Ποτέ δεν θα μάθεις ποιος είμαι
Λέει το παιδί περνώ το δρόμο μου
Οδεύω προς τις μακρινές πεδιάδες,
Όπου το χορτάρι τραγουδά τα μεσάνυχτα εκεί προς τις ιτιές
Που κλαίνε γιατί έτσι είναι
Όπου ανοίγεται στην καρδιά μου η πιστή μουσική
Κι ο κόσμος αρχίζει επιτέλους να ζει
Κι εγώ αρχίζω να πεθαίνω
Δεν θα με δεις να γερνάω
Ούτε και τη σκιά μου θα αναγνωρίσεις
Όπως διαγράφεται ακουμπισμένη στην πλαγιά
Εκεί όπου το μαύρο μονοπάτι μες τα αγκάθια χάνεται
Και τα αστέρια των λευκών συντρόφων
Όσο και να κοιτάζεις ακατάπαυστα πίσω
σου σα να φοβάσαι την καταιγίδα
Και να βιάζεσαι, κυνηγημένη από την αστραπή
Ποτέ δεν θα συλλάβεις το χαμόγελό μου
Το τρυφερά σκληρό σαν του θλιμμένου εκτελεστή.
(Passage des ombres, La Table ronde 2008)