαυτό του την ιστορία με τον νάνο, τους τυφλούς, το πάρτι στην έπαυλη του Μέιφερ, τον διαπληκτισμό στο χαρτοπωλείο. Μπορούσε κανείς να διεισδύσει λίγο σε καθεμιά από αυτές τις ζωές, αρκετά βαθιά ώστε να δώσει στον εαυτό του την ψευδαίσθηση ότι δεν είναι προσδεμένος σ’ ένα μόνο μυαλό, αλλά για λίγα λεπτά μπορεί να φορέσει το σώμα και το μυαλό άλλων ανθρώπων. Θα μπορούσε κανείς να γίνει πλύστρα, ταβερνιάρης, τραγουδιστής του δρόμου. Και υπάρχει κάτι πιο απολαυστικό και αξιοθαύμαστο από το ν’ αφήνεις τα στενά όρια της προσωπικότητάς σου και να ξεστρατίζεις στα μονοπάτια εκείνα που ανάμεσα από βατομουριές και χοντρούς κορμούς δέντρων οδηγούν στην καρδιά του δάσους, όπου ζουν εκείνα τ’ άγρια θηρία, οι συνάνθρωποί μας;

Αυτή είναι η αλήθεια: οι αποδράσεις είναι η μεγαλύτερη απόλαυση· η περιπλάνηση στους δρόμους τον χειμώνα η μεγαλύτερη περιπέτεια. Και όμως, καθώς πλησιάζουμε ξανά το κατώφλι μας, είναι παρήγορο να νιώθουμε τα παλιά μας πράγματα, τις παλιές μας προκαταλήψεις να μας αγκαλιάζουν· και ο εαυτός μας που είχε σκορπίσει σε τόσες γωνιές δρόμων, που είχε πεταρίσει σαν νυχτοπεταλούδα στη φλόγα τόσων δυσπρόσιτων φανών, είναι προφυλαγμένος και περιφραγμένος. Εδώ είναι πάλι η γνωστή πόρτα· εδώ η καρέκλα στραμμένη όπως την αφήσαμε και το πορσελάνινο μπολ και ο καφετής κύκλος στο χαλί. Και εδώ – ας το περιεργαστούμε τρυφερά, ας το αγγίξουμε μ’ ευλάβεια – είναι το μόνο λάφυρο απ’ όλους τους θησαυρούς της πόλης που έχουμε φέρει σπίτι, το μολύβι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: