Η γενεαλογία του ποιήματος (1941)
Το 1943, σε μια τοξική για την ποίηση εποχή, ο Μπενν ολοκληρώνει και τυπώνει ιδιωτικά τη συλλογή Zweiundzwanzig Gedichte (Είκοσι δύο ποιήματα), πρόπλασμα των σπουδαίων Statische Gedichte (Στατικά ποιήματα, Archiv Verlag 1948), τα οποία στέλνει σε επτά στενούς φίλους και γνωστούς. Σε αυτά περιλαμβάνεται το ποίημα “Monolog” («Μονόλογος»), ένα παλίμψηστο αλλεπάλληλων εκδοχών, συνδεδεμένο με τον θάνατο του αδελφού του στο ανατολικό μέτωπο τον χειμώνα του 1941.
Το ποίημα γράφτηκε στο Βερολίνο από το τέλος Δεκεμβρίου 1940 έως τις 20 Απριλίου 1941 και συμπεριελήφθη το 1943 στη συλλογή Είκοσι δύο ποιήματα. Το 1946 εντάχθηκε στην εκδοχή της ιδιωτικής έκδοσης των Στατικών ποιημάτων. Έγινε ευρέως γνωστό ως «λυρικό ιντερμέδιο» στην αυτοβιογραφία Doppelleben (Διπλή ζωή) και ανήκει πλέον στον κανόνα Απάντων των ποιημάτων του (1956).
Ο ποιητής επεξεργάστηκε το κείμενο ενώ υπηρετούσε ως αρχίατρος στο Βερολίνο. Στα χειρόγραφα των πρώτων σχεδίων υπάρχουν παρένθετα αφορισμοί, πεζά αποσπάσματα, σχέδια άλλων ποιημάτων, λογοτεχνικές σημειώσεις από αναγνώσεις έργων του Γκαίτε και άλλων, καθώς και σημειώσεις ιατρικής και υπηρεσιακής φύσεως.
Στις 24 Απριλίου 1941 στέλνει το τελικό χειρόγραφο στον φίλο του F.W. Oelze (Φ.Β. Έλτσε), με το ακόλουθο σημείωμα, όπου το εμφανίζει ως μετάφραση αγγλικού μονολόγου:
«Σε έναν στρατιωτικό αγγλικό τόμο βρήκα ένα απόσπασμα μονολόγου. Ο συγγραφέας φαίνεται να είναι κάτι μεταξύ Theodor Körner [Τέοντορ Κέρνερ] και Μάρλοου. Απεικονίζει εποχές και καταστάσεις που ευτυχώς ανήκουν στο παρελθόν. Η μετάφραση είναι δική μου· ξέρετε, δεν γνωρίζω διόλου αγγλικά, ίσως μπορείτε να επιφέρετε κάποιες βελτιώσεις» (στον πρώτο τόμο της αλληλογραφίας τους, σ. 269).
Η χρονολόγηση του χειρογράφου (20 Απριλίου) συμπίπτει με τα 52α γενέθλια του Αδόλφου Χίτλερ και αποκωδικοποιεί για τον αναγνώστη του ’43 το πολιτικό περιεχόμενο και το μήνυμα του ποιήματος. Σύμφωνα με μεταγενέστερες εκτιμήσεις, το ποίημα με τη χειρουργική κριτική του οξύτητα, την αλληγορική παρουσίαση του Χίτλερ ως κλόουν σε ένα κοινό ηλιθίων, τρελών και πρόθυμων σκλάβων θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του δημιουργού του. Η συμπερίληψή του στα Είκοσι δύο ποιήματα είχε ακριβώς αυτή την εικονιστική σημασία για τον Μπενν, ο οποίος στο χειρόγραφο-Henssel των ποιημάτων επισύναψε το ακόλουθο «βιογραφικό σημείωμα»:
«Ο Γκόττφρηντ Μπενν […] μετά το 1936 δεν μπορεί πλέον να δημοσιεύει. Τα ακόλουθα ποιήματα γράφτηκαν στα χρόνια που μεσολάβησαν, ορισμένα από τα οποία, ανάμεσά τους και ο Μονόλογος, τυπώθηκαν παράνομα».
Το «σημείωμα» παραλήφθηκε από την έκδοση.
Συνοπτικά, το πολυεπίπεδο ποίημα με το οξύ ύφος οργισμένου Προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης εστιάζει στην αποκτηνωμένη ναζιστική Γερμανία, για να στηλιτευθεί ο αντεστραμμένος, διεστραμμένος κόσμος και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Ο Μπενν εμφανίζεται ως εξάγγελος της παρακμής, της καθολικής πτώσης. Ο χώρος και ο χρόνος της ιστορίας ενοποιούνται. Οι ελάχιστες αναφορές στο Γˊ Ράιχ είναι αμφίσημες και υπαινικτικές. Λ.χ., στους «ευνοούμενους» υποδεικνύεται ο Ernst Röhm (Έρνστ Ρεμ), ανώτατο στέλεχος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος μέχρι τη σύλληψη και δολοφονία του από τον Χίτλερ (1934). Στους «χωλούς» παρωδείται ο Joseph Goebbels (Γιόζεφ Γκαίμπελς, 1897-1945), ο διαβόητος υπουργός προπαγάνδας, ο οποίος το 1938 απέκλεισε τον Μπενν από την Έταιρεία Γερμανών Συγγραφέων (πρώην Πρωσσική Ακαδημία Τεχνών). Κάτω από τα «λιπαρά όντα» που «καταδιώκουν τη γαζέλα» αναγνωρίζεται ο εύσαρκος Hermann Göring (Χέρμανν Γκαίρινγκ, 1893-1946), εθνικοσοσοσιαλιστής υπουργός, ο δεύτερος ισχυρότερος άνδρας της Γερμανίας, καταδικασθείς αργότερα στη Νυρεμβέργη ως εγκληματίας πολέμου. Στη μυθιστορηματική βιογραφία, Διπλή ζωή, υπάρχει η αναφορά: «Τα παιδιά […] θα γελούν με το πάχος του Γκέρινγκ, το σύρσιμο του ποδιού του Γκαίμπελς» (Mertens, 321). Ρεαλιστική είναι και η αναφορά στις «παγωμένες χώρες», ήτοι στις ήδη κατακτημένες το 1941 Νορβηγία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία, ενώ επιχειρείται η κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής («θερμές χώρες»). Στους «σκλάβους», μεταφορά των αιχμαλώτων, συγκαταλέγονται οι 334.000 αιχμάλωτοι Γιουγκοσλάβοι στρατιώτες, 223.000 Έλληνες (μετά την 30ή Απριλίου 1941), 22.000 Βρετανοί, και περίπου 1.000.000 Σοβιετικοί, έως τον Σεπτέμβριο 1941, κατά την «επιχείρηση Βαρβαρόσσα». Η εικόνα των σκλάβων ανακαλεί κοινωνικούς όρους της αρχαίας Ρώμης και αντιστοιχεί στην κατακτητική πολιτική της Βέρμαχτ. Η γερμανική προπαγάνδα παρουσίαζε τους Σοβιετικούς ως «κτήνη και υπανθρώπους» (Münchner Illustrierte Presse, 13.11. 1941). Οι «γύπες» και τα «γεράκια», με τα οποία κλείνει το ποίημα, είναι πιθανότατα μεταφορά των αεροπορικών βομβαρδισμών που επιχειρούσαν οι σύμμαχοι.
Στη δεύτερη στροφή θεματοποιείται ο υστερικός εγωκεντρισμός των ναζιστών αξιωματούχων στο πρόσωπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος την άνοιξη του 334 πέρασε με 37.000 άνδρες τον «Ελλήσποντο» και με νίκη-αστραπή στον Γρανικό ποταμό (τη θυμίζει και η αστραπιαία εισέλαση του γερμανικού στρατού στην Γαλλία) άνοιξε τον δρόμο για τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και τη Συρία.
Το δεύτερο μέρος του ποιήματος ανοίγεται στον μεταφυσικό ορίζοντα των Στατικών ποιημάτων. Ο θάνατος και ο πρακτικός βίος ισοζυγίζονται στη στερούμενη νοήματος εποχή. Το δίπολο θάνατος-ζωή έρχεται προφανώς από το ερώτημα του αμλετικού «μονολόγου»: “To be, or not to be”, προοίμιο της σκηνοθεσίας του απόλυτου θανάτου. Τώρα ο Άμλετ υποδέχεται ολόκληρο τον θίασο σε θάλαμο αερίων. Είναι ταυτόχρονα ο ποιητής, το λυρικό-Εγώ, η μόνη ελπίδα έλλογης δημιουργίας του κόσμου, υπερπήδησης του νιτσεϊκού μηδενισμού, η ανάσχεση του εκφυλισμού στον απέραντο ζωολογικό κήπο του κόσμου. Μοναξιά, μονόλογος και δοξολογία της τέχνης είναι βασικά θέματα του Μπενν, αντλημένα από τον Νίτσε. Η θεματική του ποιήματος βρίσκεται στο έργο Die Geburt der Tragödie (Η γέννηση της τραγωδίας, 1872). Στην πραγματεία Die fröhliche Wissenschaft (Η χαρούμενη επιστήμη, 1882-1887) ο Νίτσε προβάλλει τη «μονολογική τέχνη».
Ο ενδιάμεσος σταθμός στο μονολογικό ταξίδι, στον δρόμο για την τέχνη, είναι το μυθιστόρημα μαθητείας του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Malte Lauridds Brigge (Μάλτε Λάουριντς Μπρίγγε, 1910). Εκεί ο ήρωας μέσα από μονολόγους (αναμνήσεις και στοχασμούς) για την καλλιτεχνική πράξη θέτει το ζήτημα της ουσίωσης της ύπαρξής του μέσα στη μοναχικότητα της απολύτως στον ίδιο συρρικνωμένης ζωής, αφού ο όρος της καλλιτεχνικότητας και της άμεσης εσωτερικής αλήθειας του Dasein βρίσκεται στο Εγώ, το διαρκώς απειλούμενο με απώλεια. Ο Ρίλκε συνέθεσε, επί πλέον, δύο σύντομα δοκίμια για την «Αξία του μονολόγου» (“Der Wert des Monologes”).
Αναδρομικά: Στις 21.12.1941 ο ποιητής έστειλε στον φίλο του Φ.Β. Έλτσε επτά ποιήματα με τον τίτλο Αυτοβιογραφικά ποιήματα, στα οποία το 1943 πρόσθεσε ακόμη δέκα πέντε και τα εξέδωσε ψευδωνυμικώς ως Samizdat-Heftchen, εξ αιτίας της απαγόρευσης, με την αναγραφή στο εξώφυλλο: Zweiundzwanzig Gedichte (1936-1943) von G.B. August 1943. Το ποίημα «Μονόλογος» τοποθετήθηκε 17ο ανάμεσα στα “In einer Stadt” («Σε μια πόλη») και “Du trägst” («Κομίζεις»), στα οποία ο Μπενν εκφράζει την αδυναμία του να συμπορευθεί με τις κοινωνικές εξελίξεις. Κεντρικό τους μοτίβο ο αναθεματισμός της βαρβαρότητας και η αναπόφευκτη κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ. Ό,τι δεν ακουμπά στο πνεύμα, περιδινείται χαοτικά ώς την αποσύνθεση. Μετά την απόπειρα λυρικής διευθέτησης του Εγώ μέσα στη δίνη των πολεμικών συρράξεων, ο Μπενν αναπτύσσει τον «Μονόλογο» στη φόρμα του ύποπτου, την εποχή αυτή, μυθιστορήματος, μία νέα εκδοχή του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγγε και νέα μαθητεία στην τέχνη μετά την απειλή του εκφυλισμού της.