Ακούγεται κοινότοπο αλλά δεν μας εμποδίζει να επαναλαμβάνουμε ότι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Παύλου κυριαρχεί στο Λονδίνο. Δεσπόζει από μακριά διογκωμένος σαν τεράστια γκρίζα φούσκα· καθώς πλησιάζουμε ορθώνεται πάνω μας πελώριος και απειλητικός. Αίφνης όμως ο Άγιος Παύλος εξαφανίζεται. Και πίσω από τον Άγιο Παύλο, πιο κάτω από τον Άγιο Παύλο, εκεί γύρω από τον Άγιο Παύλο όταν δεν μπορούμε να δούμε τον Άγιο Παύλο, πώς έχει το Λονδίνο συρρικνωθεί! Κάποτε υπήρχαν σχολές και περίβολοι και μοναστήρια με λιμνούλες γεμάτες ψάρια και στοές· και πρόβατα που έβοσκαν στο χορτάρι· και πανδοχεία, όπου μεγάλοι ποιητές άπλωναν τα πόδια τους και μιλούσαν όσο ήθελαν. Τώρα όλος αυτός ο χώρος έχει συρρικνωθεί. Τα χωράφια έχουν εξαφανιστεί, όπως και οι λιμνούλες με τα ψάρια και τα μοναστήρια· ακόμη και οι άντρες και οι γυναίκες φαίνεται να έχουν συρρικνωθεί και να μην έχουν σημασία πια μέσα στο πλήθος, αντί να ξεχωρίζουν ουσιαστικά. Εκεί που κάποτε συναντιόνταν ο Σαίξπηρ και ο Τζόνσον και συνομιλούσαν τρέχουν πάνω κάτω βιαστικά ένα εκατομμύριο κύριοι Σμιθ και δεσποινίδες Μπράουν, πετάγονται από λεωφορεία, βουτούν στον υπόγειο. Φαίνονται υπερβολικά πολυάριθμοι, υπερβολικά μικροσκοπικοί, πολύ όμοιοι μεταξύ τους ώστε να έχει ο καθένας ένα όνομα, έναν χαρακτήρα, μια ξεχωριστή ζωή.
Αν αφήσουμε τον δρόμο και μπούμε σε μια εκκλησία της πόλης καταλαβαίνουμε πόσον χώρο απολαμβάνουν οι νεκροί σε σύγκριση με αυτόν που διαθέτουν οι ζωντανοί σήμερα. Το 1737 ένας άντρας που ονομαζόταν Χάουαρντ πέθανε και θάφτηκε στην Σεντ Μέρι-λε-Μπόου. Ο κατάλογος με τις αρετές του καλύπτει έναν ολόκληρο τοίχο. «Ήταν ευλογημένος με ένα γερό και έξυπνο μυαλό που έλαμπε δυνατά στην καθιερωμένη άσκηση μεγάλων και αξιοθαύμαστων αρετών… Εν μέσω έκλυτων καιρών ήταν ακλόνητα προσκολλημένος στη δικαιοσύνη, την ειλικρίνεια και την αλήθεια.» Ο άντρας αυτός καταλαμβάνει χώρο που σχεδόν θα έφτανε για γραφείο κάποιου αξιωματούχου και θα απέδιδε ενοίκιο πολλών εκατοντάδων λιρών τον χρόνο. Στις μέρες μας, σ’ έναν άντρα εξίσου ταπεινό, θα δινόταν ένα κομμάτι λευκής πέτρας καθιερωμένου μεγέθους, όπως χιλιάδες άλλες, ενώ οι μεγάλες και αξιοθαύμαστες αρετές του δεν θα είχαν καταγραφεί. Επίσης στην Σεντ Μέρι-λε-Μπόου όλες οι επόμενες γενιές καλούνται να σταθούν και να χαρούν που η κυρία Μέρι Λόιντ «έφτασε στο τέλος μιας υποδειγματικής και άμεμπτης ζωής» σε ηλικία 79 ετών, χωρίς να υποφέρει και μάλιστα χωρίς ν’ ανακτήσει τις αισθήσεις της.
