Η Σίλα είχε χαθεί εδώ και δεκαπέντε μέρες.
Σ’ όλους τους στύλους της γειτονιάς υπήρχε τώρα κολλημένη η φωτογραφία της – μια φωτογραφία που δεν την κολάκευε ιδιαιτέρως γιατί ήταν ανφάς, παρόλο που η Σίλα, από την πλευρά της προπροπρογιαγιάς της (που την είχε αποπλανήσει ένας περιοδεύων κοπρίτης), κρατούσε από εκείνη την υπέρκομψη βασιλική ράτσα που διαθέτει μόνο προφίλ.
Επιπλέον, ως φωτογραφία ήταν πολύ πρόχειρη, χωρίς φωτοσόπ, χωρίς εφφέ, χωρίς καν φίλτρα και την έδειχνε με πλακουτσωτή μύτη, πεσμένα μάγουλα και προγούλι – σε αντίθεση με τις πολύ προσεγμένες φωτογραφίες της τοπικής υποψήφιας, που ήταν κι αυτές αναρτημένες παντού λόγω εκλογικής περιόδου.
Για την υποψήφια υπήρχε μεγάλη αμοιβή αν την βοηθούσε ο κόσμος να αποκτήσει έδρα, ενώ για την Σίλα δεν ίσχυε τίποτα ανάλογο αν επέστρεφε στην δικιά της έδρα:
Η φωτογραφία της έγραφε από κάτω απλώς: ΧΑΘΗΚΕ (ακολουθούσε μάλλον απαξιωτική περιγραφή), ΑΚΟΥΕΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΙΛΑ, ΑΝ ΤΗΝ ΒΡΕΙΤΕ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΤΟ 69…
Αντιθέτως, κάτω από τη φωτογραφία της άλλης χαμένης, εκτός από το σύνθημα: ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ! και το παρασύνθημα: ΩΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΜΗ ΠΑΡΕΚΕΙ!, και το όνομά της, υπήρχαν κι ένα σωρό υποσχέσεις γι αυτούς που θα κατάφερναν να την φέρουν στα έδρανα της Βουλής.
«Μερικές σκύλες είναι πιο καπάτσες από τις άλλες» φιλοσόφησε η Σίλα κατουρώντας ένα στύλο από αυτούς που είχαν και τις δυο φωτογραφίες.
Η Σίλα, όλον αυτό τον καιρό της εξαφάνισής της, έκανε μεγάλες ομόκεντρες βόλτες, αλλά δεν είχε απομακρυνθεί και πολύ από την έδρα της.
Είχε μάθει να αποφεύγει τα τροχοφόρα, από βυτιοφόρα μέχρι μηχανάκια και μπορούσε να κυκλοφορεί με ασφάλεια όπως κι οποιοδήποτε άλλο τετράχρονο παιδί.
Σ’ αυτό το διάστημα είχε συνειδητοποιήσει ότι συνέβαινε το εξής παράδοξο: ως άστεγη τώρα, δεν ένιωθε ούτε πιο πεινασμένη ούτε πιο διψασμένη από τις μέρες που ζούσε ως αστή, ούτε καν δεχόταν περισσότερες κλοτσιές ή βρισιές. Ούτε και είχε αλλάξει σημαντικά το διαιτολόγιό της, απλώς τα σκουπίδια τα έτρωγε τώρα φρέσκα και όχι σε κονσέρβα για ζώα…
Επιπλέον, τώρα τα γεύματά της –που είχαν πάντα και το στοιχείο της έκπληξης– ήταν πολύ πιο πλούσια και διασκεδαστικά, καθώς, ως ομαδική δραστηριότητα έδιναν την ευκαιρία παράλληλα για κοινωνικές συναναστροφές, φλερτ, ανταλλαγές απόψεων, πολιτικούς σκυλοκαβγάδες κ.τ.τ. Οπωσδήποτε τα προτιμούσε από τα μελαγχολικά μοναχικά γεύματα πίσω απ’ τον κουβά με τη σφουγγαρίστρα στο στενό μπαλκόνι.
Το κλασικό δίλημμα των αστών «Πού θα πάμε απόψε για φαΐ;» το έλυναν εξίσου εύκολα και οι άστεγοι: Οι κάδοι της ευημερούσας, παρά την κρίση, γειτονιάς ήταν πάντα ξέχειλοι.
Φυσικά, τους καλύτερους μεζέδες προλάβαιναν και τους άρπαζαν οι αναρριχητικές, ριψοκίνδυνες και πιο εκλεκτικές γάτες, αλλά πάντα έμεναν θρεπτικά γκουρμέ αποφάγια και για τα τεμπελόσκυλα, ακόμα και για τους σνομπ σκύλους – όπως ήταν η Σίλα.
Το ποτό, επίσης δεν ήταν πρόβλημα. Υπήρχαν παντού διαρροές στο σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης, ακόμα και τα μπουγαδόνερα ήταν πιο εύγευστα από της κ. Τζέλλας, καθώς οι περισσότερες άλλες νοικοκυρές ήταν ευαισθητοποιημένες και χρησιμοποιούσαν φιλικά προς το περιβάλλον απορρυπαντικά.
Το άλλο που είχε συνειδητοποιήσει η Σίλα ήταν το ότι δεν τη βασάνιζε και μεγάλη νοσταλγία για την οικογένειά της. Εδώ και αρκετά χρόνια ήξερε πως δεν ήταν φυσικό τέκνο του κ. Λάμπρου και της κ. Τζέλλας αλλά υιοθετημένο (δεν της έμοιαζαν καθόλου ούτε στα χαρακτηριστικά ούτε στον χαρακτήρα) και, το χειρότερο, καταλάβαινε πως την είχαν υιοθετήσει μόνο και μόνο επειδή ο προϊστάμενος του κ. Λάμπρου, ο κ. Μπάμπης, είχε αποκτήσει τον Σερ Τζον και δεν ήθελαν να υστερούν.
