Για τη Ροζάριο, στην Κόμα
ενώ κατρακυλώ πάνω στην τσουλήθρα
κατευθείαν προς τον τάφο
καταριέμαι λυσσαλέα
την τύχη μου: δεν θέλω
να πεθάνω ανάμεσα σε τόσους φτωχούς
τόσους φτωχούς ανώνυμους
τόσους φτωχούς άτυχους
τόσους φτωχούς με τατουάζ
τόσους φτωχούς χωρίς δόντια
τόσους φτωχούς προδομένους
όπως κι εγώ
τόσους αποκαρδιωμένους που κοιμούνται
από τα νοσοκομεία στις φυλακές
από αυτό εδώ το μπαρ στο απέναντι μπαρ
καθώς προσεύχονται για την ουράνια αγνότητα
της αγάπης και ενώ γλιστράω
ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους που ούτε
νεκροί δεν σωπαίνουν ούτε και καταλαβαίνουν
τίποτα
απ’ ό,τι συζητιέται και ούτε θέλουν
κάτι παραπάνω από μία εγκυμονούσα οικογένεια
ούτε έχουν κάποιο άλλο όνειρο από
ένα κινητό τηλέφωνο ούτε αισθάνονται
με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο ακατάστατα
και ούτε θυμώνουν μαζί μου
που τους μισώ σε ετούτο
το σεμνότυφο ρεύμα σε ετούτο
το φλογερό ρεύμα τσουλάμε
πάνω σε αυτό το κρύο
λάδι κερατάδες, χολωμένοι
υποτροπιάζοντες με έχουνε
αρπάξει από τον αστράγαλο
σέρνονται προς την άκρη
από το μετατάρσιο δεν καταλαβαίνουν τίποτα δεν
ξέρουν να γράφουν σπεύδω βιαστικά μαζί τους δεν θέλω
στριφογυρνάω, δίνω αγκωνιές στον αέρα
η βαρύτητα μας νικά αναρωτιόμαστε
για τα ονόματα κλείνουμε τα μάτια
γλιστράμε άχαρα γιατί όλοι
πιστεύαμε στην αγάπη
και προς τα εκεί βαδίζουμε