Ένα ευφυολόγημα ισχυρίζεται ότι αποκαλύφθηκε, επιτέλους, το μυστικό που έκρυβε το χαμόγελο της Τζοκόντα: η Μόνα Λίζα γελούσε με τον ζωγράφο. Εστιάζοντας, ίσως, σε αυτό το μειδίαμα με τις πολλαπλές ερμηνείες, οι σκιτσογράφοι αποτίουν γελαστό φόρο τιμής στον Λεονάρντο ντα Βίντσι, αλλά και σε δεκάδες ομότεχνούς του που έγραψαν ιστορία στη ζωγραφική και τη γλυπτική. Με τα σκίτσα τους παρωδούν μεγάλους δασκάλους και κλασικά έργα, υποκλινόμενοι την ίδια στιγμή στο μέγεθος της τέχνης τους. Επεμβαίνουν σκανταλιάρικα στις συνθέσεις, για να προσφέρουν τη δική τους, απρόβλεπτη εκδοχή στην εικόνα του πρωτοτύπου.
Το «Φιλί» του Ωγκύστ Ροντέν αποκτά μια απροσδόκητη… προέκταση, χάρη στον Σέρβο σκιτσογράφο Jugoslav Vlahovic. Το γλυπτό, ως γνωστόν, αναπαριστά το παράνομο ζευγάρι που ύμνησε ο Δάντης, τον Πάολο και την Φραντσέσκα, να ανταλλάσσουν το μοναδικό τους φιλί πριν δολοφονηθούν από τον απατημένο σύζυγο. Ο σκιτσογράφος επιχειρεί μια… ερωτική «υπόθεση εργασίας», προσθέτοντας τον καρπό αυτού του έρωτα, εάν και εφόσον είχε ολοκληρωθεί: σε ένα παιδικό καρότσι αναπαύεται το «ακατέργαστο» μωρό – κομμάτι από το ίδιο υλικό με το οποίο είναι φτιαγμένο το γλυπτό.
Από τη δική του πλευρά, ο Κινέζος Xiao Qiang Hou, μεταφέρει στο σκίτσο του τον διάσημο καμβά του Πικάσο, που περιγράφει την απανθρωπιά, τη βιαιότητα και την απόγνωση του πολέμου. H «Γκερνίκα» κοσμεί μια αίθουσα συνεδρίων, με τη λεζάντα να αιτιολογεί την παρουσία του συγκεκριμένου πίνακα στον συγκεκριμένο χώρο: «Μια πραγματική απεικόνιση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε».
Ακολουθώντας την τύχη κάθε κλασικού και καταξιωμένου έργου, γλυπτά και πίνακες ζωγραφικής από διάφορες εποχές και σχολές, ξεπερνούν τα όρια της τέχνης. Γίνονται σημείο αναφοράς, αποθεώνονται, παρωδούνται, αντιγράφονται και… αναδομούνται με πολλούς τρόπους. Ιδίως στο παιγνιώδες πεδίο της γελοιογραφίας. Εκεί, μπορούμε να δούμε πολλές παρωδίες μέσα από την «οικειοποίηση» διάσημων έργων τέχνης. Όσο πιο γνωστό και προβεβλημένο είναι ένα έργο, τόσο περισσότερη η σάτιρα που δέχεται. Οι σκιτσογράφοι έχουν την ευχέρεια να σφετερίζονται τα πρωτότυπα έργα, παράγοντας καινούρια νοήματα μέσα από την χιουμοριστική ματιά τους. Στα «Νυχτοπούλια» του Έντουαρντ Χόπερ, η μοναξιά και η αποξένωση που αποπνέει ο πίνακας απουσιάζουν από τη γελοιογραφία του Ελβετού Silvan Wegmann. Η σιωπή και η έλλειψη επικοινωνίας που χαρακτηρίζει το πρωτότυπο έργο, καταργείται από τον «ήχο» της φωνής του μπάρμαν και από όσα λέει στο σκίτσο.
Εκτός από τα έργα, οι καλλιτέχνες μπαίνουν επίσης στο σκωπτικό (και πάντα καλοπροαίρετο) στόχαστρο των σκιτσογράφων. Οι καρικατούρες διαφόρων γνωστών ζωγράφων, παραπέμπουν ευθέως στην τεχνοτροπία τους. Στο σκίτσο του Κολομβιανού Raul Alfonso Grisales, ο Σαλβαδόρ Νταλί εικονίζεται με τον ίδιο τρόπο που ο μετρ του σουρεαλισμού φιλοτεχνούσε πολλές προσωπογραφίες. Σε ένα άλλο σκίτσο, από τον Σουηδό Riber Hansson, ο Πάμπλο Πικάσο, το ατελιέ του, αλλά και ο σκύλος τον οποίο ζωγραφίζει, αποδίδονται με την τεχνοτροπία του κυβισμού, ενώ η εικόνα του σκύλου στον καμβά είναι απόλυτα ρεαλιστική. Παίζοντας και περιπαίζοντας ακόμα περισσότερο, ο Αργεντινός Miguel Repiso υποκλίνεται στους μεγάλους ιμπρεσιονιστές Βαν Γκονγκ, Γκωγκέν και Τουλούζ Λοτρέκ, σκιτσάροντας απλώς τα πινέλα τους. Ειδοποιός διαφορά: τα πινέλα του Λοτρέκ έχουν μεγαλύτερο ύψος από εκείνα των υπολοίπων.
