3. Κατοικίες επιφανών ανδρών

Το σπίτι του Ντίκενς
Το σπίτι του Ντίκενς




Το Λονδίνο αρχίζει ευτυχώς να γεμίζει με κατοικίες επιφανών ανδρών, αγορασμένες από το κράτος και άρτια διατηρημένες με τις καρέκλες στις οποίες εκείνοι κάθονταν και με τα φλιτζάνια από τα οποία έπιναν, με τις ομπρέλες και τις σιφονιέρες τους. Και δεν είναι από επιπόλαιη περιέργεια που επισκεπτόμαστε την κατοικία του Ντίκενς και την κατοικία του Τζόνσον και την κατοικία του Κάρλαϊλ και την κατοικία του Κιτς. Τους γνωρίζουμε από τις κατοικίες τους – είναι μάλλον γεγονός ότι οι συγγραφείς σφραγίζουν με την προσωπικότητά τους τα υπάρχοντά τους πιο ανεξάλειπτα από άλλους ανθρώπους. Μπορεί καθόλου να μην έχουν εκλεπτυσμένη αισθητική, αλλά φαίνεται πως ποτέ δεν χάνουν ένα πολύ πιο σπάνιο και πιο ενδιαφέρον χάρισμα – την ικανότητα να κατοικούν όπως τους αρμόζει, να κάνουν το τραπέζι, την καρέκλα, την κουρτίνα, το χαλί να τους μοιάζει επακριβώς.

Πάρτε την οικογένεια Κάρλαϊλ για παράδειγμα. Μια ώρα να μείνουμε στον αριθμό 5 της Τσέιν Ρόου θα μάθουμε περισσότερα γι’ αυτούς και τη ζωή τους απ’ όσα μπορούμε να μάθουμε διαβάζοντας όλες τις βιογραφίες τους. Κατεβείτε στην κουζίνα. Μόνο δύο δευτερόλεπτα εκεί και θα μάθετε κάτι που διέφυγε της προσοχής του Φρούντ, το οποίο όμως είχε τεράστια σημασία – δεν είχαν σύνδεση με το δίκτυο ύδρευσης. Κάθε σταγόνα που χρησιμοποιούσε η οικογένεια Κάρλαϊλ – και ήταν Σκωτσέζοι, φανατικοί της καθαριότητας – έπρεπε να αντλείται με το χέρι από ένα πηγάδι στην κουζίνα. Το πηγάδι υπάρχει ακόμη και η αντλία και η πέτρινη λεκάνη στην οποία έτρεχε το κρύο νερό. Και εδώ επίσης βρίσκεται η πλατιά και ανοικονόμητη παλιά παραστιά, όπου έπρεπε να βράζουν όλες οι κατσαρόλες αν ήθελαν να κάνουν ζεστό μπάνιο· εδώ βρίσκεται και η ραγισμένη κίτρινη μεταλλική μπανιέρα, η πολύ βαθιά και πολύ στενή, την οποία η υπηρέτρια έπρεπε να γεμίζει με τα δοχεία με τα οποία μετέφερε από το υπόγειο το ζεστό νερό που πρώτα είχε αντλήσει και μετά είχε βράσει και μετά είχε ανεβάσει τρεις ορόφους.



Το σπίτι της οικογένειας Κάρλαϊλ



Η ψηλή παλιά κατοικία χωρίς νερό, χωρίς ηλεκτρικό φως, χωρίς εστίες φωταερίου, γεμάτη βιβλία και καπνό από κάρβουνα και κρεβάτια με ουρανό και μαονένια ερμάρια, όπου ζούσαν δύο από τους πιο αγχωμένους και απαιτητικούς ανθρώπους της εποχής τους εξυπηρετούνταν για χρόνια από μια κακότυχη υπηρέτρια. Σε όλη τη διάρκεια της μεσοβικτωριανής εποχής η κατοικία ήταν αναγκαστικά ένα πεδίο μάχης, όπου καθημερινά, καλοκαίρι χειμώνα, η κυρία και η υπηρέτρια μάχονταν για καθαριότητα και ζεστασιά ενάντια στη βρομιά και το κρύο. Οι σκάλες με τα σκαλιστά κάγκελα, φαρδιές και αξιοπρεπείς, φαίνονται φθαρμένες από τα πόδια ταλαιπωρημένων γυναικών που κουβαλούσαν κουβάδες. Στα δωμάτια με τις ψηλές ξυλεπενδύσεις φαίνεται ν’ αντηχούν οι αντλήσεις νερού και τα τριψίματα με βούρτσα. Η φωνή του σπιτιού – και όλα τα σπίτια έχουν φωνή – είναι η φωνή της άντλησης και του τριψίματος, του βήχα και του αναστεναγμού. Πάνω στη σοφίτα, κάτω από έναν φεγγίτη ο Κάρλαϊλ στέναζε καθώς πάλευε με την ιστορία του, καθισμένος σε μια καρέκλα από αλογότριχες, ενώ μια αχτίδα κίτρινου λονδρέζικου φωτός έπεφτε πάνω στα χαρτιά του και το κροτάλισμα ενός οργανέτου και οι τραχιές φωνές των μικροπωλητών κάτω στον δρόμο διαπερνούσαν τους τοίχους, των οποίων το διπλό πάχος παραμόρφωνε, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν απέκλειε, τους ήχους. Και η εποχή του σπιτιού – γιατί κάθε σπίτι έχει την εποχή του – φαίνεται να είναι πάντα ο Φεβρουάριος, όταν κρύο και ομίχλη κυριαρχούν στους δρόμους και οι δαυλοί καίνε και το κροτάλισμα των τροχών ακούγεται ξαφνικά δυνατά και μετά χάνεται. Κάθε Φεβρουάριο η κυρία Κάρλαϊλ ήταν με βήχα στο μεγάλο κρεβάτι με τον ουρανό και τις μπορντό κουρτίνες στο οποίο γεννήθηκε, και καθώς έβηχε εμφανίζονταν μπροστά της τα ατέλειωτα προβλήματα της αδιάκοπης μάχης ενάντια στη βρομιά και στο κρύο. Ο καναπές από τρίχες αλόγου χρειαζόταν νέο κάλυμμα· η ταπετσαρία του σαλονιού με τα μικρά, σκουρόχρωμα σχέδια έπρεπε να καθαριστεί· το κίτρινο βερνίκι στις ξυλεπενδύσεις είχε σκάσει και ξεφλουδιζόταν – όλα έπρεπε να ραφτούν, να καθαριστούν, να τριφτούν με τα ίδια της τα χέρια. Και είχε ή δεν είχε εξαφανίσει τα παρασιτικά ζωύφια που αναπαράγονταν ασταμάτητα στην παλιά ξυλεπένδυση; Έτσι περνούσαν οι ατέλειωτες ώρες αγρύπνιας μέσα στην άυπνη νύχτα, και μετά άκουσε τον κύριο Κάρλαϊλ να κάνει σαματά από πάνω της και κράτησε την ανάσα της και αναρωτήθηκε αν η Έλεν είχε σηκωθεί και είχε ανάψει τη φωτιά και είχε ζεστάνει το νερό για το ξύρισμά του. Μια ακόμη μέρα είχε ξημερώσει και η άντληση και το τρίψιμο έπρεπε να ξαναρχίσουν.

Έτσι ο αριθμός 5 της Τσέιν Ρόου δεν είναι τόσο ένα μέρος όπου κανείς κατοικεί, όσο ένα πεδίο μάχης – χώρος μόχθου, προσπάθειας και αέναης πάλης. Λίγα μόνο λάφυρα της ζωής – οι χάρες της και οι πολυτέλειές της – διασώζονται για να μας πουν ότι η μάχη άξιζε τον κόπο. Τα λείψανα του καθιστικού και του γραφείου είναι σαν τα λείψανα που συλλέχτηκαν σε άλλα πεδία μάχης. Εδώ βρίσκονται ένα πακέτο με παλιές ατσάλινες πένες, μια σπασμένη πήλινη πίπα, μια θήκη για στυλογράφους σαν αυτές που έχουν οι μαθητές, μερικά φλιτζάνια από λευκή και χρυσή πορσελάνη με πολλά μικροραγίσματα, ένας καναπές από τρίχες αλόγου και μια κίτρινη μεταλλική μπανιέρα. Εδώ επίσης βρίσκεται ένα εκμαγείο με τα λεπτά, φθαρμένα χέρια που εργάζονταν στο μέρος αυτό, καθώς και ένα με το βασανισμένο και εκστασιασμένο πρόσωπο του Κάρλαϊλ, όταν η ζωή του είχε τελειώσει και κειτόταν νεκρός εδώ. Ακόμη και ο κήπος στο πίσω μέρος του σπιτιού δεν δείχνει να είναι χώρος ανάπαυσης και αναψυχής, αλλά ένα άλλο, μικρότερο, πεδίο μάχης, επισημασμένο με μια ταφόπλακα, κάτω από την οποία βρίσκεται θαμμένος ένας σκύλος. Βέβαια με την άντληση και με το τρίψιμο κερδίζονταν μέρες νίκης, βράδια γαλήνης και λαμπρότητας. Η κυρία Κάρλαϊλ, φορώντας ένα ωραίο μεταξωτό φόρεμα, καθόταν, όπως βλέπουμε στη φωτογραφία, σε μια καρέκλα δίπλα σε μια δυνατή φωτιά και τα είχε όλα ευπρεπή και ατόφια πάνω της, αλλά με τι κόστος! Τα μάγουλά της είναι βουλιαγμένα. Πίκρες και ταλαιπώριες αναμειγνύονται στη μισοτρυφερή, μισοβασανισμένη έκφραση των ματιών της. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας υδραντλίας στο υπόγειο και μιας κίτρινης μεταλλικής μπανιέρας τρεις ορόφους πιο πάνω. Και ο σύζυγος και η σύζυγος ήταν ευφυείς. Υπήρχε αγάπη μεταξύ τους, αλλά σε τι μπορεί να χρησιμεύσουν η ευφυΐα και η αγάπη όταν υπάρχουν ζωύφια και μεταλλικές μπανιέρες και υδραντλίες στο υπόγειο;

Είναι αδύνατον να μην πιστέψουμε ότι οι μισοί καβγάδες τους θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί και ότι η ζωή τους θα μπορούσε να ήταν αφάνταστα πιο ευχάριστη, αν στον αριθμό 5 της Τσέιν Ρόου υπήρχαν, όπως το διατυπώνουν οι μεσίτες, μπανιέρα, ζεστό και κρύο νερό, εστίες φωταερίου στα υπνοδωμάτια, όλες οι σύγχρονες ανέσεις και συνθήκες υγιεινής διαβίωσης. Μετά όμως, καθώς περνάμε το φθαρμένο κατώφλι, σκεφτόμαστε ότι η οικία Κάρλαϊλ με ζεστό νερό δεν θα ήταν η οικία Κάρλαϊλ, και ότι η κυρία Κάρλαϊλ χωρίς ζωύφια προς εξόντωση θα ήταν μια διαφορετική γυναίκα από αυτή που ξέρουμε.