Σταθείτε λίγο, στοχαστείτε, θαυμάστε, σκεφτείτε πώς ζείτε – έτσι μας συμβουλεύουν πάντα οι παμπάλαιες αυτές αναθηματικές πλάκες και μας παροτρύνουν. Φεύγει κανείς από την εκκλησία θαυμάζοντας τις απλόχωρες μέρες που άγνωστοι πολίτες μπορούσαν να καταλαμβάνουν τόσον χώρο με τα κόκαλά τους και να απαιτούν με αυτοπεποίθηση να προσέξουμε τόσο πολύ τις αρετές τους, όταν εμείς – δέστε πώς σπρωχνόμαστε και βαδίζουμε πηδηχτά και παρακάμπτουμε ο ένας τον άλλον στο δρόμο, πόσο απότομα στρίβουμε στις γωνίες, πόσο σβέλτα αποφεύγουμε τα αυτοκίνητα. Η απλή διαδικασία να παραμένουμε ζωντανοί απαιτεί όλη μας την ενέργεια. Και δεν έχουμε χρόνο, ήμασταν έτοιμοι να πούμε, να σκεφτούμε τη ζωή ή τον θάνατο, όταν αίφνης πέφτουμε πάνω στους τεράστιους τοίχους του Αγίου Παύλου. Να 'τος πάλι, ορθώνεται μπροστά μας σαν βουνό, θεόρατος, πιο γκρίζος, πιο κρύος, πιο γαλήνιος από πριν. Και μόλις μπαίνουμε μέσα νιώθουμε εκείνη την ανάπαυλα και ανακούφιση και απελευθέρωση από κάθε βιασύνη και μόχθο που ο Άγιος Παύλος, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κτήριο στον κόσμο, έχει την ικανότητα να προσφέρει.
Κάτι από το μεγαλείο του Αγίου Παύλου βρίσκεται απλά στο τεράστιο μέγεθός του, στην άχρωμη ηρεμία του. Μυαλό και σώμα μοιάζουν να διευρύνονται στον κλειστό αυτόν χώρο, να επεκτείνονται κάτω απ’ αυτόν τον τεράστιο θόλο, όπου το φως δεν είναι ούτε φως της μέρας ούτε φως της λάμπας, αλλά μια αμφίσημη κατάσταση κάπου μεταξύ των δύο. Ένα παράθυρο αφήνει να μπαίνει μέσα μια πλατιά πράσινη ηλιαχτίδα· ένα άλλο χρωματίζει τις πλάκες στο δάπεδο μ’ ένα δροσερό, άτονο μαβί. Υπάρχει χώρος ώστε κάθε πλατιά λωρίδα φωτός να πέφτει απαλά. Πολύ μεγάλος, πολύ τετράγωνος, μ’ ένα κούφιο εσωτερικό, όπου ασταμάτητα αντηχούν συρσίματα ποδιών και κάθε είδους θόρυβοι, ο καθεδρικός ναός είναι μεγαλοπρεπής στο έπακρο· καθόλου όμως μυστηριώδης. Ανάμεσα στις κολόνες υπάρχουν τάφοι σαν βασιλικά κρεβάτια. Εδώ βρίσκεται το αξιοπρεπές αναπαυτήριο, στο οποίο έχουν αποσυρθεί μεγάλοι πολιτικοί και άντρες της δράσης, ντυμένοι μεγαλειωδώς για να δεχτούν τις ευχαριστίες και τις επευφημίες των συμπολιτών τους. Φορούν ακόμη τα παράσημα και τις τιμητικές τους διακρίσεις, τα εμβλήματα της πολιτικής μεγαλοπρέπειας και της στρατιωτικής υπερηφάνειας τους. Οι τάφοι τους είναι καθαροί και ωραίοι. Δεν έχει επιτραπεί στη σκουριά ή στη βρομιά να τους κηλιδώσουν. Ακόμη και ο Νέλσον δείχνει κάπως ευχαριστημένος. Ακόμη και η παραμορφωμένη και βασανισμένη μορφή του Τζον Νταν, τυλιγμένη στις μαρμάρινες πτυχώσεις των ταφικών ρούχων του, δείχνει λες και είχε αφήσει το εργαστήρι του μαρμαρά χθες μόλις. Και όμως βρίσκεται εδώ σε επιθανάτια αγωνία για τριακόσια χρόνια και έχει περάσει μέσα από τις φλόγες της μεγάλης πυρκαγιάς του Λονδίνου. Ο θάνατος όμως και η φθορά του θανάτου απαγορεύεται να λάβουν μέρος. Εδώ οι πολιτικές αρετές και το πολιτικό μεγαλείο φυλάσσονται ασφαλώς. Είναι αλήθεια ότι πάνω από μια βαριά, σκαλιστή πόρτα υπάρχει μια επιγραφή που λέει ότι από την πύλη του θανάτου περνάμε στην περιχαρή ανάστασή μας· αλλά κατά κάποιον τρόπο οι επιβλητικές πύλες υποδηλώνουν ότι δεν ανοίγονται σε χωράφια με αμάρανθους και γάλανθους, όπου ηχούν άρπες και τραγουδούν ουράνιες χορωδίες, αλλά σε μαρμάρινες σκάλες που οδηγούν σε επίσημες αίθουσες συμβουλίων και περίλαμπρες τραπεζαρίες, όπου ηχούν εκκωφαντικές σάλπιγγες και γύρω γύρω κρέμονται λάβαρα. Ο μόχθος και η αγωνία και η έκσταση δεν έχουν θέση σε αυτό το μεγαλειώδες κτήριο.
Καμία αντίθεση δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη από αυτή μεταξύ του Αγίου Παύλου και του Αβαείου του Ουέστμινστερ. Το Αβαείο κάθε άλλο παρά ευρύχωρο και γαλήνιο είναι. Είναι στενό και αιχμηρό, φθαρμένο, ανήσυχο και γεμάτο ζωντάνια. Αισθάνεται κανείς σαν από το λαϊκό χάος, τη βαβούρα και την ανία του δρόμου, να είχε μπει σε μια λαμπρή συνέλευση, μια εκλεκτή κοινωνία ανδρών και γυναικών ύψιστης σπουδαιότητας. Η συνάθροιση φαίνεται να βρίσκεται σε πλήρη σύσκεψη. Ο Γκλάντστοουν έχει τον πρώτο λόγο και ακολουθεί ο Ντισραέλι. Σε κάθε γωνιά, σε κάθε τοίχο, κάποιος στέκει γερτός ή ακούει ή σκύβει μπροστά σαν να είναι έτοιμος να μιλήσει. Ακόμη και αυτοί που πλαγιάζουν δείχνουν ν’ ακούν προσεκτικά, σαν να πρόκειται να σηκωθούν ανά πάσα στιγμή. Τα χέρια τους πιάνουν νευρικά τα σκήπτρα τους, τα χείλη τους σφραγισμένα για λίγη φευγαλέα σιωπή, τα μάτια τους ελαφρώς κλειστά σαν για μια στιγμή περισυλλογής. Οι νεκροί αυτοί, αν βέβαια είναι νεκροί, έχουν ζήσει μια πλήρη ζωή. Τα πρόσωπά τους είναι φθαρμένα, οι μύτες τους υψωμένες, τα μάγουλά τους βουλιαγμένα. Ακόμη και η πέτρα των παλιών κολόνων φαίνεται τριμμένη και γδαρμένη από την ένταση της ζωής που την έχει διαβρώσει όλους αυτούς τους αιώνες. Φωνή και όργανο ηχούν σαν μέταλλα ανάμεσα στις εγχαράξεις και τις περιπλέξεις της οροφής, στις ωραίες πέτρινες βεντάλιες που ανοίγονται για να κάνουν την οροφή να δίνει την εικόνα γυμνών κλαδιών που έριξαν όλα τους τα φύλλα και θ’ αρχίσουν να ταρακουνιούνται στη χειμωνιάτικη θύελλα. Η δριμύτητά τους όμως αμβλύνεται όμορφα. Το φως και οι σκιές μεταβάλλονται και συγκρούονται συνεχώς. Μπλε, χρυσαφί και μενεξεδί διέρχονται, διαστίζουν, λάμπουν και σβήνουν. Η γκρίζα πέτρα, όσο παλιά κι αν είναι, μεταβάλλεται σαν ζωντανό όν κάτω από τον αδιάκοπο κυματισμό του μεταβαλλόμενου φωτός.
Έτσι το Αβαείο δεν είναι τόπος θανάτου και ανάπαυσης· δεν είναι ένα αναπαυτήριο, όπου οι ενάρετοι εκτίθενται σε δημόσιο προσκύνημα για να ανταμειφθούν για τις αρετές τους. Είναι πράγματι για τις αρετές τους που οι νεκροί αυτοί βρίσκονται εδώ; Συχνά υπήρξαν βίαιοι, υπήρξαν απάνθρωποι. Συχνά μόνο χάρη στην επιφανή καταγωγή τους έχουν αποκτήσει τέτοια σπουδαιότητα. Το Αβαείο είναι γεμάτο βασιλιάδες και βασίλισσες, δούκες και πρίγκιπες. Το φως πέφτει πάνω σε χρυσά στέμματα, και ακόμη λάμπουν υπολείμματα χρυσού στις πτυχές των τελετουργικών περιβολών. Κόκκινα και κίτρινα χρώματα εξακολουθούν να κοσμούν οικόσημα και λιοντάρια και μονόκερους. Αλλά είναι επίσης γεμάτο και από μια άλλη και ακόμη πιο ισχυρή βασιλική οικογένεια. Εδώ βρίσκονται οι νεκροί ποιητές, οι οποίοι ακόμη σκέφτονται, ακόμη στοχάζονται, ακόμη αμφισβητούν το νόημα της ύπαρξης. «Η ζωή είναι ένα αστείο και τα πάντα αυτό μαρτυρούν. Έτσι νόμιζα κάποτε, τώρα όμως το ξέρω», λέει ο Γκέι γελώντας. Ο Τσόσερ, ο Σπένσερ, ο Ντράιντεν και οι υπόλοιποι εξακολουθούν ν’ ακούν με όλες τους τις αισθήσεις σε εγρήγορση καθώς ο καλοξυρισμένος ιερέας με τα άψογα ερυθρόλευκά του ράσα απαγγέλλει για εκατομμυριοστή φορά τις εντολές της Βίβλου. Η φωνή του ηχεί μεστή, επιτακτική μέσα στο κτήριο, και αν δεν ήταν ασεβές θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο Γκλάντστοουν και ο Ντισραέλι ήταν έτοιμοι να καταθέσουν αίτημα ψηφοφορίας για την πρόταση που μόλις διατυπώθηκε – ότι τα παιδιά πρέπει να τιμούν τους γονείς τους. Οι πάντες σ’ αυτή τη λαμπρή συνάθροιση έχουν το δικό τους μυαλό και τη δική τους θέληση. Το Αβαείο το διασχίζουν διαπεραστικές φωνές· η ηρεμία του διαταράσσεται από έντονες χειρονομίες και χαρακτηριστικές συμπεριφορές. Δεν υπάρχει ούτε μια ίντσα από τους τοίχους του που δεν μιλάει, που δεν διεκδικεί, που δεν απεικονίζει. Οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες, οι ποιητές και οι πολιτικοί εξακολουθούν να παίζουν τους ρόλους τους και δεν θέλουν να δεχτούν να μετατραπούν σιωπηλά σε σκόνη. Συνεχίζοντας τη ζωηρή τους συζήτηση υψώνονται πάνω από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες των συνηθισμένων ανθρώπων, με σφιγμένες γροθιές και στόματα ανοιχτά, με μια σταυροφόρο σφαίρα στο ένα χέρι, μ’ ένα σκήπτρο στο άλλο, σαν να τους είχαμε αναγκάσει να σηκωθούν για λογαριασμό μας και να καταθέσουν ότι η ανθρώπινη φύση μπορεί πότε πότε να υψώνεται πάνω από την ανιαρή, δημοκρατική αταξία και τη βιάση που επικρατεί έξω στον δρόμο. Αιχμάλωτοι, καθηλωμένοι στέκονται εκεί υπομένοντας τη μεγαλοπρεπή σταύρωσή τους.
Πού μπορεί λοιπόν να πάει κανείς στο Λονδίνο για να βρει γαλήνη και να βεβαιωθεί ότι οι νεκροί κοιμούνται και αναπαύονται; Τελικά το Λονδίνο είναι μια πόλη τάφων. Όμως το Λονδίνο είναι παρόλ’ αυτά μια πόλη που την πλημμυρίζει το ρεύμα και ο αγώνας της ανθρώπινης ζωής. Ακόμη και από τον Σεντ Κλέμεντ Ντέινς – αυτό το αξιοσέβαστο κτήριο που υψώνεται καταμεσής του ρεύματος της Στραντ – έχουν αφαιρέσει όλα εκείνα τα γαλήνια προνόμια, τις κλαίουσες ιτιές και το κυματιστό χορτάρι που απολαμβάνει και η πιο ταπεινή εκκλησία του χωριού. Λεωφορεία και μικρά φορτηγά τού έχουν από καιρό αφαιρέσει αυτά τα δικαιώματα. Ορθώνεται σαν νησί, με μια πολύ στενή μόνο λωρίδα πεζοδρομίου να τον χωρίζει από τη θάλασσα. Και επιπλέον ο Σεντ Κλέμεντ Ντέινς έχει τις υποχρεώσεις του απέναντι στους ζωντανούς. Κατά τα φαινόμενα συμμετέχει θορυβωδώς, δυναμικά, με ξέφρενη σχεδόν χαρά, αλλά βραχνά σαν να ήταν η γλώσσα του τραχιά από τη σκουριά αιώνων, στην ευτυχία δύο εν ζωή θνητών. Ένας γάμος βρίσκεται σ’ εξέλιξη. Ο Σεντ Κλέμεντ Ντέινς ακούγεται σε όλη τη Στραντ να καλωσορίζει βροντοφωνάζοντας τον γαμπρό που φορά φράκο με το γκρίζο του παντελόνι, τις παρανύμφους στα παρθενικά λευκά, και τέλος την ίδια τη νύφη, της οποίας το αυτοκίνητο σταματά μπροστά στον νάρθηκα και αυτή τότε βγαίνει, περνάει λάμποντας μέσα στο κυματιστό λευκό νυφικό της και εισέρχεται στη σκοτεινιά του ναού για να δώσει τους γαμήλιους όρκους μέσα στο βουητό των λεωφορείων, ενώ έξω τα περιστέρια, ανήσυχα, κάνουν κύκλους και ενθουσιώδεις τουρίστες, γνέφοντας με χέρια και κεφάλια, συνωστίζονται γύρω από το άγαλμα του Γκλάντστοουν σαν γλάροι πάνω σε βράχο.
Τα μόνα γαλήνια μέρη σε όλη την πόλη είναι ίσως τα παλιά εκείνα νεκροταφεία που έχουν γίνει κήποι και παιδικές χαρές. Οι ταφόπλακες δεν χρησιμεύουν πια για να σηματοδοτούν τους τάφους, αλλά με τις λευκές επιφάνειές τους είναι αραδιασμένες κατά μήκος των τοίχων. Εδώ κι εκεί ένας ωραία λαξεμένος τάφος χρησιμεύει ως διάκοσμος του κήπου. Τα λουλούδια κάνουν τον χλοοτάπητα να λάμπει και υπάρχουν παγκάκια κάτω από τα δέντρα για να κάθονται οι μητέρες και οι νταντάδες, ενώ τα παιδιά τρέχουν με κατρακύλια και παίζουν κουτσό με ασφάλεια. Εδώ μπορεί κανείς να καθίσει και να διαβάσει την Πάμελα από την αρχή ως το τέλος. Εδώ μπορεί κανείς να λαγοκοιμηθεί τις πρώτες μέρες της άνοιξης ή τις τελευταίες μέρες του φθινοπώρου, χωρίς να αισθάνεται πολύ έντονα την ταραχή της νιότης ή τη θλίψη των γηρατειών. Γιατί εδώ οι νεκροί κοιμούνται εν ειρήνη, δεν χρειάζεται ν’ αποδείξουν τίποτε, δεν μαρτυρούν τίποτε, δεν απαιτούν τίποτε, εκτός από το ν’ απολαύσουμε την ειρήνη που μας παρέχουν τα παλιά τους οστά. Χωρίς κανέναν δισταγμό έχουν παραιτηθεί από τα ανθρώπινα δικαιώματά τους να έχουν δικό τους όνομα και προσωπικές αρετές. Δεν έχουν όμως λόγο να παραπονιούνται. Όταν ο κηπουρός φυτεύει τους βολβούς του ή σπέρνει το χορτάρι του ανθίζουν όλα και πάλι και καλύπτουν το έδαφος με πράσινο και μαλακό χλοοτάπητα. Εδώ κουτσομπολεύουν οι μητέρες και οι νταντάδες, τα παιδιά παίζουν και ο γεροζητιάνος, αφού έχει φάει το βραδινό του από μια χάρτινη σακούλα, ρίχνει ψίχουλα στα σπουργίτια. Αυτά τα νεκροταφεία που έχουν γίνει κήποι είναι τα πιο ήσυχα ιερά του Λονδίνο και οι νεκροί τους είναι οι πιο γαλήνιοι.