Είναι ένα τραγούδι που ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογράφησε το 1935. (Ακούστε το μετά το τέλος αυτού του κειμένου.) Είναι ο Ισοβίτης, και λένε πως το έγραψε για την πρώτη του γυναίκα, τη Ζιγκοάλα, που έκανε μαύρη τη ζωή του Μάρκου και χρυσές τις δικές μας καρδιές.
Ο Βαμβακάρης, αυτός ο «Φράγκος», που κάθε τόσο περνούσε λίγες μέρες στις φυλακές, κυρίως για χασίς –και μια φορά, από λάθος, λίγο περισσότερες– μοιάζει να καταδικάστηκε στην όντως ισόβια φυλάκιση της ίδιας της ζωής του, απ’ την οποία ζωή περιστασιακά θα αποδρούσε μ’ έναν μπαγλαμά ανά χείρας. Εδώ, στη διάρκεια μιας τέτοιας απόδρασης, στήνει το υπόγειο σκηνικό ενός χασάπικου με τα πιο λιτά μέσα, μια κιθάρα, ένα μπουζούκι κι ένα επίμονο κρουστό σαν θυμιατήρι σε χέρια ορθόδοξα, ένα σήμαντρο που μετρά με τις μοναχικές σφυριές του τον λίγο χρόνο του θανατοποινίτη, όσο και την απελπισία του αλυσοδεμένου που ξεχειλίζει κι απαιτεί τα δεδουλευμένα: να ξαναγεννηθεί, για χάρη της, κάτι όχι λιγότερο απ΄ την ίδια τη φύση των πραγμάτων. Ο τόπος μυρίζει ασφυχτικά λιβάνι και γρήγορες αποφάσεις σαν στιλέτο σε χέρι προδομένου εραστή.
Στη δεύτερη στροφή της ιστορίας –αυτού του κόσμου που εγκυμονεί στη φαντασία του μάγκα για να ξορκίσει την έξω πραγματικότητα, και με την ευκή ενός σκοτεινού καπετάν Μιχάλη που ο Μάρκος δεν γνώρισε μα που καταπώς φαίνεται περιείχε– χύνονται απ’ την πλευρά της απολιθωμένης μες τους αιώνες αξιοπρέπειας τα μαύρα πουλιά του προπατορικού χρέους, με τα προτεταμένα τους ράμφη, απαιτώντας την μία, μες στο θυμικό του απελπισμένου, δικαιοσύνη:
Βαμβακάρης και πολιτική ορθότητα
Τώρα θα κάνω έφεση μήπως με βγάλουν όξω
κακούργα δολοφόνισσα για να σε πετσοκόψω
να σου ‘χυνα πετρέλαιο κι ύστερα να σε κάψω
και μες στο ξεροπήγαδο να πα να σε πετάξω.
Λόγια απαγορευμένα μες στην ασχήμια τους, λόγια ενός ήδη τρελού που μεταστοιχειώνει το πάθος του σε σώμα κι αίμα κατακερματίζοντας κάθε αποθησαυρισμένο λυρισμό προς τη σάρκα του θηλυκού, αφανίζοντας απ’ την επικράτεια του ορατού το ακραία επιθυμητό, λόγια που ηχούν τόσο ιλιγγιωδώς αταίριαστα, στραγγαλισμένα μες στο στόμα του ένθεου αλήτη που πιάνει το μπουζούκι του και καταδέχεται να τραγουδήσει τον απέραντο καημό του –σ’ εμάς τους ξένους–, ώστε ακαριαία αντιλαμβάνεσαι ότι εδώ δεν είναι η ασχήμια που μιλά, μα το αρνητικό μιας αρχαίας πόζας, μια περιοχή της ψυχής τόσο άφατα τρυφερή που δεν θα ήταν δυνατόν να φανερωθεί παρά μοναχά μες απ’ το απολύτως αντίθετό της, τη μετονομασία, το καθρέφτισμα στη λίμνη, το ομιχλώδες είδωλο απ’ την πίσω αυλή της γης ενός έρωτα απόλυτου – Έρωτα προς το διαρκές μες στους αιώνες Πρόσωπο– ενός έρωτα που ξεκλειδώνει με την κατάφαση των τελετουργικών του κινήσεων το οπλοστάσιο μιας ματιάς ξεχασμένης μες στον χρόνο, μιας ματιάς μέσω ενός κατόπτρου αρχαίου όσο κι η πρώτη ανάσα έμβιου στη γη, ενός κατόπτρου μες στις λυτρωτικές παραμορφώσεις του οποίου η πληγή του ερωτευμένου συλλαμβάνεται, γονιμοποιείται και εν τέλει θεραπεύεται. Στην ασφυξία αυτής της συνθήκης θα γεννηθούν τα πλέον ακατάληπτα. Ο μάρτυρας θα σκύψει πάνω απ’ τα πτώματα των λέξεων να αποκαταστήσει με τον δικό του νέο τρόπο τον καταργημένο δεσμό σημαίνοντος και σημαινόμενου.
Στον από δω κόσμο το σήμαντρο θα σημάνει έναν εικονικό θάνατο, του προδομένου και της ερωμένης, έναν θάνατο που είναι ταυτόχρονα λυτρωτική αποκάθαρση της ζωής μέσα στα υλικά του έρωτα. Οι λέξεις χαίρονται την απογύμνωσή τους κάτω απ’ τη θερμοκρασία ενός παρηγορητικού ήλιου, το ήθος ανακαινίζεται καθώς το τροχίζει από κάθε πλευρά η ηχώ των συλλαβών, ο κόσμος στενεύει στιγμή με τη στιγμή στον πληθυσμό των δύο προσώπων, πρωτόπλαστων κι ελεύθερων από κάθε εκεί έξω. Κι ο Θεός λείπει. Το χέρι του αυτόχειρα ορθώνεται, αποφασισμένο να σβήσει την τελευταία αναλαμπή ενός δημιουργήματος που επιτέλεσε πια τον προορισμό του, να διαβεί τη χθόνια σφαίρα, διαπλέοντας την ψυχική του υδρόγειο, δυτικά, με ούριο άνεμο και με κατασχισμένους όλους τους γνωστούς χάρτες, απ’ τον Παράδεισο του απόπλου ως την Κόλαση του νυν προορισμού. Το αεί θα περιμένει στην προβλήτα, ντυμένο τα καλά του, μ’ ένα λευκό μαντίλι στο χέρι. Οι κόσμοι αγκαλιάζονται, δεν απομένει πια παρά η μια χειρονομία που θα ενώσει το καλό και το κακό σε σάρκα μία. «Και έσονται οι δύο …»
Ο Βαμβακάρης σηκώνει την πιο τρυφερή του πένα και λέει το τελικό ακόρντο. Ό,τι ξέραμε έχει για πάντα κατεδαφιστεί.
[Μα όλα για μένα σφάλασι και πάσιν άνω κάτω,
για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω
ψιθυρίζει η Αρετούσα μέσα απ’ το στόμα του Κορνάρου, κι ο Βαμβακάρης διεκδικεί τα προνόμια του πλήρους, του πέραν της αμαρτίας, αφού Αυτός, ο άγιος, θα μεταλλάσσει ες αεί τον εφιάλτη σ’ όνειρο. Μια πράξη μένει τώρα να γενεί: Το εκκλησίασμα –οι θεατές κι οι ακροατές του λόγου του θεού του– να αξιωθούν τη χάρη της ίδιας μ’ Αυτόν εκλέπτυνσης της ψυχής, και έτσι κάποτε και της γλώσσας. Εδώ ο ήχος είναι που θα προεδρεύει, αφού στον κόσμο του Βαμβακάρη το αυτί είναι το θεμέλιο της νοημοσύνης. Δίχως αυτό κάθε νόημα θα κούτσαινε απογοητευτικά.]
Πέρασαν 84 χρόνια από εκείνη την οριστική χειρονομία. Στο κέντρο της Αθήνας μαζεύεται πλήθος πολύχρωμο, να συμμετάσχει στο Φεστιβάλ Υπερηφάνειας. Οι πολιτικοί είναι εκεί. Κι οι καλλιτέχνες. Κάποιοι φίλοι μου επίσης. Όμως αν σκύψεις πάνω απ’ την εικόνα, θα ακούσεις τύμπανα που θριαμβολογούν πάνω απ’ το σώμα ενός νεκρού. Οποία γενναιότης, οι πόρτες που παραβιάστηκαν ήσαν ανοιχτές. Καμιά ανδρεία, με όποιο πρόσημο, δεν είναι εδώ προσκεκλημένη, ο Αχιλλέας περιφέρει το σώμα ενός Έκτορα που δεν σκότωσε το ξίφος του παρά ο υπουργικός κοντυλοφόρος. Κι αυτό όχι δίχως αντάλλαγμα –μπορώ να υποθέσω, ο κακόπιστος– καθώς ήθος και πολιτική σπανίως υπήρξαν ομοκρέβατοι.
Αν οι ιθύνοντες του Athens Pride, άκουγαν τους στίχους του «Ισοβίτη», θα ήθελαν ο Μάρκος να παρελάσει μαζί τους; Όμως κι ο Μάρκος δεν θα ήθελε, κι ούτε ασφαλώς κι ο Χατζιδάκις.
Κι όμως, στην εποχή του Βαμβακάρη τα θέματα που σε έκαιγαν λύνονταν δίχως τη διαμεσολάβηση διαιτητών, μόνον τή παρουσία του θεού, κατά πως έκανε κι ο Μακρυγιάννης με τον άγιό του. Έτσι κι ο Μάρκος, σαν ήταν να πάρει τις μεγάλες αποφάσεις, ήταν έτοιμος ταυτόχρονα με τον εχθρό να πυρπολήσει και το δικό του σύμπαν, να λαμπαδιάσει δίχως δεύτερη κουβέντα την πυριτιδαποθήκη του. Υποσχέθηκε κάποτε στον εαυτό του, εκδορεύς στα δημοτικά σφαγεία, πως αν δεν μάθαινε καλό μπουζούκι θα έκοβε τα δάχτυλά του με το χασαπομάχαιρο. Δεν χρειάστηκε. Είχε μπέσα, γι’ αυτό τον αγαπήσανε οι ρεμπέτες εκείνου του ντουνιά.
Κι εδώ θα θυμηθώ μια σκηνή που μετέφερε στο σήμερα η ιερή κρησάρα κάποιων ανθρώπων που ακόμα ξεδιαλέγουν ανάμεσα στα ανούσια: Όταν ο Χατζιδάκις –που σαν τώρα, 15 Ιουνίου, πριν από εικοσιπέντε χρόνια έφευγε για το μοναχικό του ταξίδι– έφηβος, στην κατοχή, κατέβαινε με σπάνια τόλμη στο υπόγειο που έπαιζε ο Βαμβακάρης κι η κομπανία του, κάποιοι μάγκες του μαγαζιού τού την έπεφταν επειδή τον έβρισκαν παράξενο, ίσως και θηλυπρεπή. Ο Βαμβακάρης, που δεν ήξερε τον Χατζιδάκι μα είχε μάτι και ψυχή που έβλεπαν κάτι πιο πέρα, σηκώθηκε και τον έβαλε σ’ ένα τραπέζι δίπλα στο πάλκο, για να τον προσέχει. «Όποιος σε πειράξει θα κάνει μαζί μου», πρέπει να ήταν η κουβέντα του. Μία και οριστική, επίσης.
Κι αναρωτιέμαι τώρα: Αν οι ιθύνοντες του Athens Pride, που φέτος ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του Ζακ Κωστόπουλου, άκουγαν τους στίχους του Ισοβίτη, θα ήθελαν ο Μάρκος να παρελάσει μαζί τους; Όμως κι ο Μάρκος δεν θα ήθελε, κι ούτε ασφαλώς κι ο Χατζιδάκις. Γιατί ήξεραν πως νίκη που γιορτάζει τη νίκη της είναι νίκη προδομένη. Είναι η γωνιά που πιάνεται και ξεφλουδίζει η κάθε καλοσύνη. Η Νίκη θα ντραπεί να περπατήσει δίπλα μας δίχως το ωραίο της φόρεμα, εκείνο της Αιδούς, που έκανε το ρεμπέτικο και κάποιες γενιές των πατεράδων μας δωρικούς στα λόγια και κραταιούς στις πράξεις, εκείνης της ίδιας που μας παραχώρησε το προνόμιο να κλαίμε σαν άντρες πάνω απ’ τον έρωτα μια γυναίκας και να προδίδουμε όλες μας τις αρχές προκειμένου να υπερασπιστούμε ένα δίκιο που μας σκίζει κάθετα την καρδιά. Αυτός ο ιδιότυπος Ανδρισμός, ένας Ανδρισμός δίχως φύλλο ασφαλώς, θα ‘ταν σημαία περηφάνιας για κάθε ελεύθερο άνθρωπο. Ένας Μπολιβάρ θα φυσούσε δοξαστικά την τρομπέτα του πάνω απ’ όλους τους καταπιεσμένους, ένας Μπολιβάρ ολόρθος μέσα μας, κι όχι στη νεκρική πλατεία της Λάρισας.
Στην άκρη αυτής της εικόνας ο Ζακ Κωστόπουλος σέρνεται στα γυαλιά δίπλα στα πόδια κάθε κτήνους. Όμως αν δεν αντιληφθούμε πως το μαχαίρι που κραδαίνει ο Βαμβακάρης –που σκίζει μονάχα το βαμβακερό του όνειρο, τροφοδοτώντας με λυτρωτική χάρη την ίδια την πηγή της συγκίνησής μας– και τα τακούνια του κτήνους πάνω απ’ το ήδη νεκρό παιδί είναι δυο από αιώνες αντιμαχόμενοι κόσμοι, τότε η κάθε μάχη στους δρόμους θα ‘ναι οριστικά χαμένη. Κι εμείς θα υψώνουμε λάβαρα πάνω απ’ το πτώμα ενός νεκρού σε αποσύνθεση.
(15 Ιουνίου 2019)
ΥΓ. Ετοιμαζόμουν να στείλω το κείμενο, όταν άκουσα την είδηση του θανάτου τού Στέλιου Βαμβακάρη. Αυτή η συγχρονικότητα πάντα μου προξενούσε τον δέοντα μετεωρισμό. Και σκέφτομαι: Αν το κύτταρο ξέρει κάτι περισσότερο απ’ την τρέχουσα αντίληψη, τότε, ατυχώς, και μαζί με τον Στέλιο, μόλις χάσαμε άλλο ένα κομμάτι του Μάρκου. Ας φυλάξουμε με ευλάβεια ό,τι απομένει.