Την ταινία στην οποία αναφέρεται ο τίτλος θα μπορούσε κανείς να σχολιάσει για πολλούς λόγους: δεν ξέρω αν αυτό που σε συνεπαίρνει περισσότερο είναι η αίσθηση μυστηρίου, η εξαρχής αινιγματική συμπεριφορά του καταπονημένου πρωταγωνιστή, η υφέρπουσα υπόνοια ότι η αλήθεια είναι και δεν είναι αυτή που φαίνεται. Θα μπορούσε ακόμα κάποιος να παραδοθεί στη γοητεία των κλειστών χώρων μιας μονοκατοικίας του ’50 σε κάποια από τις παλαιές γειτονιές της Αθήνας, με τους τοίχους νοτισμένους από τη μυρωδιά του φρεσκοζωγραφισμένου καμβά, απ’ τα μισανοιγμένα σωληνάρια με «λάδια», πεταμένα μολυβοκάρβουνα και αταξία, ενώ από την ίδια ατμόσφαιρα κάποτε να ξεπροβάλει απ’ το παράθυρο ένα σοφιστικέ Παρίσι των νεανικών ξέγνοιαστων εποχών των δύο νεαρών ζωγράφων. Κι απ’ τα λιθόστρωτα δρομάκια ενός Παρισιού (που όποιος δεν έχει πάει, όπως εγώ, δικαιούται να το μυθοποιεί ακόμα περισσότερο) με τα χάχανα και τη σφύζουσα ερωτική ατμόσφαιρα έως τη δωρικότητα της δικιάς μας Αρκαδίας, τη συνώνυμη με την οργιώδη και συνάμα παρθένα φύση, τον τόπο των μυθολογικών τεκταινομένων και των γήινων αναμετρήσεων του παρελθόντος και του παρόντος. Εκεί το λίθινο πρώην σταθμαρχείο της σιδηροδρομικής γραμμής «Τρικούπη», εμβληματικά αγέρωχο δύο βήματα μπροστά από τις άπραγες γραμμές, παίρνει νέα πνοή για να στεγάσει τα όνειρα του αγαπημένου ζευγαριού, ως ένα ησυχαστήριο μετά την πολύβουη και προβληματική ζωή στο Παρίσι.
Οι εικόνες και η φωτογραφία, το ιδιαιτέρως ευρηματικό μοντάζ, η ερμηνεία των ηθοποιών (Γιώργος Χωραφάς, Μαρία Πρωτόπαππα, Αλεξία Καλτσίκη, Νίκος Κουρής), η ατμοσφαιρική μουσική και κυρίως η ευαίσθητη κινηματογραφική ματιά που μας αφηγείται αυτό το ιδιαίτερο σενάριο θα μπορούσαν από μόνα τους να αποτελούν λόγο υψηλών καλλιτεχνικών αξιώσεων, όμως η πρόθεση αυτού του κειμένου δεν είναι η κριτική συνολικά της ταινίας (προσωπικά αισθάνομαι αναρμόδια για τέτοιον ρόλο), αλλά ο προβληματισμός που θέτει το σενάριο που οδηγεί σε τραγική κατάληξη.
Κάπου εδώ οφείλω εν συντομία να παρουσιάσω την ιστορία για όσους δεν είχαν την τύχη να την παρακολουθήσουν κινηματογραφικά: Με φόντο το νυχτερινό Παρίσι, ο νεαρός ζωγράφος Άγγελος (Χωραφάς), ενδιαφερόμενος για τα σκηνικά σ’ ένα θεατρικό έργο, γνωρίζει τη δημιουργό τους και ομότεχνή του Μαρία (Πρωτόπαππα). Οι δύο νέοι παραδίδονται στην πλάνη του έρωτα που εκτονώνεται και στις καλλιτεχνικές δημιουργίες τους, στα προσωπικά ατελιέ τους, μέχρι που η αναγνώριση χτυπάει την πόρτα της Μαρίας, η οποία με τη βοήθεια του πατέρα της (θεατρικός παραγωγός στο Παρίσι) δημιουργεί σιγά σιγά όνομα στον χώρο.
Με αφορμή την «Υπογραφή» του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου
Ο Άγγελος, πιο χαλαρός με τις φιλοδοξίες του και έχοντας πάρει τον εαυτό του λιγότερο σοβαρά, ζει απλώς τον ερωτά του και του αρκεί η επιβίωση. Μια μέρα ο γκαλερίστας καθώς περιηγείται στο ατελιέ της Μαρίας, ψάχνοντας το υλικό της επόμενο έκθεσής της, πέφτει σ’ έναν πίνακα που έχει ζωγραφίσει ο Άγγελος και της τον έχει χαρίσει. Χωρίς να καταλάβει ότι το έργο δεν είναι δικό της, το αξιολογεί ως κορυφαίο και της προτείνει να το πουλήσει σε δελεαστικά υψηλή τιμή. Οι δύο ζωγράφοι σκέφτονται ότι μια αθώα λαθροχειρία που μόνον οι ίδιοι γνωρίζουν δεν βλάπτει κανέναν, αντιθέτως βοηθάει και τους δύο να φτιάξουν ακόμα καλύτερα τη ζωή τους. Η επιτυχία αυτής της παραπλάνησης γεννά την ιδέα της επανάληψης, κι έτσι ο «μύθος» της Μαρίας τρέφεται με την έμπνευση και τη δημιουργικότητα του συντρόφου της. Όμως γεννιέται το ασυμβίβαστο της εξωτερικής εικόνας και της αλήθειας.
Μπορεί κάποιος να αισθάνεται «επιτυχημένος» και να γεύεται τους επαίνους για κάτι που δεν δημιούργησε ο ίδιος; Το παιχνίδι έχει πάψει να είναι το ξεγέλασμα της κοινωνίας ή του καλλιτεχνικού κατεστημένου και έχει προξενήσει εσωτερικές ανασφάλειες, κυρίως στην Μαρία, που επεκτείνονται και στη σχέση της με τον Άγγελο. Θα ήταν φυσιολογικότερο εκείνος να διεκδικούσε ένα μερίδιο φήμης, να διαχώριζε τη θέση του ίσως, ή να διαπραγματευόταν την αποκατάσταση και του δικού του ονόματος, όμως ο ρεαλισμός (ότι τάχα έτσι δεν θα πουλούσε) και η αληθινή ταπεινότητα (το λένε επίσης έλλειψη φιλοδοξίας) τον οδηγούν σε μια «παθητικότητα» που εντέλει αντί να ωφελεί την αγαπημένη του τη βλάπτει.
Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το σημείο. Με τη χωροχρονομηχανή του νου μπορούμε να φανταστούμε τους καλλιτέχνες μας να ζωγραφίζουν ξέγνοιαστοι μια νωπογραφία σε κάποια οικία στο Ακρωτήρι της Θήρας, ή ακόμα με ένα μικρότερο άλμα δεκαεφτά αιώνων και δυτικότερα, σε μια βίλα της Πομπηίας, χωρίς να αφήνουν το όνομά τους ή ένα αποτύπωμα σε κάποιο διακριτικό-ευδιάκριτο σημείο. Ο αγγειογράφος της εποχής του Ομήρου έπραττε το ίδιο, όπως και ο χαράκτης νομισμάτων ή ο δημιουργός μαρμάρινων και χάλκινων αγαλμάτων. Μικρές κοινωνίες, θα μου πείτε, όπου η επιδεξιότητα και η αξιοσύνη γίνονταν γρήγορα αντιληπτές, δεν είχαν ανάγκη διαφήμισης και χάριζαν στους καλύτερους άφθονες παραγγελίες και αναγνώριση. Για τη διαιώνιση του ονόματος φρόντιζαν οι συγγραφείς, κάποτε και με μια δόση υπερβολής όσο η απόσταση του χρόνου τούς προστάτευε από οποιαδήποτε διάψευση. Σπανιότερα, συγγραφείς του έργου τους μπορούσαν να είναι και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες (αρχιτεκτονικές πραγματείες του Ικτίνου και Καρπίονα, του Χερσίφρονα, του Μεταγένη, του Βιτρουβίου ή πραγματείες του γλύπτη Ροίκου, του Πολύκλειτου κ.ά.). Για τα συλλογικά πάλι έργα (όπως τα γλυπτά του Παρθενώνα) οι συγγραφείς κράταγαν το πιο εμβληματικό όνομα, ίσως για λόγους συντομίας και οπωσδήποτε συνεκτιμώντας την αδυναμία να θυμάσαι και τον συνεργάτη, τον βοηθό, τον μαθητευόμενο ή κάθε άλλον που είχε σχέση με το αντικείμενο. Η ίδια πρακτική που εφαρμόζει κανείς για ένα πολιτικό ή στρατιωτικό επιτελείο, για ένα σωματείο, ένα καλλιτεχνικό συγκρότημα κ.ο.κ., δίνοντας εντέλει υπεραξία σε αυτόν που είναι επικεφαλής.
Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας ταλανίζεται ανάμεσα σε δύο στάσεις απέναντι στο ίδιο ζήτημα: το έργο που υπογράφεται και το έργο που δεν υπογράφεται. Είναι το ίδιο το έργο ρυθμιστής αυτής της απόφασης; Θα μπορούσαμε δηλαδή να φανταστούμε ένα είδος βαθμολογίας όπου το έργο που περνάει τη «βάση» υπογράφεται και κάτω από τη βάση μένει ανυπόγραφο; Κι αν έχει το ίδιο το έργο κάποια δύναμη και ομορφιά δεν θα το αποδείξει η αμερόληπτη προτίμηση και η διαχρονικότητά του, όπως συμβαίνει τόσο σε επώνυμα όσο και σε ανώνυμα έργα π.χ. της μουσικής;[1] (Την ίδια απορία έχει και ο πρωταγωνιστής της ταινίας όταν εξηγεί στην κριτικό τέχνης για ποιο λόγο δεν θεώρησε σοβαρό το ζήτημα του ποιος υπογράφει τους πίνακες «…ποιον ενδιαφέρει η αλήθεια; Η αλήθεια είναι σχετική. Η ομορφιά είναι πραγματική. Είναι μπροστά μας…»)
Επομένως με την υπογραφή δεν μας ενδιαφέρει η προβολή του έργου, αλλά η προβολή του ατόμου μέσω του έργου. Έργα τέχνης δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν είτε ο δημιουργός τους το γνώριζε συνειδητά είτε ο κριτικός του μέλλοντος τα βάφτισε ως τέτοια. Στις βραχογραφίες του Λασκώ ή τις μικρογραφίες του βυζαντινού μοναχού μπορεί να ανιχνεύσουμε κίνητρα συμπαθητικής ή θρησκευτικής εκτόνωσης, άσκησης ή πειθαρχίας, όχι όμως αυτοπροβολής.
Πότε η κοινωνία μετατρέπει τον ταπεινό μάστορα της γοτθικής οικοδομικής συντεχνίας σε επώνυμο αρχιτέκτονα της Αναγέννησης; Τον περιπλανώμενο τροβαδούρο σε διάσημο συνθέτη; Πότε ο χειροτέχνης οργανοποιός αποφασίζει να ενσωματώσει στο εσωτερικό του μουσικού οργάνου την ετικέτα του εργαστηρίου του; Μαζί με το ασανσέρ της αναγνώρισης ή αποκαθήλωσης της αξίας των τεχνών συμπαρασύρεται και η αφύπνιση του «εγώ», ενώ το αίτιο και το αιτιατό αυτού του φαινομένου λειτουργεί και αντίστροφα.
Αν ίσως το «καλό» όνομα ενός τεχνίτη λειτουργεί σαν εγγύηση για το έργο του, η υπερβολή και η άκριτη στάση αυτής της άποψης οδηγεί στην τυφλή χειραγώγηση του μέσου αισθητηρίου και στη σχεδόν αδιαφορία για την αληθινή ποιότητα του έργου. Πόσες φορές κάποιος πάει να παρακολουθήσει τον τάδε ηθοποιό χωρίς να γνωρίζει ούτε τι έργο παίζει, αγοράζει ένα υπογεγραμμένο ρούχο-τσάντα επειδή ανήκει στον τάδε οίκο, πηγαίνει σε μια γκαλερί επειδή έτυχε να γνωρίζει το όνομα του ζωγράφου, απόλυτα συμφιλιωμένος με την ιδεολογική ομηρία στην οποία βρίσκεται «παγιδευμένος». Σε ποιο βαθμό μπορεί κανείς να έχει «εμπιστοσύνη» στο προσωπικό του γούστο, εφόσον είναι σχεδόν αδύνατον να είναι τόσο καλλιεργημένος και ενημερωμένος σε όλα τα είδη τέχνης και κατανάλωσης, αλλά και σε αυτά που είσαι, οφείλεις να συμφωνείς με το main stream;
Η ταινία όμως δεν ασχολείται με την «αφέλεια» του καταναλωτή, αλλά με την εσωτερική σύγκρουση του καλλιτέχνη, ο οποίος, ενώ είναι δημιουργικός, ωστόσο αναγνωρίζεται με έργα που δεν είναι δικά του. Είναι κάτι σαν το αντίθετο του Ζορό ή του Μπάτμαν, οι οποίοι ενώ οι ίδιοι γνώριζαν τα καταπληκτικά πράγματα που έκαναν, ωστόσο στην καθημερινότητά τους υποδύονταν τον ρόλο του άτολμου ή του αντιήρωα. Ηθικόν συμπέρασμα: Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος. Τίποτα δεν αναπαύει την ψυχή ενός καλλιτέχνη (και όχι μόνο) όσο η αυτοεκτίμηση. Οι δύο πρωταγωνιστές βασανίζονται συνειδησιακά σχεδόν ισόποσα για την ίδια πράξη, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Η γενναιοδωρία του ενός και η επιπόλαιη αποδοχή του άλλου δεν ικανοποιούν κανέναν. Μοιάζει σαν αυτόν που δανείζεται (ας πούμε χρήματα) αλλά προσποιείται ότι είναι δικά του. Ο δανειζόμενος μισεί τον δανειστή γιατί τον έχει ανάγκη και ο δεύτερος θεωρεί τον πρώτο αγνώμονα.
Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα της ουσιαστικής προσωπικής αναγνώρισης είναι πολύ σοβαρό και σε αυτό δεν χωράνε ούτε θυσίες, ούτε προστατευτισμοί, ούτε πειραματισμοί, αν μη τι άλλο σε κοινωνίες που προβάλλουν το άτομο. Η ερωτική σχέση αποδεικνύεται αδύναμη να αποσοβήσει αυτήν τη σύγκρουση, όταν τα πρόσωπα από ζευγάρι ξαναγίνουν μονάδες. Η υπογραφή στα έργα μας δεν είναι η ωριμότερη ιδέα αλλά, αφού υπάρχει, καλό είναι να είναι γνήσια.
Η Υπογραφή (2011) προβλήθηκε πάλι στις 10 Μαΐου 2019, στον Δημοτικό Κινηματογράφο του Βύρωνα, κλείνοντας τη φετινή σεζόν των «Κινηματογραφικών Βραδιών». Η συγκεκριμένη βραδιά ήταν αφιερωμένη στον δημιουργό και ψυχή του θεσμού, Στέλιο Χαραλαμπόπουλο, που τιμήθηκε τόσο από τον Δήμο όσο και από ένα ένθερμο κοινό.
- Μόλις θυμήθηκα την περίπτωση ενός δίσκου βινυλίου που είχε κυκλοφορήσει πριν είκοσι πέντε περίπου χρόνια, με τίτλο «Άβατον», χωρίς να υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία για τους δημιουργούς του στο εξώφυλλο ή οπουδήποτε αλλού. Η ιδέα αυτή επένδυσε στην έκπληξη και στην περιέργεια του πιθανού αγοραστή, ο οποίος, ικανοποιούμενος από την αγορά, θα διέδιδε την αξία του προϊόντος και όχι των συντελεστών του.