Πέντε ποιήματα του Έκτορ Αρνάου

Πέντε ποιήματα του Έκτορ Αρνάου

Στο κατώφλι

Για τη Ροζάριο, στην Κόμα

ενώ κατρακυλώ πάνω στην τσουλήθρα
κατευθείαν προς τον τάφο
καταριέμαι λυσσαλέα
την τύχη μου: δεν θέλω
να πεθάνω ανάμεσα σε τόσους φτωχούς
τόσους φτωχούς ανώνυμους
τόσους φτωχούς άτυχους
τόσους φτωχούς με τατουάζ
τόσους φτωχούς χωρίς δόντια
τόσους φτωχούς προδομένους
όπως κι εγώ
τόσους αποκαρδιωμένους που κοιμούνται
από τα νοσοκομεία στις φυλακές
από αυτό εδώ το μπαρ στο απέναντι μπαρ
καθώς προσεύχονται για την ουράνια αγνότητα
της αγάπης και ενώ γλιστράω
ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους που ούτε
νεκροί δεν σωπαίνουν ούτε και καταλαβαίνουν
τίποτα
απ’ ό,τι συζητιέται και ούτε θέλουν
κάτι παραπάνω από μία εγκυμονούσα οικογένεια
ούτε έχουν κάποιο άλλο όνειρο από
ένα κινητό τηλέφωνο ούτε αισθάνονται
με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο ακατάστατα
και ούτε θυμώνουν μαζί μου
που τους μισώ σε ετούτο
το σεμνότυφο ρεύμα σε ετούτο
το φλογερό ρεύμα τσουλάμε
πάνω σε αυτό το κρύο
λάδι κερατάδες, χολωμένοι
υποτροπιάζοντες με έχουνε
αρπάξει από τον αστράγαλο
σέρνονται προς την άκρη
από το μετατάρσιο δεν καταλαβαίνουν τίποτα δεν
ξέρουν να γράφουν σπεύδω βιαστικά μαζί τους δεν θέλω
στριφογυρνάω, δίνω αγκωνιές στον αέρα
η βαρύτητα μας νικά αναρωτιόμαστε
για τα ονόματα κλείνουμε τα μάτια
γλιστράμε άχαρα γιατί όλοι
πιστεύαμε στην αγάπη
και προς τα εκεί βαδίζουμε

Είναι προς πώληση ο κήπος με τις επιθυμιές

την επιθυμία και την κατανάλωση τις μπερδεύω
τη νύχτα
κάποτε νομίζω πως είναι στήθη σκληρά
και δεν είναι τίποτε άλλο από ρολόγια
κρέας φουσκωμένο και στρογγυλό
απ’ την κεντροΕυρώπα
δεν είναι τίποτε άλλο από πολυθρόνες
και ρούχα της μόδας
σκέφτομαι τιμή ζητώ κόστος
δουλειά απόλαυση και ώρα
στις βιτρίνες οι οθόνες
είναι προς πώληση οι άνθρωποι

θέλω ζεστασιά στα χέρια
και δεν έχω τίποτε άλλο από πλήκτρα
θα ήθελα να συλλέξω χείλη
και να γλείψω πολλές γάμπες
ομορφιά, ευτυχία
ως αντάλλαγμα για λίγα κέρματα
πρέπει να είναι κανείς πολύ αξιοθρήνητος
για να σέρνει τόση θλίψη

ξαπλώνω κι αναρωτιέμαι πόσα λεφτά θα μου στοιχίσει το αύριο

Στο δωμάτιο των νεκρών

πότε πότε έρχομαι να παίξω εδώ
και τρυπώνω στα σεντόνια
των νεκρών
που μυρίζουν μαλακό σαπούνι
τελευταίο βήχα
και η ροζιασμένη ανάσα των
τελευταίων ζωντανών προσδίδει στον αέρα
εκείνο τον κομψά ταγκισμένο χαρακτήρα
εκείνο το κύρος που έχει το κρύο φαγητό

Οι νεκροί είναι πεισματάρηδες
δεν απαντούν, επιμένουν να
εγκαταλείπουν κάθε είδους
αντικείμενα, λεκέδες, τρίχες
για να δουν αν έτσι δεν θα τους ξεχάσουμε
ποτέ
και τρελαινόμαστε με τη μυρωδιά τους
στους καθρέπτες
θαμποί πάντα θαμποί
ντυμένοι με τα σακάκια των νεκρών
σιγοτραγουδώντας τα τραγούδια τους
από τον καιρό που ήταν ζωντανοί

Και γι’ αυτό επίσης έρχομαι πάντα
να σε ψάξω εδώ
μήπως αντί για ενταφιασμένη
ζωντανή στο παγωμένο γρασίδι
κάποιας απόκρημνης ακτής
σε δω
με μαραμένο το δέρμα
και με ολοκαίνουρια ευθυμία
περιτριγυρισμένη από τα φλέματα
των νεκρών
τρομαγμένη από τα εκζέματα και από την ταπετσαρία των τοίχων
κατάπληκτη μπροστά στη δύναμη των νεκρών
και το κολλώδες μοσχοβόλημα των νεκρών
αλλά ζωντανή

Οι νεκροί κουράζουν, επαναλαμβάνονται
και τελικά δεν είναι τίποτε άλλο από ανόητα παιδιά
που βαρέθηκαν η φρικαλέα τους αύρα
να χτυπά ασπόνδυλη πάνω στον τοίχο,
αθώα παιδιά, θλιμμένα, διάσημα

Ήθελαν να συνταξιοδοτηθούν, να κουλουριαστούν στη λησμονιά
όμως κάποιες φορές οι ζωντανοί δεν τους αφήνουν
και εξακολουθούν να περιτριγυρίζουν τις κάμαρες,
άδειες πια από κορμιά και από βλακώδεις κραυγές
ξεφτισμένες και χωρίς έπιπλα

Γι’ αυτό έρχομαι να παίξω εδώ
και μου αρέσει να τραγουδώ, να μυρίζω τη μυρωδιά των νεκρών
και να γελάω μέσα σε τόση ησυχία
που προκαλεί πόνο
μέσα σε τόση ξαγρύπνια από έρωτα
και αποκαρδίωση ορυκτή,
ζοφερή, παράξενη

Το πορτραίτο

Έχω εξαντλήσει σιδηροτροχιές, ρείθρα, μονοπάτια. Έχω φουσκώσει τα πανιά σε χιλιάδες διαφορετικά πλευρά. Έχω αγαπήσει χωρίς σκοπό, χωρίς ευστοχία, χωρίς οκνηρία. Με υπέθαλψαν θάλασσες που δάγκωναν σαν λύκοι. Με φιλοξένησαν γυναίκες με στήθη σαν νομίσματα. Ουρανοί βαμμένοι με γύψο μού πρόσφεραν καταφύγιο στα ρήγματά τους και μου έραψαν τους μυελούς θρύλοι με χάλκινο πόνο και μια βρόμικη γεύση αίματος και παράνοιας. Τώρα επέστρεψα σε αυτό που κάποτε ήταν το σπίτι μου.

Γύρισα τώρα σε αυτό που κάποτε ήταν το σπίτι μου, και επίσης με βλέπω εδώ ξένο, ανοίκειο, άγνωστο. Πληρώνω σε περιφρόνηση τα τόσα δρομολόγιά μου και μου ρίχνουν τα δίχτυα της σιωπής τους σαν σε έναν οποιονδήποτε εχθρό. Γεννήθηκα εδώ, όμως δεν έχω πια ούτε σπίτι ούτε επικράτεια, μόνο τις επίμονες σκιές κάποιου που νίκησαν τα χρόνια. Ο ουρανός, απασχολημένος με νήματα, δεν με αφήνει πια να προσανατολιστώ. Μου απόμεινε μονάχα το πρόσωπό μου και η μοναξιά του ακροβάτη.

Πέντε ποιήματα του Έκτορ Αρνάου

Σουπερμάρκετ Μερκαντόνα

μες απ’ τα δισκάκια τους
μες απ’ τα πλαστικά τους σάβανα
τα κοτόπουλα ουρλιάζουν στο σουπερμάρκετ
από τα ράφια στοιχισμένα
στέλνουν κύματα αποπλάνησης
στη σπλήνα μας
ουρλιάζουν ουρλιάζουν τα κοτόπουλα
στο σουπερμάρκετ προχωρούν οι κωδικοί
σε προσωπικό μας χρέος
στον τομέα των κατεψυγμένων
οι υπάλληλοι
με λευκές ποδιές
με τις αστραφτερές αρκτικές τους σπάθες
με τα ηλεκτρικά τους μέλη
γονιμοποιούν τα κοτόπουλα
διεισδύοντας μέσα τους ρυθμικά
αρπάζοντας τα μπούτια τους γερά
ουρλιάζουν ουρλιάζουν τα κοτόπουλα
στο σουπερμάρκετ
σουρώνουν οι κώλοι τους
τη συνθετική μπεσαμέλ
τα μαλακά κορμιά τους αδειανά
από μυς απορρίπτουν
τους καρπούς που τους χάρισαν
τα στραβοπατήματα του φτερωτού σπέρματός τους
των νεοσσών τα κλάματα διαπρέπουν πανικόβλητα
στον εγκέφαλό μας διατεθειμένο
με οποιαδήποτε τιμή
να πληρώσει

γιατί ουρλιάζουν ουρλιάζουν τα κοτόπουλα
στο σουπερμάρκετ
μειωμένα πια κομματιασμένα πια
τόσο ροδαλά σού γυρίζουν την πλάτη
περιμένουν να συρρεύσεις γύρω τους
ώριμα και παχουλά για να απαλύνουν
την απάτη
με σφιχτά κρέατα που προμηνύουν
καλό μέλλον
ένας θεός αιώνιου φωτός
με άκαμπτα πλοκάμια
ενώ ουρλιάζουν ουρλιάζουν τα κοτόπουλα
στο σουπερμάρκετ
με το μισητό τους παράπονο
που δεν είναι γεμιστά
το φύλο τους έχει θυσιασθεί ελεύθερα
ουρλιάζουν σφυρίζουν για να τα πάρεις με το καρότσι
σπίτι σου
όπου η γυναίκα σου γλείφει μόνη της το πλαστικό
παγωτό της
ξυλάκι

φωτ. Raimón Ribera
φωτ. Raimón Ribera

Ο Έκτορ Αρνάου Σαλβαδόρ γεννήθηκε στη Βαλένθια το 1976. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαλένθια και στο Λονδίνο, και συγκριτική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Εργάζεται ως μεταφραστής λογοτεχνίας, ενώ συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (Òxid, Bostezo, κ.ά.). Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές του συλλογές: El insomne (2003), Y el hambre y los ciegos (2007), και La pasión del hijo apático (2015). Στη σκηνή έχει παρουσιάσει τους θεατρικούς μονολόγους ή ποιητικές περφόρμανς: El insomne, Nuevo amanecer del activismo folclórico, Mi reino no es de este mundo, El compasivo, Transcendencia y delirio, El feminista, Las pasiones enanas.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: