Μονόλογος

Μονόλογος

Η γενεαλογία του ποιήματος (1941)

Το 1943, σε μια τοξική για την ποίηση εποχή, ο Μπενν ολοκληρώνει και τυπώνει ιδιωτικά τη συλλογή Zweiundzwanzig Gedichte (Είκοσι δύο ποιήματα), πρόπλασμα των σπουδαίων Statische Gedichte (Στατικά ποιήματα, Archiv Verlag 1948), τα οποία στέλνει σε επτά στενούς φίλους και γνωστούς. Σε αυτά περιλαμβάνεται το ποίημα “Monolog” («Μονόλογος»), ένα παλίμψηστο αλλεπάλληλων εκδοχών, συνδεδεμένο με τον θάνατο του αδελφού του στο ανατολικό μέτωπο τον χειμώνα του 1941.

Το ποίημα γράφτηκε στο Βερολίνο από το τέλος Δεκεμβρίου 1940 έως τις 20 Απριλίου 1941 και συμπεριελήφθη το 1943 στη συλλογή Είκοσι δύο ποιήματα. Το 1946 εντάχθηκε στην εκδοχή της ιδιωτικής έκδοσης των Στατικών ποιημάτων. Έγινε ευρέως γνωστό ως «λυρικό ιντερμέδιο» στην αυτοβιογραφία Doppelleben (Διπλή ζωή) και ανήκει πλέον στον κανόνα Απάντων των ποιημάτων του (1956).

Ο ποιητής επεξεργάστηκε το κείμενο ενώ υπηρετούσε ως αρχίατρος στο Βερολίνο. Στα χειρόγραφα των πρώτων σχεδίων υπάρχουν παρένθετα αφορισμοί, πεζά αποσπάσματα, σχέδια άλλων ποιημάτων, λογοτεχνικές σημειώσεις από αναγνώσεις έργων του Γκαίτε και άλλων, καθώς και σημειώσεις ιατρικής και υπηρεσιακής φύσεως.

Στις 24 Απριλίου 1941 στέλνει το τελικό χειρόγραφο στον φίλο του F.W. Oelze (Φ.Β. Έλτσε), με το ακόλουθο σημείωμα, όπου το εμφανίζει ως μετάφραση αγγλικού μονολόγου:

«Σε έναν στρατιωτικό αγγλικό τόμο βρήκα ένα απόσπασμα μονολόγου. Ο συγγραφέας φαίνεται να είναι κάτι μεταξύ Theodor Körner [Τέοντορ Κέρνερ] και Μάρλοου. Απεικονίζει εποχές και καταστάσεις που ευτυχώς ανήκουν στο παρελθόν. Η μετάφραση είναι δική μου· ξέρετε, δεν γνωρίζω διόλου αγγλικά, ίσως μπορείτε να επιφέρετε κάποιες βελτιώσεις» (στον πρώτο τόμο της αλληλογραφίας τους, σ. 269).

Η χρονολόγηση του χειρογράφου (20 Απριλίου) συμπίπτει με τα 52α γενέθλια του Αδόλφου Χίτλερ και αποκωδικοποιεί για τον αναγνώστη του ’43 το πολιτικό περιεχόμενο και το μήνυμα του ποιήματος. Σύμφωνα με μεταγενέστερες εκτιμήσεις, το ποίημα με τη χειρουργική κριτική του οξύτητα, την αλληγορική παρουσίαση του Χίτλερ ως κλόουν σε ένα κοινό ηλιθίων, τρελών και πρόθυμων σκλάβων θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του δημιουργού του. Η συμπερίληψή του στα Είκοσι δύο ποιήματα είχε ακριβώς αυτή την εικονιστική σημασία για τον Μπενν, ο οποίος στο χειρόγραφο-Henssel των ποιημάτων επισύναψε το ακόλουθο «βιογραφικό σημείωμα»:

«Ο Γκόττφρηντ Μπενν […] μετά το 1936 δεν μπορεί πλέον να δημοσιεύει. Τα ακόλουθα ποιήματα γράφτηκαν στα χρόνια που μεσολάβησαν, ορισμένα από τα οποία, ανάμεσά τους και ο Μονόλογος, τυπώθηκαν παράνομα».
Το «σημείωμα» παραλήφθηκε από την έκδοση.

Συνοπτικά, το πολυεπίπεδο ποίημα με το οξύ ύφος οργισμένου Προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης εστιάζει στην αποκτηνωμένη ναζιστική Γερμανία, για να στηλιτευθεί ο αντεστραμμένος, διεστραμμένος κόσμος και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Ο Μπενν εμφανίζεται ως εξάγγελος της παρακμής, της καθολικής πτώσης. Ο χώρος και ο χρόνος της ιστορίας ενοποιούνται. Οι ελάχιστες αναφορές στο Γˊ Ράιχ είναι αμφίσημες και υπαινικτικές. Λ.χ., στους «ευνοούμενους» υποδεικνύεται ο Ernst Röhm (Έρνστ Ρεμ), ανώτατο στέλεχος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος μέχρι τη σύλληψη και δολοφονία του από τον Χίτλερ (1934). Στους «χωλούς» παρωδείται ο Joseph Goebbels (Γιόζεφ Γκαίμπελς, 1897-1945), ο διαβόητος υπουργός προπαγάνδας, ο οποίος το 1938 απέκλεισε τον Μπενν από την Έταιρεία Γερμανών Συγγραφέων (πρώην Πρωσσική Ακαδημία Τεχνών). Κάτω από τα «λιπαρά όντα» που «καταδιώκουν τη γαζέλα» αναγνωρίζεται ο εύσαρκος Hermann Göring (Χέρμανν Γκαίρινγκ, 1893-1946), εθνικοσοσοσιαλιστής υπουργός, ο δεύτερος ισχυρότερος άνδρας της Γερμανίας, καταδικασθείς αργότερα στη Νυρεμβέργη ως εγκληματίας πολέμου. Στη μυθιστορηματική βιογραφία, Διπλή ζωή, υπάρχει η αναφορά: «Τα παιδιά […] θα γελούν με το πάχος του Γκέρινγκ, το σύρσιμο του ποδιού του Γκαίμπελς» (Mertens, 321). Ρεαλιστική είναι και η αναφορά στις «παγωμένες χώρες», ήτοι στις ήδη κατακτημένες το 1941 Νορβηγία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία, ενώ επιχειρείται η κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής («θερμές χώρες»). Στους «σκλάβους», μεταφορά των αιχμαλώτων, συγκαταλέγονται οι 334.000 αιχμάλωτοι Γιουγκοσλάβοι στρατιώτες, 223.000 Έλληνες (μετά την 30ή Απριλίου 1941), 22.000 Βρετανοί, και περίπου 1.000.000 Σοβιετικοί, έως τον Σεπτέμβριο 1941, κατά την «επιχείρηση Βαρβαρόσσα». Η εικόνα των σκλάβων ανακαλεί κοινωνικούς όρους της αρχαίας Ρώμης και αντιστοιχεί στην κατακτητική πολιτική της Βέρμαχτ. Η γερμανική προπαγάνδα παρουσίαζε τους Σοβιετικούς ως «κτήνη και υπανθρώπους» (Münchner Illustrierte Presse, 13.11. 1941). Οι «γύπες» και τα «γεράκια», με τα οποία κλείνει το ποίημα, είναι πιθανότατα μεταφορά των αεροπορικών βομβαρδισμών που επιχειρούσαν οι σύμμαχοι.
Στη δεύτερη στροφή θεματοποιείται ο υστερικός εγωκεντρισμός των ναζιστών αξιωματούχων στο πρόσωπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος την άνοιξη του 334 πέρασε με 37.000 άνδρες τον «Ελλήσποντο» και με νίκη-αστραπή στον Γρανικό ποταμό (τη θυμίζει και η αστραπιαία εισέλαση του γερμανικού στρατού στην Γαλλία) άνοιξε τον δρόμο για τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και τη Συρία.
Το δεύτερο μέρος του ποιήματος ανοίγεται στον μεταφυσικό ορίζοντα των Στατικών ποιημάτων. Ο θάνατος και ο πρακτικός βίος ισοζυγίζονται στη στερούμενη νοήματος εποχή. Το δίπολο θάνατος-ζωή έρχεται προφανώς από το ερώτημα του αμλετικού «μονολόγου»: “To be, or not to be”, προοίμιο της σκηνοθεσίας του απόλυτου θανάτου. Τώρα ο Άμλετ υποδέχεται ολόκληρο τον θίασο σε θάλαμο αερίων. Είναι ταυτόχρονα ο ποιητής, το λυρικό-Εγώ, η μόνη ελπίδα έλλογης δημιουργίας του κόσμου, υπερπήδησης του νιτσεϊκού μηδενισμού, η ανάσχεση του εκφυλισμού στον απέραντο ζωολογικό κήπο του κόσμου. Μοναξιά, μονόλογος και δοξολογία της τέχνης είναι βασικά θέματα του Μπενν, αντλημένα από τον Νίτσε. Η θεματική του ποιήματος βρίσκεται στο έργο Die Geburt der Tragödie (Η γέννηση της τραγωδίας, 1872). Στην πραγματεία Die fröhliche Wissenschaft (Η χαρούμενη επιστήμη, 1882-1887) ο Νίτσε προβάλλει τη «μονολογική τέχνη».
Ο ενδιάμεσος σταθμός στο μονολογικό ταξίδι, στον δρόμο για την τέχνη, είναι το μυθιστόρημα μαθητείας του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Malte Lauridds Brigge (Μάλτε Λάουριντς Μπρίγγε, 1910). Εκεί ο ήρωας μέσα από μονολόγους (αναμνήσεις και στοχασμούς) για την καλλιτεχνική πράξη θέτει το ζήτημα της ουσίωσης της ύπαρξής του μέσα στη μοναχικότητα της απολύτως στον ίδιο συρρικνωμένης ζωής, αφού ο όρος της καλλιτεχνικότητας και της άμεσης εσωτερικής αλήθειας του Dasein βρίσκεται στο Εγώ, το διαρκώς απειλούμενο με απώλεια. Ο Ρίλκε συνέθεσε, επί πλέον, δύο σύντομα δοκίμια για την «Αξία του μονολόγου» (“Der Wert des Monologes”).

Αναδρομικά: Στις 21.12.1941 ο ποιητής έστειλε στον φίλο του Φ.Β. Έλτσε επτά ποιήματα με τον τίτλο Αυτοβιογραφικά ποιήματα, στα οποία το 1943 πρόσθεσε ακόμη δέκα πέντε και τα εξέδωσε ψευδωνυμικώς ως Samizdat-Heftchen, εξ αιτίας της απαγόρευσης, με την αναγραφή στο εξώφυλλο: Zweiundzwanzig Gedichte (1936-1943) von G.B. August 1943. Το ποίημα «Μονόλογος» τοποθετήθηκε 17ο ανάμεσα στα “In einer Stadt” («Σε μια πόλη») και “Du trägst” («Κομίζεις»), στα οποία ο Μπενν εκφράζει την αδυναμία του να συμπορευθεί με τις κοινωνικές εξελίξεις. Κεντρικό τους μοτίβο ο αναθεματισμός της βαρβαρότητας και η αναπόφευκτη κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ. Ό,τι δεν ακουμπά στο πνεύμα, περιδινείται χαοτικά ώς την αποσύνθεση. Μετά την απόπειρα λυρικής διευθέτησης του Εγώ μέσα στη δίνη των πολεμικών συρράξεων, ο Μπενν αναπτύσσει τον «Μονόλογο» στη φόρμα του ύποπτου, την εποχή αυτή, μυθιστορήματος, μία νέα εκδοχή του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγγε και νέα μαθητεία στην τέχνη μετά την απειλή του εκφυλισμού της.

Μονόλογος

Τα έντερα με βλέννα συρραμμένα, ο εγκέφαλος
με απάτες, –
λαοί τρελών, οι εκλεκτοί ενός κλόουν,
με χωρατά και αστρολογήματα, την ίδια τους την κόπρο
εξηγώντας ως αποδημία πουλιών! Σκλάβοι –,
από θερμές και παγωμένες χώρες,
σκλάβοι πάνω στους σκλάβους, με του εντόμου τη βαρύτητα,
στο κνούτο και στην πείνα πλήθη μαγκωμένα:
τότε φουσκώνει ο ίδιος, το ίδιο του το χνούδι,
το λερό, σε γενειάδα του προφήτη!

Αχ, του Αλέξανδρου και της Ολυμπιάδας φύτρα
η ελάχιστη! κοιτάζουν τον Ελλήσποντο
και μακελεύουν την Ασία: Θρεμμένες φλύκταινες
μ’ εμπροσθοφυλακή, της τύχης κληρωτοί: , – θέσεις καλές
σε αγώνες πάλης και σε δικαστήρια! Όταν κανείς δεν κρίνει!
Οι ευνοούμενοι, το πλήθος χαρωπό, ζώνες φαρδειές, κορδέλες –
με διάπλατες σημαίες κυματίζουν όνειρο και κόσμος:
χωλοί βλέπουν τα στάδια κατεστραμμένα,
κουνάβια πατούνε τα χωράφια με τα λούπινα,
γιατί η μυρουδιά σκϊάζει τη δική τους:
μονάχα απορρίμματα απ’ τον πρωκτό! , – Λιπαρά όντα
καταδιώκουν τη γαζέλλα,
τη διάτορη στον άνεμο, το όμορφο το ζώο!
Εδώ γυρίζει ανάποδα το μέτρο:
Εδώ η λιμνούλα ελέγχει την πηγή, ο σκούληκας τον πήχυ,
ραντίζει ο βάτραχος τον μενεξέ στο στόμα
–Αλληλούια! – και σέρνει την κοιλιά του στο χαλίκι:
του βάτραχου το ίχνος μνημείο της ιστορίας!
Των Πτολεμαίων το ίχνος άσσος κρυφός του λωποδύτη.
Ο αρουραίος έρχεται ως αναψυχή πριν την πανούκλα.
Ο ύπουλος φονιάς υμνεί το φονικό. Χαφιέδες βάζουνε σε πειρασμό
ακολασία από ψαλμούς.

Και τούτη η Γη ψιθυρίζει στο φεγγάρι,
ύστερα ζώνεται στη μέση μια Πρωτομαγιά,
ύστερ’ αφήνει να περάσουν ρόδα, ύστερα σιγοψήνει το σπυρί,
και δεν αφήνει τον Βεζούβιο να ξεράσει, το σύννεφο
να γίνει αλισίβα, εκφυλισμός των ζώων
που τ’ αποκτά με δόλο, τα διαπερνάει και τα πυρπολεί –
αχ, της Γης αυτής παιγνίδι ρόδων και καρπών
είναι βαλμένο δόλϊα για του κακού το θέριεμα,
του εγκεφάλου μύκητας, του λάρυγγα το ψέμα να διαστίζει
του εκφυλισμού που αναφέρθηκε πιο πριν – του μέτρου η διαστροφή!

Πεθαίνω πάει να πει, τ’ αφήνω άλυτα όλ’ αυτά,
τις εικόνες ανασφάλιστες, τα όνειρα
να στέκουν στη ρωγμή του κόσμου πεινασμένα –
αλλά και ενεργώ πάει να πει, υπηρετώ τη χυδαιότητα,
προσφέρομαι αρωγός στην ατιμία, σημαίνει ερημιά,
τη φοβερή κατάλυση της ιστορίας,
ν’ αφήνεις τη λαχτάρα για όνειρα
για υπεροχή, στολίδι, προαγωγή, μεταθανάτια φήμη,
ενώ το τέλος, πεταρίζοντας σαν λεπιδόπτερο,
είναι σαν το εκρηκτικό αδιάφορα κοντά
και αναγγέλλει μια συνείδηση άλλη –

– Ένας ήχος, ένα τόξο, σχεδόν ένα άλμα από γαλανό
πρόβαλε κάποιο βράδυ μες από το πάρκο,
όπου βρισκόμουν: ένα τραγούδι,
ένα διάγραμμα μόνο, τρεις νότες ριγμένες,
και γέμισε τόσο τον χώρο και πλήρωσε τόσο
τη νύχτα, τον κήπο με οράματα
και δημιούργησε τον κόσμο και κάθησε
στο σβέρκο μου, στων καταστάσεων τη ροή, η πένθιμη
μεγαλειώδης αδυναμία της γέννησης του Είναι –,
ένας ήχος, ένα τόξο μονάχα –: γέννηση του Είναι –,
ένα μονάχα τόξο κι έφερε πίσω το μέτρο,
και τά ‘κλεισε μέσα του όλα: την πράξη, τα όνειρα…

Από στεφάνι πορφυρών εγκεφάλων,
κρατιούνται μακριά από την άνθηση
της διάσπαρτης πυρετικής σοδειάς, μονάχα για τον εαυτό τους:
«άκαμπτες στο χρώμα» και «με πλήρη οδοντοφυΐα
το τελευταίο τρίχωμα στην κορυφή», «εκλεπτυσμένες στο ψύχος»,
φωνάζουν, αλμυρές λωρίδες της αρχικής ύλης:
εδώ εκπορεύεται μεταμόρφωση! Τα εκφυλισμένα ζώα            
σαπίζουν, που η λέξη σήψη γι’ αυτά
μυρίζει εσπευσμένως ουράνια –, κιόλας οι γύπες διαγράφουν
κύκλους, λιμοκτονούνε ήδη τα γεράκια –!

20 Απριλίου 1941

Untitled 1

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Gottfried Benn γεννήθηκε στις 2 Μαΐου 1886 στο Mansfeld, χωριό της βόρειας Γερμανίας˙ δεύτερο παιδί Γερμανού λουθηρανού πάστορα αυστηρών αρχών και Γαλλοελβετής μητέρας. Ακολούθησε σπουδές στρατιωτικής ιατρικής, απορρίπτοντας κατά σειρά την πατρική επιθυμία να στραφεί στη φιλολογία και τη θεολογία, καθώς και τη δική του παρόρμηση να εντρυφήσει στον τομέα της ψυχιατρικής: οι ιστορήσεις των ασθενών θα τον άφηναν αδιάφορο. Ο βιογράφος του Pierre Mertens (Πιερ Μερτένς) εκτιμά διαφορετικά: «Δεν μπορούσε να υποφέρει αυτό που έβλεπε να σαλεύει στο μυαλό των ανθρώπων. Όσο για τις νευρώσεις, η ποίηση αρκούσε» (Mertens 1992, 98). Η πρώτη του συλλογή Morgue und andere Gedichte (Νεκροτομείο και άλλα ποιήματα, 1912) εννοήθηκε ως λίβελλος για το προπολεμικό Βερολίνο, καθώς και ιδρυτικό έργο του λογοτεχνικού κινήματος του εξπρεσσιονισμού. Στον Αˊ Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε ως γιατρός στις Βρυξέλλες σε νοσοκομείο για αφροδίσια νοσήματα, τη νόσο που έπληττε ή απειλούσε τους στρατιώτες από «επιστρατευμένες» πόρνες της πόλης. Στην προέλαση προς τις Βρυξέλλες ξαναδιάβαζε σκηνές από το δράμα του Γκαίτε, Egmont (Έγκμοντ), προσπαθώντας να ανακαλύψει το βλέμμα με το οποίο είχε ατενίσει την κατακτημένη χώρα ο πιο μεγάλος συγγραφέας του κατακτητή.
Στην πρώιμη ποίησή του προσανατολίζεται στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα με αισθήματα συμπόνιας, που φθάνουν ώς το τραύμα, κρυμμένα ωστόσο κάτω από τεχνικές αμυντικής στρατηγικής. Αντίθετα, τα πεζά του κείμενα, εξαιρέσει των πρώιμων αυτοβιογραφικού, αφηγηματικού πυρήνα, συνδυάζουν επιχειρηματολογία και κοινωνική τοποθέτηση. Στα κείμενα των ετών 1933 και 1934, «Το νέο κράτος και οι διανοούμενοι» (δύο ραδιοφωνικές ομιλίες), «Τέχνη και δύναμη», διακρίνεται η γοητεία που άσκησε επάνω του ο εθνικοσοσιαλισμός και η εγκατάλειψη του ρόλου του μοναχικού διανοητή. Την ώρα αυτή ο Μπενν βλέπει ίσως την πολιτική αναστάτωση που προκαλεί το Τρίτο Ράιχ ως ανθρωπολογική μεταλλαγή ικανή να εναντιωθεί στον ευρωπαϊκό μηδενισμό. Την προσδοκία αυτή υπαγορεύει η αριστοκρατική του στάση και ο ελιτισμός του ως διανοούμενου, που παγίδευσε πολλούς ομοτέχνους του και στοχαστές. Στο κρίσιμο έτος 1933 γράφει το δοκίμιο «Züchtung I». Η λέξη χρησιμοποιείται για την εκτροφή ζώων και γενικότερα την καλλιέργεια. Ένα είδος ευγονικής που αποβλέπει στη δημιουργία του ανώτερου ανθρώπου. Προϋπόθεση είναι η συνειδητοποίηση του εγγύτερου, πρώτιστου εχθρού. Ο πολέμιος αυτός έχει υποδειχθεί από τους ναζί μετ’ επιτάσεως: είναι οι Εβραίοι. Ο Μπενν έχει προσφέρει ένα ακόμη άλλοθι στην πρακτική του Ολοκαυτώματος. Το 1934 γράφει το εξ ίσου επιλήψιμο δοκίμιο «Δωρικός κόσμος»: το καθεστώς της αυστηρής μιλιταριστικής αρχαίας Σπάρτης, εδραιωμένο στη δουλοκτησία, γίνεται μοντέλο του ολοκληρωτικού κράτους στη ναζιστική Γερμανία. Ο Μπενν δεν συσχετίζει, ασφαλώς, δεν υποδεικνύει αναλογίες˙ εξηγεί απλώς ότι το «δωρικό» μοντέλο υφίσταται εκεί όπου λείπει η υψηλή τέχνη. Μία ακόμα ύποπτη θέση που βλέπει στον αντίποδα της «υψηλής» την «εκφυλισμένη» τέχνη.
Ο Μπενν δεν είναι αντισημίτης. Το αγαπημένο του περιβάλλον είναι αυτό των Εβραίων, και παράλληλα το αριστοκρατικό. Ωστόσο δεν εναντιώθηκε στις τακτικές της αστυνομίας, δεν εξέφρασε την αλληλεγγύη του στους διωκόμενους και μετά τον πόλεμο δεν απολογήθηκε για τη στάση του, θυμίζοντας εν πολλοίς τη σιωπή του Χάιντεγγερ. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε μέλος του ναζιστικού κόμματος (NSDAP) τον βοήθησε να αποφύγει μεταπολεμικά ουσιαστικούς περιορισμούς και διώξεις, αν και το 1935 είχε επανέλθει στο στράτευμα, χαρακτηρίζοντάς το, περιέργως, «αριστοκρατική μορφή εμιγκράτσιας» (στο δεύτερο μέρος της αυτοβιογραφίας Διπλή ζωή (1950). Ωστόσο, όπως γράφει ο Durs Grünbein (Ντουρς Γκρύνμπάιν), προλογίζοντας τα Στατικά ποιήματα (2011, 9), «έχει αμαυρώσει τη φήμη του για πάντα». Είναι η στάση ενός «απολιτικού», όπως είχε χαρακτηρίσει τη δική του αρχική ουδετερότητα ο Τόμας Μανν, ενός στωικού της στατικής ποίησης στον ρυθμό μιας «τρυφερής βραδύτητας». Δεν ύμνησε τον Φύρερ, δεν τραγούδησε τις γερμανικές νίκες, ούτε θαύμασε τη βόρεια σκληρότητα. Το 1933 τού απαγορεύτηκε να εκφωνήσει επικήδειο λόγο για τον Στέφαν Γκεόργκε. Η στάση του μπορεί ίσως να υπαγορεύτηκε από τον πειρασμό να λάβει κι αυτός μέρος στη βιαιότητα του ανθρώπινου είδους, αν όχι από μια υποδόρια εξέγερση ενάντια στα ιδεώδη του Διαφωτισμού. 
Τα Στατικά ποιήματα, σαράντα τέσσερις στατικοί πίνακες ενός νέου ποιητικού προγράμματος, από την εμπειρία του δεύτερου μεγάλου πολέμου, τοποθετούν τον Μπενν, μετά το τέλος της καραντίνας (όπου και ο ίδιος έθεσε τον εαυτό του), στην κορυφή της ευρωπαϊκής ποίησης, πλάι στον Πωλ Βαλερύ και τον Τ.Σ. Έλιοτ. Στα Στατικά ποιήματα η επιστροφή στις έμμετρες φόρμες, η επανασύνδεση με την παραδοσιακή τετράστιχη ομοιοκατάληκτη στροφή, αλλά και οι ελεύθεροι στίχοι ρυθμικού βηματισμού στη μορφή «του» parlando, της πεζόμορφης μουσικής απαγγελίας, αποτελούν έκφραση παραίτησης από την πορεία της ιστορίας. Εγκαθιδρύουν, όμως, συνάμα, τη νεωτερική ποίηση στη μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία. Η ανθρώπινη ιστορία ως κήρυξη χρεοκοπίας. Ο ποιητής διακηρύσσει την εμπειρία του και την έξοδό του από την πορεία του χρόνου. Στατικό είναι ακόμη το ποίημα το καταδικασμένο να μείνει στο συρτάρι του ποιητή, άγνωστο, ακοινοποίητο, σύμφωνο με το αρχαίο αξίωμα «λάθε βιώσας», επικούρεια σιωπηλό απέναντι στον στρατιωτικό βηματισμό. 
Για πολύ καιρό ο μοναδικός «εκδότης» του είναι η (δεύτερη) σύζυγός του Herta von Vedemayer (αυτοκτόνησε τον Ιούνιο του 1945, για να μην πέσει στα χέρια των Σοβιετικών). Στις 21 Αυγούστου 1951, στην απονομή του Βραβείου Γκέοργκ Μπύχνερ, δίνει τη γνωστή πλέον διάλεξη με τίτλο Probleme der Lyrik (Προβλήματα της ποίησης): Το δόγμα για «το απόλυτο ποίημα, το ποίημα δίχως πιστεύω, το ποίημα δίχως ελπίδα, το ποίημα που δεν απευθύνεται σε κανέναν, το ποίημα από λέξεις» (1996, 73). Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ποιητική του συνδέθηκε, κατά έναν τρόπο, με τους επίσης τιμηθέντες με το βραβείο, Πάουλ Τσέλαν (1960), Χανς Μάγκνους Έντσενσμπέργκερ (1963), Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν (1964), Ράινερ Κούντσε (1977), Κρίστα Βολφ (1980), Χάινερ Μύλλερ (1985), Ντουρς Γκρύνμπάιν (1995), Σάρα Κιρς (1996). 
Πέθανε στις 7 Ιουλίου 1956 στο Βερολίνο, όπως είχε ευχηθεί, το 1936, έναν θάνατο κατακαλόκαιρο: «Το χειρότερο: / να μην πεθάνεις καλοκαίρι / τότε που όλα είναι φωτεινά / και τρυφερό το χώμα για τα φτυάρια […]» (“Was schlimm ist”).

Μεταφέρω (με ελάχιστες τροποποιήσεις) τη συμπερίληψη της βιογραφίας του Γκόττφρηντ Μπενν, όπως την εκθέτει ο βιογράφος του Πιερ Μερτένς:

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας νεαρός χωρικός, θα μπορούσε να γράψει η κόρη του, όπως στα παραμύθια –κι όμως θα έπρεπε να απαγορεύσει στον εαυτό της να τον κάνει μύθο–, που πήγε στην πρωτεύουσα για να ανοίγει νεκρά σώματα, να θεραπεύει τα άρρωστα σώματα. Παντρεύτηκε και έκανε μια κόρη. Στη συνέχεια πήρε μέρος σε έναν πόλεμο. Έπαιξε στα γρήγορα όλα τα παιγνίδια της ζωής. Διέσχισε έναν μικρό ωκεανό Ιστορίας. Όταν ξανάγινε ειρήνη, επέστρεψε στο νησί του για να μάθει τι απέμεινε από τον κόσμο, να διαπιστώσει τι είχε απομείνει από τον ίδιο. Η γυναίκα του πέθανε σχεδόν αμέσως. Δεν ήξερε τι να κάνει με την κόρη του, με την κούραση που ένιωθε μπρος στη ζωή. Αποχωρίστηκε την κόρη του, κράτησε την κούρασή του. Ωστόσο αγρυπνούσε σαν φρουρός. Θεράπευε κακομοίρηδες και έγραφε ποιήματα. Η πέννα του ήταν ένα δεύτερο νυστέρι που κάποτε πετούσε αστραπές […]. Ενίοτε περνούσε τις νύχτες του με γυναίκες που αυτός ήταν ο ρόλος τους, ελάχιστα φλύαρες, αρωματισμένες, που του αποκάλυπταν ένα μυστικό. Δεν ήταν ούτε επαναστάτης ούτε υποταγμένος. Πίστευε πως δεν έχανε από τα μάτια του τον στόχο. Κάποια στιγμή το βλέμμα του θόλωσε. Θα έλεγαν, ασφαλώς, πως η καρδιά του δεν άντεξε. Πως έκανε πάντοτε πιο πολλά ή πολύ λίγα. Αφιέρωνε, ωστόσο, όλο του τον χρόνο στη δυστυχία της ύπαρξης. Δεν είχε παραποιήσει την εικόνα του. Ειδήμων μιας ανθρώπινης επιστήμης που δεν ίσχυε πλέον, κάτοχος μιας ξεπερασμένης γνώσης. Ίσως μια μέρα αναγνωρίσουμε πως μας έλειπαν τέτοιοι άνθρωποι!» (1992, 276-277).


Πηγές 
Οι πληροφορίες αντλούνται κυρίως από: 

α) τα δοκίμια 
– B. Hillebrand (επιμ.), Kritische Stimmen 1912-1956, I-II. Fischer Verlag 1987
– Gottfried Benn, Προβλήματα της λυρικής ποίησης (Probleme der Lyrik, 1951). Μετάφραση-Προλόγισμα-Σχόλια Θ. Άδραστος. Υπερίων, Θεσσαλονίκη 1996
– Albrecht Schöne, Vom Betreten des Rasens: Siebzehn Reden über Literatur. Verlag C.H. Beck, Mόναχο 2005
– Joachim Dyck, “Dichten in der Wehrmacht. Gottfried Benns Gedicht Monolog (1941) im zeitgenössischen Kontext” στο: Benn Forum Beiträge zur literarischen Moderne. Band 2, 2010/2011. de Gruyter, Bερολίνο/Boστώνη 2011, 59-78
– Durs Grünbein, “Elegien für einen Irrtum”, Πρόλογος στο: G.B., Statische Gedichte (1937-1947). Klett-Cotta, Zυρίχη-Αμβούργο, 2011, 7-34
– Thorsten Riess, Verwandlung als anthropologisches Motiv in der Lyrik Gottfried Benns. de Gruyter 2014, 211-298, και Gottfried BennWechselspiele zwischen Biographie und Werk. Επιμ. M. Martínez. Wallstein Verlag 2007
– Κ. Κουτσουρέλης, «Επίμετρο στο δοκίμιο Οφείλει η ποίηση να βελτιώνει τη ζωή;». Ποίηση, τχ. 23, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2004, 21-26,
β) την αλληλογραφία Gottfried Benn, Briefe an F.WOelze. 3 τόμοι. Επιμέλεια H. Steinhagen/J. Schröder. Bισμπάντεν 1977 κ.ε., 
γ) το (βιογραφικό) μυθιστόρημα Pierre Mertens, Εκτυφλωτικό σκοτάδι. Μετάφραση Μ. Παπαδήμα-Jaumé, Εξάντας 1992

Ερεσός, Μάιος 2019

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: