6. Η προσωπογραφία μιας Λονδρέζας

Η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Τ. Σ. Έλιοτ (1924). National Portrait Gallery, Λονδίνο
Η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Τ. Σ. Έλιοτ (1924). National Portrait Gallery, Λονδίνο

Κανένας δεν μπορεί να πει ότι γνωρίζει το Λονδίνο αν δεν γνωρίζει έναν γνήσιο Κόκνεϊ – αν δεν μπορεί να πάρει έναν παράδρομο, μακριά από τα καταστήματα και τα θέατρα, και να χτυπήσει μια ιδιωτική πόρτα σ’ έναν δρόμο με ιδιωτικές κατοικίες.

Οι ιδιωτικές κατοικίες στο Λονδίνο έχουν την τάση να είναι πολύ όμοιες. Η εξώπορτα οδηγεί σ’ ένα σκοτεινό χολ· από το σκοτεινό χολ ανεβαίνει μια στενή σκάλα· το πλατύσκαλο βγάζει σ’ ένα διπλό καθιστικό και σ’ αυτό το διπλό καθιστικό υπάρχουν δύο καναπέδες σε κάθε πλευρά ενός αναμμένου τζακιού, έξι πολυθρόνες και τρία ψηλά παράθυρα που βλέπουν στον δρόμο. Το τι συμβαίνει στο πίσω μισό του καθιστικού που βλέπει στους κήπους άλλων κατοικιών είναι συχνά θέμα σημαντικών εικασιών. Εδώ όμως μας απασχολεί το μπροστινό μέρος του καθιστικού, επειδή η κυρία Κρόου καθόταν πάντα εκεί σε μια πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι· εκεί ζούσε τη ζωή της· εκεί έπινε το τσάι της.

Το ότι γεννήθηκε σε χωριό φαίνεται, αν και παράξενο, ότι είναι γεγονός. Το ότι μερικές φορές έφευγε από το Λονδίνο, τις θερινές εκείνες εβδομάδες που το Λονδίνο παύει να είναι Λονδίνο, είναι επίσης αλήθεια. Αλλά πού πήγαινε ή τι έκανε όταν ήταν εκτός Λονδίνου, όταν η καρέκλα της ήταν άδεια, το τζάκι της σβηστό και το τραπέζι της άστρωτο, κανείς δεν ήξερε ούτε μπορούσε να φανταστεί. Η εικόνα της κυρίας Κρόου με το μαύρο της φόρεμα και το βέλο της και το καπέλο της να περπατά σ’ ένα χωράφι ανάμεσα σε γογγύλια ή ν’ ανεβαίνει σ’ έναν λόφο όπου έβοσκαν αγελάδες ξεπερνά και την πιο τρελή φαντασία.

Εκεί δίπλα στη φωτιά τον χειμώνα, δίπλα στο παράθυρο το καλοκαίρι, είχε καθίσει εξήντα χρόνια – αλλά όχι μόνη. Υπήρχε πάντα κάποιος στην πολυθρόνα απέναντί της που την είχε επισκεφτεί. Και πριν περάσουν δέκα λεπτά από τότε που είχε καθίσει ο πρώτος επισκέπτης, άνοιγε η πόρτα πάντα και η Μαρία, η υπηρέτρια, με τα πεταχτά μάτια και τα πεταχτά δόντια, που για εξήντα χρόνια άνοιγε την πόρτα, την άνοιγε για άλλη μια φορά και ανάγγελλε έναν δεύτερο επισκέπτη· και μετά έναν τρίτο, και μετά έναν τέταρτο.

Ένα τετ-α-τετ με την κυρία Κρόου δεν συνέβη ποτέ. Αντιπαθούσε τα τετ-α-τετ. Αυτό ήταν μέρος μιας εκκεντρικότητας που μοιραζόταν με πολλές οικοδέσποινες, το ότι δεν είχε ποτέ ιδιαίτερα οικεία σχέση με άλλους ανθρώπους. Για παράδειγμα, στη γωνία δίπλα στο ερμάριο καθόταν πάντα ένας ηλικιωμένος κύριος – που έδειχνε να είναι μέρος αυτού του αξιοθαύμαστου επίπλου του δέκατου όγδοου αιώνα, όσο και τα ίδια του τα μπρούτζινα πόδια. Πάντα όμως εκείνη τον αποκαλούσε κύριο Γκράχαμ – ποτέ Τζον, ποτέ Ουίλιαμ, αν και μερικές φορές τον αποκαλούσε «αγαπητέ κύριε Γκράχαμ» σαν για να επισημαίνει το γεγονός ότι τον γνώριζε εξήντα χρόνια. Η αλήθεια ήταν ότι δεν την ήθελε την οικειότητα· ήθελε τον διάλογο. Η οικειότητα γεννά τελικά σιωπή, και τη σιωπή την απεχθανόταν. Πρέπει να γίνεται συζήτηση και πρέπει αυτή να είναι γενική και πρέπει να αφορά τα πάντα. Δεν πρέπει να εμβαθύνει πολύ και δεν πρέπει να παραείναι έξυπνη, γιατί αν προχωρούσε πολύ προς κάποια από αυτές τις κατευθύνσεις, ήταν σίγουρο ότι κάποιος δεν θα αισθανόταν μέρος της και θα προσηλωνόταν στο να κρατά σε ισορροπία το φλιτζάνι με το τσάι του χωρίς να λέει λέξη.

Έτσι το σαλόνι της κυρίας Κρόου δεν είχε πολλά κοινά με τα περίφημα σαλόνια των συγγραφέων απομνημονευμάτων. Άνθρωποι έξυπνοι έρχονταν συχνά εδώ: δικαστές, γιατροί, βουλευτές, συγγραφείς, μουσικοί, άνθρωποι που είχαν ταξιδέψει, άνθρωποι που έπαιζαν πόλο, ηθοποιοί και απόλυτες ασημαντότητες, αλλά αν κάποιος έλεγε κάτι ευφυές, μάλλον εκλαμβανόταν ως παραβίαση των κανόνων συμπεριφοράς – ένα ατύχημα που το αγνοούσαν, σαν ένα ακατάπαυστο φτάρνισμα ή κάποια καταστροφή μ’ ένα μάφιν. Η συζήτηση που ευχαριστούσε και ενέπνεε την κυρία Κρόου ήταν μια ωραιοποιημένη εκδοχή του κουτσομπολιού, κάτι συνηθισμένο σε χωριό. Το χωριό ήταν το Λονδίνο και το κουτσομπολιό αφορούσε τη ζωή στο Λονδίνο. Το μεγάλο όμως χάρισμα της κυρίας Κρόου ήταν να κάνει την τεράστια μητρόπολη να φαίνεται μικρή σαν χωριό με μια εκκλησία, μια έπαυλη και είκοσι πέντε αγροικίες. Είχε πληροφορίες από πρώτο χέρι για κάθε θεατρικό έργο, κάθε νέα ταινία, κάθε δίκη, κάθε υπόθεση διαζυγίου. Ήξερε ποιος παντρευόταν, ποιος είχε πεθάνει, ποιος βρισκόταν στην πόλη και ποιος είχε φύγει. Θα είχε αναφέρει το γεγονός ότι μόλις είχε δει το αυτοκίνητο της λαίδης Άμπλεμπι να περνάει και θα είχε τολμήσει να μαντέψει ότι πήγαινε να επισκεφτεί την κόρη της, της οποίας το μωρό είχε γεννηθεί χθες βράδυ, ακριβώς όπως μια γυναίκα του χωριού μιλάει για τη σύζυγο του γαιοκτήμονα που πάει με το αυτοκίνητό της στον σταθμό να συναντήσει τον κ. Τζον που αναμένεται από την πόλη.

Και καθώς είχε κάνει τις παρατηρήσεις αυτές τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια, είχε αποκτήσει ένα εκπληκτικό απόθεμα πληροφοριών για τις ζωές άλλων ανθρώπων. Όταν ο κύριος Σμέντλι, για παράδειγμα, είπε ότι η κόρη του είχε αρραβωνιαστεί με τον Άρθουρ Μπίτσαμ, η κυρία Κρόου παρατήρησε αμέσως ότι στην περίπτωση αυτή θα ήταν ανιψιά τής ξαδέρφης τής κυρίας Φάιερμπρεϊς και κατά μια έννοια και ανιψιά τής κυρίας Μπερνς από τον πρώτο της γάμο με τον κύριο Μίντσιν στο Μπλακγουότερ Γκρέιντζ. Αλλά η κυρία Κρόου καθόλου δεν ήταν καμιά σνομπ. Ήταν μια απλή συλλέκτρια σχέσεων· και η εκπληκτική ικανότητά της από την άποψη αυτή βοηθούσε να δίνει έναν ζεστά οικογενειακό χαρακτήρα στις συγκεντρώσεις της, γιατί είναι εκπληκτικό πόσοι άνθρωποι είναι εικοστά ξαδέρφια και δεν το ξέρουν.

Έτσι το να γίνεις δεκτός στο σπίτι της κυρίας Κρόου σήμαινε ότι γίνεσαι μέλος μιας λέσχης και η συνδρομή που έπρεπε να πληρώσεις ήταν ένας αριθμός κουτσομπολιών τον χρόνο. Η πρώτη σκέψη πολλών ανθρώπων, όταν ένα σπίτι έπιανε φωτιά ή έσπαγαν οι σωλήνες ή η υπηρέτρια το είχε σκάσει με τον μπάτλερ, πρέπει να ήταν «Θα τρέξω να το πω στην κυρία Κρόου». Αλλά κι εδώ ήταν αναγκαίο να τηρηθούν οι κανόνες. Ορισμένα άτομα είχαν το δικαίωμα να έρχονται εδώ το μεσημέρι· άλλοι, και αυτοί ήταν οι πιο πολλοί, έπρεπε να βρίσκονται εδώ μεταξύ πέντε και εφτά. Η παρέα που είχε το προνόμιο να δειπνεί με την κυρία Κρόου ήταν μικρή. Ίσως μόνο ο κύριος Γκράχαμ και η κυρία Μπερκ δειπνούσαν μαζί της, γιατί δεν ήταν πλούσια γυναίκα. Το μαύρο φόρεμά της ήταν λίγο φθαρμένο· η διαμαντένια καρφίτσα της ήταν πάντα η ίδια διαμαντένια καρφίτσα. Το αγαπημένο της γεύμα ήταν το τσάι, γιατί το να προσφέρει ένα ελαφρύ γεύμα με τσάι ήθελε λίγα χρήματα και το γεύμα αυτό έχει την προσαρμοστικότητά του, κάτι που ταίριαζε στην κοινωνική της φύση. Αλλά είτε ήταν μεσημεριανό είτε τσάι, το γεύμα είχε έναν ξεχωριστό χαρακτήρα, όπως το φόρεμα και τα κοσμήματά της τής ταίριαζε απολύτως και είχε τη δική του χάρη. Θα υπήρχε ένα ιδιαίτερο κέικ, μια ιδιαίτερη πουτίγκα – κάτι που ήταν χαρακτηριστικό για το σπίτι και μέρος του νοικοκυριού, όσο και η Μαρία η παλιά υπηρέτρια ή ο κύριος Γκράχαμ, ο παλιός φίλος, ή το παλιό εμπριμέ ύφασμα στην καρέκλα ή το παλιό χαλί στο πάτωμα.

Είναι αλήθεια ότι η κυρία Κρόου έπρεπε μερικές φορές να πάρει λίγο αέρα, ότι μερικές φορές ήταν καλεσμένη για μεσημεριανό ή τσάι σε σπίτια άλλων. Αλλά στην κοινωνία φαινόταν λιγομίλητη και με αποσπασματικό λόγο και ημιτελή σαν να είχε πάει στον γάμο ή στο δείπνο ή στην κηδεία απλά για να μαζέψει λίγα θραύσματα ειδήσεων, τα οποία χρειαζόταν για να συμπληρώσει το δικό της απόθεμα. Έτσι σπάνια μπορούσαν να την πείσουν να καθίσει· ήταν πάντα στο τρέξιμο. Έμοιαζε παράταιρη ανάμεσα στις καρέκλες και τα τραπέζια άλλων· έπρεπε να έχει τα δικά της εμπριμέ υφάσματα και το δικό της ερμάριο και τον δικό της κύριο Γκράχαμ δίπλα σ’ αυτό για να είναι παντελώς ο εαυτός της. Με τα χρόνια οι μικρές αυτές αποδράσεις στον έξω κόσμο ουσιαστικά σταμάτησαν. Είχε κάνει τη φωλιά της τόσο συμπαγή και τόσο τέλεια που ο εξωτερικός κόσμος δεν είχε κάποιο φτερό ή κλαδάκι να της προσθέσει. Επιπλέον, οι δικοί της παλιοί φίλοι ήταν τόσο πιστοί που μπορούσε να τους εμπιστεύεται να της μεταφέρουν οποιαδήποτε μικρή είδηση που ήταν ικανή να επεκτείνει τη συλλογή της. Ήταν περιττό ν’ αφήνει την καρέκλα της δίπλα στο τζάκι τον χειμώνα ή δίπλα στο παράθυρο το καλοκαίρι. Και καθώς περνούσαν τα χρόνια οι γνώσεις της γίνονταν όχι πιο βαθιές – η εμβάθυνση ήταν πέρα από τις ικανότητές της – αλλά πιο μεστές και πιο πλήρεις. Έτσι, αν ένα νέο θεατρικό έργο είχε μεγάλη επιτυχία, η κυρία Κρόου την επόμενη μέρα μπορούσε όχι απλώς να διηγηθεί το γεγονός με λίγη δόση απολαυστικού κουτσομπολιού από τα παρασκήνια, αλλά ήταν σε θέση ν’ ανακαλέσει άλλες πρεμιέρες, τη δεκαετία του ογδόντα, του ενενήντα, και να περιγράψει τι είχε φορέσει η Έλεν Τέρι, τι είχε κάνει η Ντούζε, τι είχε πει ο αγαπητός κύριος Χένρι Τζέιμς – τίποτε πολύ αξιόλογο πιθανώς. Καθώς όμως μιλούσε ήταν λες και εξιστορούσε ανάλαφρα όλες τις σελίδες για τη ζωή του Λονδίνου τα περασμένα πενήντα χρόνια προς ευχαρίστηση όλων. Υπήρχαν πολλές σελίδες· και η εικονογράφησή τους ήταν ζωντανή και φανταχτερή και έδειχνε διάσημους ανθρώπους· η κυρία Κρόου όμως σε καμιά περίπτωση δεν ζούσε στο παρελθόν – σε καμιά περίπτωση δεν το εξυμνούσε σε βάρος του παρόντος.

«... τι είχε φορέσει η Έλεν Τέρι, τι είχε πει ο αγαπητός κύριος Χένρι Τζέιμς, τι είχε κάνει η Ντούζε...»



Και πράγματι, ήταν πάντα η τελευταία σελίδα, η παρούσα στιγμή που είχε τη μεγαλύτερη σημασία. Το ευχάριστο με το Λονδίνο ήταν ότι πάντα σου έδινε κάτι νέο να δεις, κάτι καινούριο να συζητήσεις. Έπρεπε μόνο να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά· να κάθεσαι στη δική σου καρέκλα από τις πέντε έως τις επτά κάθε μέρα. Καθώς καθόταν στην καρέκλα της με τους καλεσμένους γύρω της, στρεφόταν κάπου κάπου στα κλεφτά και έριχνε μια γρήγορη ματιά στο παράθυρο, σαν να είχε μισό μάτι στραμμένο στον δρόμο, σαν να άκουγε με μισό αφτί τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία και τις φωνές των αγοριών που πουλούσαν εφημερίδες κάτω από το παράθυρο. Μα βέβαια, κάτι νέο θα μπορούσε να συμβαίνει τη στιγμή αυτή. Δεν θα ’πρεπε ν’ αφιερώνει κανείς πολύ χρόνο στο παρελθόν και δεν πρέπει να δίνει όλη του την προσοχή στο παρόν.

Τίποτε δεν ήταν πιο χαρακτηριστικό και ίσως και λίγο ανησυχητικό από την ανυπομονησία με την οποία σήκωνε το κεφάλι και σταματούσε τη φράση της στη μέση όταν άνοιγε η πόρτα και η Μαρία, πολύ παχουλή πια τώρα και λίγο κουφή, ανάγγελλε κάποιον νέο επισκέπτη. Ποιος να έχει έρθει; Τι έχει αυτός ή αυτή να προσθέσει στη συζήτηση; Όμως η ικανότητά της να τους αποσπά οτιδήποτε είχαν να προσφέρουν, η επιδεξιότητά της να το ρίχνει στην κοινή τους δεξαμενή, ήταν τέτοια που δεν ενοχλούσε κανέναν· και ήταν μέρος του ιδιόρρυθμου θριάμβου της που η πόρτα δεν άνοιγε ποτέ πολύ συχνά· ο κύκλος δεν ανοίχτηκε ποτέ πέρα από την επιρροή της.

Έτσι αν ήθελε κανείς να γνωρίσει το Λονδίνο όχι μόνο σαν ένα υπέροχο θέαμα, μια αγορά, μια δικαστική αρχή, μια κυψέλη εργατικότητας, αλλά και σαν μέρος όπου οι άνθρωποι συναντιούνται και συζητούν, γελούν, παντρεύονται και πεθαίνουν, ζωγραφίζουν, γράφουν και παίζουν θέατρο, κυβερνούν και νομοθετούν, ήταν απαραίτητο να γνωρίσει την κυρία Κρόου. Στο σαλόνι της τα αμέτρητα κομμάτια της τεράστιας μητρόπολης έμοιαζαν να συρρέουν σ’ ένα ζωντανό, κατανοητό, διασκεδαστικό και ευχάριστο σύνολο. Ταξιδιώτες που έλειπαν για χρόνια, ταλαιπωρημένοι και ηλιοκαμένοι που μόλις είχαν επιστρέψει από την Ινδία ή την Αφρική, από μακρινά ταξίδια και περιπέτειες ανάμεσα σε αγρίους και τίγρεις, πήγαιναν κατευθείαν στο μικρό σπίτι στον ήσυχο δρόμο για να οδηγηθούν και πάλι στην καρδιά του πολιτισμού με μια δρασκελιά. Όμως ακόμη και το Λονδίνο το ίδιο δεν μπορούσε να κρατήσει την κυρία Κρόου στη ζωή για πάντα. Είναι γεγονός ότι μια μέρα η κυρία Κρόου δεν καθόταν στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι τη στιγμή που το ρολόι έδειξε πέντε. Η Μαρία δεν άνοιγε την πόρτα· ο κύριος Γκράχαμ είχε ξεκολλήσει από το ερμάριο. Η κυρία Κρόου δεν ζει πια και το Λονδίνο – όχι, αν και το Λονδίνο εξακολουθεί να υπάρχει, το Λονδίνο δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια πόλη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: