Έξω από τη Βουλή των Κοινοτήτων βρίσκονται τα αγάλματα μεγάλων πολιτικών, μαύρα και καλαίσθητα και γυαλιστερά σαν θαλάσσιοι λέοντες που μόλις αναδύθηκαν από το νερό. Και μέσα στη Βουλή των Κοινοτήτων, σ’ αυτές τις εκτεθειμένες στα ρεύματα και στις αντηχήσεις αίθουσες, όπου οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, παίρνουν πράσινες κάρτες από αστυνομικούς, κάνουν ερωτήσεις, κοιτούν επίμονα, πλησιάζουν βουλευτές, ακολουθούν από κοντά δασκάλους, γνέφουν και γελούν και μεταφέρουν μηνύματα και διασχίζουν γρήγορα παλινδρομικές πόρτες με έγγραφα και χαρτοφύλακες και όλα τ’ άλλα εμβλήματα που μιλούν για επαγγέλματα και τρεχαλητά, κι εδώ επίσης υπάρχουν αγάλματα – του Γκλάντστοουν, του Γκράνβιλ, του λόρδου Τζον Ράσελ – άσπρα αγάλματα που με άσπρα μάτια ατενίζουν την παλιά θέα που είναι γεμάτη ζωή και κίνηση, στην οποία, όχι και τόσο πολύ πριν, συμμετείχαν και αυτοί.
Δεν υπάρχει τίποτε αξιοσέβαστο ή πολυκαιρισμένο ή εύηχο ή τελετουργικό εδώ. Μια τραχιά φωνή που βροντοφωνάζει «Ο Πρόεδρος!» προαναγγέλλει το πέρασμα με βαρύ βηματισμό μιας λιτής δημοκρατικής πομπής, η οποία παίρνει τη μοναδική της επιβλητικότητα από το σκήπτρο και την περούκα και την τήβεννο του Προέδρου και τα χρυσά διακριτικά των αρχισερβιτόρων. Η τραχιά φωνή βροντοφωνάζει πάλι: «Βγάλτε τα καπέλα, επισκέπτες!» Οπότε μια σειρά από σκουρόχρωμα τσόχινα καπέλα υψώνονται υπάκουα και οι αρχισερβιτόροι υποκλίνονται βαθιά. Αυτό είναι όλο. Και όμως η βροντερή φωνή, η μαύρη τήβεννος, ο κτύπος των ποδιών στο πέτρινο δάπεδο, το σκήπτρο και τα σκουρόχρωμα τσόχινα καπέλα υποδηλώνουν με κάποιον τρόπο, καλύτερα από τα πορφυρά και τις σάλπιγγες, ότι οι βουλευτές παίρνουν τις θέσεις τους στη δική τους Βουλή για να συνεχίσουν τη διαδικασία διακυβέρνησης της χώρας τους. Όσο ασαφής και αν είναι η ιστορία μας, κατά κάποιο τρόπο αισθανόμαστε ότι εμείς οι απλοί άνθρωποι κερδίσαμε αυτό το δικαίωμα πριν από αιώνες και το έχουμε διατηρήσει για πολλούς αιώνες, και το σκήπτρο είναι το σκήπτρο μας και ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου είναι ο πρόεδρός μας, και δεν έχουμε ανάγκη από σάλπιγγες και χρυσά και πορφυρά για να δείξουμε στον εκπρόσωπό μας τον δρόμο για τη Βουλή των Κοινοτήτων μας.
