Επτά ποιήματα για ζώα


Η καρδιά

                                                Όπως οι Άτλαντες τις ηπείρους.

Γλιστρώντας
ανάμεσα στις σουβλερές πορώδεις απολήξεις
των πτυχώσεων του κίτρινου κενού
των κρατήρων

στις κάμαρες και λεκάνες
όπου αιματώνει το θειάφι
ασταθής ο ρυθμός
της νεροπνοής

κατευθύνεται ρουφηγμένος
απ’ τους αφανείς στροβίλους
στις στενωπούς και το μικροσκοπικό πλάτωμα
των πορθμών

μέχρι που χάνεται
λαμπυρίζοντας
σ’ ένα τελευταίο μαστίγωμα
της ουράς

ο γυρίνος.



Σκίτσο με όσα έμειναν

                                                                        Κάθοδος στην ίδια ακτή.

Ο επίμονος λίβας στύβει τους θάμνους
ο σκύλος περνάει τη διασταύρωση
μυρίζει τους ρόμβους στο συρματόπλεγμα
μια άδεια κονσέρβα σαν θέσφατο
ξαπλώνει γλείφει το πίσω πόδι του
σαν να το έγραψε λάθος

ένας ήλιος ανεβαίνει
μια γριά ξεβοτανίζει το μποστάνι
το χώμα ξεραίνεται κι άλλο.



(οπτικό ποίημα)

Ο κόσμος μετά το βλεφάρισμα

                                                                        Παρατηρώντας και γλαρώνοντας
                                                                        έναν αδέσποτο γάτο.

Μέσα στον ήλιο
                μια σαύρα
πάνω στην πέτρα
κάτω απ’ τον βάτο.

Κάτω απ’ τον ήλιο

πάνω απ’ την πέτρα
μέσα στον βάτο.



Αν ήσουν
 
                                                               Πλωτό, εδώδιμο, παραδομένο σώμα.

Αν ήσουν πουλί θα ’σουν βέβαια αετός –
όχι τόσο για το βασιλικό σου γένος
και τα ξανθά σου μαλλιά
όσο για το ράμφος σου στο συκώτι μου.




Γάτες

                                                                        Το πρωτόκολλο της παρόδου.

Καμιά φορά τ’ απογεύματα σαν αλλάζει ο καιρός από βόρεια
αν τύχει να βρεθώ στο παράθυρο γιατί με πήγαν άβουλο τα πόδια
κοιτώ κάποια γάτα που τσακώνεται φωναχτά για κάτι μυστήριο
ίσως είκοσι εκατοστά περισσότερου χώματος να περάσει
ή κάποιο άλλο θέμα για το οποίο δίνονται ανέκαθεν μάχες.
Η γειτονιά αυτή γέμισε αδέσποτα και καβγάδες
κάμποσοι ήρθαν λένε απ’ τον Νίγηρα και δεν μιλούν τη γλώσσα μας
κρυμμένοι πίσω απ’ τον άνεργο νταή σε καμήλες και νταλίκες,
για μερικούς νιώθω προσωπικά υπεύθυνος
λες και τους κάλεσα εγώ να φάνε από σχισμένες σακούλες.
Ήρθαν λένε διασχίζοντας τη Μεγάλη Άρκτο με λάντζες
όπως οι ναυτικοί που επιβιβάζονται με τη σκουριά στα φορτηγά,
τους σηκώνουν σαν παιδιά απ’ τις μασχάλες
και τους παίρνουν έξι μήνες σορόκο.
Κάποιοι παντρεύονται στην Κορέα,
κάποιοι παίζουν χαρτιά στον ηλεκτρικό
άλλοι όπου βρουν σου ζητάνε τσιγάρο,
τα σκέφτομαι όλα αυτά στο παράθυρο
που στις άκρες τρώει τις μονώσεις του κι έβαλα στόκο
γιατί μετά από δέκα χρόνια στη ρέγουλα μπρος στο μπαλκόνι
πεθύμησα τα παλιά παραμύθια που ξεφουρνίζαν.
Οι γάτες στο μεταξύ σταμάτησαν και κοιτάζουν
δύσπιστα την απόφαση της ανακωχής τους
έτοιμες να χιμήξουν στον πορθμό προς τη μάντρα
καθώς τις προδώσαν οι θυρωροί που ’ναι όλοι το ίδιο
και μοίρασαν τον περίδρομο στους δικούς τους.
Γεγονός είναι ότι αυτή τη γλώσσα μιλάμε ανέκαθεν
στα νταηλίκια που χαρακτήρισαν τους λαούς μας
γιατί είναι παλιό το στενό κι ας κοιτάζονται όλοι σαν ξένοι.
Αλλά δεν έχει σημασία, όσοι χώθηκαν χώθηκαν
βραδιάζει με αξιοπρέπεια
κι όπου να ’ναι θα περάσουν
να τα μαζέψουν.

Ήδη αυτός με τα γάντια πλησιάζει.



Αλεπού

                                                                        Επαρχίες των κορμών.

Το χιόνι έπεσε πάνω
στις οξιές και τους φράχτες
και τη σκέπασε.



Λίγα λόγια για το κυνήγι

                                                           Άρδευση και σπονδές της δυναστείας των Τανγκ.

Έχει μαζευτεί μια στρατιά μυρμήγκια
στο μαρμάρινο στηθαίο του μπαλκονιού,
ξεχειλίζουν απ’ τις σχισμές στη βάση του τοίχου.
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι στη θάλασσα πριν από δεκαετίες.
Ήταν ένα απ’ τα πρώτα ταξίδια στους αμμόλοφους του Βορρά,
στο Βέστερλαντ με τον σκελετό του φαρόπλοιου
και το νησί Άμρουμ.
Έπεφτε νωρίς το φθινόπωρο, σύννεφα στραγγίζαν το φως
και μοιραία φυσούσε γιατί θα ξεκίναγε το σχολείο.

Υπήρχε μια μυρμηγκοφωλιά στα δοκάρια που στήριζαν
τη στέγη του παράσπιτου της αγροικίας που νοίκιαζε ο θείος.
Απ’ τα παράθυρα φαινόταν η μουλιασμένη έρημος
της ρυτιδωμένης απ’ την άμπωτη άμμου,
η γάτα που ’κανε τη δική της ανασκαφή,
το σμήνος των γερανών που καθόταν στο πασσαλόπηγμα
εποπτεύοντας τον περίπατο του νερού.
Ο θείος υποδεχόταν όρθιος το σούρουπο
μπροστά στο κενό τζάκι και το σπαθί
πίνοντας και παραπατώντας.
Η γυναίκα του παραμόνευε για να ισιώσει το χαλί.
Οι αγοραίες προπόσεις του θείου ξεπερνιούνταν με Μπραμς.

Θυμάμαι να κυνηγώ τα μυρμήγκια που κατέβαιναν τον τοίχο
και ξεκάμπιζαν στο χαλί,
σκαρφάλωνα με τα παπούτσια στον σοφά και τα συλλάμβανα
ανάμεσα σ’ ανεμόμυλους κι απομιμήσεις των Φλαμανδών,
τα σήκωνα με δυο δάχτυλα πάνω απ’ το στόμα και τα ’τρωγα.
Η δανέζα νταντά, που μονίμως καθάριζε φρούτα,
εμφανιζόταν στην καμαρόπορτα σαν αρχάγγελος
και σφύριζε με τα δόντια
για να μου αποσπάσει την προσοχή χωρίς να με μαλώσει.

Ίσως γνωρίζω πολύ περισσότερα πράγματα τώρα,
αλλά κοιτώντας μέσα μου τα παλιά μυρμήγκια
να ξανοίγονται στο τρικυμισμένο χαλί
μοιάζουν όλα τα σημεία του χρόνου να εκτείνονται στην ίδια ευθεία
σαν συλλαβές μιας τελεσίδικης ρήσης,
και καθώς συλλέγεται διαρκώς υλικό και υπάρχουν ευθύνες
είναι δύσκολο να σταθείς λίγο απόμερα
και να καταλάβεις τι μένει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: