6. Η προσωπογραφία μιας Λονδρέζας

Η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Τ. Σ. Έλιοτ (1924). National Portrait Gallery, Λονδίνο
Η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Τ. Σ. Έλιοτ (1924). National Portrait Gallery, Λονδίνο

Κανέ­νας δεν μπο­ρεί να πει ότι γνω­ρί­ζει το Λον­δί­νο αν δεν γνω­ρί­ζει έναν γνή­σιο Κό­κνεϊ – αν δεν μπο­ρεί να πά­ρει έναν πα­ρά­δρο­μο, μα­κριά από τα κα­τα­στή­μα­τα και τα θέ­α­τρα, και να χτυ­πή­σει μια ιδιω­τι­κή πόρ­τα σ’ έναν δρό­μο με ιδιω­τι­κές κα­τοι­κί­ες.

Οι ιδιω­τι­κές κα­τοι­κί­ες στο Λον­δί­νο έχουν την τά­ση να εί­ναι πο­λύ όμοιες. Η εξώ­πορ­τα οδη­γεί σ’ ένα σκο­τει­νό χολ· από το σκο­τει­νό χολ ανε­βαί­νει μια στε­νή σκά­λα· το πλα­τύ­σκα­λο βγά­ζει σ’ ένα δι­πλό κα­θι­στι­κό και σ’ αυ­τό το δι­πλό κα­θι­στι­κό υπάρ­χουν δύο κα­να­πέ­δες σε κά­θε πλευ­ρά ενός αναμ­μέ­νου τζα­κιού, έξι πο­λυ­θρό­νες και τρία ψη­λά πα­ρά­θυ­ρα που βλέ­πουν στον δρό­μο. Το τι συμ­βαί­νει στο πί­σω μι­σό του κα­θι­στι­κού που βλέ­πει στους κή­πους άλ­λων κα­τοι­κιών εί­ναι συ­χνά θέ­μα ση­μα­ντι­κών ει­κα­σιών. Εδώ όμως μας απα­σχο­λεί το μπρο­στι­νό μέ­ρος του κα­θι­στι­κού, επει­δή η κυ­ρία Κρό­ου κα­θό­ταν πά­ντα εκεί σε μια πο­λυ­θρό­να δί­πλα στο τζά­κι· εκεί ζού­σε τη ζωή της· εκεί έπι­νε το τσάι της.

Το ότι γεν­νή­θη­κε σε χω­ριό φαί­νε­ται, αν και πα­ρά­ξε­νο, ότι εί­ναι γε­γο­νός. Το ότι με­ρι­κές φο­ρές έφευ­γε από το Λον­δί­νο, τις θε­ρι­νές εκεί­νες εβδο­μά­δες που το Λον­δί­νο παύ­ει να εί­ναι Λον­δί­νο, εί­ναι επί­σης αλή­θεια. Αλ­λά πού πή­γαι­νε ή τι έκα­νε όταν ήταν εκτός Λον­δί­νου, όταν η κα­ρέ­κλα της ήταν άδεια, το τζά­κι της σβη­στό και το τρα­πέ­ζι της άστρω­το, κα­νείς δεν ήξε­ρε ού­τε μπο­ρού­σε να φα­ντα­στεί. Η ει­κό­να της κυ­ρί­ας Κρό­ου με το μαύ­ρο της φό­ρε­μα και το βέ­λο της και το κα­πέ­λο της να περ­πα­τά σ’ ένα χω­ρά­φι ανά­με­σα σε γογ­γύ­λια ή ν’ ανε­βαί­νει σ’ έναν λό­φο όπου έβο­σκαν αγε­λά­δες ξε­περ­νά και την πιο τρε­λή φα­ντα­σία.

Εκεί δί­πλα στη φω­τιά τον χει­μώ­να, δί­πλα στο πα­ρά­θυ­ρο το κα­λο­καί­ρι, εί­χε κα­θί­σει εξή­ντα χρό­νια – αλ­λά όχι μό­νη. Υπήρ­χε πά­ντα κά­ποιος στην πο­λυ­θρό­να απέ­να­ντί της που την εί­χε επι­σκε­φτεί. Και πριν πε­ρά­σουν δέ­κα λε­πτά από τό­τε που εί­χε κα­θί­σει ο πρώ­τος επι­σκέ­πτης, άνοι­γε η πόρ­τα πά­ντα και η Μα­ρία, η υπη­ρέ­τρια, με τα πε­τα­χτά μά­τια και τα πε­τα­χτά δό­ντια, που για εξή­ντα χρό­νια άνοι­γε την πόρ­τα, την άνοι­γε για άλ­λη μια φο­ρά και ανάγ­γελ­λε έναν δεύ­τε­ρο επι­σκέ­πτη· και με­τά έναν τρί­το, και με­τά έναν τέ­ταρ­το.

Ένα τετ-α-τετ με την κυ­ρία Κρό­ου δεν συ­νέ­βη πο­τέ. Αντι­πα­θού­σε τα τετ-α-τετ. Αυ­τό ήταν μέ­ρος μιας εκ­κε­ντρι­κό­τη­τας που μοι­ρα­ζό­ταν με πολ­λές οι­κο­δέ­σποι­νες, το ότι δεν εί­χε πο­τέ ιδιαί­τε­ρα οι­κεία σχέ­ση με άλ­λους αν­θρώ­πους. Για πα­ρά­δειγ­μα, στη γω­νία δί­πλα στο ερ­μά­ριο κα­θό­ταν πά­ντα ένας ηλι­κιω­μέ­νος κύ­ριος – που έδει­χνε να εί­ναι μέ­ρος αυ­τού του αξιο­θαύ­μα­στου επί­πλου του δέ­κα­του όγδο­ου αιώ­να, όσο και τα ίδια του τα μπρού­τζι­να πό­δια. Πά­ντα όμως εκεί­νη τον απο­κα­λού­σε κύ­ριο Γκρά­χαμ – πο­τέ Τζον, πο­τέ Ουί­λιαμ, αν και με­ρι­κές φο­ρές τον απο­κα­λού­σε «αγα­πη­τέ κύ­ριε Γκρά­χαμ» σαν για να επι­ση­μαί­νει το γε­γο­νός ότι τον γνώ­ρι­ζε εξή­ντα χρό­νια. Η αλή­θεια ήταν ότι δεν την ήθε­λε την οι­κειό­τη­τα· ήθε­λε τον διά­λο­γο. Η οι­κειό­τη­τα γεν­νά τε­λι­κά σιω­πή, και τη σιω­πή την απε­χθα­νό­ταν. Πρέ­πει να γί­νε­ται συ­ζή­τη­ση και πρέ­πει αυ­τή να εί­ναι γε­νι­κή και πρέ­πει να αφο­ρά τα πά­ντα. Δεν πρέ­πει να εμ­βα­θύ­νει πο­λύ και δεν πρέ­πει να πα­ρα­εί­ναι έξυ­πνη, για­τί αν προ­χω­ρού­σε πο­λύ προς κά­ποια από αυ­τές τις κα­τευ­θύν­σεις, ήταν σί­γου­ρο ότι κά­ποιος δεν θα αι­σθα­νό­ταν μέ­ρος της και θα προ­ση­λω­νό­ταν στο να κρα­τά σε ισορ­ρο­πία το φλι­τζά­νι με το τσάι του χω­ρίς να λέ­ει λέ­ξη.

