Δημήτρης Κοσμόπουλος, Θέριστρον, Κέδρος 2018
*
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, λίγο πριν «κοιμηθεί», ζήτησε από τις αδερφές του και τους φίλους του να τον αφήσουν μόνο, και, γυρνώντας προς τον τοίχο, άρχισε να ψέλνει χαμηλόφωνα το δοξαστικό της ένατης ώρας των Θεοφανείων.[1]
Στη συλλογή Θέριστρον ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, έχοντας δει, ίσως, να λάμπει ένα λιγνό δρεπάνι στον ουρανό,[2] το πριν αόρατο,[3] σύναξε τις θημωνιές των ποιητικών και των περιώδυνων βιωματικών εμπειριών του, και κρατώντας σαν ιεροφάντης τα τίμια δώρα της αποστολής του τεχνίτη, έκανε την πληγή του φως[4] και κατήρτισε μια «Εαυτού Ελεγεία» (αλλιώς «Ακολουθία»), που θα έμελπε κάποτε και ο ίδιος, γυρνώντας στον δικό του τοίχο, λίγο πριν από το τέλος.
Τα τίμια δώρα που κρατά ο Κοσμόπουλος στα δικά του χέρια είναι από τη μία η ομολογουμένως βαθιά πνευματικότητα που, όπως έχει ήδη διαπιστωθεί, αντλεί και τροφοδοτείται από τη λαϊκή και λόγια παράδοση, και από την άλλη η ρυθμική τάξη που διέπει όλο το ποιητικό σώμα, ώστε το ποιητικό αποτέλεσμα να επιβεβαιώνει τη δεξιότητα του ποιητή ως τεχνίτη.
Έχει πολλές φορές τεθεί το ερώτημα αν η πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, θεματικά ταυτισμένη κατά μεγάλο μέρος με την ελληνορθόδοξη θρησκευτική παράδοση, είναι στο βάθος θεολογία.[5] Ένα ανάλογο ερώτημα τέθηκε πρόσφατα και για την ποίηση του Κοσμόπουλου.[6] Αν ορίσουμε ως θρησκευτική την ποίηση, που αμέσως ή εμμέσως, ή έστω αλληγορικώς, αναφέρεται στο θείο ον, εμπνέεται από αυτό και το υμνεί (βλ. λ.χ. περίπτωση Τ. Κ. Παπατσώνη), ή, ακόμα, την ποίηση που διέπεται από τον «ανθρωπομορφισμό του υπεραισθητού στοιχείου» (βλ. περίπτωση Κώστα Μόντη),[7] τότε η ποίηση του Κοσμόπουλου θα τολμούσα να πω ότι δεν είναι θρησκευτική[8] ή, τουλάχιστον, δεν είναι απλώς θρησκευτική. Και τούτο διότι η ποίησή του μπορεί να εξυφαίνεται και στον καμβά της ορθόδοξης γραμματείας (όπως και σε αυτόν της ποιητικής παράδοσης), καταμαρτυρώντας αναπόφευκτα τη θρησκευτική πίστη του δημιουργού, ωστόσο δεν εξαντλείται στο υπερβατικό και μεταφυσικό στοιχείο, που, και αν γίνεται καταρχήν επίκλησή του, καλείται να συμμετάσχει εν τέλει στο «γήινο» ποιητικό αποτέλεσμα που αφορά στη φθορά και τον θάνατο. Έτσι, λ.χ., στο ποίημα «†24.6.2017» (σ. 37) γίνεται μεν η εναρκτήρια επίκληση στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, όμως το επικληθέν «ουράνιο» πρόσωπο καταβιβάζεται εκ των ουρανών για να μεταλλαχθεί σε «χορτάρι» που θα δροσίσει την υπαρξιακή αγωνία του δημιουργού. Ή ακόμα στο ποίημα «Προσευχή ΙΙ» (σ. 100) η αναφορά του πρώτου στίχου στο «Εξαιρέτως…» δεν είναι ασύμβατη, κατά τον ποιητή, με τον τελευταίο του στίχο που μιλάει για τα φλας και τα sms.
Ο ποιητής, τούτη τη φορά, δεν αφιερώνει απλώς την τέχνη του σε εκλιπόντες ομότεχνούς του, σεπτούς πνευματικούς του προγόνους, όπως πολύ όμορφα το έχει κάνει στο παρελθόν,[9] αλλά, επιστρατεύοντας την ακμαιότητα πλέον της τέχνης του, τους προσκαλεί, μαζί με θρησκευτικά πρόσωπα (κυρίαρχη η παρουσία του Ιωάννη Προδρόμου), καθώς και άλλα πρόσωπα, που οι «επιδόσεις» τους, όταν βρίσκονταν στη ζωή, τον συγκίνησαν και τον εμπνέουν,[10] ώστε να τον συνοδεύσουν στην ύστατη προετοιμασία της οικειοποίησης του ανοίκειου.
Έχοντας υπόψη αυτό που είχε γράψει κάποτε ο Γ. Σαραντάρης για τον Κ.Π. Καβάφη, ότι από την ποίησή του «ο ουρανός λείπει»,[11] θα αδικούσε κανείς τον ποιητή του Θέριστρου, αν, με βάση όσα προεκτέθηκαν, θεωρούσε, αντίθετα, ότι η ποίησή του «έχει μόνο ουρανό». Και τούτο, όχι μόνο για όσα ήδη ανωτέρω λέχθηκαν αναφορικά με το αν πρόκειται για θρησκευτική ποίηση, αλλά και διότι ο Κοσμόπουλος εμπλέκει στην ποίησή του στοιχεία του φυσικού, αλλά και του αστικού, και τεχνολογικού μάλιστα περιβάλλοντος[12] («στοιχεία μοντερνιστικά»), αλλά και τραγικά γεγονότα που απασχόλησαν την επικαιρότητα,[13] ώστε από τη σχετική σύζευξη να προκύπτει τέτοιο ποιητικό αποτέλεσμα που κοινωνεί την τρέχουσα καθημερινότητα, διαλέγεται γοητευτικά με «τα άνω και τα κάτω»,[14] διαστέλλοντας τον ποιητικό του χώρο και καθιστώντας την ποίησή του «καθολική» (εκτός των άλλων, λ.χ., στο ποίημα «SH2-174» ο ποιητής από το τριαντάφυλλο που φύτρωσε ψηλά στον Γαλαξία μετακινείται στο χορτάρι της χορευτικής σουσουράδας).
Τέλος, στοιχείο που, σε συνδυασμό με τα ανωτέρω, δωρίζει την ποίηση του Κοσμόπουλου στη μοντέρνα ποίηση είναι η τεχνική του: ριζωμένη καταρχήν στις διδαχές των πατέρων της ποίησης και, έχοντας μέχρι σήμερα υπηρετήσει ο ίδιος ευλαβικά τον έμμετρο ποιητικό λόγο (χωρίς να αφίσταται από τον ελεύθερο στίχο), νομιμοποιούμενος πλέον να το κάνει, μετασχηματίζει πάγιες ποιητικές μορφές (όπως το σονέτο) ή αποσπά από άλλα παραδεδεγμένες μορφές στίχων (βλ. δεκαπεντασύλλαβο) εγκαινιάζοντας νέα ποιητικά σχήματα.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Θέριστρον του Δημήτρη Κοσμόπουλου