Η ευγενής διακωμώδηση δεν αφήνει κανένα διάσημο καλλιτέχνη παραπονούμενο. Από τους πιο προσφιλείς στόχους είναι ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και η μυστηριώδης Μόνα Λίζα. Το πορτρέτο της Λίζα Γκεραρντίνι, συζύγου του Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο, έχει γνωρίσει δεκάδες σατιρικές παραλλαγές και παραποιήσεις. Από το 1919, που ο Μαρσέλ Ντυσάν σκιτσάρισε μουστάκι και υπογένειο σε μια κάρτα με την Τζοκόντα, ο πίνακας γνώρισε άπειρες μεταμορφώσεις. Κάποιες φορές όχι μόνο ο πίνακας, αλλά και ο ζωγράφος. Σε μια καρικατούρα του Δαρβίνου από τον Κουβανό Raul de La Nuez, ο θεμελιωτής της θεωρίας της εξέλιξης ενδύεται το ρόλο του ντα Βίντσι, ενώ στη θέση της Μόνα Λίζα υπάρχει μια πιθηκίνα με ανάλογο μειδίαμα. Περισσότερο υπαινικτικός ο Πορτογάλος Gargalo υιοθετεί τον σουρεαλισμό του Ρενέ Μαγκρίτ, προκειμένου να αποδώσει ένα πορτρέτο-ψυχογράφημα του Καταλανού Κάρλος Πουτζδεμόν. Στο σκίτσο του, το πρόσωπο του φυγόδικου αυτονομιστή πολιτικού διαπερνιέται από σύννεφα, παραπέμποντας στον «Ψεύτικο καθρέφτη» του Μαγκρίτ, όπου ο εσωτερικός και ο εξωτερικός κόσμος αποτελούν αντικριστές εκδοχές στις δύο πλευρές του καθρέφτη.
Η επιστροφή στα έργα των μεγάλων δασκάλων, είτε ως μελέτη, είτε για τη μετεξέλιξη των διδαγμάτων τους, συνθέτει την ίδια την ιστορία της τέχνης. Υπάρχουν όμως και οι γελοιογράφοι. Αυτοί που μεταφέρουν τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς στο δικό τους σατιρικό πεδίο, προκειμένου να πουν κάτι τελείως διαφορετικό. Η αυθαίρετη, αλλά απόλυτα δημιουργική ιδιοποίηση κλασικών έργων τέχνης, αποτελεί την τελευταία 15ετία σήμα κατατεθέν στη δουλειά του Βρετανού Dave Brown. Από τον Ιανουάριο του 2004 δημοσιεύει –ανελλιπώς– τη σειρά «Rogue’s Gallery» (Η Πινακοθήκη των Κατεργάρηδων) στην εφημερίδα The Independent. Αντλώντας την έμπνευσή του από πίνακες ζωγραφικής που καλύπτουν ολόκληρη σχεδόν την ιστορία της τέχνης, ο Dave Brown σχολιάζει την πολιτική επικαιρότητα ενθέτοντας πρόσωπα και γεγονότα σε κλασικά έργα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πίνακας (αντί σκίτσου) με τίτλο «Κόλαση», που είχε δημοσιεύσει με αφορμή την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Αντλώντας την έμπνευσή του από τον Ιερώνυμο Μπος και μια λεπτομέρεια από το τρίπτυχο «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων», ο Dave Brown συνέδεσε μοναδικά τη φαντασιακή Κόλαση του «επινοητή τεράτων και χιμαιρικών οπτασιών» του Μεσαίωνα, με την πραγματική κόλαση της στρατιωτικής εισβολής στην αυγή του 21ου αιώνα. Ο ίδιος λέει για αυτή την επιλογή: «Στην τέχνη της Αναγέννησης, η Ημέρα της Κρίσης συνήθως απεικονίζει τον διαχωρισμό των δίκαιων και των καταραμένων. Στην “Κόλαση” του Μπος, ωστόσο, δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Μόνο ψυχές σε αιώνια Θλίψη. Με ένα τρόπο, αυτό μου φάνηκε το πιο κατάλληλο πλαίσιο για το σχόλιο που ήθελα να κάνω».
(Εικονογράφηση: επιλογές από το αρχείο World Press Cartoon. Ευχαριστούμε για την ευγενική παραχώρηση)