Καλυμμένη
με το μωβ του παγωνιού
πλάτη στητή
ακουμπά
σε μια ζωή κάτω από τέντα,
νεκρική σκιά προστατεύει
τις βουβές, κουτσές κοτσίδες
και τα χέρια σου με τα λευκά γάντια,
σκέψεις
ξασπρισμένες, αναιμικές,
μάτια τυφλά
στη ραγισμένη μπλε θάλασσα
πέρα από
την άμμο με τις αλμυρές κηλίδες,
ζωή κλεισμένη σε κουτί και τυλιγμένη
πλέει μακριά
σε λουλακί ατάραχες λωρίδες·
ένας ψηφιδωτός ουρανός
σαρώνει τη σιωπή προς την ακτή·
κι εσύ,
τυφλή, βουβή εσύ,
προφυλαγμένη από τις
ραβδώσεις
της ικτερικής άμμου,
της θολής ώχρας,
του άτονου σάπιου μήλου,
της ωχρής ζωής μιας γυναίκας,
τυφλή, βουβή εσύ,
σαν οφθαλμολόγος,
να λαμπυρίζει
κοιτάς
κάποιας άλλης
γυναίκας τη ζωή–
όχι την πραγματικότητά σου–
τη βλέπεις
κλεισμένη σε ξεβαμμένο κουτί
πέρα από τη γεμάτη αφρούς άμμο,
πάνω από τη θολή βαθυγάλανη θάλασσα
βλέπεις
εκείνη τη ζωή
εκεί πέρα
να επιπλέει αρωματική,
να βουλιάζει σαν μολύβι
σε κυανά μαύρα σαν το kohl βάθη
νομοταγούς ευλάβειας
φιλότιμης υποταγής
δουλοπρεπούς αποστροφής·
αλλά εδώ,
εδώ που κάθεσαι
μπερδεμένη
μες στις μωβ σκιές,
φυτοζωείς
σε μελιτζανί άρνηση,
τα χέρια σου με τα λευκά
γάντια
και η άδεια, βουβή
έκφρασή σου
θα μιλήσουν,
από την ασφάλεια
του καμβά σου,
θα μιλήσουν,
και ο κόσμος
θα ακούσει
το άψυχο, κρατημένο
μουγκρητό για ελευθερία,
τη βαριά προσπάθεια
να αναπνεύσεις, και,
σαν τένοντα που σπάει:
τη φωνή σου.