Έτσι το σα­λό­νι της κυ­ρί­ας Κρό­ου δεν εί­χε πολ­λά κοι­νά με τα πε­ρί­φη­μα σα­λό­νια των συγ­γρα­φέ­ων απο­μνη­μο­νευ­μά­των. Άν­θρω­ποι έξυ­πνοι έρ­χο­νταν συ­χνά εδώ: δι­κα­στές, για­τροί, βου­λευ­τές, συγ­γρα­φείς, μου­σι­κοί, άν­θρω­ποι που εί­χαν τα­ξι­δέ­ψει, άν­θρω­ποι που έπαι­ζαν πό­λο, ηθο­ποιοί και από­λυ­τες αση­μα­ντό­τη­τες, αλ­λά αν κά­ποιος έλε­γε κά­τι ευ­φυ­ές, μάλ­λον εκλαμ­βα­νό­ταν ως πα­ρα­βί­α­ση των κα­νό­νων συ­μπε­ρι­φο­ράς – ένα ατύ­χη­μα που το αγνο­ού­σαν, σαν ένα ακα­τά­παυ­στο φτάρ­νι­σμα ή κά­ποια κα­τα­στρο­φή μ’ ένα μά­φιν. Η συ­ζή­τη­ση που ευ­χα­ρι­στού­σε και ενέ­πνεε την κυ­ρία Κρό­ου ήταν μια ωραιο­ποι­η­μέ­νη εκ­δο­χή του κου­τσο­μπο­λιού, κά­τι συ­νη­θι­σμέ­νο σε χω­ριό. Το χω­ριό ήταν το Λον­δί­νο και το κου­τσο­μπο­λιό αφο­ρού­σε τη ζωή στο Λον­δί­νο. Το με­γά­λο όμως χά­ρι­σμα της κυ­ρί­ας Κρό­ου ήταν να κά­νει την τε­ρά­στια μη­τρό­πο­λη να φαί­νε­ται μι­κρή σαν χω­ριό με μια εκ­κλη­σία, μια έπαυ­λη και εί­κο­σι πέ­ντε αγροι­κί­ες. Εί­χε πλη­ρο­φο­ρί­ες από πρώ­το χέ­ρι για κά­θε θε­α­τρι­κό έρ­γο, κά­θε νέα ται­νία, κά­θε δί­κη, κά­θε υπό­θε­ση δια­ζυ­γί­ου. Ήξε­ρε ποιος πα­ντρευό­ταν, ποιος εί­χε πε­θά­νει, ποιος βρι­σκό­ταν στην πό­λη και ποιος εί­χε φύ­γει. Θα εί­χε ανα­φέ­ρει το γε­γο­νός ότι μό­λις εί­χε δει το αυ­το­κί­νη­το της λαί­δης Άμπλε­μπι να περ­νά­ει και θα εί­χε τολ­μή­σει να μα­ντέ­ψει ότι πή­γαι­νε να επι­σκε­φτεί την κό­ρη της, της οποί­ας το μω­ρό εί­χε γεν­νη­θεί χθες βρά­δυ, ακρι­βώς όπως μια γυ­ναί­κα του χω­ριού μι­λά­ει για τη σύ­ζυ­γο του γαιο­κτή­μο­να που πά­ει με το αυ­το­κί­νη­τό της στον σταθ­μό να συ­να­ντή­σει τον κ. Τζον που ανα­μέ­νε­ται από την πό­λη.

Και κα­θώς εί­χε κά­νει τις πα­ρα­τη­ρή­σεις αυ­τές τα τε­λευ­ταία πε­νή­ντα πε­ρί­που χρό­νια, εί­χε απο­κτή­σει ένα εκ­πλη­κτι­κό από­θε­μα πλη­ρο­φο­ριών για τις ζω­ές άλ­λων αν­θρώ­πων. Όταν ο κύ­ριος Σμέ­ντλι, για πα­ρά­δειγ­μα, εί­πε ότι η κό­ρη του εί­χε αρ­ρα­βω­νια­στεί με τον Άρ­θουρ Μπί­τσαμ, η κυ­ρία Κρό­ου πα­ρα­τή­ρη­σε αμέ­σως ότι στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή θα ήταν ανι­ψιά τής ξα­δέρ­φης τής κυ­ρί­ας Φάιερ­μπρεϊς και κα­τά μια έν­νοια και ανι­ψιά τής κυ­ρί­ας Μπερνς από τον πρώ­το της γά­μο με τον κύ­ριο Μίν­τσιν στο Μπλακ­γουό­τερ Γκρέιντζ. Αλ­λά η κυ­ρία Κρό­ου κα­θό­λου δεν ήταν κα­μιά σνομπ. Ήταν μια απλή συλ­λέ­κτρια σχέ­σε­ων· και η εκ­πλη­κτι­κή ικα­νό­τη­τά της από την άπο­ψη αυ­τή βοη­θού­σε να δί­νει έναν ζε­στά οι­κο­γε­νεια­κό χα­ρα­κτή­ρα στις συ­γκε­ντρώ­σεις της, για­τί εί­ναι εκ­πλη­κτι­κό πό­σοι άν­θρω­ποι εί­ναι ει­κο­στά ξα­δέρ­φια και δεν το ξέ­ρουν.

Έτσι το να γί­νεις δε­κτός στο σπί­τι της κυ­ρί­ας Κρό­ου σή­μαι­νε ότι γί­νε­σαι μέ­λος μιας λέ­σχης και η συν­δρο­μή που έπρε­πε να πλη­ρώ­σεις ήταν ένας αριθ­μός κου­τσο­μπο­λιών τον χρό­νο. Η πρώ­τη σκέ­ψη πολ­λών αν­θρώ­πων, όταν ένα σπί­τι έπια­νε φω­τιά ή έσπα­γαν οι σω­λή­νες ή η υπη­ρέ­τρια το εί­χε σκά­σει με τον μπά­τλερ, πρέ­πει να ήταν «Θα τρέ­ξω να το πω στην κυ­ρία Κρό­ου». Αλ­λά κι εδώ ήταν ανα­γκαίο να τη­ρη­θούν οι κα­νό­νες. Ορι­σμέ­να άτο­μα εί­χαν το δι­καί­ω­μα να έρ­χο­νται εδώ το με­ση­μέ­ρι· άλ­λοι, και αυ­τοί ήταν οι πιο πολ­λοί, έπρε­πε να βρί­σκο­νται εδώ με­τα­ξύ πέ­ντε και εφτά. Η πα­ρέα που εί­χε το προ­νό­μιο να δει­πνεί με την κυ­ρία Κρό­ου ήταν μι­κρή. Ίσως μό­νο ο κύ­ριος Γκρά­χαμ και η κυ­ρία Μπερκ δει­πνού­σαν μα­ζί της, για­τί δεν ήταν πλού­σια γυ­ναί­κα. Το μαύ­ρο φό­ρε­μά της ήταν λί­γο φθαρ­μέ­νο· η δια­μα­ντέ­νια καρ­φί­τσα της ήταν πά­ντα η ίδια δια­μα­ντέ­νια καρ­φί­τσα. Το αγα­πη­μέ­νο της γεύ­μα ήταν το τσάι, για­τί το να προ­σφέ­ρει ένα ελα­φρύ γεύ­μα με τσάι ήθε­λε λί­γα χρή­μα­τα και το γεύ­μα αυ­τό έχει την προ­σαρ­μο­στι­κό­τη­τά του, κά­τι που ταί­ρια­ζε στην κοι­νω­νι­κή της φύ­ση. Αλ­λά εί­τε ήταν με­ση­με­ρια­νό εί­τε τσάι, το γεύ­μα εί­χε έναν ξε­χω­ρι­στό χα­ρα­κτή­ρα, όπως το φό­ρε­μα και τα κο­σμή­μα­τά της τής ταί­ρια­ζε απο­λύ­τως και εί­χε τη δι­κή του χά­ρη. Θα υπήρ­χε ένα ιδιαί­τε­ρο κέικ, μια ιδιαί­τε­ρη που­τί­γκα – κά­τι που ήταν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό για το σπί­τι και μέ­ρος του νοι­κο­κυ­ριού, όσο και η Μα­ρία η πα­λιά υπη­ρέ­τρια ή ο κύ­ριος Γκρά­χαμ, ο πα­λιός φί­λος, ή το πα­λιό εμπρι­μέ ύφα­σμα στην κα­ρέ­κλα ή το πα­λιό χα­λί στο πά­τω­μα.

Εί­ναι αλή­θεια ότι η κυ­ρία Κρό­ου έπρε­πε με­ρι­κές φο­ρές να πά­ρει λί­γο αέ­ρα, ότι με­ρι­κές φο­ρές ήταν κα­λε­σμέ­νη για με­ση­με­ρια­νό ή τσάι σε σπί­τια άλ­λων. Αλ­λά στην κοι­νω­νία φαι­νό­ταν λι­γο­μί­λη­τη και με απο­σπα­σμα­τι­κό λό­γο και ημι­τε­λή σαν να εί­χε πά­ει στον γά­μο ή στο δεί­πνο ή στην κη­δεία απλά για να μα­ζέ­ψει λί­γα θραύ­σμα­τα ει­δή­σε­ων, τα οποία χρεια­ζό­ταν για να συ­μπλη­ρώ­σει το δι­κό της από­θε­μα. Έτσι σπά­νια μπο­ρού­σαν να την πεί­σουν να κα­θί­σει· ήταν πά­ντα στο τρέ­ξι­μο. Έμοια­ζε πα­ρά­ται­ρη ανά­με­σα στις κα­ρέ­κλες και τα τρα­πέ­ζια άλ­λων· έπρε­πε να έχει τα δι­κά της εμπρι­μέ υφά­σμα­τα και το δι­κό της ερ­μά­ριο και τον δι­κό της κύ­ριο Γκρά­χαμ δί­πλα σ’ αυ­τό για να εί­ναι πα­ντε­λώς ο εαυ­τός της. Με τα χρό­νια οι μι­κρές αυ­τές απο­δρά­σεις στον έξω κό­σμο ου­σια­στι­κά στα­μά­τη­σαν. Εί­χε κά­νει τη φω­λιά της τό­σο συ­μπα­γή και τό­σο τέ­λεια που ο εξω­τε­ρι­κός κό­σμος δεν εί­χε κά­ποιο φτε­ρό ή κλα­δά­κι να της προ­σθέ­σει. Επι­πλέ­ον, οι δι­κοί της πα­λιοί φί­λοι ήταν τό­σο πι­στοί που μπο­ρού­σε να τους εμπι­στεύ­ε­ται να της με­τα­φέ­ρουν οποια­δή­πο­τε μι­κρή εί­δη­ση που ήταν ικα­νή να επε­κτεί­νει τη συλ­λο­γή της. Ήταν πε­ριτ­τό ν’ αφή­νει την κα­ρέ­κλα της δί­πλα στο τζά­κι τον χει­μώ­να ή δί­πλα στο πα­ρά­θυ­ρο το κα­λο­καί­ρι. Και κα­θώς περ­νού­σαν τα χρό­νια οι γνώ­σεις της γί­νο­νταν όχι πιο βα­θιές – η εμ­βά­θυν­ση ήταν πέ­ρα από τις ικα­νό­τη­τές της – αλ­λά πιο με­στές και πιο πλή­ρεις. Έτσι, αν ένα νέο θε­α­τρι­κό έρ­γο εί­χε με­γά­λη επι­τυ­χία, η κυ­ρία Κρό­ου την επό­με­νη μέ­ρα μπο­ρού­σε όχι απλώς να δι­η­γη­θεί το γε­γο­νός με λί­γη δό­ση απο­λαυ­στι­κού κου­τσο­μπο­λιού από τα πα­ρα­σκή­νια, αλ­λά ήταν σε θέ­ση ν’ ανα­κα­λέ­σει άλ­λες πρε­μιέ­ρες, τη δε­κα­ε­τία του ογδό­ντα, του ενε­νή­ντα, και να πε­ρι­γρά­ψει τι εί­χε φο­ρέ­σει η Έλεν Τέ­ρι, τι εί­χε κά­νει η Ντού­ζε, τι εί­χε πει ο αγα­πη­τός κύ­ριος Χέν­ρι Τζέιμς – τί­πο­τε πο­λύ αξιό­λο­γο πι­θα­νώς. Κα­θώς όμως μι­λού­σε ήταν λες και εξι­στο­ρού­σε ανά­λα­φρα όλες τις σε­λί­δες για τη ζωή του Λον­δί­νου τα πε­ρα­σμέ­να πε­νή­ντα χρό­νια προς ευ­χα­ρί­στη­ση όλων. Υπήρ­χαν πολ­λές σε­λί­δες· και η ει­κο­νο­γρά­φη­σή τους ήταν ζω­ντα­νή και φα­ντα­χτε­ρή και έδει­χνε διά­ση­μους αν­θρώ­πους· η κυ­ρία Κρό­ου όμως σε κα­μιά πε­ρί­πτω­ση δεν ζού­σε στο πα­ρελ­θόν – σε κα­μιά πε­ρί­πτω­ση δεν το εξυ­μνού­σε σε βά­ρος του πα­ρό­ντος.

«... τι εί­χε φο­ρέ­σει η Έλεν Τέ­ρι, τι εί­χε πει ο αγα­πη­τός κύ­ριος Χέν­ρι Τζέιμς, τι εί­χε κά­νει η Ντού­ζε...»



Και πράγ­μα­τι, ήταν πά­ντα η τε­λευ­ταία σε­λί­δα, η πα­ρού­σα στιγ­μή που εί­χε τη με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σία. Το ευ­χά­ρι­στο με το Λον­δί­νο ήταν ότι πά­ντα σου έδι­νε κά­τι νέο να δεις, κά­τι και­νού­ριο να συ­ζη­τή­σεις. Έπρε­πε μό­νο να έχεις τα μά­τια σου ανοι­χτά· να κά­θε­σαι στη δι­κή σου κα­ρέ­κλα από τις πέ­ντε έως τις επτά κά­θε μέ­ρα. Κα­θώς κα­θό­ταν στην κα­ρέ­κλα της με τους κα­λε­σμέ­νους γύ­ρω της, στρε­φό­ταν κά­που κά­που στα κλε­φτά και έρι­χνε μια γρή­γο­ρη μα­τιά στο πα­ρά­θυ­ρο, σαν να εί­χε μι­σό μά­τι στραμ­μέ­νο στον δρό­μο, σαν να άκου­γε με μι­σό αφτί τα αυ­το­κί­νη­τα και τα λε­ω­φο­ρεία και τις φω­νές των αγο­ριών που που­λού­σαν εφη­με­ρί­δες κά­τω από το πα­ρά­θυ­ρο. Μα βέ­βαια, κά­τι νέο θα μπο­ρού­σε να συμ­βαί­νει τη στιγ­μή αυ­τή. Δεν θα ’πρε­πε ν’ αφιε­ρώ­νει κα­νείς πο­λύ χρό­νο στο πα­ρελ­θόν και δεν πρέ­πει να δί­νει όλη του την προ­σο­χή στο πα­ρόν.

Τί­πο­τε δεν ήταν πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό και ίσως και λί­γο ανη­συ­χη­τι­κό από την ανυ­πο­μο­νη­σία με την οποία σή­κω­νε το κε­φά­λι και στα­μα­τού­σε τη φρά­ση της στη μέ­ση όταν άνοι­γε η πόρ­τα και η Μα­ρία, πο­λύ πα­χου­λή πια τώ­ρα και λί­γο κου­φή, ανάγ­γελ­λε κά­ποιον νέο επι­σκέ­πτη. Ποιος να έχει έρ­θει; Τι έχει αυ­τός ή αυ­τή να προ­σθέ­σει στη συ­ζή­τη­ση; Όμως η ικα­νό­τη­τά της να τους απο­σπά οτι­δή­πο­τε εί­χαν να προ­σφέ­ρουν, η επι­δε­ξιό­τη­τά της να το ρί­χνει στην κοι­νή τους δε­ξα­με­νή, ήταν τέ­τοια που δεν ενο­χλού­σε κα­νέ­ναν· και ήταν μέ­ρος του ιδιόρ­ρυθ­μου θριάμ­βου της που η πόρ­τα δεν άνοι­γε πο­τέ πο­λύ συ­χνά· ο κύ­κλος δεν ανοί­χτη­κε πο­τέ πέ­ρα από την επιρ­ροή της.

Έτσι αν ήθε­λε κα­νείς να γνω­ρί­σει το Λον­δί­νο όχι μό­νο σαν ένα υπέ­ρο­χο θέ­α­μα, μια αγο­ρά, μια δι­κα­στι­κή αρ­χή, μια κυ­ψέ­λη ερ­γα­τι­κό­τη­τας, αλ­λά και σαν μέ­ρος όπου οι άν­θρω­ποι συ­να­ντιού­νται και συ­ζη­τούν, γε­λούν, πα­ντρεύ­ο­νται και πε­θαί­νουν, ζω­γρα­φί­ζουν, γρά­φουν και παί­ζουν θέ­α­τρο, κυ­βερ­νούν και νο­μο­θε­τούν, ήταν απα­ραί­τη­το να γνω­ρί­σει την κυ­ρία Κρό­ου. Στο σα­λό­νι της τα αμέ­τρη­τα κομ­μά­τια της τε­ρά­στιας μη­τρό­πο­λης έμοια­ζαν να συρ­ρέ­ουν σ’ ένα ζω­ντα­νό, κα­τα­νοη­τό, δια­σκε­δα­στι­κό και ευ­χά­ρι­στο σύ­νο­λο. Τα­ξι­διώ­τες που έλει­παν για χρό­νια, τα­λαι­πω­ρη­μέ­νοι και ηλιο­κα­μέ­νοι που μό­λις εί­χαν επι­στρέ­ψει από την Ιν­δία ή την Αφρι­κή, από μα­κρι­νά τα­ξί­δια και πε­ρι­πέ­τειες ανά­με­σα σε αγρί­ους και τί­γρεις, πή­γαι­ναν κα­τευ­θεί­αν στο μι­κρό σπί­τι στον ήσυ­χο δρό­μο για να οδη­γη­θούν και πά­λι στην καρ­διά του πο­λι­τι­σμού με μια δρα­σκε­λιά. Όμως ακό­μη και το Λον­δί­νο το ίδιο δεν μπο­ρού­σε να κρα­τή­σει την κυ­ρία Κρό­ου στη ζωή για πά­ντα. Εί­ναι γε­γο­νός ότι μια μέ­ρα η κυ­ρία Κρό­ου δεν κα­θό­ταν στην πο­λυ­θρό­να δί­πλα στο τζά­κι τη στιγ­μή που το ρο­λόι έδει­ξε πέ­ντε. Η Μα­ρία δεν άνοι­γε την πόρ­τα· ο κύ­ριος Γκρά­χαμ εί­χε ξε­κολ­λή­σει από το ερ­μά­ριο. Η κυ­ρία Κρό­ου δεν ζει πια και το Λον­δί­νο – όχι, αν και το Λον­δί­νο εξα­κο­λου­θεί να υπάρ­χει, το Λον­δί­νο δεν θα εί­ναι πο­τέ ξα­νά η ίδια πό­λη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: