Με αφορμή την «Υπογραφή» του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου

Με αφορμή την «Υπογραφή» του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου

Την ται­νία στην οποία ανα­φέ­ρε­ται ο τί­τλος θα μπο­ρού­σε κα­νείς να σχο­λιά­σει για πολ­λούς λό­γους: δεν ξέ­ρω αν αυ­τό που σε συ­νε­παίρ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο εί­ναι η αί­σθη­ση μυ­στη­ρί­ου, η εξαρ­χής αι­νιγ­μα­τι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά του κα­τα­πο­νη­μέ­νου πρω­τα­γω­νι­στή, η υφέρ­που­σα υπό­νοια ότι η αλή­θεια εί­ναι και δεν εί­ναι αυ­τή που φαί­νε­ται. Θα μπο­ρού­σε ακό­μα κά­ποιος να πα­ρα­δο­θεί στη γοη­τεία των κλει­στών χώ­ρων μιας μο­νο­κα­τοι­κί­ας του ’50 σε κά­ποια από τις πα­λαιές γει­το­νιές της Αθή­νας, με τους τοί­χους νο­τι­σμέ­νους από τη μυ­ρω­διά του φρε­σκο­ζω­γρα­φι­σμέ­νου καμ­βά, απ’ τα μι­σα­νοιγ­μέ­να σω­λη­νά­ρια με «λά­δια», πε­τα­μέ­να μο­λυ­βο­κάρ­βου­να και ατα­ξία, ενώ από την ίδια ατμό­σφαι­ρα κά­πο­τε να ξε­προ­βά­λει απ’ το πα­ρά­θυ­ρο ένα σο­φι­στι­κέ Πα­ρί­σι των νε­α­νι­κών ξέ­γνοια­στων επο­χών των δύο νε­α­ρών ζω­γρά­φων. Κι απ’ τα λι­θό­στρω­τα δρο­μά­κια ενός Πα­ρι­σιού (που όποιος δεν έχει πά­ει, όπως εγώ, δι­καιού­ται να το μυ­θο­ποιεί ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο) με τα χά­χα­να και τη σφύ­ζου­σα ερω­τι­κή ατμό­σφαι­ρα έως τη δω­ρι­κό­τη­τα της δι­κιάς μας Αρ­κα­δί­ας, τη συ­νώ­νυ­μη με την ορ­γιώ­δη και συ­νά­μα παρ­θέ­να φύ­ση, τον τό­πο των μυ­θο­λο­γι­κών τε­κται­νο­μέ­νων και των γή­ι­νων ανα­με­τρή­σε­ων του πα­ρελ­θό­ντος και του πα­ρό­ντος. Εκεί το λί­θι­νο πρώ­ην σταθ­μαρ­χείο της σι­δη­ρο­δρο­μι­κής γραμ­μής «Τρι­κού­πη», εμ­βλη­μα­τι­κά αγέ­ρω­χο δύο βή­μα­τα μπρο­στά από τις άπρα­γες γραμ­μές, παίρ­νει νέα πνοή για να στε­γά­σει τα όνει­ρα του αγα­πη­μέ­νου ζευ­γα­ριού, ως ένα ησυ­χα­στή­ριο με­τά την πο­λύ­βουη και προ­βλη­μα­τι­κή ζωή στο Πα­ρί­σι.
Οι ει­κό­νες και η φω­το­γρα­φία, το ιδιαι­τέ­ρως ευ­ρη­μα­τι­κό μο­ντάζ, η ερ­μη­νεία των ηθο­ποιών (Γιώρ­γος Χω­ρα­φάς, Μα­ρία Πρω­τό­παπ­πα, Αλε­ξία Καλ­τσί­κη, Νί­κος Κου­ρής), η ατμο­σφαι­ρι­κή μου­σι­κή και κυ­ρί­ως η ευαί­σθη­τη κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή μα­τιά που μας αφη­γεί­ται αυ­τό το ιδιαί­τε­ρο σε­νά­ριο θα μπο­ρού­σαν από μό­να τους να απο­τε­λούν λό­γο υψη­λών καλ­λι­τε­χνι­κών αξιώ­σε­ων, όμως η πρό­θε­ση αυ­τού του κει­μέ­νου δεν εί­ναι η κρι­τι­κή συ­νο­λι­κά της ται­νί­ας (προ­σω­πι­κά αι­σθά­νο­μαι αναρ­μό­δια για τέ­τοιον ρό­λο), αλ­λά ο προ­βλη­μα­τι­σμός που θέ­τει το σε­νά­ριο που οδη­γεί σε τρα­γι­κή κα­τά­λη­ξη.
Κά­που εδώ οφεί­λω εν συ­ντο­μία να πα­ρου­σιά­σω την ιστο­ρία για όσους δεν εί­χαν την τύ­χη να την πα­ρα­κο­λου­θή­σουν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά: Με φό­ντο το νυ­χτε­ρι­νό Πα­ρί­σι, ο νε­α­ρός ζω­γρά­φος Άγ­γε­λος (Χω­ρα­φάς), εν­δια­φε­ρό­με­νος για τα σκη­νι­κά σ’ ένα θε­α­τρι­κό έρ­γο, γνω­ρί­ζει τη δη­μιουρ­γό τους και ομό­τε­χνή του Μα­ρία (Πρω­τό­παπ­πα). Οι δύο νέ­οι πα­ρα­δί­δο­νται στην πλά­νη του έρω­τα που εκτο­νώ­νε­ται και στις καλ­λι­τε­χνι­κές δη­μιουρ­γί­ες τους, στα προ­σω­πι­κά ατε­λιέ τους, μέ­χρι που η ανα­γνώ­ρι­ση χτυ­πά­ει την πόρ­τα της Μα­ρί­ας, η οποία με τη βο­ή­θεια του πα­τέ­ρα της (θε­α­τρι­κός πα­ρα­γω­γός στο Πα­ρί­σι) δη­μιουρ­γεί σι­γά σι­γά όνο­μα στον χώ­ρο.

Με αφορμή την «Υπογραφή» του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου

Ο Άγ­γε­λος, πιο χα­λα­ρός με τις φι­λο­δο­ξί­ες του και έχο­ντας πά­ρει τον εαυ­τό του λι­γό­τε­ρο σο­βα­ρά, ζει απλώς τον ερω­τά του και του αρ­κεί η επι­βί­ω­ση. Μια μέ­ρα ο γκα­λε­ρί­στας κα­θώς πε­ρι­η­γεί­ται στο ατε­λιέ της Μα­ρί­ας, ψά­χνο­ντας το υλι­κό της επό­με­νο έκ­θε­σής της, πέ­φτει σ’ έναν πί­να­κα που έχει ζω­γρα­φί­σει ο Άγ­γε­λος και της τον έχει χα­ρί­σει. Χω­ρίς να κα­τα­λά­βει ότι το έρ­γο δεν εί­ναι δι­κό της, το αξιο­λο­γεί ως κο­ρυ­φαίο και της προ­τεί­νει να το που­λή­σει σε δε­λε­α­στι­κά υψη­λή τι­μή. Οι δύο ζω­γρά­φοι σκέ­φτο­νται ότι μια αθώα λα­θρο­χει­ρία που μό­νον οι ίδιοι γνω­ρί­ζουν δεν βλά­πτει κα­νέ­ναν, αντι­θέ­τως βοη­θά­ει και τους δύο να φτιά­ξουν ακό­μα κα­λύ­τε­ρα τη ζωή τους. Η επι­τυ­χία αυ­τής της πα­ρα­πλά­νη­σης γεν­νά την ιδέα της επα­νά­λη­ψης, κι έτσι ο «μύ­θος» της Μα­ρί­ας τρέ­φε­ται με την έμπνευ­ση και τη δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα του συ­ντρό­φου της. Όμως γεν­νιέ­ται το ασυμ­βί­βα­στο της εξω­τε­ρι­κής ει­κό­νας και της αλή­θειας.
Μπο­ρεί κά­ποιος να αι­σθά­νε­ται «επι­τυ­χη­μέ­νος» και να γεύ­ε­ται τους επαί­νους για κά­τι που δεν δη­μιούρ­γη­σε ο ίδιος; Το παι­χνί­δι έχει πά­ψει να εί­ναι το ξε­γέ­λα­σμα της κοι­νω­νί­ας ή του καλ­λι­τε­χνι­κού κα­τε­στη­μέ­νου και έχει προ­ξε­νή­σει εσω­τε­ρι­κές ανα­σφά­λειες, κυ­ρί­ως στην Μα­ρία, που επε­κτεί­νο­νται και στη σχέ­ση της με τον Άγ­γε­λο. Θα ήταν φυ­σιο­λο­γι­κό­τε­ρο εκεί­νος να διεκ­δι­κού­σε ένα με­ρί­διο φή­μης, να δια­χώ­ρι­ζε τη θέ­ση του ίσως, ή να δια­πραγ­μα­τευό­ταν την απο­κα­τά­στα­ση και του δι­κού του ονό­μα­τος, όμως ο ρε­α­λι­σμός (ότι τά­χα έτσι δεν θα που­λού­σε) και η αλη­θι­νή τα­πει­νό­τη­τα (το λέ­νε επί­σης έλ­λει­ψη φι­λο­δο­ξί­ας) τον οδη­γούν σε μια «πα­θη­τι­κό­τη­τα» που εντέ­λει αντί να ωφε­λεί την αγα­πη­μέ­νη του τη βλά­πτει.

Ας στα­θού­με λί­γο σε αυ­τό το ση­μείο. Με τη χω­ρο­χρο­νο­μη­χα­νή του νου μπο­ρού­με να φα­ντα­στού­με τους καλ­λι­τέ­χνες μας να ζω­γρα­φί­ζουν ξέ­γνοια­στοι μια νω­πο­γρα­φία σε κά­ποια οι­κία στο Ακρω­τή­ρι της Θή­ρας, ή ακό­μα με ένα μι­κρό­τε­ρο άλ­μα δε­κα­ε­φτά αιώ­νων και δυ­τι­κό­τε­ρα, σε μια βί­λα της Πο­μπη­ί­ας, χω­ρίς να αφή­νουν το όνο­μά τους ή ένα απο­τύ­πω­μα σε κά­ποιο δια­κρι­τι­κό-ευ­διά­κρι­το ση­μείο. Ο αγ­γειο­γρά­φος της επο­χής του Ομή­ρου έπρατ­τε το ίδιο, όπως και ο χα­ρά­κτης νο­μι­σμά­των ή ο δη­μιουρ­γός μαρ­μά­ρι­νων και χάλ­κι­νων αγαλ­μά­των. Μι­κρές κοι­νω­νί­ες, θα μου πεί­τε, όπου η επι­δε­ξιό­τη­τα και η αξιο­σύ­νη γί­νο­νταν γρή­γο­ρα αντι­λη­πτές, δεν εί­χαν ανά­γκη δια­φή­μι­σης και χά­ρι­ζαν στους κα­λύ­τε­ρους άφθο­νες πα­ραγ­γε­λί­ες και ανα­γνώ­ρι­ση. Για τη διαιώ­νι­ση του ονό­μα­τος φρό­ντι­ζαν οι συγ­γρα­φείς, κά­πο­τε και με μια δό­ση υπερ­βο­λής όσο η από­στα­ση του χρό­νου τούς προ­στά­τευε από οποια­δή­πο­τε διά­ψευ­ση. Σπα­νιό­τε­ρα, συγ­γρα­φείς του έρ­γου τους μπο­ρού­σαν να εί­ναι και οι ίδιοι οι καλ­λι­τέ­χνες (αρ­χι­τε­κτο­νι­κές πραγ­μα­τεί­ες του Ικτί­νου και Καρ­πί­ο­να, του Χερ­σί­φρο­να, του Με­τα­γέ­νη, του Βι­τρου­βί­ου ή πραγ­μα­τεί­ες του γλύ­πτη Ροί­κου, του Πο­λύ­κλει­του κ.ά.). Για τα συλ­λο­γι­κά πά­λι έρ­γα (όπως τα γλυ­πτά του Παρ­θε­νώ­να) οι συγ­γρα­φείς κρά­τα­γαν το πιο εμ­βλη­μα­τι­κό όνο­μα, ίσως για λό­γους συ­ντο­μί­ας και οπωσ­δή­πο­τε συ­νε­κτι­μώ­ντας την αδυ­να­μία να θυ­μά­σαι και τον συ­νερ­γά­τη, τον βοη­θό, τον μα­θη­τευό­με­νο ή κά­θε άλ­λον που εί­χε σχέ­ση με το αντι­κεί­με­νο. Η ίδια πρα­κτι­κή που εφαρ­μό­ζει κα­νείς για ένα πο­λι­τι­κό ή στρα­τιω­τι­κό επι­τε­λείο, για ένα σω­μα­τείο, ένα καλ­λι­τε­χνι­κό συ­γκρό­τη­μα κ.ο.κ., δί­νο­ντας εντέ­λει υπε­ρα­ξία σε αυ­τόν που εί­ναι επι­κε­φα­λής.
Όλη η ιστο­ρία της αν­θρω­πό­τη­τας τα­λα­νί­ζε­ται ανά­με­σα σε δύο στά­σεις απέ­να­ντι στο ίδιο ζή­τη­μα: το έρ­γο που υπο­γρά­φε­ται και το έρ­γο που δεν υπο­γρά­φε­ται. Εί­ναι το ίδιο το έρ­γο ρυθ­μι­στής αυ­τής της από­φα­σης; Θα μπο­ρού­σα­με δη­λα­δή να φα­ντα­στού­με ένα εί­δος βαθ­μο­λο­γί­ας όπου το έρ­γο που περ­νά­ει τη «βά­ση» υπο­γρά­φε­ται και κά­τω από τη βά­ση μέ­νει ανυ­πό­γρα­φο; Κι αν έχει το ίδιο το έρ­γο κά­ποια δύ­να­μη και ομορ­φιά δεν θα το απο­δεί­ξει η αμε­ρό­λη­πτη προ­τί­μη­ση και η δια­χρο­νι­κό­τη­τά του, όπως συμ­βαί­νει τό­σο σε επώ­νυ­μα όσο και σε ανώ­νυ­μα έρ­γα π.χ. της μου­σι­κής;[1] (Την ίδια απο­ρία έχει και ο πρω­τα­γω­νι­στής της ται­νί­ας όταν εξη­γεί στην κρι­τι­κό τέ­χνης για ποιο λό­γο δεν θε­ώ­ρη­σε σο­βα­ρό το ζή­τη­μα του ποιος υπο­γρά­φει τους πί­να­κες «…ποιον εν­δια­φέ­ρει η αλή­θεια; Η αλή­θεια εί­ναι σχε­τι­κή. Η ομορ­φιά εί­ναι πραγ­μα­τι­κή. Εί­ναι μπρο­στά μας…»)
Επο­μέ­νως με την υπο­γρα­φή δεν μας εν­δια­φέ­ρει η προ­βο­λή του έρ­γου, αλ­λά η προ­βο­λή του ατό­μου μέ­σω του έρ­γου. Έρ­γα τέ­χνης δεν έπα­ψαν πο­τέ να υπάρ­χουν εί­τε ο δη­μιουρ­γός τους το γνώ­ρι­ζε συ­νει­δη­τά εί­τε ο κρι­τι­κός του μέλ­λο­ντος τα βά­φτι­σε ως τέ­τοια. Στις βρα­χο­γρα­φί­ες του Λα­σκώ ή τις μι­κρο­γρα­φί­ες του βυ­ζα­ντι­νού μο­να­χού μπο­ρεί να ανι­χνεύ­σου­με κί­νη­τρα συ­μπα­θη­τι­κής ή θρη­σκευ­τι­κής εκτό­νω­σης, άσκη­σης ή πει­θαρ­χί­ας, όχι όμως αυ­το­προ­βο­λής.
Πό­τε η κοι­νω­νία με­τα­τρέ­πει τον τα­πει­νό μά­στο­ρα της γοτ­θι­κής οι­κο­δο­μι­κής συ­ντε­χνί­ας σε επώ­νυ­μο αρ­χι­τέ­κτο­να της Ανα­γέν­νη­σης; Τον πε­ρι­πλα­νώ­με­νο τρο­βα­δού­ρο σε διά­ση­μο συν­θέ­τη; Πό­τε ο χει­ρο­τέ­χνης ορ­γα­νο­ποιός απο­φα­σί­ζει να εν­σω­μα­τώ­σει στο εσω­τε­ρι­κό του μου­σι­κού ορ­γά­νου την ετι­κέ­τα του ερ­γα­στη­ρί­ου του; Μα­ζί με το ασαν­σέρ της ανα­γνώ­ρι­σης ή απο­κα­θή­λω­σης της αξί­ας των τε­χνών συ­μπα­ρα­σύ­ρε­ται και η αφύ­πνι­ση του «εγώ», ενώ το αί­τιο και το αι­τια­τό αυ­τού του φαι­νο­μέ­νου λει­τουρ­γεί και αντί­στρο­φα.
Αν ίσως το «κα­λό» όνο­μα ενός τε­χνί­τη λει­τουρ­γεί σαν εγ­γύ­η­ση για το έρ­γο του, η υπερ­βο­λή και η άκρι­τη στά­ση αυ­τής της άπο­ψης οδη­γεί στην τυ­φλή χει­ρα­γώ­γη­ση του μέ­σου αι­σθη­τη­ρί­ου και στη σχε­δόν αδια­φο­ρία για την αλη­θι­νή ποιό­τη­τα του έρ­γου. Πό­σες φο­ρές κά­ποιος πά­ει να πα­ρα­κο­λου­θή­σει τον τά­δε ηθο­ποιό χω­ρίς να γνω­ρί­ζει ού­τε τι έρ­γο παί­ζει, αγο­ρά­ζει ένα υπο­γε­γραμ­μέ­νο ρού­χο-τσά­ντα επει­δή ανή­κει στον τά­δε οί­κο, πη­γαί­νει σε μια γκα­λε­ρί επει­δή έτυ­χε να γνω­ρί­ζει το όνο­μα του ζω­γρά­φου, από­λυ­τα συμ­φι­λιω­μέ­νος με την ιδε­ο­λο­γι­κή ομη­ρία στην οποία βρί­σκε­ται «πα­γι­δευ­μέ­νος». Σε ποιο βαθ­μό μπο­ρεί κα­νείς να έχει «εμπι­στο­σύ­νη» στο προ­σω­πι­κό του γού­στο, εφό­σον εί­ναι σχε­δόν αδύ­να­τον να εί­ναι τό­σο καλ­λιερ­γη­μέ­νος και ενη­με­ρω­μέ­νος σε όλα τα εί­δη τέ­χνης και κα­τα­νά­λω­σης, αλ­λά και σε αυ­τά που εί­σαι, οφεί­λεις να συμ­φω­νείς με το main stream;
Η ται­νία όμως δεν ασχο­λεί­ται με την «αφέ­λεια» του κα­τα­να­λω­τή, αλ­λά με την εσω­τε­ρι­κή σύ­γκρου­ση του καλ­λι­τέ­χνη, ο οποί­ος, ενώ εί­ναι δη­μιουρ­γι­κός, ωστό­σο ανα­γνω­ρί­ζε­ται με έρ­γα που δεν εί­ναι δι­κά του. Εί­ναι κά­τι σαν το αντί­θε­το του Ζο­ρό ή του Μπά­τμαν, οι οποί­οι ενώ οι ίδιοι γνώ­ρι­ζαν τα κα­τα­πλη­κτι­κά πράγ­μα­τα που έκα­ναν, ωστό­σο στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά τους υπο­δύ­ο­νταν τον ρό­λο του άτολ­μου ή του αντι­ή­ρωα. Ηθι­κόν συ­μπέ­ρα­σμα: Όσα ξέ­ρει ο νοι­κο­κύ­ρης δεν τα ξέ­ρει ο κό­σμος όλος. Τί­πο­τα δεν ανα­παύ­ει την ψυ­χή ενός καλ­λι­τέ­χνη (και όχι μό­νο) όσο η αυ­το­ε­κτί­μη­ση. Οι δύο πρω­τα­γω­νι­στές βα­σα­νί­ζο­νται συ­νει­δη­σια­κά σχε­δόν ισό­πο­σα για την ίδια πρά­ξη, αλ­λά για δια­φο­ρε­τι­κούς λό­γους. Η γεν­ναιο­δω­ρία του ενός και η επι­πό­λαιη απο­δο­χή του άλ­λου δεν ικα­νο­ποιούν κα­νέ­ναν. Μοιά­ζει σαν αυ­τόν που δα­νεί­ζε­ται (ας πού­με χρή­μα­τα) αλ­λά προ­σποιεί­ται ότι εί­ναι δι­κά του. Ο δα­νει­ζό­με­νος μι­σεί τον δα­νει­στή για­τί τον έχει ανά­γκη και ο δεύ­τε­ρος θε­ω­ρεί τον πρώ­το αγνώ­μο­να.
Εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, το ζή­τη­μα της ου­σια­στι­κής προ­σω­πι­κής ανα­γνώ­ρι­σης εί­ναι πο­λύ σο­βα­ρό και σε αυ­τό δεν χω­ρά­νε ού­τε θυ­σί­ες, ού­τε προ­στα­τευ­τι­σμοί, ού­τε πει­ρα­μα­τι­σμοί, αν μη τι άλ­λο σε κοι­νω­νί­ες που προ­βάλ­λουν το άτο­μο. Η ερω­τι­κή σχέ­ση απο­δει­κνύ­ε­ται αδύ­να­μη να απο­σο­βή­σει αυ­τήν τη σύ­γκρου­ση, όταν τα πρό­σω­πα από ζευ­γά­ρι ξα­να­γί­νουν μο­νά­δες. Η υπο­γρα­φή στα έρ­γα μας δεν εί­ναι η ωρι­μό­τε­ρη ιδέα αλ­λά, αφού υπάρ­χει, κα­λό εί­ναι να εί­ναι γνή­σια.

Η Υπο­γρα­φή (2011) προ­βλή­θη­κε πά­λι στις 10 Μα­ΐ­ου 2019, στον Δη­μο­τι­κό Κι­νη­μα­το­γρά­φο του Βύ­ρω­να, κλεί­νο­ντας τη φε­τι­νή σε­ζόν των «Κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών Βρα­διών». Η συ­γκε­κρι­μέ­νη βρα­διά ήταν αφιε­ρω­μέ­νη στον δη­μιουρ­γό και ψυ­χή του θε­σμού, Στέ­λιο Χα­ρα­λα­μπό­που­λο, που τι­μή­θη­κε τό­σο από τον Δή­μο όσο και από ένα έν­θερ­μο κοι­νό.