Βεβαίως, συγκινήθηκε όταν είδε πως είχαν κολλήσει παντού τη φωτογραφία της και την αναζητούσαν, και παραξενεύτηκε κιόλας γιατί, όταν έμενε μαζί τους, της έδιναν την εντύπωση πως μάλλον τους ήταν βάρος.
«Έτσι είναι οι άνθρωποι… Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου», φιλοσόφησε και πάλι η Σίλα. «Δεν ξέρουν τι έχουν, αν όμως το χάσουν μπορούν να το περιγράψουν με κάθε λεπτομέρεια!» (Αυτό το σκέφτηκε βλέποντας ότι στις πληροφορίες κάτω από την φωτογραφία ανέφεραν ακόμα και το βάρος της– πράγμα που δεν συνέβαινε στη φωτογραφία της υποψήφιας βουλευτίνας).
Η Σίλα είχε κάνει και μερικές ενδιαφέρουσες γνωριμίες στον δρόμο: είχε γνωρίσει άλλον ένα ανεξαρτητοποιημένο σκύλο ονόματι Τρολ, του οποίου η οικογένεια είχε φύγει για κρουαζιέρα στα νησιά Γκαλαπάγκος, είχε γνωρίσει και μια ταλαίπωρη σκύλα, ονόματι Μπέμπα, από άλλη πόλη, που ο ζηλότυπος κύριός της την είχε διώξει απ’ το σπίτι γιατί έκανε το σφάλμα να μείνει έγκυος.
Η Σίλα δεν είχε βρεθεί ποτέ σ’ αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση καθώς είχε βρεθεί στη δυσάρεστη κατάσταση να στειρωθεί σε προεφηβική ηλικία.
Αυτό ακριβώς ήταν και που την έκανε να εξελιχθεί από ζωηρό, πολλά υποσχόμενο κουτάβι σε ισόβιο κουτάβι, νωθρό, σνομπ και απολιτίκ, με κλίση στην κυνική αμπελοσοφία (γνωστή από την χαρακτηριστική ρήση: «πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι».)
Τώρα η Σίλα συναναστρεφόταν παρέα κυρίως αυτούς τους δυο ξεπεσμένους, αλλά στην σκυλοπαρέα τους έρχονταν συχνά της προσκολλήσεως και κάποιοι γέννημα -θρέμμα του δρόμου. (Αυτοί που δεν έχουν μεγαλώσει σε σπίτι, διακρίνονται αμέσως και από το ντύσιμο και από τη φυσική τους κατάσταση αλλά και από τους άξεστους τρόπους τους.) Η Σίλα, ο Τρολ και η Μπέμπα δεν ήταν ούτε ρατσιστές ούτε έδιναν σημασία στις ταξικές διαφορές, πάντως τους τύπους αυτούς προσπαθούσαν να τους αποφεύγουν γιατί γάβγιζαν φάλτσα, δάγκωναν άγαρμπα και λόγω της εκ γενετής απλυσιάς, βρομούσαν.
Και η Σίλα όμως είχε αρχίσει να βρομάει, όπως διαπίστωσε ξαφνικά, κάνοντας μια χαριτωμένη στροφή για να μυρίσει στα πεταχτά τον πισινό της.
Διαπίστωσε επίσης πως στο πάνω μέρος της ουράς της είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μια αποικία ψύλλων.
«Η ελευθερία έχει το τίμημα της», φιλοσόφησε ξανά η Σίλα.
Εκείνη τη στιγμή ο Τρολ και η Μπέμπα, που είχαν τελειώσει το γεύμα τους (χαρτοπετσέτα με κέτσαπ και καστανόχωμα, συν λαδόχαρτο με υπολείμματα πιτόγυρου και πατημένων πατατών με σος σαλμονέλλας) και έπιναν από μια λακκούβα γεμάτη τοξική βροχή με αφρικανική σκόνη, στράφηκαν προς τη Σίλα και της γρύλισαν ανυπόμονα: «Πάμε;»
Είχαν συμφωνήσει, μια που ήταν Σαββατόβραδο, να ξεσκάσουν λίγο, να πάνε για κόντρες στην παραλιακή. Όταν έπιναν πολύ εκδηλώνανε συχνά αυτοκτονικές τάσεις.
Η Σίλα αυτή τη φορά δεν ήταν σίγουρη πως θέλει να τους ακολουθήσει. Όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί, την είχε επηρεάσει η θέα των φωτογραφιών. Κατούρησε ξανά τον στύλο, γάβγισε αρνητικά και ξεκίνησε να φύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ήταν έτοιμη όμως να αντιμετωπίσει και όλα αυτά που την περίμεναν αν επέστρεφε με την ουρά στα σκέλια στο σπίτι της; Υπερβολικές διαχύσεις, ξύλο, μπάνιο με αφρόλουτρο, βούρτσισμα με συρμάτινη βούρτσα, αμπούλες για αποψύλλωση, δέσιμο στο μπαλκόνι;
Έπρεπε να πάρει μια απόφαση γρήγορα. Την πήρε: είχε όλο τον χρόνο να το σκεφτεί στο δρόμο. Το σπίτι απείχε 10 λεπτά περίπου από το σημείο που βρισκόταν. Θα πήγαινε σιγά σιγά…
Ηθικό δίδαγμα: 1. Σπεύδε βραδέως
2. Το γοργόν και χάριν έχει
(συνεχίζεται)