Ένας αιώνας φαίνεται να χωρίζει την κατοικία στο Τσέλσι, όπου ζούσε η οικογένεια Κάρλαϊλ, από την κατοικία στο Χάμστεντ, την οποία μοιράζονταν ο Κιτς και ο Μπράουν με την οικογένεια Μπρόν. Αν οι οικίες έχουν τις φωνές τους και οι τοποθεσίες τις εποχές τους, είναι πάντα άνοιξη στο Χάμστεντ, όπως πάντα είναι Φεβρουάριος στην Τσέιν Ρόου. Και σαν από θαύμα το Χάμστεντ παραμένει πάντα όχι ένα προάστιο ή ένα κομμάτι μιας αρχαιότητας που απορροφήθηκε από τον σύγχρονο κόσμο, αλλά ένα μέρος με τον δικό του χαρακτήρα. Δεν είναι ένα μέρος όπου κερδίζει κανείς χρήματα ή όπου πηγαίνει όταν έχει χρήματα να ξοδέψει. Πάνω του έχουν αποτυπωθεί τα σημάδια της διακριτικής αποχώρησης. Οι κατοικίες του είναι ευπρεπή κουτιά, όπως αυτά μπροστά στη θάλασσα στο Μπράιτον με εξώστεγα τοξωτά παράθυρα και μπαλκόνια και ξαπλώστρες στις βεράντες. Έχει το δικό του ύφος, τις δικές του προθέσεις, σαν να έχει σχεδιαστεί για άτομα με περιορισμένο εισόδημα και λίγο ελεύθερο χρόνο, τα οποία αναζητούν ξεκούραση και αναψυχή. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι τα απαλά ροζ και γαλάζια που δείχνουν να εναρμονίζονται με τη γαλάζια θάλασσα και την άσπρη άμμο· υπάρχει ωστόσο μια αστική διάσταση στο ύφος που φανερώνει εγγύτητα σε μεγάλη πόλη. Και στον εικοστό αιώνα ακόμη η γαλήνη αυτή εξακολουθεί να διαπερνά το προάστιο του Χάμστεντ. Τα εξώστεγα τοξωτά παράθυρά του εξακολουθούν να βλέπουν σε κοιλάδες και δέντρα και μικρές λίμνες και σκυλιά που γαβγίζουν και ζευγάρια που περπατούν χέρι χέρι και σταματούν στην κορυφή του λόφου για να δουν τους μακρινούς θόλους και τους πυργίσκους του Λονδίνου, όπως περπατούσαν και σταματούσαν και κοίταζαν τότε που ζούσε ο Κιτς εδώ. Γιατί ο Κιτς ζούσε στην άκρη του μικρού δρόμου σε μια μικρή άσπρη οικία πίσω από έναν ξύλινο φράχτη. Σχεδόν τίποτε δεν έχει αλλάξει από την εποχή του. Καθώς όμως μπαίνουμε στην οικία στην οποία ζούσε ο Κιτς μια πένθιμη σκιά φαίνεται να πέφτει πάνω στον κήπο. Ένα δέντρο έχει πέσει και το έχουν στηρίξει. Κλαδιά κουνιούνται πέρα δώθε και ρίχνουν τις σκιές τους πάνω κάτω στους επίπεδους άσπρους τοίχους της οικίας. Εδώ κελαηδούσε το αηδόνι, όση και αν ήταν η χαρά και η γαλήνη της γειτονιάς· εδώ κυρίως είχαν ο πυρετός και η αγωνία την κατοικία τους και πηγαινοέρχονταν στον μικρό αυτόν πράσινο χώρο που τον κατέθλιβε η αίσθηση του γοργά επερχόμενου θανάτου και της σύντομης ζωής και το πάθος της αγάπης και των βασάνων της.



Το σπίτι του Κιτς



Αν όμως ο Κιτς άφησε τη σφραγίδα του στο σπίτι του, αυτή δεν είναι η σφραγίδα του πυρετού, αλλά της διαύγειας και της αξιοπρέπειας που πηγάζουν από την τάξη και τον αυτοέλεγχο. Τα δωμάτια είναι μικρά, αλλά ευχάριστα· στο ισόγειο τα ψηλά παράθυρα είναι τόσο μεγάλα που ο μισός τοίχος φαίνεται φτιαγμένος από φως. Δύο καρέκλες είναι αντικρυστές κοντά στο παράθυρο σαν κάποιος να καθόταν εκεί και να διάβαζε, και μόλις είχε σηκωθεί και βγει από το δωμάτιο. Η μορφή του αναγνώστη πρέπει να ήταν διάστικτη από τη σκιά και τον ήλιο καθώς τα κρεμαστά φύλλα αναδεύονταν στο αεράκι. Τα πουλιά πρέπει να τριγυρνούσαν πηδηχτά γύρω από τα πόδια του. Το δωμάτιο είναι άδειο εκτός από τις δύο καρέκλες, επειδή ο Κιτς είχε λίγα πράγματα, ελάχιστα έπιπλα και όχι περισσότερα, είχε πει, από εκατόν πενήντα βιβλία. Και ίσως είναι επειδή τα δωμάτια είναι τόσο άδεια και περισσότερο επιπλωμένα με φως και σκιά παρά με καρέκλες και τραπέζια, που δεν σκέφτεται κανείς τους ανθρώπους, εδώ που έχουν ζήσει τόσο πολλοί άνθρωποι. Δεν έρχονται στη φαντασία μας εικόνες. Δεν κάνει κανείς τη σκέψη ότι κάποιοι πρέπει να έτρωγαν και να έπιναν εδώ· άνθρωποι πρέπει να μπαινόβγαιναν· πρέπει να έχουν φέρει εδώ τσάντες, να έχουν αφήσει δέματα· πρέπει να έχουν τρίψει και να έχουν καθαρίσει και να έχουν δώσει μάχες με τη βρομιά και την αταξία και να έχουν ανεβάσει κάδους με νερό από το υπόγειο στα υπνοδωμάτια. Κάθε κίνηση ζωής έχει σταματήσει. Η φωνή του σπιτιού είναι η φωνή των φύλλων που θροΐζουν στον άνεμο· των κλαδιών που αναδεύονται στον κήπο. Μόνο μια παρουσία – αυτή του ίδιου του Κιτς – διαμένει εδώ. Αλλά ακόμη και αυτός, παρόλο που η εικόνα του βρίσκεται σε κάθε τοίχο, μοιάζει να έρχεται σιωπηλά, πάνω σε πλατιές αχτίδες φωτός, χωρίς σώμα και χωρίς ν’ ακούγονται τα βήματά του. Εδώ καθόταν, στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο, και άκουγε ακίνητος και κοιτούσε ανέκφραστα και γυρνούσε τις σελίδες αργά αργά, αν και δεν του έμενε πολύς χρόνος.

Υπάρχει ένας αέρας ηρωικής ψυχικής αταραξίας στο σπίτι, παρά τις μάσκες του θανάτου και τα εύθραυστα κίτρινα στεφάνια και όλα τα αποκρουστικά ενθύμια που μας υπενθυμίζουν ότι ο Κιτς πέθανε νέος και άγνωστος και εξόριστος. Η ζωή συνεχίζεται έξω από τα παράθυρα. Πίσω από αυτή την ηρεμία, αυτό το θρόισμα των φύλλων, ακούει κανείς το μακρινό κροτάλισμα των τροχών, το γάβγισμα των σκύλων που τρέχουν και φέρνουν ξυλαράκια από τη μικρή λίμνη. Η ζωή συνεχίζεται έξω από τον ξύλινο φράχτη. Όταν κλείνουμε την αυλόπορτα και αφήνουμε πίσω μας το χορτάρι και το δέντρο όπου κελαηδούσε το αηδόνι συναντάμε, πολύ σωστά, τον χασάπη που μ’ ένα μικρό κόκκινο φορτηγάκι παραδίδει το κρέας του στο διπλανό σπίτι. Αν διασχίσουμε τον δρόμο, φροντίζοντας να μη μας πατήσει κανένας βιαστικός οδηγός – γιατί οδηγούν με μεγάλη ταχύτητα σ’ αυτούς τους μεγάλους δρόμους – θα βρεθούμε στην κορυφή του λόφου και πέρα κάτω θα δούμε όλο το Λονδίνο απλωμένο μπροστά μας. Είναι μια θέα αιώνιας γοητείας κάθε ώρα και κάθε εποχή. Βλέπει κανείς το Λονδίνο στο σύνολό του – ένα Λονδίνο γεμάτο κόσμο, ραβδωτό και συμπαγές, με τους επιβλητικούς θόλους του, τους προστάτες καθεδρικούς ναούς του· τις καμινάδες και τους πυργίσκους του· τους γερανούς του και τις δεξαμενές αερίου· και τον ασταμάτητο καπνό που καμιά άνοιξη και κανένα φθινόπωρο ποτέ δεν σκορπά. Το Λονδίνο ανοίγεται στον χώρο του από αμνημονεύτων χρόνων και πληγώνει όλο και πιο βαθιά την περιοχή αυτή, καθιστώντας τη πιο δύσθυμη, εξογκωμένη και ταραχώδη, σημαδεύοντάς τη για πάντα με μια ανεξίτηλη ουλή. Απλώνεται εκεί σε στρώματα, σε διαστρώσεις, αγριεύει και αφηνιάζει με σύννεφα καπνού τυλιγμένα πάντα στις μυτερές σκεπές του. Και όμως από τον Λόφο του Κοινοβουλίου μπορεί κανείς επίσης να δει την ύπαιθρο που ξανοίγεται πέρα απ’ αυτόν. Υπάρχουν λόφοι στην πέρα πλευρά, στα δάση των οποίων τραγουδούν πουλιά και κάποιες νυφίτσες ή κάποια κουνέλια σταματούν μέσα σε νεκρική σιωπή με το πόδι ανασηκωμένο για ν’ ακούσουν με προσοχή το θρόισμα των φύλλων. Για ν’ ατενίσουν το Λονδίνο από τον λόφο αυτόν ήρθαν εδώ ο Κιτς και ο Κόλεριτζ και, ίσως, ο Σέξπιρ. Και εδώ ακριβώς τη στιγμή αυτή ο συνηθισμένος νέος άντρας κάθεται σ’ ένα σιδερένιο παγκάκι κρατώντας στην αγκαλιά του τη συνηθισμένη νέα γυναίκα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: