Μπουμπάκε, Αρχιπέλαγος Μπιζαγκός, Γουινέα-Μπισάου
«Θα σε δω στο… πλοίο», μου είχε πει γελώντας παιχνιδιάρικα το προηγούμενο βράδυ ο Φεντερίκου.
Ο σκυλοπνίχτης τώρα αρμένιζε νυσταλέα κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο των τροπικών διασχίζοντας τον απέραντο ποταμόκολπο του ποταμού Γκέμπα. Είχαμε φύγει από το Μπισάου γύρω στις 12:00, με καθυστέρηση δυο ωρών σε σχέση με την επίσημη ώρα απόπλου, μέχρι να κοπιάσουν να επιβιβασθούν και οι ουκ ολίγοι καθυστερημένοι μεγαλοπαράγοντες του νησιού και οι λοιποί μεγαλόσχημοι. Έρχονταν για το τριήμερο και γιατί θα έδινε μια συναυλία ένας διάσημος μουσικός, με καταγωγή από εκεί. Ήταν και αυτός στο πλοίο. Μαζί του όλο το συγκρότημα. Και τα όργανα. Οικεία η αίσθηση ως εδώ.
Πηγαίναμε στο Μπουμπάκε, μεγάλο νησί του Αρχιπελάγους Μπιζαγκός, το οποίο αποτελείται από μερικές δεκάδες νησιών, κομμάτια του πάλαι ποτέ αχανούς προσχωσιγενούς δέλτα του ποταμού, τα οποία, με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, είχαν γίνει νησιά. Όλα προστατευόμενα από διεθνείς οργανισμούς, λόγω της πλούσιας χλωρίδας και της πανίδας, αλλά και λόγω ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος· οι περισσότεροι νησιώτες είναι ακόμη ανιμιστές. Υπάρχουν πολλοί μάγοι. Και γίνονται πολλές τελετές. Ακαταμάχητη αίσθηση μυστηρίου.
Το πλοίο ήταν για γέλια: Ένα μεγάλο φαρόπλοιο του πορτογαλικού ναυτικού ‒ για την τροφοδοσία των φάρων. Η Πορτογαλία όταν, το 1974, η Γουινέα-Μπισάου κέρδισε την ανεξαρτησία της μετά από παρατεταμένο και σκληρό αντάρτικο, το παραχώρησε σε ένδειξη καλής θελήσεως στην κυβέρνηση των μέχρι πρότινος ανταρτών. Βασικά το παράτησε, θα του ήταν δύσκολο να αντέξει το ταξίδι μέχρι την πατρίδα. Προπολεμικό, το διαπίστωσα ιδίοις όμμασι από μεταλλική πλακέτα των ναυπηγείων όταν χρειάστηκε να επισκεφτώ τις τουαλέτες. (Αδυσώπητη η οσμή, αλησμόνητη η εμπειρία, παρεμπιπτόντως).
Όλοι οι επιβάτες ήταν στο κατάστρωμα, δεν υπήρχαν άλλοι χώροι υποδοχής. Χύμα. Όλοι μαύροι, πλην εμού και του Φεντερίκου. Νησιώτες οι πιο πολλοί. Μαζί και κάποιοι ντόπιοι τουρίστες του Σ/Κ. Οι Ευρωπαίοι ταξιδεύουν στο νησί αεροπορικώς, για να πάνε στο Club Mediteranée, σε μια γειτονική νησίδα. Οι μεγαλοπαράγοντες του νησιού και οι λοιποί μεγαλόσχημοι είχαν βολευτεί μαγικά στις σκιές, οι υπόλοιποι ψηνόμασταν. Εξωπραγματικά φλογερή η αμείλικτη αίσθηση μαστούρας. Κάποια στιγμή το πλοίο άρχισε να πηγαίνει ακόμη πιο αργά. Μέχρι που σταμάτησε. Γύρω-γύρω πολλά τα νησιά, η υγρασία να κολλάει στο δέρμα, η θάλασσα ακύμαντη, λάδι. Και πολλή κάψα. Γενική ανησυχία: Έπρεπε να φτάσουμε μέρα, η αποβίβαση θα ήταν δύσκολη. Δεν ξέρω αν ήταν μια προγραμματισμένη έκπληξη, όπως κυκλοφόρησε, ή αν ήταν μια καλή ιδέα για να ηρεμήσουν οι μαύροι. (Άμα ανησυχήσουν πολύ γίνονται άγριοι και είναι απρόβλεπτοι): Ο μουσικός θα έδινε μια συναυλία κάτω από τον ήλιο μεσοπέλαγα. Για τους φτωχούς συμπατριώτες του που δεν είχαν τα μέσα για να τον ακούσουν στη συναυλία στο νησί. Γρήγορα ήχησαν ζεστές οι πρώτες νότες στη ντάλα του μεσημεριού. Λειτούργησε και η μικροφωνική. Και ξαφνικά, χορός.
Όλες οι νέγρες ήθελαν να χορέψουν με μένα και τον Φεντερίκου. Μεγάλο πράμα να έχεις σωματική επαφή με λευκό (ή λευκή). Των αδυνάτων αδύνατον να πούμε όχι. Λιώσαμε κάτω από τον ήλιο. Μου έρχονταν στο νου οι στίχοι του τραγουδιού του Τσιτσάνη: «Αραπίνες λάγνες, ξεδοντιάρες…». (Λάθος, αλλά και σωστό). Τελικά μας παρέσυρε το κύμα. Λικνιζόμασταν ηδονικά. Οι τροπικοί έχουν τον τρόπο τους να ξελογιάζουν. Περάσαμε τέλεια. Το πλοίο ξαναπήρε μπρος και άρχισε να λικνίζεται στην αύρα του απομεσήμερου.
Φτάσαμε στο Μπουμπάκε σούρουπο. Το «λιμάνι» ήταν ένα απόκρημνος όρμος. Ένας νεαρός, ο Πάουλου, μας πήρε τα πράγματα και μας βοήθησε να βγούμε πατώντας στην κουπαστή και σκαρφαλώνοντας στα δύσβατα βράχια. Ζόρικο. Νησιώτης και ο Πάουλου, φοιτητής του Φεντερίκου στη Νομική του Μπισάου, που τη διοικούσαν πέντε Πορτογάλοι μεταπτυχιακοί, μεταξύ των οποίων και ο Φεντερίκου. Και δίδασκαν όλα τα μαθήματα σε όλα τα έτη.
Διασχίσαμε την πολίχνη, δηλαδή την «ταμπάνκα», όπως τη λένε, ένα σύνολο από καλύβες γύρω από μια χούφτα κυβερνητικά κτήρια, χτιστά. Μια φαβελοκατάσταση εν ολίγοις. Κατευθυνθήκαμε προς τα μπανγκαλόους μιας γειτονικής παραλίας. Απόσταση μισής ώρας. Ο Πάουλου μας έδινε πληροφορίες σχετικά με το νησί. Και μας ορμήνευε. Μια στιγμή μας έδειξε στο σύθαμπο τα ξύλινα μπανγκαλόους κάτω από τα πυκνά δέντρα της ζούγκλας. Είπε να προσέχουμε τα βράδια. Υπήρχαν λέει στο νησί κάτι πράσινα φίδια, γύρω στο ένα μέτρο, που συχνάζουν σε τόπους χλοερούς, κάτω από δέντρα. Κυκλοφορούν τη νύχτα. Τα λένε τουτού. Επικίνδυνο το δάγκωμά τους. Από αυτό είχε πεθάνει μια γυναίκα την περασμένη βδομάδα. (Το είχε πει και το ράδιο.) Πεθαίνεις στο τέταρτο. Εκτός και αν έχεις μαζί σου ένεση με το αντίδοτο. Δεν είχαμε. «Ιστορίες (των αγρίων) για πολιτισμένους», σκέφτηκα.
Ήμασταν είκοσι μέτρα από το πρώτο μπανγκαλόου, το δικό μας. Ακούστηκε ένα σούρσιμο στα χόρτα, ένας συριστικός ήχος και μετά ένας ξερός ήχος. Ο Πάουλου άναψε το φακό του. Το μαχαίρι του είχε μπηχτεί μες στο πηχτό σκοτάδι στο κεφάλι του φιδιού και το είχε καρφώσει στο χώμα. Το σώμα του φιδιού κυμάτιζε. Χορογραφία θανάτου. Ο Φεντερίκου, μανιώδης ερασιτέχνης φωτογράφος, προσπαθούσε να βάλει φλας στη μηχανή του για το απαθανατίσει. (Κυριολεκτικά, το φίδι αργόσβηνε). Εγώ έβαλα τις φωνές και κινήθηκα προς το μπανγκαλόου. Ο Πάουλου μάζεψε το μαχαίρι που είχε εκσφενδονίσει, το σκούπισε στο μπλουζάκι του και το έβαλε στην κωλότσεπη, επιμένοντας σεμνά αλλά σταθερά πως έπρεπε να την κάνουμε, τα τουτού σπάνια κυκλοφορούν μόνα. Ο φωτογραφικός οίστρος του Φεντερίκου τον εγκατέλειψε απότομα.
Μπήκαμε στο μπανγκαλόου. Ο Πάουλου έβαλε πετρέλαιο στη γεννήτρια και ανάψαμε το φως. Εξέτασε εξονυχιστικά τις γωνίες, τις ντουλάπες, το χώρο κάτω από τα κρεβάτια. Κάτι πάτησε που έκανε κλατς. Δε θέλησα να ξέρω τι ήταν. Ήμασταν σε μια λιτή, ξύλινη, βουλγάρικη τροχόβιλα με μικρά παράθυρα – για τους κρύους χειμώνες στα χειμαδιά της Ροδόπης, σκέφτηκα. (Η χώρα μόλις πριν λίγα χρόνια είχε βγει από τη ζώνη επιρροής του ανατολικού μπλοκ, όταν αυτό είχε πια διαλυθεί ‒ Βούλγαροι ήταν μέχρι πρότινος και οι καθηγητές στη Νομική). Ο Πάουλου είπε να προσέχουμε, γενικά. Και το πρωί να μην ταραχτούμε όταν, κατά τις δέκα, θα ακούγαμε δυνατό θόρυβο. Θα ήταν από το αεροπλανάκι που θα προσγειωνόταν στο μοναδικό αεροδρόμιο του Αρχιπελάγους, ένα χιλιόμετρο πιο κάτω στην παραλία. Όταν θα είχαν διώξει τα κατσίκια από τους «διαδρόμους», μετά τη πρωινή βοσκή τους. Το μπαρ στην παραλία άνοιγε για πρωινό στις έντεκα. Ο Πάουλου μετά μας καληνύχτησε και έφυγε. Ούτε λόγος να βγούμε έξω για φαγητό.
Ήμασταν χεσμένοι. Ευτυχώς δε μας έπιασε και χέσιμο. Γιατί οι τουαλέτες ήταν έξω, στο σκοτάδι, κάτω από τα δέντρα και δεν είχαμε φακό. Για κατούρημα θα χρησιμοποιούσαμε, σε πρώτη φάση, τα δυο ποτήρια του μπανγκαλόου. Δεν θα έφταναν, όσο και να είχαμε αφυδατωθεί στον ήλιο του καταστρώματος. Ο Φεντερίκου θυμήθηκε πως είχε ένα πλαστικό μπουκάλι με νερό. Είπε να το χύσουμε, για να μην το πιούμε και να έτσι μειώσουμε το κατούρημα. Και να το χρησιμοποιούμε και αυτό το βράδυ δίκην κοινού δοχείου νυκτός. Από κοινού. Ένιωσα συντροφικά. Γίναμε γρήγορα πολύ φίλοι με τον Φεντερίκου. Ο φόβος φέρνει κοντά τους ανθρώπους. Μου έστειλε ταχυδρομικά και κάποιες φωτογραφίες που είχε εμφανίσει ο ίδιος από εκείνο το τετραήμερο στο Μπουμπάκε.
Προς ακρόαση ένα σουξέ της εποχής στα μέρη εκείνα