Σίγουρα η δική μας Βουλή των Κοινοτήτων από μέσα δεν είναι καθόλου αριστοκρατική ή μεγαλειώδης ή έστω περίβλεπτη. Είναι φθαρμένη και άσχημη όσο οποιαδήποτε μεσαίου μεγέθους δημόσια αίθουσα. Η δρύινη επένδυση έχει φυσικά ένα ξεφτισμένο κίτρινο χρώμα. Τα παράθυρα είναι φυσικά διακοσμημένα με άσχημα οικόσημα. Το πάτωμα είναι φυσικά στρωμένο με κόκκινους διαδρόμους. Οι πάγκοι είναι φυσικά καλυμμένοι με ανθεκτικό δέρμα. Όπου και αν κοιτάξει κανείς λέει «φυσικά». Είναι μια ακατάστατη, ανεπίσημη συνέλευση. Λευκά φύλλα χαρτιού φαίνεται να σκορπίζουν συνεχώς στο πάτωμα. Κόσμος μπαινοβγαίνει πάντα ασταμάτητα. Άντρες ψιθυρίζουν και κουτσομπολεύουν και χωρατεύουν ο ένας πάνω από το κεφάλι τού άλλου. Οι παλινδρομικές πόρτες ανοιγοκλείνουν διαρκώς. Ακόμη και το κεντρικό νησίδιο ελέγχου και αξιοπρέπειας, όπου κάθεται ο Πρόεδρος κάτω από το στέγαστρό του, είναι ένα εκκολαπτήριο για ανέμελα μέλη που φαίνεται να παρακολουθούν τις διαδικασίες με την άνεσή τους. Πόδια αράζουν στην άκρη του τραπεζιού, όπου είναι τοποθετημένο το σκήπτρο· και τα μυστικά που αναπαύονται στις δύο κασέλες με τα μπρούτζινα περιβλήματα εκατέρωθεν του τραπεζιού δεν είναι απρόσβλητα από σποραδικές κλοτσοπατινάδες. Καθώς προσγειώνεται και απογειώνεται, κινείται και αράζει η Βουλή των Κοινοτήτων θυμίζει σμήνος πουλιών που αράζει σε μια άπλα οργωμένης γης. Ποτέ αυτά δεν κάθονται περισσότερο από λίγα λεπτά· μερικά πετούν και χάνονται πάντα μακριά, άλλα πάντα επιστρέφουν και κάθονται πάλι εκεί. Και από τη συνάθροιση αναδύεται η φλυαρία, το κράξιμο, το ρέκασμα ενός σμήνους πουλιών, τα οποία μαλώνουν χαρούμενα και με σκόρπια ζωντάνια για κάποιον σπόρο, κάποιο σκουλήκι ή κάποιον θαμμένο κόκκο σιτάρι.
Κάποιος πρέπει να πει αυστηρά στον εαυτό του: «Αυτή είναι όμως η Βουλή των Κοινοτήτων. Εδώ κρίνεται η μοίρα του κόσμου. Εδώ έδωσαν μάχες ο Γκλάντστοουν και ο Πάλμερστον και ο Ντισραέλι. Οι άντρες αυτοί μας κυβερνούν. Υπακούμε στις εντολές τους κάθε μέρα του χρόνου. Οι τσέπες μας είναι στο έλεός τους. Αυτοί αποφασίζουν πόσο γρήγορα θα οδηγούμε τ’ αυτοκίνητά μας στο Χάιντ Παρκ και αν θα έχουμε πόλεμο ή ειρήνη.» Πρέπει όμως να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι, καθώς φαίνεται, όλοι αυτοί δεν διαφέρουν πολύ από άλλους ανθρώπους. Το επίπεδο ενδυμασίας είναι ίσως αρκετά υψηλό. Βλέπουμε εκεί κάτω μερικά από τα πιο αστραφτερά ψηλά καπέλα που μπορείς ακόμη να δεις στην Αγγλία. Εδώ και εκεί λάμπει μια υπέροχη κατακόκκινη μπουτονιέρα. Αναμφίβολα ήταν όλοι πάντα χορτάτοι και έχουν λάβει καλή εκπαίδευση. Με τις συζητήσεις τους και το γέλιο τους όμως, με την καλή τους διάθεση, την ανυπομονησία και την ασέβειά τους δεν είναι ούτε στο ελάχιστο πιο συνετοί ούτε πιο αξιοπρεπείς ούτε πιο αξιοσέβαστοι από οποιαδήποτε άλλη συνεύρεση πολιτών που συναντήθηκαν για να συζητήσουν ενοριακά θέματα ή να δώσουν βραβεία για παχιά βόδια. Έτσι είναι. Μετά από λίγο όμως αρχίζει κανείς να υποψιάζεται κάποια περίεργη διαφορά. Αντιλαμβανόμαστε ότι η Βουλή των Κοινοτήτων είναι ένα σώμα με τον δικό του χαρακτήρα· υπάρχει εδώ και πολύ καιρό· έχει τους δικούς της νόμους και τα δικά της προνόμια. Έχει τον δικό της τρόπο να είναι ανευλαβής· και έτσι, κατά πάσα πιθανότητα, είναι επίσης ευλαβής με τον τρόπο της. Εφαρμόζει κατά κάποιον τρόπο έναν δικό της κώδικα. Όσοι αγνοούν τον κώδικα αυτόν τιμωρούνται ανελέητα· όσοι συμφωνούν με αυτόν συγχωρούνται εύκολα. Τι καταδικάζεται και τι συγχωρείται όμως μόνο όσοι έχουν μυηθεί στα μυστικά της Βουλής των Κοινοτήτων το ξέρουν. Το μόνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι ότι υπάρχουν μυστικά. Όπως καθόμαστε ψηλά εδώ, υπό την εποπτεία ενός αξιωματούχου που ακολουθεί την επικρατούσα ανεπισημότητα, σταυρώνοντας τα πόδια του και κρατώντας βιαστικά σημειώσεις στο γόνατό του, είμαστε βέβαιοι ότι τίποτε δεν είναι πιο εύκολο από το να πούμε κάτι λάθος είτε με λάθος χαλαρότητα είτε με λάθος σοβαρότητα, και ότι κανένα πιστοποιητικό αρετής, ευφυΐας, ανδρείας δεν είναι εδώ εγγύηση για επιτυχία, αν κάτι ακόμη – κάποια απροσδιόριστη ποιότητα – λείπει.
Πώς όμως, αναρωτιέται κανείς ενθυμούμενος την πλατεία της Βουλής, θα μεταμορφωθούν σε αγάλματα κάποιοι απ’ αυτούς τους ικανούς, περιποιημένους κυρίους; Για τον Γκλάντστοουν, τον Πιτ ή και για τον Πάλμερστον ακόμη η μετάβαση ήταν πολύ εύκολη. Κοιτάξτε όμως τον κ. Μπάλντουιν. Μοιάζει εντελώς με γαιοκτήμονα που βοσκάει γουρούνια· πώς θα μπορέσει ν’ ανεβεί σε βάθρο και με ευπρέπεια να τυλιχτεί με μαύρο μαρμάρινο ρούχο; Κανένα άγαλμα που δεν εκπέμπει τη λάμψη του ψηλού καπέλου του Σερ Όστεν δεν θα μπορούσε να τον δικαιώσει. Το σώμα του κ. Χέντερσον δείχνει αντίθετο στην πελιδνότητα και αυστηρότητα του μαρμάρου. Καθώς στέκεται εκεί και απαντά σε ερωτήσεις, η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα του λάμπει κατακόκκινη και τα κίτρινα μαλλιά του φαίνεται να έχουν πατηθεί με βρεγμένη βούρτσα πριν από δέκα λεπτά. Ο σερ Ουίλιαμ Τζόουιτ βέβαια θα μπορούσε, αν κάποιος τού έβγαζε το λεπτεπίλεπτο παπιγιόν του, να ποζάρει σε κάποιον γλύπτη για μια προτομή κοντά στο ύφος του βασιλικού συζύγου. Ο Ράμσεϊ ΜακΝτόναλντ έχει ιδιαίτερα «χαρακτηριστικά», όπως λένε οι φωτογράφοι, και θα μπορούσε να γεμίσει μια μαρμάρινη καρέκλα σε μια δημόσια πλατεία χωρίς να δείχνει εμφανώς γελοίος. Αλλά για τους υπόλοιπους η μετατροπή τους σε μάρμαρο είναι αδιανόητη. Δραστήριοι, ασεβείς, συνηθισμένοι, χοντρομύτες, κοκκινομάγουλοι, γαιοκτήμονες, δικηγόροι, επιχειρηματίες – η πρωταρχική ποιότητά τους, η τεράστια αρετή τους έγκειται σίγουρα στο γεγονός ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο φυσιολογικό, σύνηθες, αξιοπρεπές σύνολο ανθρώπων και στα τέσσερα βασίλεια. Το αστραφτερό μάτι, το ψηλό φρύδι, το νευρικό, ευαίσθητο χέρι – αυτά θα ήταν ανάρμοστα και παράταιρα εδώ. Ο ασυνήθιστος άνθρωπος θα γινόταν κομμάτια από τα ράμφη όλων αυτών των χαρούμενων σπουργιτιών. Δέστε με πόση ασέβεια αντιμετωπίζουν τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, ο οποίος πρέπει να δέχεται να εξετάζεται και να ανακρίνεται από κάποιον νεαρό που φαίνεται να έχει ξεπηδήσει από μια βάρκα στο ποτάμι· ή πάλι να τον διακόπτει αγενώς ένας κοντόχοντρος άντρας, ο οποίος, αν το κρίνω από την προφορά του, πρέπει να γέμιζε με ζάχαρη μπλε σακουλάκια πίσω από κάποιον πάγκο πριν έρθει στο Ουέστμινστερ. Κανένας τους δεν δείχνει το παραμικρό ίχνος δέους ή ευλάβειας. Αν, μια απ’ αυτές τις μέρες, ο Πρωθυπουργός μεταμορφωθεί σε άγαλμα, την αποθέωση αυτή δεν θα τη γνωρίσει εδώ στην ασεβή Βουλή των Κοινοτήτων.
Όλο αυτό το διάστημα ο πυρετός των ερωταποκρίσεων πήγαινε σύννεφο· ώσπου τελικά όλα σταμάτησαν. Ο Υπουργός Εξωτερικών σηκώθηκε, ύψωσε μερικές δακτυλογραφημένες σελίδες και διάβασε με καθαρή και αποφασιστική φωνή μια δήλωση για κάποιο πρόβλημα με τη Γερμανία. Είχε συναντήσει την Παρασκευή τον Γερμανό πρέσβη στο Υπουργείο Εξωτερικών· είχε πει το ένα, είχε πει το άλλο. Τη Δευτέρα είχε πεταχτεί στο Παρίσι και είχε συναντήσει τον κ. Μπριάν. Είχαν συμφωνήσει για το ένα, είχαν προτείνει το άλλο. Πιο απλή, πιο σοβαρή, πιο συγκεκριμένη δήλωση δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί. Και καθώς μιλούσε τόσο ευθέως, με τόσο αποφασιστικό τόνο, φάνηκε ένας ακατέργαστος ογκόλιθος να υψώνεται πέρα στα κυβερνητικά έδρανα. Με άλλα λόγια, καθώς άκουγε κανείς τον Υπουργό Εξωτερικών να προσπαθεί να χειριστεί τις σχέσεις μας με τη Γερμανία, φαινόταν ξεκάθαρα ότι αυτοί οι συνηθισμένοι μεθοδικοί άνδρες είναι υπεύθυνοι για πράξεις που θα συνεχίσουν να επηρεάζουν ακόμη και όταν τα κόκκινα μάγουλά τους και τα ψηλά καπέλα και τα καρό παντελόνια τους θα έχουν γίνει χώμα και σκόνη. Θέματα ιστορικών στιγμών που επηρεάζουν την ευτυχία των ανθρώπων και τις τύχες κρατών δίνουν σ’ αυτούς τους πολύ συνηθισμένους ανθρώπινους μια λαξεμένη, σκαλιστή μορφή. Πάνω σ’ αυτό το υλικό της κοινής ανθρωπότητας αποτυπώνεται η σφραγίδα μιας τεράστιας μηχανής. Και η ίδια η μηχανή και ο άνθρωπος πάνω στον οποίο μπαίνει η σφραγίδα της μηχανής είναι όντα απλά, ανέκφραστα, απρόσωπα.
Υπήρξε μια εποχή που ο Υπουργός Εξωτερικών παραποιούσε τα γεγονότα, έπαιζε με αυτά, τα διαμόρφωνε και χρησιμοποιούσε κάθε είδους τέχνασμα και όλη του την ευγλωττία για να τα κάνει να φαίνονται όπως ήθελε αυτός να φαίνονται στους ανθρώπους που έπρεπε ν’ αποδεχτούν τη βουλή του. Δεν ήταν ο συνηθισμένος σκληρά εργαζόμενος επαγγελματίας, με το μικρό του αυτοκίνητο και τη βίλα του και με μια μεγάλη επιθυμία να έχει ένα ελεύθερο απόγευμα για να παίζει γκολφ με τους γιους και τις κόρες του σε μια χλωροσιά στο Σάρεϊ. Ο υπουργός ήταν κάποτε ντυμένος όπως απαιτούσε ο ρόλος του. Φραστικές εκρήξεις και αγορεύσεις δονούσαν τον αέρα. Κάποιοι έπρεπε να πεισθούν, να πιεστούν περιτέχνως, να χειραγωγηθούν. Ο Πιτ βροντοφώναζε, ο Μπερκ ήταν μεγαλειώδης. Η ατομικότητα ήταν ελεύθερη να θριαμβεύει. Κανένας άνθρωπος σήμερα δεν μπορεί ν’ αντέξει την πίεση των ανθρώπινων προβλημάτων. Τον πλημμυρίζουν και τον πνίγουν· τον κάνουν απρόσωπο, ανώνυμο, ένα απλό όργανό τους. Η διαχείριση των υποθέσεων πέρασε από τα χέρια μεμονωμένων ατόμων στα χέρια επιτροπών. Ακόμη και οι επιτροπές μπορούν μόνο να δώσουν συμβουλές και να τις επισπεύσουν και να τις παραπέμψουν σε άλλες επιτροπές. Προσωπικές περιπλοκές και χάρες είναι παγίδες που εμποδίζουν τις υποθέσεις. Το πιο αναγκαίο είναι η ταχύτητα. Χίλια πλοία δένουν στις αποβάθρες κάθε εβδομάδα. Δεν είναι πολλές χιλιάδες οι υποθέσεις που πρέπει να κρίνονται καθημερινά στη Βουλή των Κοινοτήτων; Έτσι, αν θα στήνονται αγάλματα, θα γίνονται όλο και πιο μονοκόμματα, απλά και απρόσωπα. Θα παύσουν ν’ απεικονίζουν τα κολάρα του Γκλάντστοουν, τη μπούκλα του Ντίζι και το αχυρένιο τσουλούφι του Πάλμερστον. Θα είναι σαν βάθρα από γρανίτη που τοποθετούνται σε κορυφές χερσότοπων για να σηματοδοτούν μάχες. Οι μέρες των μοναδικών ανδρών και της προσωπικής εξουσίας έχουν περάσει. Η ευστροφία, οι επικρίσεις και το πάθος δεν χρειάζονται πια. Ο κ. ΜακΝτόναλντ δεν απευθύνεται στα μικρά μεμονωμένα αυτιά του ακροατηρίου του στη Βουλή των Κοινοτήτων, αλλά σε άντρες και γυναίκες σε εργοστάσια, σε καταστήματα, σε αγροκτήματα στις σαβάνες, σε χωριά της Ινδίας. Μιλάει σε όλους τους ανθρώπους παντού, όχι σ’ εμάς που καθόμαστε εδώ. Γι’ αυτό και οι δηλώσεις του είναι σαφείς, σοβαρές και εντελώς απρόσωπες. Αν όμως οι μέρες του μικρού ιδιαίτερου αγάλματος έχουν περάσει, γιατί να μη ξημερώσει η εποχή της αρχιτεκτονικής; Αυτό το ερώτημα τίθεται από μόνο του καθώς φεύγουμε από τη Βουλή των Κοινοτήτων. Το Ουέστμινστερ Χολ υψώνει την τεράστια αξιοπρέπειά του καθώς απομακρυνόμαστε. Μικροί άντρες και μικρές γυναίκες διασχίζουν αθόρυβα το πάτωμα. Μορφές που φαίνονται μικροσκοπικές, αξιολύπητες ίσως, αλλά και σεβάσμιες και όμορφες κάτω από το τόξο του απέραντου τρούλου, κάτω από τον όγκο των τεράστιων κιόνων. Κάποιοι δεν θα είχαν αντίρρηση να είναι ένα μικρό ανώνυμο ζώο μέσα σ’ έναν τεράστιο καθεδρικό ναό. Ας ξαναχτίσουμε λοιπόν τον κόσμο σαν μια υπέροχη αίθουσα. Ας σταματήσουμε να στήνουμε αγάλματα με επιγραφές για ανέφικτες αρετές.
Ας δούμε αν η δημοκρατία που χτίζει αίθουσες μπορεί να υπερβεί την αριστοκρατία που λαξεύει αγάλματα. Όμως υπάρχουν ακόμη αμέτρητοι αστυνομικοί. Ένας μπλε γίγαντας στέκεται σε κάθε πόρτα για να ελέγχει ότι δεν επισπεύδουμε την επίτευξη της δημοκρατίας μας υπερβολικά γρήγορα. «Η είσοδος επιτρέπεται μόνο Σάββατα μεταξύ δέκα και δώδεκα.» Αυτό είναι το είδος της ανακοίνωσης που συγκρατεί την πρόοδο που ονειρευόμαστε. Και μήπως δεν οφείλουμε ν’ αναγνωρίζουμε μια ιδιαίτερη τάση στο διεφθαρμένο μυαλό μας που υποκύπτει στη δύναμη της συνήθειας να σταματά και να σκέφτεται: «Εδώ στεκόταν ο βασιλιάς Κάρολος όταν τον καταδίκασαν σε θάνατο· εδώ ο κόμης του Έσεξ· και ο Γκάι Φοκς· και ο Σερ Τόμας Μορ.» Φαίνεται ότι το μυαλό, καθώς πετά στο κενό διάστημα, αρέσκεται να κουρνιάζει πάνω σε κάποια σπουδαία μύτη, σε κάποιο χέρι που τρέμει. Λατρεύει το αστραφτερό μάτι, το αψιδωτό μέτωπο, το ασυνήθιστο, το ιδιαίτερο, το υπέροχο ανθρώπινο ον. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι η δημοκρατία θα έρθει, αλλά μόνο σε εκατό χρόνια από τώρα, όταν θα είμαστε κάτω από τη γη· ή ότι με τη βοήθεια κάποιας εκπληκτικής επιφοίτησης θα συνδυαστούν τα δυο αυτά, η απέραντη αίθουσα και ο μικρός, ο ιδιαίτερος, ο ξεχωριστός άνθρωπος.